Δημήτρης Κωσταντακόπουλος: “Η λύση που προωθείται στο Κυπριακό θα βλάψει εξίσου την Ελλάδα και την Κύπρο”

Συνέντευξη με τον Δημήτρη Κωσταντακόπουλο

Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Υπήρξε συνεργάτης στο γραφείο του Πρωθυπουργού Α. Παπανδρέου για θέματα σχέσεων Ανατολής-Δύσης και ελέγχου εξοπλισμών, και ανταποκριτής επί δέκα χρόνια στα Μόσχα. ‘Εχει εκδώσει μεταξύ άλλων την Αρπαγή της Κύπρου (Το Σχέδιο Ανάν ως εργαλείο της αμερικανικής πολιτικής στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο) και το Η Κύπρος σε Παγίδα, όπου πραγματεύεται την τωρινή φάση του κυπριακού, αλλά και τη σχέση “έθνους” και Αριστεράς, κοινωνικής και εθνικής ταυτότητας. Συμμετείχε στην Επιτροπή Προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Διατηρεί το ιστολόγιο: http://konstantakopoulos.blogspot.com.

Πριν από λίγο καιρό παρουσιάσατε στην Κύπρο το βιβλίο σας Η Κύπρος σε Παγίδα. Πως το υποδέχτηκε η κυπριακή κοινή γνώμη;

Η κυπριακή κοινή γνώμη, όπως και η κοινή γνώμη της Ελλάδας, είναι περισσότερο υποψιασμένη από τους πολιτικούς της. Όσο προχωράει η συζήτηση για τα διακυβεύματα στην Κύπρο, τόσο περισσότερο οξύνεται μια αίσθηση ανησυχίας για το τι θα βγει από τις συνομιλίες της Λευκωσίας, για τη βάση αυτών των συνομιλιών, μια βάση που, αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, δεν βρίσκει σύμφωνο τον κυπριακό λαό και εγείρει και ένα ουσιαστικό ζήτημα δημοκρατίας, γιατί ο κ. Χριστόφιας εξελέγη για να κυβερνήσει το κράτος, όχι για να το αλλάξει. Πρόεδρος είναι, όχι συντακτική ή αναθεωρητική συνέλευση, και νομίζω καλό θα ήταν και για τον ίδιο να προκηρύξει ένα δημοψήφισμα για να αποφασίσουν οι Ελληνοκύπριοι τι είδους λύση θέλουν.

Όσο για την Ελλάδα, τείνουμε να αποδεχθούμε ότι το ζήτημα αυτό αφορά μόνο την Κύπρο. Υπάρχει και μια αίσθηση κόπωσης, και μια προσπάθεια των πολιτικών δυνάμεων να φορτώσουν στον Χριστόφια μια λύση που γνωρίζουν ότι δεν θα είναι καλή. Στην πραγματικότητα όμως, ό,τι συμφωνηθεί στην Κύπρο θα έχει κολοσσιαίες συνέπειες για την Ελλάδα. Αν συμφωνηθεί στην Κύπρο μη βιώσιμη λύση, τότε οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές για τον ελληνικό λαό στο σύνολό του, ιδιαίτερα για την Αριστερά και την Κεντροαριστερά, αν επωμισθούν την ευθύνη τέτοιων λύσεων. Θα υποστούν αυτό που υπέστη η ελληνική Δεξιά μετά το 1960 και το 1974, όταν οι συνθήκες της Ζυρίχης και η όλη πολιτική της οδήγησαν στην τραγωδία της τουρκικής εισβολής.

Τι σας ανησυχεί στη βάση των διαπραγματεύσεων;

Το πρώτο που με ανησυχεί είναι η υποχρεωτική εναλλαγή Έλληνα και Τούρκου προέδρου, που είναι μάλιστα πρόταση Χριστόφια. Κανένα κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι. Ο πρόεδρος του κράτους πρέπει να εκφράζει την ενότητα του κράτους και του λαού, το σύνολο των πολιτών, ανεξαρτήτως εθνότητας ή θρησκεύματος. Είναι στοιχειώδες. Φανταστείτε π.χ. αν το 1963 ή το 1974, στις κρίσεις, ήταν Τούρκος πρόεδρος αντί για τον Μακάριο. Θα έπαιρνε το κράτος, αφού θα ήταν ο νόμιμα διεθνώς αναγνωρισμένος πρόεδρος, και θα το εκπροσωπούσε διεθνώς. Δεν αντιλαμβάνομαι επίσης τη στάθμιση των ψήφων ανάλογα με την εθνότητα. Το ΑΚΕΛ λέει ότι είναι αριστερό. Είναι δυνατόν ένας αριστερός να συμφωνεί να μετράνε περισσότερο οι τουρκικές από τις ελληνικές ψήφους; Υπάρχουν διακόσια κράτη στον κόσμο με μειονότητες. Έχουν εφαρμοστεί πουθενά τέτοιες εξωφρενικές ρυθμίσεις; Ίσως μόνο στον Λίβανο, με τα αποτελέσματα που γνωρίζουμε.

Η δική μου κριτική, και στο σχέδιο Ανάν και στις σημερινές προτάσεις Χριστόφια, δεν είναι ότι δίνουν πολλά στους Τούρκους και λίγα στους Έλληνες. Αυτό έχει σημασία, γιατί μια λύση για να λειτουργήσει πρέπει να ’χει το στοιχείο της δικαιοσύνης. Το κύριο πρόβλημα όμως είναι ότι συζητάνε πράγματα που θα αποδειχθούν μη βιώσιμα και θα απειλήσουν να οδηγήσουν σε συρράξεις και μεταξύ Ελληνοκυπρίων και μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αντί να λύσουν το κυπριακό, θα το ξανανοίξουν με πολύ χειρότερους όρους, τόσο για τους Ελληνοκύπριους, που είναι το 80% του πληθυσμού –κοντεύουμε να ντρεπόμαστε να το πούμε–, όσο και για το σύνολο του ελληνικού λαού.

Ποια θεωρείτε βιώσιμη λύση;

Όπως αντιλαμβάνεστε, το αν θα βρεθεί λύση και ποια δεν εξαρτάται μόνο από μία πλευρά. Κατά τη γνώμη μου, μια λύση για να είναι βιώσιμη, για να οδηγεί δηλαδή σε ειρήνη και όχι σε πόλεμο, θα πρέπει να διατηρεί τους Ελληνοκύπριους υπό προστασία κανονικού κράτους. Βεβαίως μπορεί κάποιος να κάνει μία εισβολή σε ένα κράτος ανεξάρτητο κ.λπ. Αλλά πολιτικά αυτό είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα. Είναι τελείως διαφορετικό το κράτος να έχει στο εσωτερικό του, στο σύνταγμά του και στις διεθνείς συνθήκες που έχει υπογράψει, το σπέρμα αδιεξόδων που μπορεί να προκαλέσουν εθνοτική διαμάχη ή ξένη επέμβαση ή να συνομολογήσει το ίδιο δικαίωμα τρίτων να επέμβουν. Γιατί η “λύση” που δόθηκε στο κυπριακό πρόβλημα το 1960 κατέρρευσε με πόλεμο; Για δύο λόγους. Ο ένας ήταν ότι το σύνταγμα αυτό, όπως λένε και οι πιο διαπρεπείς Άγγλοι συνταγματολόγοι, ήταν απολύτως ανεφάρμοστο γιατί παραχωρούσε στη μειονότητα βέτο σε κάθε ζήτημα. Και δεύτερον, διότι με τις συνθήκες εγγυήσεως και συμμαχίας που υπεγράφησαν στη Ζυρίχη και στο Λονδίνο, η Τουρκία είχε δικαίωμα επέμβασης στην Κύπρο. Μπορεί να έκανε κατάχρηση του δικαιώματος αυτού. Αλλά αν δεν υπήρχε το δικαίωμα θα ήταν πολιτικά πολύ δυσκολότερη μία εισβολή.

Κανονικό κράτος σημαίνει ότι δικαίωμα αποφάσεων επί του πληθυσμού έχουν μόνο οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί του. Αυτό καταργούσε το σχέδιο Ανάν, που υπήγαγε την εκτελεστική, δικαστική και νομοθετική εξουσία σε τρεις ξένους δικαστές που θα διόριζε ο Ανάν και θα διόριζαν τους διαδόχους τους – και μαζί καταργούσε τη διάκριση των εξουσιών και την ανεξαρτησία του “κράτους”. Είναι απορίας άξιο, μάλιστα, πώς βρέθηκαν άνθρωποι που λένε ότι ανήκουν στην Αριστερά να συμφωνήσουν με τέτοιες ρυθμίσεις, που απορρίπτει οποιοσδήποτε δημοκράτης. Γιατί καταργούσε τη δημοκρατία το σχέδιο Ανάν; Γιατί στην Κύπρο, λένε, δεν μπορεί να εφαρμοστεί η αρχή της ισότητας των πολιτών, ούτε ο ορισμός του Θουκυδίδη για τη δημοκρατία (το των πλειόνων κράτος), επειδή αντιφάσκουν προς την ισότητα των κοινοτήτων, δηλαδή την ισότητα μειοψηφίας και πλειοψηφίας. Πρέπει να προστατεύονται οι μειονότητες, δεν μπορεί όμως εν ονόματι αυτής της προστασίας να καταργείται και ο κανόνας της πλειοψηφίας, γιατί ένα τέτοιο καθεστώς ονομάζεται δικτατορία. Το κράτος των συμφωνιών του ’60 δεν μπορούσε να λειτουργήσει γιατί προβλεπόταν γενικό βέτο της μειονότητας – τώρα δεν προβλέπουν ούτε καν βέτο για την πλειονότητα! Ο κ. Χριστόφιας επιχειρεί να τετραγωνίσει τον κύκλο, συμβιβάζοντας την ισότητα των πολιτών με την ισότητα μειοψηφίας-πλειοψηφίας, και το αποτέλεσμα είναι τερατογένεση. Εναλλάξ πρόεδρος, σταθμισμένη ψήφος, πάλι ξένος δικαστής, που είχε υποσχεθεί ότι δεν θα υπήρχε – ένας διαδικαστικός δαίδαλος που εγγυάται κατάρρευση εντός έξι μηνών και πάντως αντιπαράθεση, όχι συμφιλίωση κοινοτήτων.

Δεύτερον, όπως κάθε κανονικό κράτος, πρέπει να έχει δικαίωμα και μέσα να ασκήσει την κυριαρχία του και να αμυνθεί. Λέει ο κ. Χριστόφιας μία κυριαρχία, αλλά οι προτάσεις προβλέπουν δύο κράτη με δύο αστυνομίες, που θα είναι στην πραγματικότητα μασκαρεμένοι στρατοί, ενώ δεν προβλέπει δικαίωμα και μέσο αυτοάμυνας της δημοκρατίας. Φτάσαμε στον τραγέλαφο: η ελληνική πλευρά, θύμα εισβολής και εθνοκάθαρσης, να ζητάει αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου. Να ζητάει δηλαδή την κατάργηση του δικαιώματός της να αμυνθεί. Σε αυτό το είδος ραγιαδισμού και υποτέλειας έχουμε φτάσει, και δυστυχώς υπάρχουν δυνάμεις που αυτοαποκαλούνται αριστερές και έχουν συμφωνήσει με τέτοιες ρυθμίσεις. Χωρίς μάλιστα να θέτουν το ζήτημα του βρετανικού στρατού που θα παραμείνει στο υποτίθεται αποστρατιωτικοποιημένο νησί. Ο κ. Χριστόφιας πήγε μετά την εκλογή του στο Λονδίνο και υπέγραψε μνημόνιο που διαιωνίζει την κυριαρχία των βάσεων και αναγνωρίζει τις συνθήκες Λονδίνου και Ζυρίχης, που δεν ενέκρινε ποτέ ο κυπριακός λαός! Μην έχοντας κοινά σχολειά και κοινό στρατό, με διαφορετική ιστορική συνείδηση και με λαβύρινθο συντάγματος και νόμων, όπου τα πάντα θα αποφασίζονται στη βάση της εθνότητας, λες και είμαστε στη Νότιο Αφρική, είναι προφανές ότι Έλληνες και Τούρκοι δεν θα συμφιλωθούν ποτέ. Αυτή η λύση είναι μετααποικιακή, θέλει να διαιωνίσει την αντιπαράθεση για να επιτρέψει στους αποικιοκράτες, Βρετανία και ΗΠΑ, να διαφεντεύουν το νησί ως επιδιαιτητές. Και φυσικά τέτοιες λύσεις έχουν τόση σχέση με την Αριστερά, όση και ο φάντης με το ρετσινόλαδο.

Θα πουν βέβαια οι φίλοι του ΑΚΕΛ ότι, τι να κάνουμε, εδώ που φτάσαμε, πρέπει να κάνουμε οδυνηρό συμβιβασμό, να τελειώνουμε. Σύμφωνοι, άμα ο κυπριακός λαός και ο ελληνικός λαός το θέλουν, ας τον κάνουν τον συμβιβασμό, όχι όμως συνθηκολόγηση. Ας κάνουν σκόντο στις αρχές αυτές στη ζώνη που θα αποφασίσουν να δώσουν στους Τουρκοκύπριους. Όχι όμως στην ελληνοκυπριακή. Το λέω ακόμα μια φορά. Αν αναγνωριστεί σε τρίτους, ξένους δικαστές, ξένες χώρες, εναλλάξ προέδρους, σε οποιονδήποτε πέραν των αιρετών εκπροσώπων, δικαίωμα επέμβασης και στερηθούν οι Ελληνοκύπριοι από το δικαίωμα και το μέσο της κυριαρχίας και της αυτοάμυνας, τότε, αργά ή γρήγορα, ο πληθυσμός θα έρθει σε σύγκρουση με αυτούς που θα ’χουν νόμιμο πλέον δικαίωμα να ασκούν κυριαρχία πάνω του. Δεν έχουν μεταβληθεί οι Κύπριοι, η Τουρκία, οι ΗΠΑ και η Βρετανία σε αγγέλους.

Σήμερα υπάρχει μια ισορροπία στην Κύπρο ανάμεσα στην ισχύ της Τουρκίας και των αποικιακών δυνάμεων από τη μια και τη δύναμη του δικαίου της πλειοψηφίας από την άλλη. Αν καταργήσουν οι Ελληνοκύπριοι με την ψήφο τους τα αυτονόητα δικαιώματά τους, θα καταστρέψουν αυτή την ισορροπία και αυτό θα δημιουργήσει μια ανισορροπία που είναι βασική προϋπόθεση πολέμου. Επιπλέον, οι Ελληνοκύπριοι είναι μαθημένοι να ζουν σε σχετικά κανονικό κράτος, θα υπάρξει λοιπόν μια μερίδα του πληθυσμού που θα αντιδράσει σε τέτοιο σχέδιο και μπορεί να ξανάχουμε τα καλά της περιόδου 1972-1974.

Οι συνέπειες τέτοιων τυχοδιωκτισμών δεν θα περιοριστούν στην Κύπρο, που είναι πολύ μεγάλη για να γίνει ειρηνικά Ίμβρος ή Τένεδος. Η Ελλάδα θα γίνει όμηρος μιας κακής λύσης, γιατί θα βασίζεται στην καλή θέληση της Άγκυρας και των δυτικών, να μην πάθουν τίποτα οι Ελληνοκύπριοι. Όχι συμφωνίες για αγωγούς με τον Πούτιν, ούτε την κυριαρχία της στο Αιγαίο και τη Θράκη δεν θα μπορεί να ασκήσει!

Μιλώντας για την Αριστερά, πώς βλέπετε τη στάση της στο ζήτημα;

Η ισότητα είναι στο κέντρο της αριστερής ιδεολογίας. Δεν μπορεί ένας αριστερός να δέχεται ότι η ψήφος του Έλληνα και η ψήφος του Τούρκου θα μετράνε διαφορετικά, ούτε θα ζητήσουμε συγγνώμη γιατί οι Έλληνες είναι 80% του πληθυσμού! Σας θυμίζω εδώ τη θέση του Λένιν, που τάχθηκε υπέρ της αυτοδιάθεσης των εθνών μέχρι και του κρατικού αποχωρισμού: “Πάλη ενάντια στα προνόμια και τη βία του έθνους που καταπιέζει, καμία ανοχή της επιδίωξης προνομίων από το καταπιεζόμενο έθνος”. Αυτή είναι η αριστερή άποψη που εμπεδώνει τη δικαιοσύνη, δημιουργεί δυνατότητες όσμωσης των εθνικών ομάδων, υπέρβασης και όχι διαιώνισης του εθνικού ανταγωνισμού.

Ο κ. Χριστόφιας επισημαίνει συχνά τις ευθύνες των εθνικιστών, των σοβινιστών, της ΕΟΚΑ Β’ κ.λπ. Ωραία όλα αυτά, αλλά δεν πρέπει να τα βάζουμε μόνο με τα συμπτώματα, πρέπει να βλέπουμε και τα αίτια. Το αίτιο της ανάπτυξης του εθνικισμού, του σοβινισμού και της ακροδεξιάς στην Κύπρο ήταν ιστορικά η μη εκπλήρωση των θεμιτών εθνικών πόθων των Ελληνοκυπρίων, η ματαίωσή τους, που δημιούργησε το πολιτικό έδαφος για την εκμετάλλευση από την ακροδεξιά και τις ξένες υπηρεσίες. Και να σας πω εδώ και μια υποψία μου. Βλέπω αυτή την υποστήριξη προς τη συζητούμενη λύση από κύκλους της σκληρής κυπριακής Δεξιάς και ακροδεξιάς. Τι έγιναν αυτοί, φίλοι των Τουρκοκυπρίων; Όχι βέβαια, ούτε να τους μυρίσουν δεν θέλουν. Ενδεχομένως σκέφτονται ότι υποστηρίζοντας τη συζητούμενη λύση κάνουν το χατίρι των Αγγλοαμερικανών, που θέλουν να βγάλουν το κυπριακό από τη μέση της τουρκικής ένταξης, και να δώσουν από τώρα τη μισή ψήφο της Κύπρου στην Τουρκία. Στη συνέχεια, όταν καταρρεύσει η λύση, θα φορτώσουν τις ευθύνες στο ΑΚΕΛ και θα μείνουν εθνικιστικά αφεντικά, με τη συνδρομή των Αγγλοαμερικανών, στη μισή Κύπρο. Το βέβαιο πάντως είναι ότι, όχι μόνο στην Κύπρο, και στην Ελλάδα, αν η Αριστερά αφήσει το έργο της υπεράσπισης των συμφερόντων του ελληνικού λαού διεθνώς στην άκρα Δεξιά, τότε θα προσφέρει ιστορική υπηρεσία και στην ακροδεξιά και στον νεοφασισμό.

Η ηγεμονία της ελληνικής Δεξιάς στην Ελλάδα κατέρρευσε εξαιτίας της πολιτικής της στο κυπριακό. Αν η ελληνική και κυπριακή Αριστερά-Κεντροαριστερά επωμισθούν ρυθμίσεις που απειλούν να προκαλέσουν νέα τραγωδία, θα έχουμε ένα 1974 από την ανάποδη! Δεν θα επιβιώσει πολιτικοϊδεολογικά μια παράταξη αν συμβάλει σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα, όπως δεν επιβίωσε το ΚΚΕ από τη συμφωνία της Βάρκιζας ή το ΚΚΣΕ από τη διάλυση της ΕΣΣΔ.

Ελπίζω ότι δεν θα ζήσουμε τέτοιες καταστάσεις. Είμαι πολύ ευχαριστημένος γιατί πριν από μερικές μέρες, ο πρόεδρος της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέκος Αλαβάνος, που μου ’κανε τη τιμή παρουσιάζοντας το βιβλίο μου στην Αθήνα, έσπασε την αφωνία της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην εξωτερική πολιτική ζητώντας να παγώσει η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας, που πράγματι έχει φτάσει σε σημεία σουρεαλισμού.

Γιατί σουρεαλισμού;

Γιατί μιλάμε για χώρα που δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, κατέχει στρατιωτικά τμήμα της, παραβιάζει όλες τις αποφάσεις του ΟΗΕ, στέλνει πολεμικά πλοία να δημιουργήσουν επεισόδια στην Πάφο και το Καστελόριζο, κάνει ασκήσεις βομβαρδισμού και φωτογραφίζει ελληνικά νησιά, το Αγαθονήσι, το Φαρμακονήσι, τους Φούρνους, διατηρεί casus belli κατά της Ελλάδας, διατηρεί απέναντι από τη Σάμο και τη Μυτιλήνη τον μεγαλύτερο αποβατικό στόλο στον κόσμο! Και τα θύματα αυτών των πολιτικών δεν περνάει μέρα που να μην πούνε ότι υποστηρίζουν την ένταξή της στην ΕΕ. Οχι γιατί πιστεύει κανείς στην Ελλάδα σε μια τέτοια πολιτική, όχι γιατί οι πολίτες της Ελλάδας και της Κύπρου την υποστηρίζουν στην πλειοψηφία τους, αλλά γιατί αυτό επιθυμεί η Ουάσιγκτον!

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ θα βοηθήσει στην επίλυση των διαφορών.

Και τότε γιατί η Τουρκία έχει αποθρασυνθεί από τότε που η Ελλάδα άλλαξε τη θέση της και αποδέχτηκε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων; Σε τι βοήθησε αυτό την επίλυση των διαφορών; Χειρότερες τις έκανε! Γιατί η Τουρκία αντελήφθη ότι η ελληνική υποστήριξη στην ένταξή της είναι προϊόν φόβου και υποτέλειας και νομίζω ότι εδώ ο φόβος χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει και να οργανώσει την υποτέλεια. Αν η Ελλάδα, και η Ευρώπη εδώ που τα λέμε, σέβονταν τον εαυτό τους θα έθεταν τον τερματισμό της κατοχής και της απειλής ως προαπαιτούμενο οποιασδήποτε ενταξιακής πορείας. Αφού η Τουρκία βλέπει ότι εμείς, η άρχουσα τάξη μας δηλαδή και το πολιτικό προσωπικό μας, δεν διαθέτουμε αυτοσεβασμό, δεν θα μας σεβαστεί περισσότερο απ’ όσο εμείς τον εαυτό μας! Θα επιδιώξει να μπει με το σύνολο των διεκδικήσεών της στην Ένωση και να επιβάλει την ικανοποίησή των αξιώσεών της μέσα σε αυτή, αφού η ένταξη θα της προσφέρει πολύ μεγαλύτερο πολιτικοδιπλωματικό βάρος.

Λένε βέβαια ότι η ένταξη θα κάνει την Τουρκία δημοκρατία και θα αδυνατίσει τον ρόλο του στρατού. Πρόκειται για σύγχυση αιτίου και αιτιατού. Η δύναμη του στρατού στην Τουρκία αντανακλά διάφορους ιστορικούς, κοινωνικούς και διεθνείς παράγοντες, δεν έχει σχέση όμως κατανάγκη με τον επεκτατισμό. Οι στρατιωτικοί είναι οι μάλλον συντηρητικότεροι στο τουρκικό κατεστημένο, αυτοί που θέλουν λιγότερες περιπέτειες. Με ισχυρούς πολιτικούς πρωθυπουργούς υπήρξαν τα μεγαλύτερα προβλήματα στα ελληνοτουρκικά. Ο Ερμπακάν ζητούσε το 1974 την κατάληψη όλης της Κύπρου. Ο Ερντογάν σήμερα διεκδικεί την κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επιδιώκοντας να συνθέσει τη δύναμη εθνικιστικής και ισλαμικής ταυτότητας. Από την αρχαία Αθήνα μέχρι τις ΗΠΑ και τη Βρετανία σήμερα, δημοκρατίες, με τη συμβατική τουλάχιστον έννοια του όρου, ξεκίνησαν τις μεγαλύτερες εισβολές και σφαγές στην ιστορία.

Μήπως άλλωστε η συμμετοχή Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ απέτρεψε τη σύγκρουση στην Κύπρο; Η από κοινού συμμετοχή σε έναν οργανισμό όπως η ΕΕ δεν εξασφαλίζει την ειρήνη. Η ένταξη όμως της Τουρκίας καθιστά δυσμενέστερο τον συσχετισμό δυνάμεων για την Ελλάδα. Αν σήμερα η Τουρκία δοκιμάσει να επιτεθεί, θα είναι επίθεση κατά ευρωπαϊκής χώρας. Αύριο θα είναι διαμάχη δύο ευρωπαϊκών χωρών.

Κοιτάξτε, εγώ διαφωνώ γενικότερα με την πολιτική της διεύρυνσης της ΕΕ, γιατί η διεύρυνση είναι, μαζί με την αέναη απελευθέρωση των αγορών, κατεξοχήν εργαλείο εμπέδωσης ενός νεοφιλελεύθερου και ατλαντικού οικοδομήματος στην Ευρώπη, μιας “αυτοκρατορίας”, όπως την ονόμασε ο Μπαρόζο, ιδεολογικού και οικονομικού παραπληρώματος του ΝΑΤΟ. Οι Ευρωπαίοι πολίτες το καταλαβαίνουν ενστικτωδώς. Δεν το καταλαβαίνει η ευρωπαϊκή Αριστερά, δυστυχώς και στη ριζοσπαστική συνιστώσα της, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως ο Λαφονταίν ή ο Φαμπιούς. Αφήνει έτσι ένα τεράστιο πεδίο να το εκμεταλλευτεί η Δεξιά και ακροδεξιά. Αυτός ήταν βασικός λόγος που βγήκε ο Σαρκοζί.

Πρέπει να είμαστε σοβαροί. Η ανατολική Ευρώπη μπήκε χωρίς να υπάρχει καμία προϋπόθεση ομαλής ενσωμάτωσης και εναρμόνισης προς τα πάνω των κοινωνικών, των οικολογικών στάνταρ, χώρια του ότι φέρονται ως αμερικανικά προτεκτοράτα. Αν θέλουμε να διαλύσουμε την Ευρώπη και να υπονομεύσουμε το κοινωνικό κράτος της Δυτικής Ευρώπης αυτός είναι ο τρόπος να το κάνουμε. Και γι’ αυτό υποστηρίζουν με τόσο φανατισμό τη διεύρυνση Βρετανία, ΗΠΑ και Ισραήλ, που είναι μια κρυφή υπερδύναμη και θέλει να μπει κι αυτό μετά την Τουρκία. Αλλά τι δουλειά έχει αυτό με την Αριστερά; Δεν λέω ότι δεν θα μπορούσε υπό άλλους όρους και άλλες πολιτικές να γίνει διεύρυνση, αλλά αυτό θα προϋπέθετε μία αποσαφήνιση σε προοδευτική κατεύθυνση του ευρωπαϊκού σχεδίου, ριζική αλλαγή του μοντέλου της ΕΕ, σχέδιο Μάρσαλ κ.λπ. Σήμερα έχουμε ένα αντιδραστικό ευρωπαϊκό σχέδιο, που γίνεται πιο αντιδραστικό με κάθε νέα ένταξη.

Σήμερα γίνεται μια σύγκρουση στην Ευρώπη. Υπάρχουν δυνάμεις που, με τρόπο ασυνεπή βεβαίως, δεδομένης και της ταξικής τους φύσης, τάσσονται υπέρ μιας πιο ανεξάρτητης Ευρώπης. Υπάρχει μια κοινή γνώμη που αντιδρά ενστικτωδώς στη διεύρυνση, που, στο κάτω-κάτω, είναι μια απόφαση που οφείλουν να πάρουν οι λαοί, ανεξαρτήτως του τι πιστεύουμε εμείς. Η Ελλάδα, η Αριστερά της, με ποιο στρατόπεδο έχει συμφέρον να συμμαχήσει; Με τους Αγγλοαμερικανούς και την “αυτοκρατορία”, ή με όσους, έστω ασυνεπώς, θυμούνται ακόμα την ιδέα της ανεξάρτητης Ευρώπης, ή εκφράζουν την αντίθεση των λαών στη διεύρυνση, που είναι ουσιαστικά αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση, ενστικτώδης προσπάθεια προστασίας ενός εθνικού πλαισίου που εξασφαλίζει κάποια δημοκρατία και κοινωνική προστασία;

Ένα μεγάλο ζήτημα για την Αριστερά σήμερα είναι το πώς αντιλαμβάνεται τον διεθνισμό…

Η λέξη διεθνισμός προϋποθέτει έθνη. Διότι υπάρχει μια θεωρία ότι είναι αυθαίρετα. Μια χονδροειδής αφομοίωση του μαρξισμού λέει ότι όλα είναι παραγωγική βάση, ο καπιταλισμός χρειάζεται φαντασιώσεις, μία από τις οποίες είναι το έθνος. Αλλά δεν υπήρχε καπιταλισμός στην εποχή του Ηρόδοτου! Στην Ελλάδα έχουμε πολλά αυθαίρετα, νομίζουμε ότι και οι έννοιες και τα πάντα είναι αυθαίρετα. Αυτός είναι, για όσους ενδιαφέρονται για μαρξιστικές εξηγήσεις, ο πραγματικός τρόπος που το υλικό οικοδόμημα, τα ευρωπαϊκά προγράμματα δηλαδή και η υπόσχεση μιας καλής καριέρας, επηρεάζουν το “εποικοδόμημα”, τις ιδέες των επαγγελματιών εξ οφίτσιο διανοουμένων. Για να ξαναγυρίσω στην ερώτηση, διεθνισμός σημαίνει να ενώσουμε τα έθνη, σε συνεργασία και όχι αντιπαράθεση. Για να το κάνουμε, πρέπει να λύσουμε δίκαια τις διαφορές τους, όχι να πριμοδοτήσουμε την καταπίεση του ενός από το άλλο. Γιατί οι Έλληνες της Κύπρου να μην έχουν τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται σε όλους τους λαούς, πρέπει μήπως να ζητήσουν συγγνώμη γιατί είναι 80%; Όταν μάλιστα κομμουνιστές δώσανε τη ζωή τους για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα που ήταν μια άσκηση του δικαιώματος για την αυτοδιάθεση. Όταν ο μεγάλος Τούρκος ποιητής και κομμουνιστής Ναζίμ Χικμέτ καλούσε τους συμπατριώτες του να μην αντιτάσσονται στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου.

Υπάρχει και ο “διεθνισμός της αυτοκρατορίας”, για τον οποίο κάθε εθνικισμός που αντιτάσσεται, ο ρώσικος, ο σέρβικος, ο ιρανικός, ο παλαιστινιακός είναι κακός, και κάθε εθνικισμός που συμμαχεί, ο γεωργιανός, π.χ., είναι καλός. Ακούμε πολλά για εθνικισμούς, δεν ακούμε ποτέ τίποτα για αμερικανικό ή βρετανικό εθνικισμό, για εβραϊκό φονταμενταλισμό. Αυτές οι δυνάμεις επιδιώκουν να χτυπήσουν το έθνος-κράτος για να θεμελιώσουν μία παγκόσμια δικτατορία “των αγορών”, ολοκληρωτική “αυτοκρατορία της παγκοσμιοποίησης”. Αυτού του είδους η ένωση των εθνών, αυτού του είδους ο “διεθνισμός” είναι βαθιά αντιδραστικός και αντιδημοκρατικός.

Πρέπει να ορίσουμε τις έννοιες. Δεν μπορούμε να εξισώνουμε αποικιοκράτες και αποικιοκρατούμενους, θύτες και θύματα, καταπιεστές και καταπιεζόμενους. Ιδιαίτερα πρέπει να το κάνουμε σε μία χώρα όπου το επαναστατικό, δημοκρατικό, πληβειακό, κοινωνικό στοιχείο, από τον Κολοκοτρώνη μέχρι το δημοψήφισμα του 2004 στην Κύπρο, ήταν αυτό που αντιστάθηκε κυρίως στις ξένες επιβουλές, μια χώρα που της ζητάνε εθνικά επώδυνες και αντιδημοκρατικές ρυθμίσεις και “προσαρμογές” και η άρχουσα τάξη της οποίας είναι χαρακτηριστικά απρόθυμη να την υπερασπιστεί. Ή μήπως η Αριστερά θα μπορέσει να κάνει προοδευτικότερη πολιτική, αν η Ελλάδα και η Κύπρος γίνουν προτεκτοράτα;

Τα τελευταία χρόνια, λυπάμαι και ντρέπομαι που το λέω, αναπτύχθηκε στη χώρα μας ένα είδος αντεθενικιστικής “Αριστεράς”, αμερικανικής στην πραγματικότητα “Αριστεράς”. Ελπίζω ότι πρόκειται περί λάθους και ιδεοληψίας. Αλλά δεν είναι δυνατόν, σε μια χώρα της οποίας η Αριστερά έδωσε ποτάμια αίματος για την υπεράσπισή της, που ηγήθηκε της εθνικής αντίστασης, που υπέστη αποστασία και δικτατορία για να “λυθεί” το κυπριακό, δεν μπορώ να διαβάζω τον Ηρακλείδη, που υποστηρίζει ότι είναι μαθητής του Κύρκου –και διερωτώμαι τι λέει ο Κύρκος για τους μαθητές του–, να γράφει ότι δεν βρέθηκε απόδειξη του ρόλου της CIA στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου! Εκπλήσσομαι ακόμα πιο δυσάρεστα βλέποντας την Αυγή, αντί να προβάλλει τις δηλώσεις Αλαβάνου, να δημοσιεύει σε περίοπτη θέση ανεκδιήγητο άρθρο ενός Θεοδωρίδη, που λέει ότι η κυπριακή τραγωδία είναι προϊόν του ελληνικού εθνικισμού ή ότι φταίμε γιατί επεκτείναμε το ελληνικό κράτος οκτώ φορές εις βάρος της Τουρκίας μετά το 1830, ή την “πλατφόρμα” Μηλιού, Θεοδωρίδη, Βωβού υπέρ της αναγνώρισης των αποτελεσμάτων της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο! Δεν θα ήθελα να το πω, αλλά είναι βέβαιο ότι δεν είναι καθόλου δυσαρεστημένοι στην αμερικανική πρεσβεία με παρόμοιες θέσεις.

Η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει σήμερα μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις της μεταπολεμικής ιστορίας της. Κρίση οικονομική, κοινωνική, πολιτική και εθνική. Είναι τέτοια η δύναμη του φαινομένου, τέτοιο το βάθος αυτής της κρίσης, που θα σαρώσει πολιτικές δυνάμεις που δεν έχουν να πουν τίποτα, πέραν ευχολογίων και γενικοτήτων, που θα μπορούσαν να διατυπωθούν με την ίδια ευκολία και προ 30 ετών και μετά 30 χρόνια, που δεν έχουν άποψη για την οικονομία, την κοινωνία, την εξωτερική πολιτική, που δεν έχουν διέξοδο να προτείνουν στον ελληνικό λαό, να απαντήσουν στα πραγματικά ζητήματα που βιώνει και τον ανησυχούν. Αργά ή γρήγορα ο ελληνικός λαός θα αναζητήσει πολιτικές δυνάμεις για να τον βγάλουν από την κρίση. Αν δεν προσφέρει τη διέξοδο η Αριστερά, θα βρεθούνε άλλοι. Κι αν η σημερινή ηγεσία της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν έχει απαντήσει σε όλα, ας ανοίξει τουλάχιστο τη συζήτηση, στο πλαίσιο ενός δημοκρατικά οργανωμένου, από τη βάση στην κορυφή, κινήματος, ας απευθυνθεί στην κοινωνία, αντί να φυλάει καρέκλες και οφίτσια.