Πογκρόμ ενάντια στους μετανάστες της Πάτρας, της Κατερίνας Παγουλάτου

Ο Νέρων… στην Πάτρα

Τον Νέρωνα οι περισσότεροι Πατρινοί, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες, δεν τον ξέρουν ως τρυφηλό ηδονιστή, φιλέλληνα, φιλόσοφο, αποτυχημένο ποιητή και ολίγον σχιζοφρενή. Τον ξέρουν ως εμπρηστή της Ρώμης. Αυτόν που έβαλε φωτιά σε μια πόλη για να πιεί το κρασί του. Ως εμπρηστή τον ξέρουν, και μερικοί ως εμπρηστή τον θαυμάζουν. Γιατί με μια πολεοδομική φωτιά έκαψε τη Ρώμη, για να την ξαναχτίσει χωρίς τις παράγκες των απελεύθερων και των φτωχών. Ήθελε ο αυτοκράτωρ χρυσό παλάτι εκεί.

Τέτοιες πολεοδομικές φωτιές έμπαιναν συχνά σε Δύση κι Ανατολή. Αν αντιδρούσαν οι κάτοικοι στους πολεοδομικούς σχεδιασμούς και στα καλλιτεχνικά όνειρα των ηγεμόνων, ένα αναμμένο δαδί έλυνε το πρόβλημα. Τα ξυλόσπιτα άναβαν σαν τις κουκουναριές του Ελληνικού Καλοκαιριού. Η οθωμανική Θεσσαλονίκη έζησε αρκετές πολεοδομικές φωτιές αυτού του είδους.

Μια τέτοια πολεοδομική φωτιά ονειρεύονται αρκετοί Πατρινοί (αλλά δεν τολμούν να το πουν) να πιάσει πλάι στο Μείλιχο, διακόσια μέτρα από τη θάλασσα, όπου ένας καταυλισμός Αφγανών προσφύγων (καμιά εκατό πενηνταριά παράγκες) εμποδίζει την πολεοδομική και οικονομική ανάπτυξη μιας περιοχής με τα ακριβότερα οικόπεδα και τα ακριβότερα προς πώληση διαμερίσματα – εκεί όπου μερικοί από τους εργολάβους της Πάτρας έχουν οικόπεδα με θέα τη θάλασσα, τα βουνά της Ρούμελης, τον Πατραϊκό κόλπο προς δυσμάς, μέχρι εκεί που πιάνει το μάτι, στα νησάκια όπου η ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, με τον Θερβάντες πολεμιστή.

Αντιστέκεται όμως ο καταυλισμός, και παραμένει όρθιος σαν το γαλατικό χωριό του Αστερίξ σε μια περιοχή που ο παράδεισος της Τρικλαρίας Αρτέμιδος υποτάχθηκε στον κερδώο Ερμή. Τις εσπέρες οι εξαθλιωμένοι, αδύνατοι, βρώμικοι φυγάδες του Αφγανιστάν, πενήντα με εξήντα το πολύ κιλά, ούτε γραμμάριο λίπους, ομού με άλλους μετανάστες από την Ανατολή και την Αφρική, θαυμάζουν την ξακουστή δύση του ηλίου στα απέναντι βουνά, σχεδιασμένα κάποτε από τον Λε Κορμπυζιέ, Βαράσοβα και Παλιοβούνα, αλλά κυρίως παρακολουθούν τη γραμμή που αφήνουν στη θάλασσα οι πρύμνες των καραβιών που φεύγουν για Ιταλία. Φίλοι τους είναι κρυμμένοι εκεί, λαθραία. Αυτό επιδιώκουν κι αυτοί. Όσοι δεν τα καταφέρνουν, περί τα μεσάνυχτα γυρίζουν στις κρυψώνες τους. Σε εγκαταλειμμένα σπίτια, σε οικοδομές, σε παλιά εργοστάσια, στην ύπαιθρο. Η πλειοψηφία των Αφγανών επιστρέφει στον καταυλισμό. Βρώμικο, μουχλιασμένο κι εξαθλιωμένο, με σκουπίδια και σαπίλα ολόγυρά του.

Απόσπασμα απ’ το βιβλίο του Βασίλη Λαδά,
“Μουσαφεράτ. Οι χίλιες και μια νύχτες ενός καταυλισμού προσφύγων”

Το βιβλίο του Βασίλη Λαδά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Futura.