ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ, 21/7/2006

Παιδεία και τοπική αυτοδιοίκηση ή

τοπική αυτοδιοίκηση εναντίον παιδείας;

 

Κατευθύνσεις της αστικής πολιτικής στην παιδεία

 

Αν κάποιος θελήσει να ασχοληθεί και να διαμορφώσει άποψη και θέσεις για το ζήτημα της παιδείας στην τοπική αυτοδιοίκηση, δεν μπορεί παρά να καθοριστεί από τις γενικότερες εξελίξεις στο χώρο της παιδείας και από τις κεντρικές πολιτικές επιλογές του νεοφιλελευθερισμού. Σήμερα όμως, περισσότερο από ποτέ, οι κεντρικές επιλογές των δυνάμεων του νεοφιλελευθερισμού βασίζονται σε διάφορα ιλουστρασιόν παραμύθια ή διαφορετικά σε έννοιες και συνθήματα που πλασάρονται σαν προοδευτικά και καινοτόμα. Και εκεί πολλές φορές είναι και το δύσκολο σημείο μιας αποφασιστικής απάντησης για τα λαϊκά συμφέροντα.

Ποιος δεν έχει ακούσει για τις «ανοικτές κοινωνίες της γνώσης»; Ποιος δεν έχει ακούσει για τις μεγάλες ανατροπές που φέρνει η «παγκοσμιοποίηση»; Για τις ανάγκες της «δια βίου εκπαίδευσης», του «μαθαίνω να μαθαίνω», της «ευελιξίας», της «συμμετοχικής δημοκρατίας» στην παιδεία;  Σκοπός όμως αυτού του κειμένου δεν είναι να αναποδογυριστούν όλα τα εννοιολογικά εργαλεία της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης και ολίγον μεταμοντέρνας σκέψης. Σε κάτι τέτοιο ίσως επανέρθουμε με μια πιο συγκεκριμένη τοποθέτηση. Είναι να αναδείξει ότι μιλάμε όλο και πιο πολύ για κάποιες «αδήριτες», «αντικειμενικές ανάγκες» στην παιδεία αλλά δεν μιλάμε για την παιδεία που έχει ανάγκη ο λαός.

Αλήθεια φταίει ότι δεν έχουμε πάρει χαμπάρι αυτές τις φοβερές αλλαγές και τις δήθεν αναγκαιότητες για το ότι η λαϊκή οικογένεια πρέπει να βάζει το χέρι όλο και πιο βαθιά στην τσέπη, για το ότι η παραπαιδεία όλο και διευρύνεται και μάλιστα και με την κρατική νομοθεσία, όπως πχ γίνεται τώρα με τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια; Φταίει το ότι έχουμε αρτηριοσκληρωτικό εκπαιδευτικό σύστημα, όπως μας θυμίζουν διαρκώς ΝΔ και ΠΑΣΟΚ για το ότι ένας στους τέσσερις νέους είναι άνεργος; Για τα λουκέτα στην βιομηχανία; Για την αναζήτηση φτηνών εργατικών χεριών από την εργοδοσία; Τελικά την ανεργία τη δημιουργεί η εκπαίδευση ή το κράτος και η εργοδοσία; Και τελικά γιατί, ενώ τα τελευταία 15 χρόνια όλες οι νομοθετικές και κρατικές παρεμβάσεις υπακούουν στις παραπάνω δήθεν αναγκαιότητες διευρύνεται, κατά κοινή ομολογία, όλο και πιο πολύ η εκπαίδευση της αμάθειας και της αποβλάκωσης; Τα ερωτήματα είναι λοιπόν συγκεκριμένα και δεν μπορούν να κρυφτούν κάτω από τις γενικολογίες για την παγκοσμιοποίηση, την ανοιχτή εκπαίδευση κλπ. Εμείς σε όλο αυτόν τον πόλεμο «προοδευτικότητας» και «καινοτομίας» αντικρούουμε μια φράση από ένα κείμενο των πρόσφατων φοιτητικών καταλήψεων.

«Είμαστε η γενιά που μας τα ζητάνε όλα. Είμαστε η γενιά που πρέπει να τα δίνουμε όλα. Τελικά μήπως είμαστε η γενιά που δεν θα πρέπει να περιμένουμε τίποτα;»

 

Άρα λοιπόν με λίγα λόγια ποια είναι η πολιτική του Υπουργείου στην εκπαίδευση; Ποιοι οι στόχοι της αστικής πολιτικής;

 

Καταρχήν η πολιτική του Υπουργείου είναι αυτή που ήταν και πριν 3 και πριν 8 χρόνια ανεξαρτήτως μπλε ή πράσινης διακυβέρνησης και εκπορεύεται από τις βασικές οδηγίες της ΕΕ και άλλων διεθνών οργανισμών (ΠΟΕ-συμφωνία GATS) που πιστά ΝΔ-ΠΑΣΟΚ υπηρετούν. Ποια είναι όμως κωδικά τα βασικά σημεία αυτής της πολιτικής;

 

Η αντιστοίχιση της εκπαίδευσης με το εργασιακό / κοινωνικό μοντέλο που οικοδομείται.

«…Για να επιχειρηθούν όλα αυτά απαιτείται το πρόβλημα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος να συνδεθεί με τον πυρήνα του μεταβιομηχανικού μοντέλου ανάπτυξης της χώρας που πρέπει να βασίζεται στο διανοητικό κεφάλαιο ως συγκριτικό πλεονέκτημα και ως βασική επενδυτική επιλογή. H εκπαιδευτική πολιτική ταυτίζεται έτσι με τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης.» (Άρθρο Ε. Βενιζέλου:  Οι τρεις προτεραιότητες για την παιδεία (Τα Νέα, 14/9/2005)). Πέρα από τις φλυαρίες του Ε. Βενιζέλου για τα μεταβιομηχανικά μοντέλα ανάπτυξης (γιατί εμείς τα λέμε παρασιτικά) να δούμε ποιες είναι αυτές οι «ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης»; Από το πτυχίο-εργασιακό δικαίωμα και από τις σπουδές που σχετίζονται με την όποια γνώση πάμε στο πτυχίο-δυνατότητα απασχόλησης και σε σπουδές που παρέχουν δεξιότητες. Από τον εργαζόμενο που αγωνίζεται μαζί με άλλους για κοινά συμφέροντα (πχ συλλογικές συμβάσεις εργασίας) στον μόνο και ανασφαλή απασχολήσιμο που θα διαπραγματεύεται μόνος του απέναντι στο αφεντικό του. Έτσι αντί για τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση έχουμε δια βίου κατάρτιση χωρίς περιεχόμενο και δικαιώματα, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αντί για πτυχίο… πολλά πτυχία, συμπληρώματα διπλώματος, πιστοποιητικά σπουδών, δια βίου καταρτίσεις κοκ. Τυχαία κάναμε το Υπουργείο Εργασίας, Υπουργείο Απασχόλησης;

 

Η δημιουργία ενός νέου τύπου ανθρώπου-πειθαρχημένου και συμβατού με την «ελεύθερη αγορά».

Η άλλη πλευρά είναι η οικοδόμηση μιας νέας γενιάς που να μη σκέφτεται και να νιώθει ανασφαλής και ανίκανη ή τουλάχιστον να σκέφτεται με βάσει τις απαιτήσεις της οικονομίας της αγοράς. Η οικοδόμηση του σχολείου-εξεταστικού κέντρου και ο βιασμός του ελεύθερου χρόνου των εφήβων δεν είναι τυχαίος, όπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι βοά ο τύπος και ο τόπος ότι από τα σχολεία βγαίνουν λειτουργικά αναλφάβητοι και το αυτί της εξουσίας δεν ιδρώνει. Δεν ιδρώνει γιατί αυτό ακριβώς επιδιώκει! Μια κοινωνία αγράμματων, μπουχτισμένων από την πολύ πληροφορία αλλά χωρίς γνώσεις, ανίκανων και ανασφαλών, κλεισμένος ο καθένας στο καβούκι του. Επίσης δεν είναι άσχετα και τα νέα «προγράμματα» και διαγωνισμοί περί ανταγωνιστικότητας, επιχειρηματικότητας κοκ που όλο και πληθαίνουν μέσα στα σχολεία. Για να μη μιλήσουμε για τα προγράμματα σπουδών σε ΑΕΙ και ΤΕΙ που λιβανίζουν πχ την ΕΕ. Αφελής ερώτηση: Γιατί να μη γίνει ένας διαγωνισμός για το συνδικαλισμό ή για την αλληλεγγύη;

 

Η εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης ή πως η εκπαίδευση θα γίνει μια κερδοφόρα υπηρεσία.

Το αν υπάρχουν ιδιωτικά σχολεία (τώρα θέλουν και ιδιωτικά πανεπιστήμια) το αν πληρώνει χιλιάδες Ευρώ μια οικογένεια σε φροντιστήρια είναι ή μία, ή πιο χτυπητή πλευρά. Θέλεις εκπαίδευση; Θα πληρώσεις γιατί στην εποχή μας όλα πληρώνονται. Η εκπαίδευση είναι ένας παρθένος χώρος όπου διάφοροι μπορούν να θυσαυρίσουν. Και επί πλέον το κράτος γλιτώνει και το βάρος της χρηματοδότησης ή μάλλον επιλέγει το δρόμο της απαξίωσης και της υποχρηματοδότησης για τη δημόσια εκπαίδευση, ώστε να ανθίσει η ιδιωτική. Εύκολο, απλό και αποδοτικό. Η δεύτερη πλευρά, που ξεχνιέται συνήθως, είναι ότι η εκπαίδευση πρέπει να χάσει κάθε κοινωνικό ρόλο και λειτουργία. Το σχολείο, το πανεπιστήμιο, πρέπει να μάθουν να λειτουργούν «ανταποδοτικά». Η εκπαίδευση πρέπει να ξεφύγει από τη «γενικότητα» και να πάει στο συγκεκριμένο. Χρήσιμη γνώση είναι η χρήσιμη γνώση για το κεφάλαιο. Και από εκεί πάλι τα διάφορα προγράμματα χορηγών-εταιριών μέσα στα σχολεία, το όνειρο του George Papandreou για το αποκεντρωμένο σχολείο που συνδέεται με την τοπική οικονομία, οι κάθε λογής εταιρίες και πολυεθνικές που κάνουν χρυσές δουλειές σε ΑΕΙ και ΤΕΙ.

 

Αν έχει ποτέ κανείς παρατηρήσει κάποια κοκορομαχία, μεταξύ εκπροσώπων του δικομματισμού, για τα ζητήματα της παιδείας θα έχει αισθανθεί έντονα το συναίσθημα ότι «μας δουλεύουν άγρια». Χρειάζονται παρεμβάσεις και αλλαγές στη εκπαίδευση; Μήπως η αριστερά δεν έχει τίποτε να προτείνει και αρκείται σε ένα στείρο αρνητισμό; Χρειάζονται αλλαγές και ανατροπές θα προσθέταμε εμείς. Το θέμα είναι προς ποια κατεύθυνση και με ποια κριτήρια. Κριτήριο θα αποτελούν οι διάφοροι διεθνείς δείκτες του ΟΟΣΑ, όπως πχ ο διαγωνισμός και τα τεστ στις δοκιμασίες του PISA, διαγωνισμός αμφιβόλων κριτηρίων και προσανατολισμού ή οι λαϊκές ανάγκες για δημόσια και δωρεάν παιδεία για όλο το λαό; Ας ορίσουμε εμείς από την πλευρά μας τι θεωρούμε αποτυχίες αυτού του εκπαιδευτικού συστήματος, αποτυχίες που μάλλον δεν θα τις δούμε σαν κριτήριο σε κανένα διεθνή διαγωνισμό αξιολόγησης της παιδείας.

 

Το ποσοστό του ΑΕΠ για την παιδεία παραμένει εδώ και χρόνια καθηλωμένο στο 3,6%, που είναι το χαμηλότερο της ΕΕ, λίγο πάνω από την Ινδονησία, όταν το 2% του ΑΕΠ οδεύει στην ιδιωτική εκπαίδευση.

Το 60% των καταναλωτικών δανείων που λαμβάνουν οι οικογένειες σήμερα οδεύει σε κατεύθυνση σπουδών, βοήθεια των παιδιών για φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα.

 

Σε 230 εκατομμύρια ευρώ ανέρχεται το ποσό που πλήρωσαν για φροντιστήρια στη Β’ και την Γ’ Λυκείου, οι 84.000 υποψήφιοι που συμμετείχαν στις περσινές Πανελλαδικές εξετάσεις. Τι γίνεται όμως μετά την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο; Και πάλι ο γονέας καλείται να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη. Δαπανά κάθε χρόνο από 3.467 έως 4.215 ευρώ για τα έξοδα του παιδιού του, αφού οι παροχές προς τους φοιτητές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι πολύ μικρές (εστίες κ.λπ.). Το ποσό αυτό για κάποιους είναι δυσβάσταχτο: στους αγρότες υπολογίζεται ότι φτάνει στο 28% του εισοδήματός τους και στους εργάτες στο 22%.

 

Λειτουργούν 62 εγχώριοι, ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί οργανισμοί οι οποίοι συνεργάζονται με 100 ιδρύματα ξένων χωρών. Τη μερίδα του λέοντος κατέχουν τα βρετανικά εκπαιδευτήρια σε ποσοστό 54%, ακολουθούν τα γαλλικά με 23%, αυτά των ΗΠΑ με 15% και έπονται άλλες χώρες με 8%. Τα προγράμματα των 62 ιδρυμάτων παρακολουθούν περίπου 35.000 σπουδαστές, με μέσο όρο ετήσιων διδάκτρων 4.500 ευρώ και μερίδιο αγοράς 175,5 εκατ. ευρώ.

 

Σήμερα, 30 ολόκληρα χρόνια μετά την Συνταγματική «κατοχύρωση» της «9χρονης και δωρεάν υποχρεωτικής φοίτησης» (Σύνταγμα της Ελλάδας 1975, Άρθρο 16, παρ. 3), χιλιάδες παιδιά δεν περιλαμβάνονται ούτε καν στους καταλόγους των υποψηφίων των πανελλαδικών εξετάσεων καθώς έχουν εξοστρακιστεί πολύ νωρίς από το σχολείο. Μόνο ανάμεσα στις δυο τελευταίες απογραφές πληθυσμού (1991 – 2001) περίπου 120.000 παιδιά δεν ολοκλήρωσαν τη 9χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση παρ΄ όλο που βρίσκονταν σε σχολική ηλικία όταν αυτή θεσμοθετήθηκε ως υποχρεωτική. Σήμερα που μιλάμε η υποχρεωτική 9χρονη εκπαίδευση χάνει κάθε χρόνο γύρω στο 9,6% των μαθητών της.

 

Ποιοι είναι αυτοί που πρωταγωνιστούν σε αυτόν τον αποκλεισμό; Το ποσοστό αυτό αυξάνεται κατακόρυφα στις περιοχές που πλήττονται από φτώχεια, αποβιομηχάνιση, αγροτική έξοδο όπως η Ηλεία, η Ευρυτανία, τα δυτικά προάστια της Αττικής και της Θεσσαλονίκης. Εκεί το ποσοστό ανεβαίνει στο 20 με 25%. Παιδιά ενός κατώτερου θεού που θα βγουν στην αγορά εργασίας χωρίς επαγγελματικά προσόντα και θ’ αποτελέσουν το φθηνότερο αλλά και το πιο ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό.

 

Σύμφωνα με την Φ. Κουρτίδου, την Ε. Μπρίκα, την Ε. Πασχαλίδου τον Χ. Ρουμπίδη και τον Γ. Παπαδόπουλο που ερεύνησαν τη μαθητική διαρροή στα Γυμνάσια αυτής της περιοχής για λογαριασμό της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του ν. Θεσσαλονίκης καταγράφηκε διαρροή από την υποχρεωτική εκπαίδευση της τάξης του 15,5% . Η ταυτότητα των παιδιών; Παιδιά φτωχών αγροτών και εργατών, παιδιά ανέργων, τσιγγάνων και μεταναστών.

 

Ποιος έχει την ευθύνη για την σχολική αποτυχία; Και τι δείχνουν τα φετινά αποτελέσματα όσον μαθητών τελικά κατάφεραν να δώσουν εισαγωγικές εξετάσεις για την ανώτατη εκπαίδευση; Από τα στοιχεία φαίνεται ότι ο αριθμός όσων υποψηφίων βαθμολογήθηκαν κάτω του 10 σε όλες τις κατευθύνσεις είναι φέτος 38982 σε σύνολο 93423 εξετασθέντων (ποσοστό 41,70%)! Δεν είναι αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος;

 

Και τι γίνεται με τους «ευνοημένους» που θα προχωρήσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση; Οι στατιστικές δείχνουν ότι κάθε χρόνο περίπου το 25% σπουδαστών και φοιτητών φεύγουν από τα πανεπιστήμια και τα TEI και αναζητούν την επαγγελματική τους αποκατάσταση μέσω άλλων επιλογών. Συνολικά 11.660 απόφοιτοι ανώτατων ιατρικών σχολών έχουν απορροφηθεί στους κλάδους λιανικού και χονδρικού εμπορίου, ενώ πάνω από τους μισούς απόφοιτους Σχολών Κοινωνικών Επιστημών και ΜΜΕ απασχολούνται σε εργασίες λίγο ή και καθόλου σχετικές με το αντικείμενο σπουδών τους.

 

Ούτε η απόκτηση μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου αποτελεί απαραίτητα εγγύηση για απασχόληση, καθώς, σύμφωνα με έρευνα της ΕΣΥΕ για το εργατικό δυναμικό, το τέταρτο τρίμηνο του 2003, το ποσοστό ανεργίας στο παραπάνω εκπαιδευτικό επίπεδο ήταν 7,2%, δηλαδή κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από αυτό που αντιμετωπίζουν οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

 

Τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στους νέους ηλικίας 15-29 ετών, όπου το ποσοστό ανεργίας φθάνει στο 20,2% κατά φύλο, στους νέους άνδρες το ποσοστό αυτό είναι 14,3% και στις νέες γυναίκες 27,5%. Το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας εμφανίζουν όσοι έχουν πτυχίο ανώτερης τεχνολογικής εκπαίδευσης (12,4%) και ακολουθούν εκείνοι που έχουν απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης ή δεν πήγαν καθόλου σχολείο (11,9%).


Τι απαντάει σε όλα τα παραπάνω η αξιολόγηση, η αποκέντρωση και η δια βίου εκπαίδευση; Τι προσπαθούν να λύσουν; Η αριστερά είναι αυτή που δεν έχει πρόταση; Τα παραπάνω δεν είναι της «αρμοδιότητας» των υποψηφίων δημάρχων και νομαρχών του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ; Ποια είναι η θέση τους για το αίτημα δημόσια και δωρεάν παιδεία για όλα τα παιδιά-μόρφωση και δουλειά για όλους; Το λόγο έχει η λαλίσταση Μ. Δαμανάκη, σε πρόσφατη ομιλία της για το θέμα της Παιδείας στο Εθνικό Συμβούλιο του ΠΑΣΟΚ: «Εδώ θέλω να είμαι ειλικρινής σύντροφοι.
Πρόταση για την άμεση κατάργηση της παραπαιδείας δεν έχουμε. Θέλουμε να ακούσουμε όλες τις προτάσεις και τις ιδέες, αλλά νομίζω ότι θα ήταν αυταπάτη να πει κανείς ότι αύριο το ΠΑΣΟΚ θα καταθέσει πρόταση που θα βάλει στην άκρη όλα τα φροντιστήρια.».  

 

Αποκέντρωση. Ο πυρήνας των νεοφιλελεύθερων επιλογών

 

Τα παραπάνω μπορεί να φαίνονται γενικά και λίγο «εκτός θέματος» για το θέμα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Πέρα από το ότι δεν θεωρούμε δικαιολογημένη την απουσία μιας αυτοδιοικητικής κίνησης από τα κεντρικά λαϊκά προβλήματα, όπως είναι αυτό της παιδείας, είναι που η ίδια η αστική κίνηση, η ίδια η αστική επίθεση έρχεται να ενοποιήσει καταστάσεις και προβλήματα. Γιατί μπορεί παλιότερα να έδινε ένα ρόλο στην τοπική αυτοδιοίκηση γύρω πχ από τα σχολικά κτίρια και άλλες τέτοιου τύπου αρμοδιότητες, σήμερα όμως ο ίδιος ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης καλείται να παίξει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιδιωτικοποίηση της παιδείας, στην διαμόρφωση της παιδείας της αγοράς.  Το έργο το ξεκίνησαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ με τους περιβόητους νόμους Αρσένη που πρώτοι έθεσαν με τέτοια σαφήνεια τα νέα καθήκοντα της τοπικής αυτοδιοίκησης στο χώρο της παιδείας και το συνεχίζει με γρήγορα βήματα η κυβέρνηση της ΝΔ. Η βασική πολιτική-μοχλός για κάτι τέτοιο είναι η περιβόητη αποκέντρωση.

 

Τι λένε οι ίδιοι;

 

«Ο νομάρχης Πιερίας ξέρει πολύ καλύτερα τις ανάγκες των διδακτηρίων της περιοχής από κάποιον γραφειοκράτη του Υπουργείου Παιδείας και υπόκειται πολύ περισσότερο στην κρίση όσων καταναλώνουν (σσ :η υπογράμμιση δική μας) υπηρεσίες Παιδείας. Κάποια στιγμή θα πρέπει να συζητηθεί πως θα γίνει να περάσει όλη η υπόθεση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην αυτοχρηματοδοτούμενη (μέσω τοπικών φόρων) Τοπική Αυτοδιοίκηση με το Υπουργείο Παιδείας να έχει συμβουλευτικό ρόλο και να εξασφαλίζει αδιάβλητες πανελλαδικές εξετάσεις για εισαγωγή στα ΤΕΙ – ΑΕΙ» Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 18.5.2003

 

«Όλα περνούν στην περιφέρεια, στο δήμο και στα σχολικά συμβούλια, οι διορισμοί των εκπαιδευτικών, η επεξεργασία του εκπαιδευτικού προγράμματος, οι διορισμοί του προσωπικού. Για όλα αυτά συγκροτούν ειδικά εκπαιδευτικά συμβούλια που απαρτίζονται από εκπαιδευτικούς εκλεγμένους με καθολική ψηφοφορία, εκπροσώπους γονέων και μαθητών, εκλεγμένους εκπροσώπους παραγωγικών και κοινωνικών φορέων και εκπρόσωπο του Υπουργείου. Τα ειδικά εκπαιδευτικά συμβούλια μετά από κοινωνική διαβούλευση καθορίζουν μέρος του προγράμματος σπουδών, επιλέγουν και αξιολογούν το εκπαιδευτικό υλικό. Είναι υπεύθυνα για την ανάπτυξη διαδικασιών κοινωνικής λογοδοσίας» συνέντευξη τύπου 13/9/05 Δαμανάκη, Λοβέρδος, Ράπτη 

 

Πάλι το ΠΑΣΟΚ, που οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι σε πολλά ζητήματα «τη βγαίνει από τα δεξιά» στη ΝΔ στην ουσία και το περιεχόμενο αλλά με περισσότερο «προσεκτικό» λεξιλόγιο, στο κείμενο των θέσεων του για την παιδεία μας πληροφορεί ότι η διαβούλευση  με τις τοπικές  κοινωνίες στα πλαίσια του αποκεντρωμένου μοντέλου  ανάμεσα στ΄ άλλα θα αφορά  : «τη χρηματοδότηση σχολικών μονάδων μέχρι ένα ορισμένο οικονομικό επίπεδο (π.χ αγορά εξοπλισμού ,κλπ. ), την επιλογή εκπαιδευτικού υλικού (επιλογή εγχειριδίων από εγκεκριμένο κατάλογο και ελεύθερη επιλογή για τη βιβλιοθήκη του σχολείου)». Οι τοπικές κοινωνίες δηλαδή αναλαμβάνουν τη χρηματοδότηση σημαντικών πλευρών της λειτουργίας των σχολείων.    

 

Τι εννοούν – ο σύγχρονος ρόλος της ΤΑ στο νεοφιλελεύθερο κράτος

 

O πυρήνας των νεοφιλελεύθερων αλλαγών στο χώρο της εκπαίδευσης είναι η αποκέντρωση και η δυνατότητα των γονιών να επιλέξουν το σχολείο των παιδιών τους. Όλες αυτές οι αλλαγές προϋποθέτουν την αξιολόγηση και την κατάταξη-κατηγοριοποίηση των σχολείων προκειμένου να γίνουν οι επιλογές των γονιών. Αυτό εννοούν όταν λένε για διαδικασίες ανάπτυξης της κοινωνικής λογοδοσίας. Την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών που ασκείται σε τοπικό επίπεδο έτσι ώστε ο έλεγχος να είναι πιο αυταρχικός και η χειραγώγηση του εκπαιδευτικού πιο αποτελεσματική.

 

Και βέβαια το αποτέλεσμα αυτών των αξιολογήσεων είναι η διαφορετική δυνατότητα των σχολείων να πάρουν χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό. Πρόκειται για ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, καθώς τα σχολεία θα αναγκαστούν να συμπεριφερθούν ως επιχειρηματίες στην «εκπαιδευτική αγορά» για να κερδίσουν μαθητές. Πολύ απλά τα σχολεία που δεν προσελκύουν μαθητές έχουν μοιραία χαμηλότερη χρηματοδότηση. Έτσι μέσα από την α΄ βάθμια και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, επιχειρείται η ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης και η ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας και στον τομέα αυτόν σε όλα τα επίπεδα. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι αλλαγές συμβαδίζουν με τις αντίστοιχες θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση και στη δυνατότητα δημιουργίας Πανεπιστημίων μέσω ΝΠΔΔ, δηλαδή αποκέντρωση και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το παράδειγμα του Δήμου Αμαρουσίου και της προσπάθειας για δημιουργία επί της ουσίας ιδιωτικού πανεπιστημίου είναι εξάλλου πρόσφατο.

 

Στα πλαίσια της αποκέντρωσης  είναι προφανές ότι ο εκπαιδευτικός καλείται να έχει ένα νέο ρόλο και κυρίως αυτοί που ασκούν διοίκηση. Στην ουσία θα μετατραπούν σε μάνατζερ – διαχειριστές που θα είναι υποχρεωμένοι ν΄ αναζητούν πηγές χρηματοδότησης για τη λειτουργία του σχολείου.  Η παιδαγωγική και η διδακτική, οφείλουν να υποταχθούν σε μια νέα αντίληψη που έχει σχέση περισσότερο με την επιχειρηματική λογική αφού το σχολείο θα λειτουργεί κριτήριο την εξεύρεση κονδυλίων και να προσαρμόζει τη λειτουργία του σ΄ αυτή την προοπτική.

 

Γι’ αυτό και όλη αυτή η φασαρία για τον κρατισμό από την κ. Γιαννάκου, το Γ. Παπανδρέου και άλλους. Μόνο που από το λιγότερο κράτος πάμε στο κράτος επιτελείο, στο κράτος οργανωτή και εγγυητή των όρων λειτουργίας της αγοράς. Το κράτος στο πολυπόθητο και πολυδιαφημιζόμενο αποκεντρωμένο μοντέλο διοίκησης κρατάει τον επιτελικό του ρόλο, είναι αυτό που αποφασίζει για του βασικούς προσανατολισμούς του εκπαιδευτικού συστήματος και χρησιμοποιεί το μακρύ του χέρι και εξάρτημα στις τοπικές κοινωνίες, το θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης, για να μετακυλλήσει μεγάλο μέρος του οικονομικού κόστους γι’  αυτές τις επιλογές στους ίδιους τους εργαζόμενους, για να απαλλάξει τον κρατικό προϋπολογισμό από  την ευθύνη της έστω ελλιπούς σημερινής χρηματοδότησης της εκπαίδευσης και να μετακυλλήσει την ευθύνη της λειτουργίας της στην τοπική αυτοδιοίκηση.  

 

Είναι προφανές, ότι μια τέτοια αλλαγή δεν μπορεί να περάσει χωρίς τριγμούς και αντιδράσεις. Γι’ αυτό και σερβιρίζεται με μεγαλεπήβολα οράματα και με γαρνιτούρες για ενίσχυσης της δημοκρατίας, της συμμετοχής αφού θα αποφασίζουν για τα παιδιά τους οι ίδιοι οι πολίτες, της απελευθέρωσης του σχολείου από τον κρατικό συγκεντρωτισμό και τη γραφειοκρατία και ενίσχυσης της δημιουργικότητας των πολιτών.   

 Ακόμα και στο «παιδαγωγικό» επίπεδο, οι αλλαγές αυτές συνδέονται με «ένα άλλο ανοιχτό σχολείο» και μια «άλλη διδασκαλία» που θα δίνει βάρος σε ένα πρόγραμμα σπουδών που θα καθορίζεται από την «τοπική κοινωνία» σε πεδία όπως η τοπική ιστορία, οι περιβαλλοντολογικές ιδιαιτερότητες μιας περιοχής, με διαφορετικές παιδαγωγικές προσεγγίσεις όπως η διαθεματικότητα και η διενέργεια project από την πλευρά των μαθητών κοκ. Και για να μην ξεχνιόμαστε, ένα βασικό τέτοιο πεδίο είναι και τα μαθήματα που θα αφορούν την τοπική παραγωγική βάση, δηλαδή τα τοπικά επιχειρηματικά συμφέροντα. Το πρόσφατο παράδειγμα της «ευέλικτης ζώνης» στα δημοτικά, δηλαδή εκπαιδευτικών προγραμμάτων που βασίζονται στην μέθοδο των project, ήταν χαρακτηριστικό όταν βρεθήκαμε μπροστά στο πρόβλημα της χρηματοδότησης των προγραμμάτων αυτών. «Να ψάξετε χορηγούς στην τοπική κοινωνία» ήταν η απάντηση…

 

Άλλοι όμως τα λένε πιο ωμά και κυνικά: «Εάν μειωθούν οι δαπάνες λειτουργίας, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα να μην μειωθεί η ποσότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, έστω κι αν πρόκειται να μειωθεί η ποιότητα. Για παράδειγμα, μπορούν να μειωθούν οι πιστώσεις που διατίθενται για τη λειτουργία των σχολείων ή των πανεπιστημίων αλλά θα ήταν επικίνδυνο να μειωθεί ο αριθμός των μαθητών ή των φοιτητών. Οι οικογένειες θα αντιδράσουν με βίαιο τρόπο, στην περίπτωση που βρεθούν αντιμέτωπες με την άρνηση εγγραφής των παιδιών τους σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Όμως, δεν θα υπάρξει η ίδια αντίδραση από την πλευρά τους εάν μειωθεί βαθμιαία η ποιότητα της παιδείας: το σχολείο μπορεί να ζητήσει σταδιακά και να λάβει την οικονομική συνδρομή των οικογενειών ή να καταργήσει κάποια εκπαιδευτική δραστηριότητα. Αυτό γίνεται σταδιακά και αποσπασματικά, σε ένα σχολείο, αλλά όχι και στο διπλανό, έτσι ώστε να αποφευχθεί η γενικευμένη δυσαρέσκεια του πληθυσμού». Christian Morisson, Κέντρο ανάπτυξης του ΟΟΣΑ, Παρίσι.

 

Οι τοπικές κοινωνίες και τα διάφορα ευρωπαϊκά μοντέλα

 

Όπως για όλα στην Ελλάδα, έτσι και για την εκπαίδευση όλα κρίνονται και συγκρίνονται με βάση «την Ευρώπη». Πως είναι δυνατόν στην Ευρώπη να γίνεται το τάδε και εδώ εμείς να κάνουμε άλλα; Έτσι από τη μία αποκρύβεται ότι σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, κυρίως τις ανεπτυγμένες, μιλάμε για διαφορετική οικονομία, παραγωγή, τοπική αυτοδιοίκηση και ιστορία και άρα για ατυχείς συγκρίσεις, από την άλλη γεγονός είναι ότι το Υπουργείο από την Ευρώπη κρατάει ένα μόνο πράγμα. Ότι στην Ευρώπη η ιδιωτικοποίηση της παιδείας έχει προχωρήσει αρκετά παραπάνω σε σχέση με την Ελλάδα. Και απ’ ότι φαίνεται αυτό βασικά ενδιαφέρει.

 

Μοντέλο αποκέντρωσης προς μίμηση εδώ και 2-3 χρόνια, κυρίως από τις κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας, παρουσιάζεται το λεγόμενο Φιλανδικό μοντέλο. Κριτήριο; Οι καλές επιδόσεις που επιτυγχάνουν οι Φιλανδοί μαθητές στις (αμφιβόλου ποιότητας και προσανατολισμού όπως αναφέραμε πριν) δοκιμασίες του PISA. Η αποκέντρωση στο εκπαιδευτικό σύστημα της Φιλανδίας άρχισε να προωθείται το 1988. Σύμφωνα με το Υπουργείο Παιδείας της Φιλανδίας: «οι σκοποί του γενικού εκπαιδευτικού σχεδιασμού προάγονται μέσα από την απόδοση εξουσιών στην τοπική αυτοδιοίκηση. H διοίκηση περνά από το κράτος στους δήμους, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια» (CR 1989: 1). Σταδιακά, μέσα στη δεκαετία του 90 η αποκέντρωση άρχισε να συνδέεται με την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και το 96 τίθεται για πρώτη φορά το θέμα της χρηματοδότησης και ότι «οι θεσμοί που παρέχουν παιδεία» πρέπει να αναζητούν νέους πόρους για τη λειτουργία τους. Tο κεντρικό τρίπτυχο της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου σύμφωνα με το φιλανδικό υπουργείο παιδείας είναι «αποδοτικότητα, οικονομική υπευθυνότητα, αποτελεσματικότητα» και εξειδικεύεται σε κριτήρια όπως λειτουργία, ευελιξία και χρησιμότητα του σχολικού δικτύου στην επαγγελματική δομή της κοινωνίας,
σύνδεση του σχολείου με την αγορά εργασίας και την ευρύτερη οικονομική ζωή, χρήση και κατανομή των πόρων κάθε σχολικής μονάδας, ορθολογική αξιοποίηση του εκπαιδευτικού προσωπικού, πορεία των αποφοίτων στη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση, επίδοση των μαθητών στις εξετάσεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

 

Έτσι προωθούνται αλλαγές στις εργασιακές συνθήκες των εκπαιδευτικών αλλά και στα αναλυτικά προγράμματα και στους παιδαγωγικούς σκοπούς του σχολείου. Οι κανονισμοί που διέπουν τις ώρες απασχόλησης του εκπαιδευτικού αποφασίζονται σε τοπικό επίπεδο (βλ. τοπικά σύμφωνα απασχόλησης;) και το παιδαγωγικό έργο αξιολογείται με βάση της επιταγές της «Λευκής Βίβλου για την εκπαίδευση και την κατάρτιση» (ΟΟΣΑ, 1995), δηλαδή ως προς τη σύνδεση με την τοπική οικονομία και την προώθηση της «εκμάθησης της μάθησης» ή με απλά λόγια με την ικανότητα του εκπαιδευτικού συστήματος να παρέχει δεξιότητες στους μαθητές (και όχι γνώσεις). «Παιδαγωγικές» μεθόδους και έννοιες που πολλές φορές τις βρίσκουμε μπροστά μας όταν διαβάζουμε κείμενα για την ανάγκη αντιστοίχισης της εκπαίδευσης στην απασχολησιμότητα και την ευελιξία στην αγορά εργασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η Φιλανδία κατέχει «πρωτιές» όχι μόνο στο χώρο της παιδείας, αλλά και στην μερική και ευέλικτη απασχόληση, όπως και στην ανεργία (9,1%). 

 

Το φιλανδικό πρότυπο του νεοφιλελευθερισμού, αν και το ποσοστό του ΑΕΠ που δίνεται στην παιδεία είναι ακόμη υψηλό -5,7%- γεγονός που περισσότερο οφείλεται στην «παράδοση» των σκανδιναβικών χωρών στο κοινωνικό κράτος, διαφημίζεται και ξαναδιαφημίζεται πάνω στο γεγονός των επιδόσεων των Φιλανδών μαθητών. Όλων των μαθητών; Και εδώ είναι μια κεντρική πλευρά που δεν μας λένε οι οπαδοί του μοντέλου αυτού. Το «επιτυχημένο» φιλανδικό σχολικό μοντέλο αφορά το 50% του μαθητικού πληθυσμού. Το υπόλοιπο 50% πετιέται από πολύ νωρίς στα αντίστοιχα φιλανδικά ΤΕΕ και ούτε υψηλές επιδόσεις έχει, ούτε κάποια προοπτική πέρα από το να αποτελέσει ένα ευλύγιστο εργατικό δυναμικό από πολύ νωρίς. Αλλά ακόμα και το «καλό» 50% κατηγοριοποιείται και ταξινομείται αναλόγως. Στα πλαίσια της αξιολόγησης και της επιλογής των σχολείων από τους γονείς έχουν ιδρυθεί τα Πρότυπα σχολεία ή σχολεία Αριστείας για τους μαθητές με υψηλές επιδόσεις. Ακόμη και το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας της Φιλανδίας διαφημίζει στην ιστοσελίδα του τα «καλά» σχολεία του Ελσίνκι και αναφέρει και σαν «κακά» τα σχολεία διαφόρων μικρότερων πόλεων. Μήπως μας θυμίζει κάτι αυτό το διαρκώς αξιολογούμενο και έντονα ταξικά κατηγοριοποιημένο εκπαιδευτικό μοντέλο και στα όσα ακούγαμε κατά των αγώνα των φοιτητών για τα «ανταγωνιστικά πανεπιστήμια»; Αυτή είναι η ουσία της αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης στην εκπαίδευση. Ελάχιστα παιδιά, που προφανώς και παίζει σημαντικό ρόλο η ταξική τους προέλευση, θα ωθούνται σε σχολεία και σχολές μιας «υπερταχύτητας» από άποψη επιδόσεων και εργασιακού μέλλοντος και η μεγάλη πλειοψηφία θα κυνηγάει δεξιότητες για μια θέση στον συννεφιασμένο ουρανό της υποβάθμισης, της αμορφωσιάς, της μερικής απασχόλησης, της ανασφάλειας. Η νεοταξική ζούγκλα στο κοινωνικό επίπεδο του «όποιος είναι καλός επιβιώνει, όποιος δεν μπορεί να προλάβει το τρένο πετιέται έξω» γίνεται πράξη. Και για την μεγάλη πλειοψηφία δεν υπάρχει θέση στο τρένο…

 

Τι γίνεται όμως στην υπόλοιπη Ευρώπη; Οι μεταρρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας στην Φιλανδία και τελευταία σε όλη την Ευρώπη είχαν ως πρότυπο το Αγγλικό σύστημα, με τη διαφορά ότι στην Αγγλία η «αποκεντρωμένη και ανοικτή εκπαιδευτική αγορά» έχει προχωρήσει πολύ πιο γρήγορα και ορισμένες φορές «άγαρμπα». Στην Ολλανδία και στην Γερμανία η αποκέντρωση έχει εδώ και καιρό συνδυαστεί με μια έντονη κατηγοριοποίηση σχολείων και μαθητών από νωρίς. Στην Γαλλία δυναμικές κινητοποιήσεις των καθηγητών έγιναν τελευταία ενάντια στις προσπάθειες της Γαλλικής κυβέρνησης, που έχουν ξεκινήσει από τη δεκαετία του 80, για αποκέντρωση την οποία οι εκπαιδευτικοί συνέδεσαν με τη διάλυση της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης. Αυτό ίσως έχει σχέση και με τις εικόνες που είδαμε πρόσφατα από τα υποβαθμισμένα γαλλικά προάστια.

Στην Κουρνέβ της Σεν-Σεν Ντενί, το Ταμείο Κοινωνικής Δράσης μείωσε τον προϋπολογισμό του για την παιδεία κατά το ήμισυ. Στο γυμνάσιο Πολιτζέ, εβδομήντα δύο οικογένειες ζουν με την απειλή του δικαστικού επιμελητή, επειδή δεν έχουν πληρώσει τα έξοδα του σχολικού εστιατορίου. Μάλιστα, τα παιδιά τους δεν τρώνε πια το μεσημέρι στο εστιατόριο του σχολείου. Σε πολλά δημοτικά σχολεία, η καθαριότητα έχει ήδη ανατεθεί σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και το σχολικό εστιατόριο στην μεγάλη εταιρεία μαζικής εστίασης Sodexho. Αντί για τη γενικευμένη ιδιωτικοποίησή του, το εκπαιδευτικό σύστημα σαλαμοποιείται και πωλείται τμηματικά. Ενώ όπως σημειώνει ο Franck Poupeau, κοινωνιολόγος και συγγραφέας, «στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, τα αποτελέσματα της αποκέντρωσης και της «τοπικής διαχείρισης» των σχολικών συγκροτημάτων δεν διαφοροποιούνται μονάχα ανάλογα με την περιφέρεια ή τον νομό, αλλά και στο εσωτερικό μιας πόλης ή ακόμα και μιας συνοικίας και αυτός ο ανταγωνισμός όξυνε τις ανισότητες που παρατηρούνται μέσα σε κάθε περιοχή: τα «καλά σχολεία» συγκεντρώνουν ολοένα περισσότερους «καλούς μαθητές», ενώ ορισμένες ζώνες συγκεντρώνουν ένα κοινό που αντιμετωπίζει κοινωνικά προβλήματα και προβλήματα φοίτησης στο σχολείο. Το ξεχαρβάλωμα της δημόσιας εκπαίδευσης δικαιολογεί, για τα πιο εύπορα κοινωνικά στρώματα, την προσφυγή στην ιδιωτική εκπαίδευση ή στη λογική της αποφυγής του συγχρωτισμού με ανεπιθύμητους συμμαθητές». Εξίσου σημαντικό είναι ότι με νόμο το Δεκέμβρη του 2002 ο χρόνος εργασίας των βοηθών εκπαιδευτικών θα υπολογιζόταν «τοπικά» με βάση το έτος και όχι με βάση την εβδομάδα, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η ελαστικότητα της εργασίας μέσα στον χρόνο όπως γνωρίζουμε και από τον ιδιωτικό τομέα. Και βέβαια το χτύπημα των εργασιακών δικαιωμάτων δεν έχει όριο όπως μας πληροφορεί η ιστοσελίδα της Βουλής (http://www.assemblee-nationale.fr/12/rap-info/i076.asp) «η γενίκευση της προσφυγής στην απασχόληση συμβασιούχων (…) και η αποκέντρωση θα πρέπει να οδηγήσουν στη μείωση του προσωπικού του κρατικού μηχανισμού. Η προσφυγή στην πλήρωση των θέσεων με συμβασιούχους θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για να ζητηθεί από τους δημόσιους υπαλλήλους να παραιτηθούν από τη μονιμότητα, με αντάλλαγμα ελκυστικότερους μισθούς».

 

Μέτωπα και διεκδικήσεις μιας Νομαρχιακής/Δημοτικής Κίνησης

 

Παραδοσιακά στην Ελλάδα η τοπική αυτοδιοίκηση ζητάει περισσότερες αρμοδιότητες. Φτάνει όμως αυτό από μόνο του όσον αφορά αρμοδιότητες που αφορούν το χώρο της παιδείας; Είναι φανερό ότι το αίτημα «περισσότερες αρμοδιότητες» όχι απλά δεν φτάνει αλλά μπορεί να στραφεί και μπούμερανγκ προς το λαό και τη δημόσια δωρεάν παιδεία. Ειδικά στις μέρες μας, όπου η αποκέντρωση είναι ο βασικός μοχλός της ιδιωτικοποίησης της παιδείας, ένα πρόγραμμα μιας δημοτικής ή νομαρχιακής πρέπει να είναι συγκεκριμένο, μαχητικό και με σταθερό προσανατολισμό τη δημόσια δωρεάν παιδεία.

   

Δημόσια και δωρεάν 12χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση για όλα τα παιδιά. Όχι στην παιδεία της αγοράς.

 

Πλήρης και απόλυτη χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό όλων των σχολικών λειτουργιών. Αύξηση των δαπανών για την δημόσια και δωρεάν παιδεία αποκλειστικά από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Όχι στην ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, στο άνοιγμα του σχολείου στις δυνάμεις της αγοράς και στην αλλαγή των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών με βάση την αποκέντρωση.

Καμία συμμετοχή του Δήμου ή Νομαρχίας στην νεοφιλελεύθερη επίθεση στην παιδεία με πρόσχημα την αποκέντρωση. Καμία ίδρυση Πανεπιστημίου από Δήμους ή Νομαρχίες, έξω οι χορηγοί από τα σχολεία, να μην λειτουργήσει ΚΕΚ και οποιοσδήποτε άλλος μηχανισμός δια βίου κατάρτισης.

Όχι στην κατηγοριοποίηση των σχολείων μέσω της αξιολόγησης.

Να δημιουργηθεί σε κάθε Δήμο και Νομαρχία «υπηρεσία για την υποχρεωτική εκπαίδευση» που σε συνεργασία με τις ΕΛΜΕ και τους διδασκαλικούς συλλόγους θα πασχίζουν να μειώσουν τη μαθητική διαρροή και να επαναφέρουν στην εκπαίδευση όλα τα παιδιά που την εγκατέλειψαν, ειδικά σε φτωχές και αγροτικές περιοχές.

 

Όχι στα ΣΔΙΤ. Να καταργηθούν οι διπλοβάρδιες. Ασφαλή σχολεία για τα παιδιά.

 

Κανένα σχολικό κτήριο και συγκρότημα μέσω της μεθόδου ΣΔΙΤ που εκτός του ότι διπλοκοστολογούν τα έργα και κατακλέβουν το δημόσιο, μετατρέπουν το λαό σε όμηρο του κάθε μεγαλοεργολάβου που θα «εκμεταλλεύεται» το σχολείο και διάφορες λειτουργίες του (κυλικεία, γήπεδο, βιβλιοθήκες) για 20 και 30 χρόνια. Τα σχολεία δεν είναι εμπορικά κέντρα!

Να καταργηθούν όλες οι διπλοβάρδιες. Ανέγερση νέων σχολικών συγκροτημάτων με χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, ασφαλή και λειτουργικά για τα παιδιά. Όχι στα σχολεία-φυλακές.  

Άμεσες εργασίες επιδιόρθωσης και αντικατάστασης όλων των σχολείων αμιάντου, των επικίνδυνων και ακατάλληλων σχολείων από σεισμούς κοκ.

 

Δημόσια και δωρεάν προσχολική εκπαίδευση για όλα τα παιδιά.

 

Ανέγερση παιδικών σταθμών σε κάθε γειτονιά με ευθύνη και χρηματοδότηση του κράτους ενταγμένων στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.

Όχι στις αυξήσεις στα τροφεία των Δημοτικών Παιδικών Σταθμών. Κανένα επιπρόσθετο δημοτικό τέλος με βάση διάφορα προγράμματα που απευθύνονται στους εργαζόμενους γονείς (πχ το πρόγραμμα «βοήθεια στο σπίτι»).

 

Κοινωνική μόρφωση και πολιτισμός για όλα τα παιδιά

 

Ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης σε θεσμούς όπως τα διασχολικά πρωταθλήματα, μαθητικά μουσικά και εικαστικά φεστιβάλ, αθλητικούς και πολιτιστικούς διαγωνισμούς. Εκδρομές σε άλλα μέρη της Ελλάδας ή του εξωτερικού με στόχο της αύξηση των κοινωνικών εμπειριών των μαθητών.

Τα σχολεία και οι αυλές του να είναι ανοικτά και τα απογεύματα για κάθε τέτοιου είδους δραστηριότητα της νεολαίας.

Να αναλάβουν οι Δήμοι την ευθύνη για προγράμματα περιβαλλοντολογικής εκπαίδευσης, αγωγής υγείας, καταπολέμησης του ρατσισμού, κοινωνικής αλληλεγγύης προς όλους τους μαθητές.

 

Ίσα δικαιώματα στην εκπαίδευση για όλους τους μετανάστες.

 

Δημιουργία σχολείου για ενήλικους μετανάστες με στόχο την εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας.

Ισότιμη ένταξη των παιδιών των μεταναστών μέσα στα σχολεία. Όχι στον φυλετικό διαχωρισμό των σχολείων σε «σχολεία μεταναστών» και «σχολεία Ελλήνων».