Δεκάδες εκδηλώσεις της ΚΟΕ για το Μάη του ’68, του Χρήστου Γιοβανόπουλου

Σε όλη τη διάρκεια του Μάη η ΚΟΕ, με αφορμή και την κυκλοφορία δύο εκδόσεων για το Μάη του ’68 από τις εκδόσεις Α/συνεχεια, προχώρησε στη διοργάνωση ή συμμετείχε σε μία σειρά πολύμορφων εκδηλώσεων σε όλη την Ελλάδα: από γειτονιές, σχολές, λέσχες, πολιτιστικά κέντρα κλπ μέχρι πιο επίσημες κεντρικές εκδηλώσεις, όπως το διήμερο του Σύριζα στο Γκάζι και οι κεντρικές παρουσιάσεις των δύο βιβλίων σε Πάτρα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη. Το κύριο πνεύμα των τοποθετήσεων της ΚΟΕ ήταν να τονιστεί τόσο σε πολιτικό, όσο και πολιτιστικό επίπεδο, ο παγκόσμιος και ο επαναστατικός χαρακτήρας του Μάη, και η ανάγκη να ξανατεθούν από τα κινήματα τα ζητήματα της συνολικής κριτικής κι επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού.

Επιχειρήθηκε από την πλευρά μας να προνομοποιήσουμε δύο στοιχεία στη διοργάνωση αυτών των εκδηλώσεων. Τη διάχυση στους διάφορους χώρους, που σήμαινε και τη δυνατότητα αυτο-οργάνωσης και καθορισμού του χαρακτήρα των εκδηλώσεων ανάλογα με τις ανάγκες, τα πεδία ενδιαφέροντος, τις δυνατότητες και τους σχεδιασμούς κάθε περιοχής ή χώρου. Έτσι, οι μορφές που πήραν οι εκδηλώσεις ήταν πολλές, από συναυλίες και προβολές ταινιών (κάποιες για πρώτη φορά στην Ελλάδα) και υλικού σχετικά με το Μάη, μέχρι ανοιχτές πολιτικές εκδηλώσεις. Αυτός ο ευέλικτος τρόπος κίνησης έδωσε τη δυνατότητα διεύρυνσης των ακροατηρίων και χώρων που ήρθαν σε επαφή όχι μόνο με την ΚΟΕ, αλλά κυρίως με τις ιδέες και το πνεύμα του Μάη όπως εκδηλώθηκε σε διάφορα επίπεδα, από τα αντάρτικα κινήματα μέχρι τη νεολαιίστικη αντι-κουλτούρα και την κριτική της καθημερινής ζωής.

Επίσης επιτεύχθηκε μία πιο άμεση επαφή με κόσμο πιο λαϊκό και νεολαιίστικο, που δραστηριοποιείται στα σημερινά κινήματα ή ανήκει στη λεγόμενη κοινωνική αριστερά, και με αφορμή το Μάη εξέφραζε τις δικές του ανησυχίες για τη σημερινή κατάσταση και την έλλειψη ενός οράματος, ενός άλλου παραδείγματος για το πώς θα μπορούσε να είναι οργανωμένη η κοινωνία πέρα από τον καπιταλιστικό τρόπο.

Μιλώντας με βάση την άμεση προσωπική πείρα του γράφοντα, που συμμετείχε σε δέκα εκδηλώσεις και παρουσιάσεις σε όλη την Ελλάδα με συνολική συμμετοχή μερικές εκατοντάδες κόσμου, τα στοιχεία που περισσότερο έκαναν εντύπωση είναι τα ακόλουθα: η ζωντάνια, κατ’ αρχάς, των συζητήσεων, ιδιαίτερα του πιο νεαρού ακροατηρίου και η δίψα του κόσμου να συζητήσει για το Μάη. Στους νεολαιίστικους χώρους, με προεξάρχοντες τους μαθητές, η γνώριμη σιωπή μετά τις εισηγήσεις δεν υπήρχε, και πολύ συχνά οι εκδηλώσεις μετατρέπονταν σε συζητήσεις που διεύρυναν το περιεχόμενό τους πέρα από το Μάη, στο σήμερα. Δεύτερη διαπίστωση είναι ακριβώς η καταγραφή της απόστασης που μας χωρίζει από το Μάη. Αυτό εκδηλωνόταν με δύο τρόπους. Ο ένας ήταν η έλλειψη γνώσης για το τι ήταν ο Μάης, τόσο αναφορικά με τα κινήματά του, όσο και σχετικά με το βάθος της κριτικής του και την επαναστατική του ένταση. Σε αυτό το επίπεδο διαπιστωνόταν από τη μία η κυριαρχία του αστικού χειρισμού της ιστορίας του Μάη, υποβοηθούμενου είτε από την αδιαφορία και εχθρότητα του ΚΚΕ είτε από τις ρεφορμιστικές εκδοχές του ευρωκομμουνισμού που αφαίρεσαν από τον Μάη το στοιχείο της επαναστατικής ρήξης. Έτσι, για πολύ κόσμο που παρευρέθηκε στην προβολή της μικρού μήκους ταινίας "Καταπίεση" της ομάδας Newsreel και των Μαύρων Πανθήρων, αποτελούσε έκπληξη η αναφορά των τελευταίων στους Στάλιν και Μάο, όπως και η άμεση σύνδεση του αγώνα τους όχι απλά με τον αντιρατσισμό αλλά κύρια με τους αντιαποικιοκρατικούς και αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες των λαών του Τρίτου Κόσμου.

Το δεύτερο πεδίο εκδήλωσης της διαφοράς ήταν η αντίληψη –που εκφραζόταν και σαν έμμεση κριτική– επίσης από νέους ανθρώπους, πως ο Μάης ηττήθηκε. Η τέτοια "ρεαλιστική" αντίληψη ενός νέου κόσμου για το Μάη ήταν έκφραση δύο, κυρίως, στοιχείων. Από τη μία, η σημερινή δυσχερής κατάσταση όπου τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο και όπου κάθε αλλαγή προς την αντίθετη κατεύθυνση μοιάζει ουτοπική. Αυτό το σημείο υπογραμμιζόταν έντονα με το ερώτημα "τι κάνουμε, ή, τι μπορεί να γίνει σήμερα" συνοδευόμενο από σχόλια για το "αρνητικό περιβάλλον" απολιτικοποίησης και ατομισμού. Από την άλλη, κι εξαιτίας των αναζητήσεων και της βοούσας ανάγκης για συνολικότερη διέξοδο και οραματικό πρόταγμα σήμερα, το ανολοκλήρωτο των αλλαγών που προκάλεσαν τα κινήματα του ‘60, βιώνεται σαν ήττα ή, στην καλύτερη περίπτωση, σαν ενσωματώσιμες τακτικές υποχωρήσεις του συστήματος και όχι πάντα άδικα.

Έτσι, ενώ δηλώνεται ξανά η ανάγκη για συνολική και ριζική αλλαγή του καπιταλισμού, αυτό γίνεται αντιληπτό μόνο στα όρια των οικονομικών και πολιτικών αλλαγών με τη στενή τους έννοια και με μία έκλειψη του στοιχείου της ιδεολογικής κριτικής του συνόλου της αστικής κοινωνίας. Η διαπίστωση ότι βρισκόμαστε πριν το Μάη, με την έννοια ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα υλικά ζητήματα επιβίωσης και αποκλεισμών, επιβεβαιωνόταν παντού με αυτόν τον τρόπο. Ήταν σαν μία εσωτερίκευση της ασταμάτητης πίεσης που ασκεί το σύστημα στις νέες γενιές που το μόνο που έχουν γνωρίσει είναι η σκληρή πραγματικότητα ενός συνεχούς κι εξαντλητικού ανταγωνισμού χωρίς προοπτικές πέρα από την επιβίωση.

Τα συμπτώματα αυτού του πραγματισμού εκδηλώνονταν ιδεολογικά σαν αδυναμία κάποιος να φανταστεί ή να αναγνωρίσει την ιστορία ή ιστορίες, τη ριζοσπαστικότητα της κριτικής, την επαναστατική πνοή του Μάη στις σημερινές του πολύ πιο ποταπές μα αναγκαίες πράξεις.

Γιατί οι νέες θύελλες και τα οράματα δε θα φτιαχτούν ούτε με ιδέες ούτε με μνήμες, αλλά από την ύλη αυτών των σημερινών αγώνων, που μοιάζουν να ωχριούν μπρος στη δόξα του Μάη, αν και στην πραγματικότητα στρώνουν το έδαφος για το ξεπέρασμά του.

Χρήστος Γιοβανόπουλος