ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ, 24/11/2006

ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ

 

Οι δύο άξονες που ακολουθεί η κυβέρνηση στο χώρο της παιδείας είναι: Προώθηση της «μεταρρύθμισης» στην κατεύθυνση των νόμων της αγοράς, αλλά και σκόπιμη, συνειδητή πολιτική μείωσης των κρατικών δαπανών για την εκπαίδευση. Από τη μια καταιγισμός νόμων (14 τον αριθμό, σε διάστημα δυόμιση χρόνων) και από την άλλη, χρόνο με το χρόνο μείωση των κρατικών δαπανών και απελευθέρωση χώρων για το ιδιωτικό κεφάλαιο.

Η υποχρηματοδότηση είναι πολιτική επιλογή. Δεν αφορά μόνο το να «γλυτώσει» το κράτος λεφτά από τις μη παραγωγικές επενδύσεις. Αποτελεί σημαντικό εργαλείο, μέσο πίεσης, όχημα για την συνολική αναδιάρθρωση στην εκπαίδευση, που ανοίγει επίσης το δρόμο για την πλήρη ιδιωτικοποίηση.

 

ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να επωμίζονται το κόστος, αλλά η ιδιωτική χρηματοδότηση αυξάνεται: Το 93% της πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας, και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στις χώρες του ΟΟΣΑ χρηματοδοτείται από δημόσιους πόρους. Η ιδιωτική χρηματοδότηση (σε α’ βάθμια και β’ βάθμια) αυξάνεται και υπερβαίνει το 13% στην Αυστρία, τη Γερμανία, την Ελβετία, την Κορέα, το Μεξικό, την Αγγλία.

Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση η ιδιωτική χρηματοδότηση αυξάνεται με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς. Στις πρώτες θέσεις οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, η Κορέα, η Ιαπωνία (περίπου 50% του συνόλου αποτελεί η ιδιωτική χρηματοδότηση) στις τελευταίες η Δανία, η Τουρκία, η Φιλανδία, η Ελλάδα (5% του συνόλου των δαπανών). Στην Ελλάδα η ιδιωτική χρηματοδότηση είναι σχετικά μικρή (θα δούμε παρακάτω ότι αυτό «απελευθερώνει» ευκαιρίες κερδοφορίας για το κεφάλαιο). Η πλειονότητα της ιδιωτικής χρηματοδότησης στα Πανεπιστήμια προέρχεται από τα νοικοκυριά με τη μορφή διδάκτρων.

Οι δαπάνες για την εκπαίδευση υπολογίζονται κατά μέσο όρο στο 5,9% του ΑΕΠ στις χώρες του ΟΟΣΑ. Στην Ελλάδα φέτος θα κυμανθούν στο 3,49%.

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Η Ελλάδα αφιερώνει στην εκπαίδευση ένα σημαντικά μικρότερο ποσοστό από τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Το 2004 αφιέρωσε το 3,60% του ΑΕΠ (με δέσμευση του Καραμανλή στις προγραμματικές του δηλώσεις – Μάρτιος 2004 για 5%). Ο προϋπολογισμός του 2006 προβλέπει 3,49%, δηλαδή 7,28 δις €.

Το κύριο μέρος των δαπανών στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια αφιερώνεται σε μισθούς (91,2%), ενώ στην Πανεπιστημιακή εκπαίδευση οι μισθοί καταλαμβάνουν το 66% των συνολικών δαπανών για τα Πανεπιστήμια.

Η επιχορήγηση στην αυτοδιοίκηση σημειώνει κάθετη πτώση: Σε επίπεδο νομών για την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια από 107,7 εκατομμύρια € το 2004 σε 17,3 εκατομμύρια € το 2006.

Για να εκπληρωθεί η «δέσμευση» Καραμανλή για 5% στο τέλος της 4ετίας, το 2007 πρέπει να πιστωθούν στην παιδεία 11 δις €, δηλαδή 4 δις περισσότερα από τον προϋπολογισμό του 2007.

Η τάση για τα νοικοκυριά είναι να διαθέτουν ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για εκπαίδευση. Την τελευταία εικοσαετία έχει διπλασιαστεί το ποσοστό του οικογενειακού προϋπολογισμού που πάει στην εκπαίδευση.

Μια οικογένεια με ετήσιο εισόδημα 60.000 € και δύο παιδιά (στη δευτεροβάθμια ή στην τριτοβάθμια) δαπανά το 20% του εισοδήματός της για εκπαίδευση, δηλαδή 1000 € το μήνα.

Η ανά μαθητή και φοιτητή δαπάνη στην Ελλάδα είναι 4.136 $, ενώ ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 7.343 $. Η δαπάνη μόνο ανά φοιτητή οδηγεί σε χειρότερα συμπεράσματα: 4.731 $ στην Ελλάδα, έναντι 10.655 $ στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Το 6,5% των σχολικών μονάδων λειτουργεί ακόμη με διπλοβάρδια.

Το 2001 57.300 Έλληνες σπούδαζαν στο εξωτερικό και 35.000 σε Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών στη χώρα μας.

 

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ

Υπάρχει μια κοινή αποδοχή εδώ και χρόνια για το θέμα των δαπανών: Οι κρατικές δαπάνες για την παιδεία μειώνονται, οι έμμεσες ή άμεσες ιδιωτικοποιήσεις είναι στην ημερήσια διάταξη της «εκπαιδευτικής πολιτικής», η υποχρηματοδότηση είναι η επίσημη πολιτική για την παιδεία. Γιατί;

Η εύκολη απάντηση είναι ότι δεν υπάρχουν λεφτά, η ελληνική οικονομία δεν αντέχει κλπ. Ας το δούμε αυτό αργότερα. Αν περιγράψει κάποιος τους άξονες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στο θέμα των δαπανών θα δει τα εξής:

§         Το κράτος μειώνει τις δαπάνες που κάνει για την παιδεία γενικά.

§         Το κράτος δίνει στην Τοπική Αυτοδιοίκηση αρμοδιότητες για την εκπαίδευση (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια), χωρίς να αυξάνει τους πόρους (στην περίπτωσή μας τους μειώνει – προϋπολογισμός 2007).

§         Το κράτος διαρκώς απελευθερώνει τομείς και χώρους, από όπου μπορεί να κερδοφορήσει το ιδιωτικό κεφάλαιο.

§         Το κράτος ιδιωτικοποιεί λειτουργίες της εκπαιδευτικής πολιτικής χαρίζοντας τες απευθείας στο κεφάλαιο.

Το ποια είναι η πολιτική του κράτους στο επίπεδο των άμεσων κρατικών δαπανών για την παιδεία αποτυπώνεται  στον προϋπολογισμό. Χρόνο με το χρόνο, όλο και λιγότερα ξοδεύει το κράτος για την παιδεία και βασικά για μισθούς εκπαιδευτικών και λειτουργικά, κατασκευαστικά έξοδα και εξοπλισμό σχολείων και σχολών. Άρα όσο λιγότερα δίνει, τόσο πιο πολύ «υποβαθμίζεται» ή και «υπολειτουργεί» το δημόσιο σχολείο, το δημόσιο Παν/μιο. Αυτό έχει έναν άμεσο στόχο: την εξοικονόμηση δαπανών ή καλύτερα την κάλυψη των ελλειμμάτων του κρατικού κορβανά που προκαλείται από εξοπλιστικά, χαριστικές ρυθμίσεις στο κεφάλαιο, φοροαπαλλαγές των μεγάλων επιχειρήσεων. Έχει όμως και έναν έμμεσο στόχο που είναι η δυσφήμιση των δημόσιων σχολείων και σχολών και το σπρώξιμο κόσμου στα αντίστοιχα ιδιωτικά (για αυτό και η αναθεώρηση) ή στην παραπαιδεία.

Υπάρχει ένα σημαντικό μέρος της δαπάνης που κάνει το κράτος για την δημόσια παιδεία, αλλά που πλέον η δαπάνη αυτή πολλαπλασιαζόμενη να πάει στην κατευθείαν στην τσέπη του ιδιωτικού κεφαλαίου. Δύο τομείς που προς το παρόν προσφέρονται στο ιδιωτικό κεφάλαιο, είναι η δαπάνη για τα βιβλία, που πάει στους εκδοτικούς οίκους, και η κατασκευή σχολικών μονάδων, που μέσω των ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημοσίου Ιδιωτικού Τομέα) πάνε στο ιδιωτικό κατασκευαστικό κεφάλαιο. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση το δημόσιο εξέδιδε βιβλία μέσω του ΟΕΔΒ ή κατασκεύαζε σχολικές μονάδες μέσω του ΟΣΚ. Τώρα παραχωρεί το δικαίωμα αυτό σε ιδιώτες, εκτινάσσοντας το κόστος (δηλαδή το κράτος πληρώνει στο ιδιωτικό κεφάλαιο πολύ περισσότερα, από όσα θα του κόστιζε αν έκαναν τη δουλειά οι κρατικοί οργανισμοί). Επιπλέον τα κέρδη του ιδιωτικού κεφαλαίου δεν είναι μόνο η πολλαπλάσια αποπληρωμή που θα έχει από τον κρατικό κορβανά (πχ ο ΟΣΚ μετατρέπεται σε τράπεζα χρηματοδότησης/αποπληρωμής μεγαλοεργολάβων), αλλά και η εκμετάλλευση που θα κάνει χρησιμοποιώντας και εξαργυρώνοντας τα «δημιουργήματά» του (βιβλία, σχολεία κλπ). Η συνέχεια θα  είναι εφιαλτική και δεν θα αφορά μόνο δύο τομείς. Τα σχολεία θα γίνουν κάτι σαν Αττική Οδός ή Γέφυρα Ρίου: Το ιδιωτικό κεφάλαιο θα κερδοφορεί δια βίου, εκμεταλλευόμενο δραστηριότητες του σχολείου.

Ποια είναι η πολιτική του κράτους στο επίπεδο της ιδιωτικής δαπάνης για την παιδεία; Η αλήθεια είναι ότι όσα ξοδεύει το κράτος για την παιδεία, άλλα τόσο ξοδεύει η ελληνική οικογένεια σαν ιδιωτική δαπάνη για την παιδεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τη δημόσια δευτεροβάθμια παιδεία οι δημόσιες δαπάνες είναι 2,4 δισεκατομμύρια € ενώ οι γονείς πληρώνουν ετησίως είναι 1,5 δισεκατομμύρια € (πέρα από το τι πληρώνουν σαν φορολογία για να απολαμβάνουν τη «δωρεάν» παιδεία). Η ιδιωτική δαπάνη αυξάνεται στην περίπτωση της τριτοβάθμιας. Επομένως από φροντιστήρια και ιδιαίτερα μέχρι ενοίκια παιδιών που σπουδάζουν σε άλλη πόλη, σχολικά υλικά, η εκπαίδευση αποτελεί οικονομική αιμορραγία για την οικογένεια. Το κράτος ενδιαφέρεται να αυξήσει αυτή την ιδιωτική δαπάνη και να τη στείλει κατευθείαν στην τσέπη του κεφαλαίου. Αυτό που θα ξοδεύει σε λίγα χρόνια η ελληνική οικογένεια σαν ιδιωτική δαπάνη για την παιδεία, θα πολλαπλασιαστεί.

 

Υπάρχει ένα ενιαίο σχέδιο:

§         Ιδρύονται Ιδιωτικά Πανεπιστήμια.

§         Με τη βάση του 10 κόβεται το 40-50% των αποφοίτων του Λυκείου και αναγκάζεται να στραφεί στα γνωστά ΙΕΚ, ΚΕΣ κλπ ή ακόμη καλύτερα στα μελλοντικά ιδιωτικά Παν/μια.

§         Με τη δυσφήμιση, την υποχρηματοδότηση, την εκστρατεία των κυβερνητικών εναντίον των δημόσιων ΑΕΙ και ΤΕΙ, οι απόφοιτοι θα σπρώχνονται στα ιδιωτικά. (Ποιος θα πάει να σπουδάσει σε ένα ΤΕΙ που δεν έχει να πληρώσει το ρεύμα, δεν έχει αίθουσες και εργαστήρια, και είναι ερώτημα αν θα μπορεί να ανανεώσει τις συμβάσεις των συμβασιούχων καθηγητών, αν μπορεί να πάει σε ένα ιδιωτικό, να πληρώσει και να σπουδάσει;).

§         Απαξιώνονται οι τίτλοι σπουδών των ΤΕΕ με την ίδρυση των ΕΠΑΛ/ΕΠΑΣ.

Έτσι δεκάδες χιλιάδες απόφοιτοι ή μαθητές, κάθε χρόνο θα αναζητούν εξαγοράσιμους τίτλους σπουδών, που πλέον δεν θα μένουν στο επίπεδο των ΙΕΚ (όπως είναι μέχρι σήμερα) αλλά θα περνάνε στο επίπεδο των ΑΕΙ και ΤΕΙ. Το Υπουργείο Παιδείας με την πολιτική του εδώ και τρία χρόνια, δεν κάνει άλλο από το να πασχίζει να δημιουργήσει πελατεία για το ιδιωτικό κεφάλαιο που θα επενδύσει στην παιδεία. Κι όταν λέμε «επένδυση» μην φανταστούμε κάτι σοβαρό: Λίγες αίθουσες, κάποιοι κακοπληρωμένοι καθηγητές, και μια καλοστημένη επιχείρηση που θα πουλά τίτλους σπουδών. Αντίστοιχα με τα σημερινά ΙΕΚ, αλλά «ανώτατα»…

Το αρπακτικό κεφάλαιο στην Ελλάδα όντας μη παραγωγικό, παρασιτικό, αεριτζίδικο, καταλαβαίνει ότι μπορεί να έχει απίστευτα κέρδη εκμεταλλευόμενο τομείς όπως η παιδεία, η υγεία, η ασφάλιση. Το κράτος αποσύρεται από τους τομείς αυτούς, τους παραδίδει στο ιδιωτικό κεφάλαιο, ξέροντας ότι η οικογένεια θα πληρώσει για την υγεία της, τη σύνταξή της ή για τη μόρφωση του παιδιού της. (Θα χρεωθεί, θα δανειστεί, θα φτωχύνει, αλλά το παιδί θα το σπουδάσει). Η κρατική πολιτική απελευθερώνει το έδαφος για να θησαυρίσουν οι επιχειρηματίες της υγείας, της παιδείας, αύριο της ασφάλισης (καταρρέοντας το ασφαλιστικό σύστημα) κοκ. Και τα ποσά δεν είναι διόλου μικρά.

Αυτός είναι ο κεντρικός οικονομικός πυρήνας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των δύο μεγάλων κομμάτων στο χώρο της εκπαίδευσης.

 

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΛΕΦΤΑ;

Η ετήσια έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η χώρα μας εμφανίζει το χαμηλότερο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στις 15 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) (75% του μ.ό.). Παράλληλα, σημειώνεται ρεκόρ επιχειρηματικών κερδών. Συγκεκριμένα, με βάση τις ίδιες πηγές το εγχώριο ποσοστό κέρδους είναι σχεδόν διπλάσιο από το μέσο ποσοστό κέρδους στις χώρες της Ευρωζώνης. Οι περισσότερες επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο και ιδιαίτερα οι τράπεζες έχουν καθαρά ετήσια κέρδη που κυμαίνονται από 35% έως 60% η και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη μεγαλύτερα. Παρά όμως τα υπέρογκα κέρδη τους, διευκολύνονται με κυβερνητικά μέτρα όπως αυτό της μείωσης των φορολογικών συντελεστών κατά 10 μονάδες. Και όλα αυτά με τη δικαιολογία της ανάπτυξης των επιχειρήσεων, της τόνωσης της επιχειρηματικότητας και του ανταγωνισμού, της καταπολέμησης της ανεργίας. Αντίθετα όμως με τις επιχειρήσεις που διευκολύνονται φορολογικά, οι εργαζόμενοι επιβαρύνονται αφού η αύξηση των έμμεσων φόρων ξεπερνά τις όποιες φορολογικές ελαφρύνσεις εξαγγέλθηκαν πρόσφατα για τα φυσικά πρόσωπα, δηλαδή κυρίως για τους μισθωτούς. Τα αριθμητικά στοιχεία είναι και πάλι συντριπτικά: οι έμμεσοι φόροι αυξάνονται κατά 3 δις € έναντι μείωσης κατά 1,2 δις € από τις εξαγγελθείσες φορολογικές ελαφρύνσεις. Ενδεικτικό, εξάλλου είναι το γεγονός, ότι ενώ οι μισθωτοί το 2004 κατέβαλαν το 39,4% των φόρων, την αμέσως επόμενη χρονιά, το 2005, το ποσοστό φτάνει στο 44,5%.

Θα μπορούσε κάποιος να αναφέρει πολλά παραδείγματα: Πχ κάτι λιγότερο από 1 δις € γλυτώνει κάθε χρόνο η πάμπλουτη εκκλησία επειδή δεν φορολογείται καθόλου. 50 εκατομμύρια € (ψωροεκατομμυριάκια κατά τον Πολύδωρα) κόστισε το επίδομα των αστυνομικών για να γίνουν πιο …παραγωγικοί. Ενώ στα 55 εκατομμύρια € εξαντλήθηκε η γενναιοδωρία της κυβέρνησης για το επίδομα των 105 € σε …έξι εξαμηνιαίες δόσεις για τις δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικών. 161 εκατομμύρια € μειώθηκαν τα κρατικά έσοδα από τις ευνοϊκές φοροαπαλλακτικές ρυθμίσεις του Αλογοσκούφη για λίγες επιχειρήσεις.

Αν παρακολουθούσε κανείς τις δηλώσεις των κυβερνητικών τις ημέρες της απεργίας θα έβλεπε και μια άλλη πλευρά: Αυτή του ωμού εκβιασμού και της εξαγοράς των αγωνιζόμενων εκπαιδευτικών: «Δεχτείτε τη μεταρρύθμιση και θα ανοίξουν οι κάνουλες της χρηματοδότησης» (Καραμάνος, γραμματέας ΥΠΕΠΘ). Δηλαδή λεφτά μπορούμε να βρούμε, αλλά όχι για ένα σχολείο που θα αρνείται τη μεταρρύθμιση.

Αντίστοιχα και στην τριτοβάθμια: «Αποδεχτείτε την αξιολόγηση και θα σας χρηματοδοτήσουμε …αργότερα». Ή ακόμη πιο πονηρά: «Ας ιδρυθούν τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια και μετά θα πάμε τις κρατικές δαπάνες στο 5%». Εδώ το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας (που …δεν επιτρέπει αύξηση κρατικών δαπανών) «σχετικοποιείται»: Και πραγματικά οι νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις που υπηρέτησαν τις ανάγκες της αγοράς, χρηματοδοτήθηκαν πλουσιοπάροχα. Από εθνικούς πόρους, από κοινοτικούς πόρους, από παντού, χρήματα βρέθηκαν.

 

ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΔΕΚΑ

Το  41,70% των φετινών υποψηφίων δεν πέρασε σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ λόγω της βάσης του δέκα. Είναι 38.982 σε σύνολο 93.423 εξετασθέντων, έναντι 38.942 σε σύνολο 89.318 (ποσοστό 43,66%) του 2005.

Η εφαρμογή της βάσης του «10» ως κατώτατου βαθμολογικού ορίου, είχε ως αποτέλεσμα να μείνουν εκτός δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης οι μισοί περίπου υποψήφιοι. Η γεωγραφική κατανομή της αποτυχίας ακολουθεί πιστά τις οικονομικές δυνατότητες των υποψηφίων, ξεπερνώντας το ποσοστό ρεκόρ του 90% στις υποβαθμισμένες οικονομικά περιοχές.

Είναι ανιδιοτελής αυτή η κυβερνητική πολιτική; Την απάντηση δίνει η ίδια η ζωή. Οι αποτυχόντες των εξετάσεων οδηγούνται υποχρεωτικά στα εκατοντάδες ιδιωτικά κολλέγια, που θα αναγνωριστούν ως πανεπιστήμια με την προωθούμενη αναθεώρηση του Συντάγματος. Τα οποία, μετά την εξαιρετικά ευνοϊκή γι’ αυτά ρύθμιση της βαθμολογικής βάσης, αυξάνουν εντυπωσιακά την πελατεία τους. Και στα οποία βεβαίως οι απορριφθέντες γίνονται δεκτοί χωρίς βαθμολογικά όρια και λοιπές προϋποθέσεις…

Αν όμως η κυβέρνηση ενδιαφέρονταν πράγματι για την αξιοκρατία, δεν θα έπρεπε να επεκτείνει το μέτρο της βαθμολογικής βάσης και στις ιδιωτικές σχολές; Γιατί χρησιμοποιούνται δύο μέτρα και δύο σταθμά; Η βάση του 10 θέτει εμπόδια στην πρόσβαση στις δημόσιες σχολές, ευνοώντας την ίδια ώρα σκανδαλωδώς τη λειτουργία ιδιωτικών εκπαιδευτικών επιχειρήσεων (μεταδευτεροβάθμιων σήμερα, τριτοβάθμιων αύριο). Στην ουσία έχουμε μια πολιτική εξυπηρέτησης συγκεκριμένων εκπαιδευτικών επιχειρηματικών συμφερόντων με το πρόσχημα μάλιστα της εκπαιδευτικής «μεταρρύθμισης», της «αξιοκρατίας» και της «ποιότητας».

 

ΔΩΣΤΕ ΛΕΦΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ

Ο στόχος της αστικής πολιτικής στην παιδεία είναι διπλός:

Από τη μια να διαμορφώσει τον αυριανό εργαζόμενο. Ή ακριβέστερα τον αυριανό άνεργο, απασχολήσιμο, ευέλικτα εργαζόμενο, ανασφάλιστο, διαρκώς απορριπτόμενο. Χωρίς συλλογική σκέψη και συμπεριφορά, αμόρφωτο κοινωνικά, πολιτιστικά και πολιτικά, εξεταστικοποιημένο, ατομικό, φοβισμένο. Με σκέψη κολοβή, δεξιότητες αντί για γνώση, «επάρκειες» αντί για «συνείδηση».

Από την άλλη να απελευθερώσει το έδαφος στο ιδιωτικό κεφάλαιο, όχι μόνο μέσω της εμπορευματοποίησης των δημόσιων ΑΕΙ και ΤΕΙ (όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα), αλλά με την άμεση και ολόπλευρη ιδιωτικοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, από το δημοτικό, ως το Παν/μιο. Να χρησιμοποιήσει δηλαδή τον χώρο της παιδείας, ως έδαφος γιγάντωσης των κερδών του ιδιωτικού κεφαλαίου.

Η άρνηση της αναδιάρθρωσης, η άρνηση του νέου σχολείου της αγοράς και του νεοφιλελευθερισμού, πρέπει να συμβαδίζει με την διεκδίκηση και την υπεράσπιση του δημόσιου – δωρεάν χαρακτήρα (όσο και ότι έχει απομείνει). Αυτό δεν αφορά μόνο τον προϋπολογισμό, όμως στο έδαφος του προϋπολογισμού μπορεί να υπάρξει αντιπαράθεση γιατί η συγκριτική δύναμη ποσοστών και ποσών είναι σημαντική. Το θέμα των δαπανών είναι κρίσιμο πεδίο, δεν αφορά το ρεφορμιστικό «υλικοτεχνικό» ζήτημα, αλλά την κεντρική πολιτική κατεύθυνση του δικομματισμού. Αποτελεί βασικό εργαλείο, μέσο πίεσης, κινητήρια δύναμη της «μεταρρύθμισης».

Και εννοείται πως το αίτημα της αύξησης των δαπανών δεν μπορεί να κρύβει τη συγκάλυψη και αποδοχή πλευρών του νεοφιλελεύθερου σχολείου (επιμόρφωση, νέα βιβλία, αξιολόγηση, αποκέντρωση).

 

Χ.Κ. 24/11/2006