Πέμπτη 25/3, 20:00 | Η ΚΟΕ τιμά το 1821

Καλησπέρα σε όλους και χρόνια πολλά!

Η ΚΟΕ έχει δηλώσει ότι δεν θα τοποθετείται φλύαρα και επί παντός επιστητού.
Έχουμε πει ότι δεν θέλουμε να επιβαρύνουμε τη δημόσια σφαίρα με πολλά λόγια και βαρύγδουπες ατάκες.
Δεν θέλουμε να μιλάμε για τα πάντα, για όλα τα καθημερινά επεισόδια της πολιτικής ζωής, για αυτά άλλωστε υπάρχουν οι εφημερίδες, οι σχολιαστές, το προσωπικό βήμα του καθένα.
Έχουμε δηλώσει ότι θα παίρνουμε τον λόγο σε συλλογικό επίπεδο, μόνο όταν νομίζουμε πως κάτι έχουμε να πούμε, και ιδιαίτερα σε σημαντικά γεγονότα.

Μια τέτοια, σημαντική, περίσταση είναι η συμπλήρωση 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
200 χρόνια από μια συγκλονιστική επανάσταση, από το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία του νεότερου ελληνισμού, με διεθνή αντίκτυπο.
Και για αυτό το γεγονός θεωρούμε ότι χρειάζεται να μιλήσουμε.

1.  Πώς γιορτάζουν σήμερα το επίσημο κράτος, το πολιτικό σύστημα, η κυβέρνηση, τα κόμματα, τα 200 χρόνια; Τι είναι αυτό που κυρίως μένει από τους όποιους γιορτασμούς; Ποιο πνεύμα επικρατεί; Ποιο μήνυμα εκπέμπουν προς τον ελληνικό λαό και τον διεθνή περίγυρο;

Δεν είναι ρητορικά τα ερωτήματα. Ας σκεφτούμε πραγματικά τι είναι αυτό που μένει. Πώς εμφανίζεται η Ελλάδα, μέσα από την επίσημη ματιά, να βλέπει την ιστορία της αλλά και το παρόν και το μέλλον της;

Καταρχάς, έχουμε μια απαξίωση και γελοιοποίηση της επετείου. Τα φολκλορικά στοιχεία, το τσαντάκι της κας Αγγελοπούλου (εύστοχα κάποιος σχολίασε ότι είναι ένα πολύ πετυχημένο σύμβολο της ιθύνουσας τάξης: φουστανέλα απ’ έξω και πορτοφόλι από μέσα).

Η ίδια η επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου ως επικεφαλής της σχετικής επιτροπής είχε προϊδεάσει για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.

Οι επισκέψεις των σημαντικών καλεσμένων. Του πρίγκιπα της Αγγλίας και των υπολοίπων. Τα πολυτελή γεύματα των επισήμων.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την Επανάσταση του 1821;

Κι από κοντά, βέβαια, η απαγόρευση οποιασδήποτε συγκέντρωσης κόσμου. Ακόμα κι αν κάποιοι ήθελαν να αφήσουν ένα λουλούδι σε ένα άγαλμα, απαγορεύεται. Ένα ακόμα αίσχος που προστίθεται στο όργιο καταστολής του τελευταίου διαστήματος.

Αν πάμε περισσότερο στην ουσία, αν ακούσουμε όσα λέγονται σε δηλώσεις επισήμων, αφιερώματα και εκπομπές, το βασικό μήνυμα που εκπέμπεται είναι ένα μήνυμα υποτέλειας προς τις μεγάλες δυνάμεις.

Σαν η δημιουργία του ελληνικού κράτους να ήταν ένα δώρο των μεγάλων δυνάμεων και σαν σε αυτές, και την ευσπλαχνική τους διάθεση, να οφείλουμε την ανεξαρτησία μας.

Κυριαρχεί σήμερα η άποψη πως η Επανάσταση αυτή ουσιαστικά νικήθηκε στρατιωτικά, συντρίφτηκε, και χωρίς την συμβολή των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) δεν θα είχε δημιουργηθεί το ελληνικό κράτος.

Γι αυτό και τους καλέσαμε να είναι παρόντες, να είναι τα τιμώμενα πρόσωπα στις επίσημες τελετές της σημερινής ημέρας.

2. Ακόμα, από την επίσημη πλευρά επιχειρείται να αποκοπούν οι ρίζες της εθνογένεσης από τα χρόνια του Βυζαντίου. Υποστηρίζεται πως πρώτα μας χάρισαν ένα ορισμένο κράτος και αυτό στην συνέχεια δημιούργησε το νέο ελληνικό έθνος. Το οποίο είναι -πάνω κάτω- δημιούργημα αφηγήσεων και κατασκευής. Πως οι μόνες ρίζες βρίσκονται κάπου στην Δυτική Ευρώπη, με τον Διαφωτισμό και την δημιουργία εθνών-κρατών.

Πίσω από αυτήν την ανάγνωση βρίσκεται μια διαδικασία αποδόμησης της ιστορίας, αλλά και δικαιολόγησης μεγάλων υποχωρήσεων σε θέματα εθνικής κυριαρχίας. Βρίσκεται ένας εντελώς φτηνός κοσμοπολιτισμός του συρμού.

Ένα ρεύμα αναθεωρητισμού, που συγκινεί πολλές πτέρυγες του πολιτικού συστήματος αλλά και της διανόησης, έχει κάνει επάγγελμα την προσπάθεια να ανακαλύψει σκιές, μελανά σημεία, μύθους, να ξαναγράψει την ιστορία. Όχι από κάποια επιστημονική εμμονή με την ιστορική ακρίβεια, αλλά ως προσπάθεια να τελειώνουμε με τις μεγάλες αφηγήσεις και τους μύθους που παρασύρουν τον λαό.

Ακόμα, ιδιαίτερα, βρίσκονται απόψεις και ιδεολογίες που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να θεωρήσουν την Επανάσταση ως ένα αρνητικό συμβάν το οποίο πρέπει να ξεχαστεί για να οικοδομηθούν καλές σχέσεις με την Τουρκία. Να ενδώσουμε σε όσα η επεκτατική της πολιτική επιζητά. Και φτάνουν να υποστηρίζουν –περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτά- πως μια φιλανδοποίηση, ή μια ομοσπονδία κάτω από τουρκική κυριαρχία, είναι οι μόνες λύσεις.

Επίσης, ξεχνιέται εντελώς ο κοινωνικός της χαρακτήρας και η πραγματική διεθνής θέση της Επανάστασης, δηλαδή η σχέση της με δημοκρατικά, εθνικά, αναγεννητικά εγχειρήματα της εποχής της.

Αποκρύβεται επιμελώς η διαπάλη που υπήρχε ανάμεσα σε πτέρυγες ριζοσπαστικές, συντηρητικές και αντιδραστικές, που έδρασαν στη δεκαετία της Επανάστασης.

Ταυτόχρονα, μια άλλη εκδοχή βλέπει την Επανάσταση σαν μια σκέτα «αστική επανάσταση», σαν ένα μικρό γραναζάκι σε μια μηχανοποιημένη διαδικασία αντιστοίχησης των παραγωγικών δυνάμεων με τις παραγωγικές σχέσεις της εποχής. Σαν μια ουδέτερη, άχρωμη διαδικασίας γένεσης του καπιταλισμού.

Η άποψη αυτή, σβήνει τελείως το αίτημα της δημοκρατίας ως απελευθερωτικό πρόταγμα τεράστιας σημασίας, υποτιμά τη συμμετοχή του λαού και την ιδιαίτερη ιστορική του πορεία, είναι εντελώς ξεκομμένη από το λαϊκό αίσθημα, από την ψυχή αυτού του τόπου, από τον τρόπο που ο ελληνικός λαός βλέπει και αγαπά την ιστορία του.

3. Ας διατυπώσουμε λοιπόν μια άποψη.

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 είναι μια μεγάλη εθνική, απελευθερωτική, κοινωνική, λαϊκή, δημοκρατική επανάσταση

Δίκαια έχει μια σημαντική θέση μέσα στη σειρά των επαναστάσεων που έγιναν την ίδια πάνω κάτω εποχή (Αμερικάνικη, Γαλλική Επανάσταση, Ναπολεόντειοι Πόλεμοι, Σερβία, Ισπανία, Λατινική Αμερική, Αϊτή, και λίγο αργότερα στην Ευρώπη με το τεράστιας σημασίας 1848.

Την εποχή του 1821, στην Ευρώπη κυριαρχούσε η Ιερά Συμμαχία. Ιδρύθηκε το 1815 και κύριο στόχο είχε να καταστείλει όλα τα εθνικά απελευθερωτικά και κοινωνικά κινήματα.

Κανείς δεν έβλεπε τότε σαν πιθανή εξέλιξη μια Επανάσταση στη Νότια περιοχή των Βαλκανίων.

Επανάσταση που θα έπαιρνε την μορφή ενός 8χρονου απελευθερωτικού πολέμου με πολλές καμπές και συναρπαστικές στιγμές, απίστευτες θυσίες και επιτυχίες, νίκες και ήττες, έξωθεν επεμβάσεις και εσωτερικές προστριβές, μεγαλείο και μικρότητες.

Χωρίς τον ξεσηκωμό των Ελλήνων ενάντια στον οθωμανικό ζυγό 400 χρόνων, χωρίς τις θυσίες, τον ηρωισμό, την τόλμη και το θάρρος τους, δεν θα μπορούσε να έχει καμιά τύχη η Επανάσταση.

Δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι θα έφτανε να τερματίσει την οθωμανική σκλαβιά, δεν θα μπορούσε να συνεπάρει όλους τους προοδευτικούς ανθρώπους της Ευρώπης και ακόμα πιο μακριά.

4. Ο ελληνικός χώρος, βρισκόμενος σε ένα τόσο κρίσιμο σημείο, γνώρισε πολλές και συνεχείς κατακτήσεις και απόπειρες υποδούλωσης. Για την εποχή που αναφερόμαστε, οι κυριότερες ήταν η Φραγκοκρατία και η Τουρκοκρατία, και ιδιαίτερα η Τουρκοκρατία.

Συγχρόνως όμως, δεν σταμάτησε ποτέ ο αγώνας, οι εξεγέρσεις, η αντίσταση προς αυτές τις κατακτήσεις. Πάνω σε αυτήν την προσπάθεια, σφυρηλατήθηκε ο αντιστασιακός χαρακτήρας του ελληνικού έθνους.

Παράλληλα, και σε συνδυασμό με τις αντιστάσεις αυτές, ως τέτοιες, δεν αλλοιώθηκαν βασικά συστατικά του έθνους, όπως η γλώσσα, ο κοινός τόπος, η θρησκεία, ο πολιτισμός, τα ήθη και τα έθιμα. Μετά από τον 17ο αιώνα, ήρθε να προστεθεί και μια κοινή οικονομική δραστηριότητα.

Μια ορισμένη ιστορική εξέλιξη, έκανε ώστε ο ελληνισμός να έχει το κύριο τμήμα του υπό τουρκική κατοχή, και βασανισμένο από αυτήν, τον κορμό της σημερινής Ελλάδας, αλλά και τη Μικρά Ασία, την Κύπρο, την Κωνσταντινούπολη. Ένα πιο μικρό τμήμα στα Επτάνησα ήταν κάτω από Φραγκική και Αγγλική κυριαρχία. Ένα άλλο δυναμικό οικονομικά τμήμα ήταν σκορπισμένο σε διάφορα μεγάλα εμπορικά κέντρα της εποχής, ο ελληνισμός της Διασποράς.

5. Η ελληνική Επανάσταση, ως γεγονός και διεργασία, αλλά και η προετοιμασία της, δεν υπήρξε μια εσωτερική υπόθεση διαπάλης ανάμεσα σε τάξεις για την κατάργηση των φεουδαρχικών σχέσεων και τη δημιουργία εθνικών κρατών.

Είναι κυρίως μια εθνική απελευθερωτική επανάσταση που σπάει την τυραννία και την κατοχή της τουρκοκρατίας και συμπλέκεται με ένα μεγάλο διεθνές ζήτημα εκείνης της εποχής, το Ανατολικό Ζήτημα.

Ποιο ήταν το Ανατολικό Ζήτημα; Η προοπτική διαμοιρασμού και αναδασμού των κενών που θα άφηνε, κυρίως για τις Μεγάλες Δυνάμεις, η κρίση, παρακμή, υποχώρηση και η προοπτική πιθανής διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Καμία Μεγάλη Δύναμη της εποχής δεν έβλεπε με συμπάθεια τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Χρησιμοποίησαν την ελληνική περίπτωση για τους σχεδιασμούς τους και τις μεταξύ τους προστριβές.

Ο βαθμός αντίθεσης και η διακύμανση των σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν καθοριστικός παράγοντας για τις Μεγάλες Δυνάμεις και δεν πολυνοιάζονταν για ένα μικρό έθνος που ζητούσε την ανεξαρτησία του.

6. Η ανεξαρτησία, που κατακτήθηκε μέσα σε ιδιαίτερες συνθήκες, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τις διακηρύξεις των Εθνοσυνελεύσεων, δεν ήταν αποτέλεσμα δράσης των Μεγάλων Δυνάμεων. Ούτε δώρο που μας χάρισαν.

Αντίθετα, ήταν το επιστέγασμα ενός αγώνα, με βαθιές ρίζες στην ιστορία του τόπου και του ελληνισμού.

Δεν ήταν καν η πρώτη απόπειρα εξέγερσης και αντίστασης στον κατακτητή.

Είχε προηγηθεί προετοιμασία, αγώνες, ήττες και περιπέτειες, αυταπάτες, ανάμιξη ξένων δυνάμεων, τοπικές ιδιομορφίες, ειδικοί όροι και άλλα.

Η Ελληνική Επανάσταση ήταν ώριμο τέκνο διεργασιών και διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης, εξεγέρσεων και αγώνων για απελευθέρωση, οικονομικής δραστηριότητας και ρόλου που είχαν ήδη αποκτήσει έλληνες έμποροι και ναυτικοί, και όχι ένα δώρο – παραχώρηση.

Όποιος μελετήσει έστω και λίγο την ιστορία, θα αντιληφθεί αυτό που σήμερα αποκρύπτεται, ότι δηλαδή οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής προσπάθησαν με κάθε τρόπο να ελέγξουν, να περιορίσουν, τη φλόγα της επανάστασης.

Όχι, η ανεξαρτησία δεν κατακτήθηκε στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, όπου ξαφνικά οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να τσακίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήταν κι αυτό ένα επεισόδιο ανάμεσα σε άλλα, μια στιγμή ανάμεσα σε πολλές καμπές, εφόδους και οπισθοχωρήσεις, η οποία προήλθε από την απόφαση του ελληνικού έθνους να εξεγερθεί και να κατακτήσει την ελευθερία του.

7. Ήταν δηλαδή η ίδια η δυναμική και η ορμητικότητα της Ελληνικής Επανάστασης που ανάγκασε τις Μεγάλες Δυνάμεις από ένα σημείο και μετά να ασχοληθούν, είτε να αποδεχθούν κάποιες έστω ενδιάμεσες λύσεις που να εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Να κουτσουρέψουν την εμβέλεια της επανάστασης, να πριμοδοτούν ένα δοτό νέο κρατίδιο που να είναι όμηρος στις επιδιώξεις τους. Με κάθε είδους μηχανορραφίες, παρεμβάσεις και πραξικοπήματα.

Χωρίς την εθνική ψυχή, χωρίς την αποφασιστικότητα των λαϊκών δυνάμεων που συσπειρώθηκαν και ξεσηκώθηκαν, δεν θα υπήρχε η Ελληνική Επανάσταση. Χωρίς τον Ρήγα Βελεστινλή, τη Φιλική Εταιρεία, χωρίς την κλεφτουριά, καταστάσεις που προηγήθηκαν της Επανάστασης και στην συνέχεια έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο, ξεπερνώντας δισταγμούς και τάσεις συμφιλίωσης, χωρίς τους ναύτες και τους αγρότες.

Πώς καλλιεργήθηκε και εκφράστηκε ο φιλελληνισμός σε ολόκληρο τον κόσμο; Από τις ραδιουργίες, τις φτηνές επιδιώξεις τυχοδιωκτών, από τον θαυμασμό προς την «αγριανθρωπιά» και τους «ληστές» Έλληνες, όπως διαδίδονταν τότε; Ή από τον ηρωισμό, τον αγώνα, τις σφαγές σε βάρους ελληνικών πληθυσμών, όπως στη Χίο, την φιλία προς ένα ιστορικό έθνος και πολιτισμό;

8. Πέρα από άλλες εξεγέρσεις και ξεσηκωμούς που γνώρισε ο τόπος, ιδιαίτερα συμπεράσματα και πείρα βγήκαν από την εξέγερση του 1770, τα περίφημα Ορλωφικά.

Τότε, με παρότρυνση της Ρωσίας, στο πλαίσιο των επιδιώξεών της στον ρωσοτουρκικό πόλεμο, εύκολα φούντωσαν εξεγέρσεις σε πολλές περιοχές. Καταπνίγηκαν όμως και πληρώθηκε βαρύ τίμημα αίματος.

Το ιστορικό παράδοξο ήταν πως για δεκαετίες, η ανάπτυξη του γιακωβίνικου ριζοσπαστισμού στα προοδευτικά στοιχεία των Βαλκανίων, κατέφυγε πολλές φορές στην προστασία του πιο αδυσώπητου εχθρού του Διαφωτισμού, της τσαρικής Ρωσίας, αφού παράλληλα ήταν και αδιάλλακτος εχθρός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στον ελλαδικό χώρο, οι απογοητεύσεις που προκλήθηκαν από τις ελπίδες που στήριζαν στο Βοναπάρτη, ώθησαν τις μυστικές εταιρείες που συγκροτούνταν σε αναζήτηση στηριγμάτων στην τσαρική Ρωσία.

Παρόλο που για χρόνια υπήρχε στην λαϊκή συνείδηση η ελπίδα πως θάρθει ο Μόσκοβας να ελευθερώσει το ελληνικό Γένος, σταδιακά στα πιο φωτεινά μυαλά διαμορφώθηκε το συμπέρασμα πως η Απελευθέρωση θα έρθει βασικά μέσα από τον δικό μας αγώνα και την στήριξη στις δικές μας δυνάμεις.

Το τόνισε ο Ρήγας. Το κατάλαβε η Φιλική Εταιρεία, όταν εισέπραξε αρνητικές απαντήσεις για πραγματική ενίσχυση του Αγώνα από τη Ρωσία. Το διατύπωσαν αργότερα, μέσα στη φλόγα της εξέγερσης, με τον δικό τους τρόπο, οι πιο σημαντικοί αγωνιστές και πολέμαρχοι, ο Κολοκοτρώνης, ο Μπότσαρης και άλλοι.

9. Οι επαναστάσεις, όπως και όλοι οι μεγάλοι αγώνες, δεν έχουν προδιαγραμμένη έκβαση. Το αποτέλεσμά τους είναι προϊόν πολλών επενεργουσών δυνάμεων και συσχετισμών.

Έτσι συνέβη και στην Ελληνική Επανάσταση. Η ορμή της και η δύναμή της, η ένοπλη δράση της υποχωρεί το 1828, αλλά έχει ήδη πολλές κατακτήσεις, όπως και βαρίδια, που θα παίξουν ρόλο στη συνέχεια.

Στρατιωτικές νίκες που έμοιαζαν απίθανες, ενίσχυση και δημιουργία σωμάτων και θεσμών αυτοδιοικητικών και πολιτειακών, οι απελευθερωμένες περιοχές, οι Εθνοσυνελεύσεις, ο ορισμός κυβερνήσεων και πρωτεύουσας, ο ερχομός του Καποδίστρια και η προσπάθεια δημιουργίας στοιχειωδών υποδομών από την μια.

Από την άλλη, το λουρί του δανεισμού -από την Αγγλία κυρίως- από το 1825, (πρόβλημα που στην εξέλιξή του ακόμα ταλανίζει την χώρα) και το φαγοπότι που στήνονταν από προύχοντες, φαναριώτες, πρώην κοτζαμπάσηδες γύρω από τα δάνεια και τις ραδιουργίες των Μεγάλων Δυνάμεων, εμφύλιες διαμάχες πριν και μετά το 1830.

Για την Ελλάδα ορίστηκε μια διεθνής επιτροπεία που μετά το 1832 προσπάθησε να κρατήσει υπό έλεγχο τη μικρή και ημιανεξάρτητη χώρα. Και να της φορέσει ένα κοστούμι που θα ακύρωνε επιτεύγματα της επανάστασης, θα καταργούσε τις Εθνοσυνελεύσεις, θα εγκαθίδρυε έναν ξένο βασιλικό οίκο (ενώ βασιλεία δεν τέθηκε ποτέ ως στόχος στα χρόνια της επανάστασης και των Εθνοσυνελεύσεων), θα κατέστειλε κάθε δημοκρατισμό και συμμετοχή του λαού στα κοινά.

Η Ελλάδα που πρόκυψε ήταν μια Μικρή Ελλάδα. Πελοπόννησος και Στερεά συν μερικά νησιά. Χωρίς το λαϊκό στοιχείο και την παρέμβασή του, δεν θα έφτανε πιο μακριά και δεν γνωρίζουμε πώς θα προχωρούσε η ιστορία.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι αλλεπάλληλες επαναστάσεις στην Κρήτη, που δεν ήταν δεδομένο τι εξέλιξη θα είχε. Ενώθηκε με την Ελλάδα, ενώ –για παράδειγμα- η Κύπρος, με κοντινή πληθυσμιακή σύνθεση και θέληση του λαού της για ένωση με την Ελλάδα, όπως κι η Κρήτη, παρέμεινε σκλαβωμένη. Πέρασε από την Οθωμανική στη Βρετανική κατοχή, για να ξανακατακτηθούν μέχρι και σήμερα τα μισά της εδάφη από την Τουρκία.

10. Εδώ ας διατυπώσουμε ακόμα μία θέση.

Η Ελλάδα είχε τις δυνατότητες να έχει μια άλλη θέση και μια άλλη πορεία προς τη νεωτερικότητα και τη σύγχρονη εποχή. Η εξέλιξή της δεν ήταν δεδομένη. Θα μπορούσε να είναι ακόμα πιο υποβαθμισμένη, αλλά και πιο προχωρημένη.

Είχε να αντιμετωπίσει πολλά και σύνθετα προβλήματα: Εθνικής απελευθέρωσης, κρατικής και πολιτειακής οργάνωσης, παραγωγικής συγκρότησης, ρόλου στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο.

Μπλοκαρίστηκε αυτά τα 200 χρόνια από τις Μεγάλες Δυνάμεις κάθε περιόδου και από τις ειδικές τους επιδιώξεις. Καθώς και από την οργανική πρόσδεση της μεγαλοαστικής τάξης και του πολιτικού κόσμου στον συμπληρωματικό, υπεργολαβικό, μεταπρατικό ρόλο που της επέτρεπαν.

Η υποταγή αυτή είναι βασική πηγή της κακοδαιμονίας του τόπου. Ακόμα και σήμερα η λέξη «αποικία» και η εξάρτηση της χώρας από τη Δύση είναι διαπίστωση που την αντιλαμβάνεται ο λαός, αλλά την κρύβουν όλοι οι επίσημοι.

Ο ξένος παράγοντας, ούτε στήριξε ούτε έδωσε ωθήσεις για την Ελλάδα, όπως ισχυρίζονται αρκετοί. Αντίθετα, λειτούργησε μπλοκαριστικά, και αυτή είναι η βασική αντίρρηση στις απόψεις εκσυγχρονιστών και αποδομιστών.

Τα μεταπρατικά χαρακτηριστικά οικονομίας και άρχουσας τάξης (με όλα τα ιδεολογικά σχήματα) ακολούθησαν μια τροχιά που δεν έθετε τις ανάγκες της χώρας στο πρώτο πλάνο.

Η εξάρτηση δεν είναι μια διαπίστωση κλάψας για το κακό που πάθαμε, ή κολλήματος σε ένα σχήμα ξεπερασμένο και παλιό. Είναι πεδίο σύγχρονου αγώνα και σύγκρουσης ανάμεσα στις δυνάμεις της υποτέλειας και τις δυνάμεις που αγωνίζονται για μια άλλη πορεία της χώρας.

Το δημοκρατικό στοιχείο της ελληνικής πραγματικότητας δεν απορρέει από κάποια διορατικότητα της πολιτικής ηγεσίας ή των ξένων δυνάμεων που εφοδίασαν υποτίθεται την χώρα με θεσμούς οι οποίοι έπαιξαν διαπαιδαγωγητικό ρόλο για τη δήθεν «καθυστερημένη» Ελλάδα.

Τα συντάγματα των Εθνοσυνελεύσεων, το κοινοτικό σύστημα σε ορισμένες περιοχές της χώρας που ξηλώθηκε από τη Βαυαροκρατία, το γενικό εκλογικό δικαίωμα, οι μεταπολιτεύσεις, όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα αγώνων του λαού και ξεσπασμάτων, κι όχι δώρα φωτισμένων και εκσυγχρονιστών.

Το μικρομεσαίο στοιχείο είναι μια ιδιομορφία που θα μπορούσε να ανοίξει άλλους δρόμους στην οικονομική ανάπτυξη (για παράδειγμα, συνεταιρισμένων παραγωγών, ή παραγωγικών μονάδων μικρής κλίμακας και ανάλογου σχεδιασμού).

Απαραίτητη εδώ είναι η διάκριση ανάμεσα στα παραγωγικά στρώματα και σε ενδιάμεσα παρασιτικά που δημιουργήθηκαν κυρίως από τον μεταπρατικό χαρακτήρα και τις πελατειακές σχέσεις.

11. Ας περάσουμε σε μερικές ακόμα θέσεις που αφορούν στον υποκειμενικό παράγοντα.

Το δομικό στοιχείο του λαϊκού παράγοντα ήταν πάντα η συνάντηση του ριζοσπαστισμού με πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα, με μορφές οργάνωσης και κινητοποίησης, σε αντιπαράθεση με συστηματικές προσπάθειες ανάσχεσης, μπλοκαρίσματος και αποπροσανατολισμού του και χρήσης του από διάφορες πτέρυγες στην προσπάθειά τους να πλασαριστούν.

Ο ριζοσπαστισμός στην Ελλάδα έχει χαρακτηριστικά λαϊκά, εθνικά, δημοκρατικά, πατριωτικά, αντιολιγαρχικά. Είναι επιφυλακτικός, έως και εχθρικός, προς το πολιτικό σύστημα, είναι φορέας αλληλεγγύης και ανθρωπισμού και δημοκρατικών ιδεωδών. Έχει ενδιαφέρον για άλλα κινήματα, εκφράζει ένα διεθνιστικό ενδιαφέρον. Δεν είναι καθυστερημένος, εθνικιστικός ή ξενοφοβικός, όπως τον παρουσιάζουν. Τις τελευταίες δεκαετίες διεκδικεί έναν ακηδεμόνευτο ρόλο και χαρακτήρα.

Σε όλα τα ξεσπάσματα του λαού από το 1821 και πέρα, τέθηκαν με πληβειακό τρόπο κοινωνικά αιτήματα μαζί με αστικοδημοκρατικού τύπου αιτήματα (που αλλού θα είχαν λυθεί). Η Ελλάδα σε ειδικές περιπτώσεις λειτούργησε ως εργαστήριο και ο λαός της σαν πειραματόζωο.

Η Ελλάδα είναι μια χώρα με σημαντικό λαϊκό κίνημα που αντιμετωπίζει στην πορεία του ζητήματα σύγχρονα, αφού δρα σε μια ενδιάμεση χώρα, σε μια χώρα που έχει επιλεγεί, όπως είπαμε, σαν πειραματόζωο μοντέρνων χειρισμών.

Ο ριζοσπαστισμός αυτός συνυπάρχει με τον ραγιαδισμό και τις τάσεις υποταγής. Αυτό ισχύει συνολικά για τον κοινωνικό σχηματισμό. Το σχήμα που υιοθετούμε δεν είναι αυτό ενός αμόλυντου λαού, χωρίς ψεγάδια, που τον πολεμάνε ηγεσίες και ξένοι.

Ο ραγιαδισμός σε διάφορα στάδια, εισχώρησε στον λαό, αλλά και αντίστροφα οι πουλημένες ηγεσίες πάτησαν σε πραγματικές τάσεις. Αυτά όμως δεν καταργούν τις βασικές αντιθέσεις που σκιαγραφήσαμε, δεν σβήνουν ορισμένες βασικές διαπιστώσεις και διαχωριστικές γραμμές.

Ακόμα, διαπιστώνουμε ότι η χώρα αυτή σε γενικές γραμμές δεν ανέδειξε ικανές ηγεσίες, ηγετικές ομάδες και σχέδια, εθνικά και κοινωνικά. Υπήρξαν τέτοια στοιχεία σε ιστορικές περιόδους, υπήρχαν φωτεινές εξαιρέσεις. Ως εξαίρεση όμως, σπάνια, και πολλές φορές εν μέσω αντιφάσεων, διαμορφώθηκαν συλλογικές ηγεσίες που να κατάθεσαν ένα εθνικό και κοινωνικό σχέδιο αντάξιο των προσδοκιών και των αναγκών της χώρας.

12. Σχετικά με τη σύγχρονη εξέλιξη.

Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα σε μια δαγκάνα. Η υπόστασή της καθορίζεται και απειλείται από δύο παράγοντες.

Πρώτον. Μέσα από μια ιστορική πορεία μπήκαν οι βάσεις μια πολύπλευρης εξάρτησης από τη Δύση. Καθηλώθηκε και συρρικνώθηκε ο ελληνικός χώρος και οι κυρίαρχες οικονομικές του δυνάμεις πήραν τον δρόμο του μεταπρατισμού χωρίς επιστροφή.

Το μοντέλο του μεταπρατισμού και του ευρωπαϊσμού, της μεγάλης Ευρωπαϊκής Ιδέας ήταν η σημαία τους. Απογειώθηκε και εκσυγχρονίστηκε μετά το 1990 και ειδικά στην περίοδο Σημίτη. Η συνταγή ακολουθήθηκε από όλους όσοι κυβέρνησαν. Με μεγάλη ευκολία προωθήθηκε ο αφελληνισμός της παραγωγικής βάσης και η μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα συμπληρωματικών υπηρεσιών και τουρισμού.

Η ευμάρεια μέσω του δανεισμού, η περιβόητη βαλκανική εξόρμηση, το ευρώ, το φαγοπότι της Ολυμπιάδας ακολουθήθηκαν από το «κανόνι» της κρίσης μετά το 2008. Στη συνέχεια, τα Μνημόνια υπενθύμισαν ποιος είναι το αφεντικό και πώς θα μπει στο κλουβί ολόκληρη η χώρα και στο σφυρί ο πλούτος της.

13.  Δεύτερον.

Ζούμε στην εποχή ενός νέου Ανατολικού Ζητήματος, τώρα όμως με αντίθετη φορά.

Αν δυο αιώνες πριν και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, είχαμε την αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον αναδασμό σε αυτό το έδαφος, σήμερα έχουμε την αναβάθμιση της Τουρκίας, τη μετατροπή της σε μεγάλη δύναμη και την επιχείρηση να ανακτήσει εδάφη και επιρροή.

Οι επιδιώξεις αυτές χαϊδεύονται από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Βλέπουμε τι γίνεται σε κάθε Σύνοδο Κορυφής της Ευρώπης, τα ίδια αυτές τις μέρες. Βλέπουμε τη θέση του ΝΑΤΟ απέναντι στις δύο χώρες.

Οι μόνοι που σπέρνουν τον εφησυχασμό είναι οι Έλληνες κυβερνώντες. Το διαπαραταξιακό κόμμα της Χάγης που έχει αποδεχτεί τη συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας.

Γιορτάζουν το 1821 αλλά έχουν αποδειχτεί μια αντίστροφη εξέλιξη. Για αυτό άλλωστε και το γιορτάζουν με αυτό τον τρόπο. Οι αναγνώσεις του 1821 δεν είναι ξεκομμένες με τη σημερινή πραγματικότητα. Αυτήν της περιορισμένης κυριαρχίας και ενός επώδυνου συμβιβασμού με τον σύγχρονο Σουλτάνο.

Προϋπόθεση για κάθε θετική εξέλιξη και για την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και για την ειρήνη και όλους τους λαούς στην περιοχή, είναι να δεχτεί χτυπήματα και να ηττηθεί ο τουρκικός επεκτατισμός. Αυτή η απλή αλήθεια θα μπορούσε να διατυπωθεί με την ευκαιρία της σημερινής επετείου.

14. Ας αναρωτηθούμε. Ποια προοπτική υπάρχει σήμερα για τη χώρα; Καταρχάς πρέπει να σκεφτεί κανείς αν τίθεται καν τέτοιο ερώτημα και αν μας απασχολεί. Έχει αυτός ο τόπος κάποια ιδιαίτερη προοπτική, έχει να ακολουθήσει κάποια δική του πορεία;

Οι κυβερνούσες ελίτ το έχουν απαντήσει. Μόνη προοπτική είναι ο ακολουθητισμός απέναντι στη Δύση, η προστασία κάτω από τις φτερούγες της. Δεν βγάζουν κανένα συμπέρασμα από το πώς στάθηκαν για αιώνες οι Μεγάλες Δυνάμεις σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη. Δεν πιστεύουν ότι αυτή η χώρα έχει κάποια δική της προοπτική. Έχουν κάνει σημαία τους τον πραγματισμό και την πολιτική ως τέχνη δήθεν του εφικτού. Στον αντίποδα όσων δείχνει η σημερινή επέτειος.

Από την άλλη, όσοι μιλάνε για αγώνες και επαναστάσεις, απορρίπτουν με διάφορους τρόπους οποιαδήποτε συζήτηση για ένα σχέδιο διεξόδου και ιδιαίτερης προοπτικής αυτού του τόπου.

Στο όνομα μηχανιστικών μεταφορών μιας θεωρίας και ενός πρωτόγονου δήθεν διεθνισμού, στην ουσία κοσμοπολιτισμού, ακολουθούν τα δόγματα της παγκοσμιοποίησης, ξεκόβουν τελείως με όσα διαισθάνεται και επιθυμεί ο ελληνικός λαός, δεν νιώθουν τίποτα από αυτά που τον συγκινούν ή τον ανησυχούν, δεν τους ενδιαφέρει.

Όλοι μαζί θα λέγαμε ότι στο βάθος απεχθάνονται τον λαό και δεν συμπαθούν αυτό τον τόπο. Για αυτό και κατά καιρούς εναντιώνονται στον εθνολαϊκισμό, στον ετερόκλητο όχλο, στον καθυστερημένο νεοέλληνα ή Ελληναρά. Δεν βρίσκουν τίποτα θετικό στις αγωνιστικές παραδόσεις του τόπου και την λαϊκή ψυχή.

Κι όμως, χρειάζεται να αναδειχθούν δυνάμεις που να αγαπούν αυτό τον τόπο. Φαίνεται απλοϊκό αλλά δεν είναι τόσο. Να δείξουν εμπιστοσύνη σε αυτό τον  λαό και τις δυνατότητές του. Ότι μπορεί να έχει μια διαφορετική πορεία μέσα στο ταραγμένο σήμερα διεθνές γίγνεσθαι.

Για πραγματική δημοκρατία, ελευθερία, ανεξαρτησία και δικαιοσύνη, που σήμερα –να το πούμε απλά- δεν υπάρχουν.

Τιμάμε το 1821, τη μεγάλη Ελληνική Επανάσταση για την ελευθερία.
Το 1821 δεν μπορεί να ξεχαστεί, να γελοιοποιηθεί, να διαστρεβλωθεί.
Γραβιά, Βαλτέτσι, Μεσολόγγι, Δερβενάκια, Πέτρα, Σολωμός και Κάλβος, Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Παπαφλέσσας, Ανδρούτσος, Μπουμπουλίνα και Μαντώ Μαυρογένους, Μπότσαρης, Ρήγας Φεραίος, δεν ξεχνιούνται, συγκινούν και σήμερα.

Η εθνική και κοινωνική απελευθέρωση της Ελλάδας είναι εφικτή.

Η Ελλάδα μπορεί να βαδίσει έναν δρόμο Διεξόδου.