Tο επίκεντρο Ελλάδα, πιο κοντά σε μια εθνική και κοινωνική καταστροφή

2016 02 29 anakoinosi koe epikentro ellada

2016 02 29 anakoinosi koe epikentro ellada

Όπως έχουμε επισημάνει και σε προηγούμενες ευκαιρίες από το καλοκαίρι του 2015, η ΚΟΕ τοποθετείται δημόσια μόνο όταν κρίνει ότι έχει να πει κάτι σημαντικό. Σήμερα, σε στιγμές κρισιμότατες για το λαό μας και την Ελλάδα, αποφασίζουμε να δημοσιοποιήσουμε τα συμπεράσματα μιας εσωτερικής συζήτησης που ξεκίνησε στις αρχές Φεβρουαρίου και τώρα ολοκληρώθηκε με τη συμμετοχή μελών και φίλων της ΚΟΕ. Είναι ώρα ετοιμότητας για αντιμετώπιση δύσκολων και επικίνδυνων εξελίξεων.

Tο επίκεντρο Ελλάδα, πιο κοντά σε μια εθνική και κοινωνική καταστροφή

Εισαγωγή
Βρισκόμαστε σε μια πολύ δύσκολη πολιτική συγκυρία. Δεν είναι μόνο το τι γίνεται με τα μνημόνια, με τα ποσοστά που έχουν τα κόμματα, με το εάν περνάνε ή όχι ένα νόμο όπως π.χ. για το ασφαλιστικό. Σήμερα η κατάσταση είναι πολύ πιο σύνθετη, καθώς τα γεωπολιτικά, εθνικά, προσφυγικά ζητήματα περιπλέκονται και αποκτούν βαρύνουσα σημασία. Δεν είναι εύκολο να διαφανούν κάποιες λύσεις. Ούτε τις έχουν οι «μεγάλοι παίκτες», ούτε όμως θα ήταν εύκολο να δρομολογηθούν από τις συστημικές δυνάμεις στο εσωτερικό της χώρας. Ζούμε λοιπόν ένα μεσοδιάστημα, όπου αναμένονται αποφάσεις, πρωτοβουλίες και διεργασίες.
Κωδικά: Η Ελλάδα παραμένει το επίκεντρο εξελίξεων, πειραματισμών, πρωτόγνωρων καταστάσεων και δημιουργίας χωρών «ιδιαίτερου τύπου». Σε συνάρτηση με τη συνολική πορεία της Ευρώπης, μετατρέπεται σε χώρο περισυλλογής προσφύγων και βάση εξόρμησης για εν εξελίξει και μελλοντικούς πολέμους. Το επίκεντρο Ελλάδα προορίζεται για σύνθετους ρόλους σε ταραγμένες χρονικά και τοπικά συνθήκες. Ο υπότιτλος είναι σαφής: «Πιο κοντά σε μια εθνική και κοινωνική καταστροφή». Αυτό δίνει και τον τόνο όλων όσων ακολουθούν παρακάτω.

Σημείο 1ο
O καταλυτικός γεωπολιτικός παράγοντας
Το γεωπολιτικό αποκτά κυρίαρχη και δεσπόζουσα θέση σε όλες τις εξελίξεις, και θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις καταστάσεις που θα ζήσουμε. Γεωπολιτικό δεν σημαίνει μόνο πόλεμος. Μπορεί να σημαίνει και πόλεμο, αλλά δεν είναι μονάχα αυτό. Είναι κάτι παραπάνω από τις πολεμικές αναμετρήσεις, τα πραξικοπήματα κ.ο.κ. Όταν λέμε γεωπολιτικά ζητήματα, αναφερόμαστε στο πώς προωθούνται:
Πρώτον: Οι σχέσεις Ελλάδας, Ευρώπης και Δανειστών. Όχι μόνο Ευρώπης. Θα μπορούσαμε να πούμε Ευρώπης –δηλαδή Γερμανίας, ΕΚΤ, Ε.Ε. κ.λπ. – υπάρχει όμως και το ΔΝΤ δίπλα, που υπενθυμίζει κάθε στιγμή την παρουσία του υπερατλαντικού συμμάχου και εταίρου, των ΗΠΑ. Γι’ αυτό θέτουμε «σχέσεις Ελλάδας-Ευρώπης-Δανειστών». Αλλά οι σχέσεις Ελλάδας-Ευρώπης δεν θα εξαρτηθούν μόνο από το τι αγορά είναι η Ελλάδα για την Ευρώπη, π.χ. από το πόσα προϊόντα θα πωλούνται ή από το τι θα γίνει για ένα λιμάνι. Μπορούν βέβαια να τσακωθούν πολύ για το ποιος θα πάρει ένα λιμάνι, αλλά το τι θα γίνει στις σχέσεις Ελλάδας-Ευρώπης αφορά πρώτα απ’ όλα τη συνολική πορεία της Ευρώπης. Εδώ υπάρχει ένα τεράστιο και κρίσιμο πρόβλημα στο πώς πορεύεται η Ευρώπη, καθώς οι τριγμοί είναι διαρκείς και έντονοι. Σίγουρα πάντως δεν είναι ο «ευρωπαϊσμός» που θα μας σώσει, ούτε η υπεράσπιση κάποιων «ευρωπαϊκών αξιών». Η Ευρώπη σύρεται στον ευρωατλαντισμό, υποτάσσεται στο ΝΑΤΟ, τοποθετείται με τις ΗΠΑ στον πόλεμο ενάντια στη Ρωσία. Η παρουσία του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο σχετίζεται με την εμπλοκή του στην εμπόλεμη περιοχή, στον έλεγχο των κινήσεων των ρώσικων δυνάμεων, και το προσφυγικό αποτελεί ένα πρόσχημα. Απαιτείται κλιμάκωση της κριτικής σε μια Ευρώπη που τρίζει, παραπαίει και βαθαίνουν όλες οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της.
Δεύτερον: Οι σχέσεις Ευρώπης-Τουρκίας και οι σχέσεις Τουρκίας-Ελλάδας. Η Ευρώπη καλοπιάνει την Τουρκία σε αφάνταστο βαθμό. Ο Ερντογάν συμπεριφέρεται σαν περιφερειακή δύναμη απέναντι στην Ευρώπη και εκβιάζει ότι θα στείλει στην Ευρώπη τα εκατομμύρια των προσφύγων. Η Μέρκελ ξαναπηγαίνει ταξίδι στην Άγκυρα για κατευνασμό και για να χειριστεί τις σχέσεις με την Τουρκία. Είναι προφανές ότι οι σχέσεις Ευρώπης-Τουρκίας επισκιάζουν τις σχέσεις Ελλάδας-Ευρώπης. Το μέγεθος Τουρκία έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για τους Ευρωπαίους. Ανάλογα, οι σχέσεις Τουρκίας-Ελλάδος έχουν αλλάξει στάτους. Η Ελλάδα στην κατάσταση που βρίσκεται δεν μπορεί να εξασφαλίσει σχέσεις και συμφωνίες απέναντι στην Τουρκία όπως επί Α.Παπανδρέου ή επί άλλων εποχών. Είναι υποχωρητική σε όλα τα θέματα, λέει μόνο ΝΑΙ και είναι έτοιμη να κάνει συμβιβασμούς ακόμα σε γραμμές άμυνας που τουλάχιστον στα λόγια διατυπώνονταν παλαιότερα. Σε ευρωπαϊκά φόρα, σε συσκέψεις του ΝΑΤΟ κ.α. θα υποστηρίζουμε όλες τις θέσεις και τις αξιώσεις της Τουρκίας. Αντίθετα, αυτό που χρειάζεται είναι να ανεβούν οι τόνοι της κριτικής στην Τουρκία για το ρόλο της στην περιοχή. Απαιτούνται πολιτικές αιχμές για ένα κράτος «χωροφύλακα των λαών», σφαγέα των Κούρδων, υποστηρικτή του ISIS, με δόγμα του τον επεκτατισμό. Είναι πρόβλημα ο δισταγμός(;) της αριστεράς σε αυτό το ζήτημα.
Τρίτον: Ο πόλεμος στη γειτονιά μας. Με επίκεντρα τη Συρία αλλά και με τον πόλεμο που διεξάγεται εντός της Τουρκίας, για τον οποίο σιωπούν τα διεθνή ΜΜΕ. Τον πόλεμο δηλαδή που κάνει το τουρκικό κράτος απέναντι στους Κούρδους. Και βεβαίως την παραπέρα εμπλοκή της Τουρκίας στη Συρία. Οι Ρώσοι την καταγγέλλουν, και θα δούμε αν και πώς θα κλιμακωθούν οι σχέσεις Τουρκίας και Ρωσίας, με επίμαχο ζήτημα το τι λύσεις θα βρεθούν για τη Συρία. Και βεβαίως είναι ο πόλεμος στη γειτονιά μας που γεννά το προσφυγικό, όχι μόνο ως αποτέλεσμα αποκλειστικά του συριακού ζητήματος. Στο προσφυγικό δεν μπορούμε πια να βλέπουμε μονάχα την ανθρωπιστική του διάσταση, ούτε να αντιμετωπίζεται ως ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα που πρέπει να το λύσει όλη η Ευρώπη μαζί. Είναι ένα σύγχρονο, τεράστιο ζήτημα που αφορά όχι μόνο την περιοχή μας. Περίπου 65 εκατομμύρια άνθρωποι είναι σήμερα πρόσφυγες σε όλον τον κόσμο. Εμείς διεκδικούμε να σταματήσουν οι αιτίες που σπρώχνουν τους ανθρώπους στην προσφυγιά. Να καταγγελθούν οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και η φρίκη που δημιουργούν. Αγωνιζόμαστε για συνθήκες ώστε οι λαοί να προοδεύουν μέσα στην ίδια τους τη χώρα. Δηλαδή, κάτι πολύ παραπάνω από τον αναγκαίο ανθρωπισμό μας απέναντι σε κάποιους συνανθρώπους μας. «Ελεύθεροι λαοί σε ελεύθερες χώρες», αυτή είναι η προοπτική μας.
Τέταρτο: Τι προκύπτει εθνικά και κοινωνικά για το πειραματόζωο-Ελλάδα. Πρώτον, προωθείται η συντριβή και η διάλυσή της μέσω προγραμμάτων μετατροπής της χώρας σε αποικία χρέους. Δεν προσπαθούν να επιλύσουν το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, αλλά να καταστρέψουν την οικονομία και την ύπαρξη της οικονομικής της δομής. Δεύτερο, η αποικία χρέους πρέπει τώρα να γίνει και αποθήκη μεγάλων προσφυγικών ροών, και αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει άμεσα αντιληπτό. Τρίτον, δοκιμάζεται και προωθείται ταχέως η περιορισμένη κυριαρχία (βλ. «γκριζάρισμα» Αιγαίου) αλλά και η γενική υποβάθμιση (βλ. δεύτερο σχέδιο Ανάν-Κυπριακό). Και τέταρτο είναι η δημιουργία προϋποθέσεων και εποικοδομήματος που να υπηρετεί αυτό το νέο καθεστώς αποικίας. Μια χώρα-μπανανία της Μεσογείου με κοινωνική και εθνική καταστροφή και με πολλά γκέτο στο εσωτερικό της. Αυτή είναι η «εικόνα» της χώρας και μόνο με μια τέτοια συνολική ματιά μπορεί να αναζητηθεί και η διέξοδος. Η απεμπλοκή απ’ αυτό το καθεστώς –και όχι το κάθε φορά «τραύμα» – οφείλει να μπει στο επίκεντρο της πολιτικής μας. Και η αναζήτηση και ο διαχωρισμός φίλων και εχθρών (κινήματα, λαοί, έθνη, κράτη) είναι ένα επιτακτικό καθήκον.

Σημείο 2ο
Μπροστά σε ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις
Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί μέσα στη μνημονιακή κατάσταση. Αυτό σχετίζεται κυρίως με τη νομιμοποίηση που μπορούν να έχουν –αλλά δεν έχουν– οι κυβερνήσεις, το κράτος, τα κόμματα και οι θεσμοί. Αυτό είναι ένα από τα κεντρικά συστημικά προβλήματα και το κλειδί για να ερμηνευτούν οι διεργασίες και η κινητικότητα που ζούμε και αυτή την περίοδο στο πολιτικό σκηνικό. Πιο ειδικά:
Πρώτον: Δεν υπάρχει ρεύμα μέσα στην ελληνική κοινωνία που να υποστηρίζει τις εφαρμοζόμενες πολιτικές. Η εκλογή ΣΥΡΙΖΑ, οι συγκυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν «έλυσαν» αυτό το πρόβλημα που ήρθε στην επιφάνεια με την κρίση του δικομματισμού, την αποτυχία του Παπαδήμου κ.λπ. Κανένας «κυβερνήτης» δεν είναι εύκολο να στήσει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, όσο οι πολιτικές του παράγουν καταστροφή. Η κρίση αντιπροσώπευσης αποδυναμώνει συνολικά τον πολιτικό κόσμο, ο λαός τον βάζει στο στόχαστρο και μέσω αυτής της αντίθεσης εκφράζει ένα ιδιότυπο «όχι» στη μετατροπή της χώρας σε αποικία. Ζητούμενο όμως είναι η εμβάθυνση αυτής της αντίθεσης. Το πολιτικό σύστημα, ενώ στιγματίζεται, παραμένει άθικτο σ’ όλες τις δομές του. Και τώρα, με τη συμβολή και της «αριστεράς», ανακυκλώνει για μια ακόμα φορά διαφορετικές εκδοχές του. Η ανεξαρτησία απ’ αυτό και τις μεταμορφώσεις του σημαίνει να προταχθεί και να προωθηθεί στην πράξη το αίτημα μιας Πραγματικής Δημοκρατίας.
Δεύτερον: Ο ΣΥΡΙΖΑ φθείρεται με ραγδαίους ρυθμούς. Η διαχείριση της φθοράς αποτελεί πονοκέφαλο. Κι εδώ δεν είναι μόνο η λαϊκή αγανάκτηση. Η κυβέρνηση πιέζεται από το κουαρτέτο για «όλο και περισσότερα» και δεν αποκλείεται κάποια στιγμή να χάσει τη στήριξή του. Αν προστεθεί και η σχετική πίεση λόγω της ανασυγκρότησης της Ν.Δ. υπό τον Μητσοτάκη, τότε είναι πασιφανές ότι σύντομα θα αναζητηθούν διέξοδοι, θα δρομολογηθούν εξελίξεις στο πολιτικό πεδίο. Θα είναι ανασχηματισμός; Θα είναι διεύρυνση του κυβερνητικού σχήματος με άλλους «εταίρους»; Ένα άλλο κυβερνητικό μείγμα με επικεφαλής τον Τσίπρα; Εκλογές, αφού πρώτα ανακατευτούν οι εκλογικοί νόμοι και εφευρεθούν ξανά καταστροφικά «διλήμματα»; Δεν μπορούμε να προφητεύσουμε. Όπως και δεν μπορούν να αποκλειστούν –παρά το ότι τώρα κανείς εκ των Τσίπρα, Μητσοτάκη δεν τις επιθυμούν– «οικουμενικές λύσεις», «κυβερνήσεις μεγάλου συνασπισμού» κάτω από την πίεση Γερμανών και Αμερικάνων. Ένα είναι σίγουρο: Όχι μόνο ο πλήρης διαχωρισμός από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ο αγώνας ενάντια της. Αντικυβερνητικός αγώνας. Γιατί φέρνει πιο κοντά την καταστροφή, γιατί δεν εναντιώνεται σε κανένα σχέδιο διάλυσης της χώρας, γιατί κοροϊδεύει το λαό.
Τρίτον: Η κεντροαριστερή διαχείριση και τα όριά της. Κανείς, δεν μπορεί να προσδιορίσει τις αντοχές της κεντροαριστερής διαχείρισης, την ώρα που αυτού του τύπου η πολιτική θα δίνει τα ρέστα της: Κοινωνική ευαισθησία –πάντα α λα ευρωπαϊκά– σε πάρα πολύ επιμέρους θέματα (π.χ. σύμφωνο συμβίωσης, ελευθερία τέχνης), ενώ μέσα στους αγώνες που ξεσπούν θα ανακαλύπτονται «ακροδεξιοί» και «προβοκάτορες», ιδίως όταν οι λαϊκές αντιστάσεις υπερβαίνουν τα πλαίσια της συνδιαλλαγής και του σάπιου συνδικαλισμού. Την ίδια στιγμή προβάλλεται και το αισχρό «δεν συμφωνούμε αλλά τηρούμε τις συμφωνίες μας». Ή, σε διαφορετική εκδοχή, «κι εμείς ενάντια είμαστε σε όλα αυτά, αλλά είχαμε μια άνιση μάχη που τώρα πρέπει να την κερδίσουμε βάζοντας το αριστερό μας ίχνος (sic) στις εξελίξεις». Όπου βέβαια αυτό το αριστερό πρόσημο είναι η καταστροφή των μεσοστρωμάτων: «Να πληρώνουν όλοι, όχι μόνο οι φτωχοί», αυτή είναι η –κατά ΣΥΡΙΖΑ– κοινωνική δικαιοσύνη. Αν όλα αυτά δεν «πιάσουν» υπάρχει και το βαρύ πυροβολικό, δείγμα του πολυπεπίπεδου διαζυγίου του ΣΥΡΙΖΑ με την Αριστερά εν γένει: «Είναι καλύτερα να είμαστε εμείς παρά ο Κυριάκος». Όλα αυτά συνιστούν πυλώνες της κεντροαριστερής διαχείρισης υπό το γενικό πρόσημο μιας αντιδεξιάς προοδευτικής συσπείρωσης και μιας εκσυγχρονιστικής, δημοκρατικής δύναμης που μπορεί να λειτουργήσει στοιχειωδώς τη χώρα. Κοινώς, καμία σχέση με την πραγματικότητα. Βέβαια, αν αυτό το σενάριο αποτύχει για διάφορους λόγους, δεν αποκλείεται να ειπωθούν και κάνα-δυο «όχι» (θυμόμαστε άλλωστε και τη σαμαρική «έξοδο από το μνημόνιο») ίσα-ίσα για να επισφραγίσουν μια… γενναία έξοδο. Αυτή η διαχείριση υπήρξε ο κεντρικός βραχίονας του συστήματος στη μέχρι στιγμής διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η «αριστερή κυβέρνηση» πέρασε όσα δεν θα μπορούσαν να περάσουν οι άλλοι. Ακόμα κι αν ο Τσίπρας κάποια στιγμή «αδειαστεί», η κεντροαριστερή πρόταση θα επιζήσει. Ως πρόταση «ενδιάμεση», «συνεννόησης», «διαλόγου», «φιλοευρωπαϊσμού», ως πρόταση «άμβλυνσης των αντιθέσεων» που υπάρχουν. Αυτό καθιστά αναγκαίο τον βαθύ και συνολικό διαχωρισμό από την αντίληψη αυτή.

Σημείο 3ο
Κεντρικό το αίτημα του υποκειμένου στη χώρα
Αυτή είναι η απαίτηση που δεν μπορεί να αγνοείται, να καθυστερεί, να διαστρεβλώνεται. Όσοι πασχίζουν για τη διέξοδο της χώρας δεν μπορούν παρά να αναμετρηθούν με αυτό το ζήτημα. Λαμβάνοντας υπόψη την νέα εποχή που ζούμε, τις ιδιαίτερες συνθήκες της περιόδου, τα καθήκοντα που έχουν τεθεί για τη χώρα, τη θετική και αρνητική εμπειρία των αγώνων και των κινημάτων που ξέσπασαν αλλά και των εγχειρημάτων που δοκιμάστηκαν. Πιο συγκεκριμένα:
Πρώτον: Ο αστισμός σε όλες του τις εκδοχές είναι ανίκανος να δώσει λύσεις για τη διέξοδο της χώρας. Αντίθετα, τροφοδοτεί την καθολική κρίση με τους πολλαπλούς δεσμούς και με το γεγονός ότι είναι οργανικό τμήμα όλων των παραγόντων που την τροφοδοτούν. Στον αστικό κόσμο ανήκει πια και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Δεύτερον: Η χρεοκοπία της Αριστεράς είναι ηχηρή και πασιφανής. Σχετίζεται όχι απλά με την υιοθέτηση μιας λάθος γραμμής ή μιας λάθος στρατηγικής, αλλά με το γεγονός ότι έχει γίνει μέρος του συστήματος και το υπηρετεί υποδειγματικά. Η Αριστερά, ολόκληρη η Αριστερά, δεν νοιάζεται να αντιμετωπίσει την καθολική κρίση και την εθνική-κοινωνική καταστροφή που συντελείται, αλλά περισσότερο για το μερίδιο που θα έχει στη Βουλή, στο κράτος, στο συνδικαλισμό, σε διάφορες τέτοιες εκφράσεις του σάπιου πολιτικού συστήματος. Για καίρια ζητήματα δεν έχει καν άποψη, δεν τα αξιολογεί, αδιαφορεί.
Τρίτον: Ευρύτατες μάζες στη χώρα μας αναρωτιούνται για το πού πάμε, για το τι μπορεί να γίνει, για το πού θα φτάσουμε. Παρά τα διαδοχικά σοκ στα μνημονιακά χρόνια και την υποστροφή του ριζοσπαστισμού, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι παρακολουθούν, αγωνιούν, συζητούν με το δικό τους τρόπο γι’ αυτά τα ζητήματα. Ακούν, διαβάζουν, ψάχνουν. Το πρώτο μεγάλο μούδιασμα του Αυγούστου-Σεπτεμβρίου του 2015 φαίνεται να ξεπερνιέται. Η γενική απεργία που ζήσαμε τις προάλλες είναι ένας καθρέφτης. Το ίδιο και οι κινητοποιήσεις των αγροτών. Καθρέφτης και για τις προχωρημένες καταστάσεις που υπάρχουν μέσα στο λαό, καθρέφτης για το ποια είναι η συνείδηση που υπάρχει.
Τέταρτον: Έχει τεθεί το αίτημα ενός άλλου μείγματος πολιτικής, δηλαδή ενός άλλου τρόπου συμμετοχής και δράσης. Με τα παραγωγικά και συνεταιριστικά εγχειρήματα αλλά και τις διάφορες εμπειρίες και προσπάθειες του κόσμου να τα βγάλει πέρα. Με τη μεγάλη έκταση που έχει ο εθελοντισμός σε πολλούς χώρους, αλλά και με τις πολιτιστικές δραστηριότητες και την αναζήτηση γύρω από τον ελληνικό πολιτισμό, τα ελληνικά ήθη, έθιμα, παραδόσεις, έργα, δημιουργίες, θέατρα, κινηματογράφους κ.λπ. Δεν επικρατεί μια γενική αποχαύνωση. Και μέσα σ’ αυτό το αίτημα για ένα νέο μείγμα πολιτικής, μπλέκονται νέες γενιές, πρωτοστατούν νέοι άνθρωποι, νέοι αγρότες, νέοι επιστήμονες, στο διαδίκτυο, στον εθελοντισμό. Αλλά υπάρχει και η πείρα των παλαιότερων που στηρίζει πολλά από αυτά και συνυπάρχουν με τους νέους σε διάφορες προσπάθειες. Δηλαδή δεν είναι μόνο αίτημα της νεολαίας ένα άλλο μείγμα πολιτικής. Υπάρχει πολύς κόσμος που θέλει με κάποιο τρόπο να βοηθήσει, να πάρει μέρος έστω και σε πιο μερικές προσπάθειες κι όχι μόνο για τα «γενικά πολιτικά» ζητήματα.
Πέμπτο: Τα προσωποκεντρικά σχήματα είναι κι αυτά μέσα στην λογική των πραγμάτων, μπορούν να εμφανιστούν σαν αποκούμπι και το πιο πιθανό είναι να βραχυκυκλώσουν την ανάγκη ενός νέου μείγματος πολιτικής. Στις συνθήκες που υπάρχουν πολιτικά ψαχουλέματα, ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις και μια αναζήτηση υποκειμένου, εμφανίζονται και καταστάσεις που λειτουργούν σαν υποκατάστατο πραγματικών πολιτικών αναγκών και αναζητήσεων, καταστάσεις όπου ο παραγοντισμός, η αυθαιρεσία, η αδιαφάνεια και οι «αρχηγοί» υποκαθιστούν τις «πολιτικές πλευρές» και την δημοκρατική συμμετοχή.
Έκτο: Η ανάγκη και ο ρόλος του πολιτικού κινήματος διεξόδου σε αυτές τις συνθήκες. Είναι αναγκαίο όσο ποτέ ένα πολιτικό κίνημα διεξόδου. Τώρα, όχι κάποια στιγμή στο μέλλον. Το πολιτικό κίνημα διεξόδου θα δημιουργηθεί «από τα πάνω» κι «από τα κάτω». Δεν είναι κάτι που θα προκύψει απλά από την αυθόρμητη κίνηση κάποιων ανθρώπων ή κινημάτων. Η συμβολή του θα είναι στον προσανατολισμό του λαϊκού κινήματος. Με επικέντρωση στα καίρια ζητήματα, με ανοιχτό χαρακτήρα, ξένο σε ο,τιδήποτε θυμίζει το παλιό πολιτικό σύστημα, με προβολή νέων ανθρώπων, προσώπων, «ηθών». Αντίστοιχο στο νέο είδος πολιτικής και στο νέο τρόπο εκπροσώπησης και συμμετοχής του κόσμου.

Σαν επίλογος
Έρχονται δύσκολα. Ένα πνεύμα αντίστασης, αγώνα και αισιοδοξίας πρέπει να συναντηθεί με τη δυνατότητα να επιβιώσουμε και να υπάρξουμε διαφορετικά ως χώρα και ως λαός. Σε αυτό θα κριθεί κάθε προσπάθεια. Στην υπηρέτηση αυτής της κατεύθυνσης και όχι τόσο στην «καλυτέρευση» μιας αριστεράς ή στην ανασύνταξη κάποιων κομματιών της.

ΚΟΕ, 29 Φεβρουαρίου 2016