1989-2009, του Ρούντι Ρινάλντι

Στη συνείδηση του ελληνικού λαού τα όσα έγιναν το ’89-’90 έχουν καταγραφεί σαν “βρόμικο ’89”, και σωστά, για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, παρόλο που όλα έγιναν στο όνομα της “κάθαρσης” από το βρόμικο παπανδρεϊκό κράτος και το σκάνδαλο Κοσκωτά, η “βρομιά” μεγάλωσε: Υπήρξε μια “παρά φύσει” συνεργασία, σε κυβερνητικό επίπεδο, Δεξιάς και Αριστεράς, ασύλληπτη για το δημοκρατικό αντιδεξιό κι αριστερό κόσμο. Έτσι, άνοιξε διάπλατα ο δρόμος για την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και, φυσικά, άνοιξε ο δρόμος για να γίνει τελικά κυβέρνηση η ΝΔ και ο Κ. Μητσοτάκης. Δεύτερον, το αποτέλεσμα των χειρισμών που έγιναν εκείνη την περίοδο ήταν κι αυτό “βρόμικο”: Συρρίκνωσε την Αριστερά συνολικά, την απαξίωσε σε μάζες που έπρεπε να εκφράσει, μεγάλωσε τα τείχη διαχωρισμού με μια δημοκρατική βάση του ΠΑΣΟΚ. Παράλληλα, δεν διεμβόλισε καθόλου το δικομματισμό, άφησε ανυπεράσπιστους τους εργαζόμενους απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και βοήθησε συνολικά το αστικό σύστημα να τα βγάλει πέρα σε μια δύσκολη περίοδο πολιτικής κρίσης και διεθνών ανακατατάξεων. Συμπεριφέρθηκε ως συστημική δύναμη, δύναμη εντός των νέων προδιαγραφών που έθετε η επερχόμενη Νέα Τάξη.

Υπάρχουν αναλογίες στη σημερινή πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας με το “βρόμικο ’89”; Με μια έννοια, υπάρχουν, παρ’ όλες τις διαφορές και τα ειδικά χαρακτηριστικά που έχει κάθε συγκυρία. Ποιες είναι οι ομοιότητες; Πρώτον, βρισκόμαστε σε ένα ιδιαίτερα ρευστό διεθνές πλαίσιο, όπου ανακατατάξεις κι αλλαγές γίνονται, με την οικονομική κρίση να δίνει τον κύριο τόνο, το ρυθμό και την ένταση των εξελίξεων. Οι γεωπολιτικές αλλαγές δεν είναι, βέβαια, του ίδιου βεληνεκούς με εκείνες του ’89, αλλά η όξυνση των αντιθέσεων και η διαπάλη για αγορές –εδάφη– στρατηγικούς τομείς και ενίσχυση του κάθε ιμπεριαλιστικού κέντρου θα δυναμώσει, οδηγώντας σε μια μεγαλύτερη στρατιωτικοποίηση, εξοπλισμούς και πολέμους. Δεύτερον, βρισκόμαστε στη δίνη μεγάλων σκανδάλων (π.χ. Siemens, ομόλογα, Βατοπέδια κ.λπ.) που λειτουργούν ως μοχλός πολιτικών εξελίξεων και εκβιασμών. Τρίτον, μπήκαμε ήδη σε μια περίοδο συχνών εκλογικών αναμετρήσεων (το ’89-’90 έγιναν τρεις μέχρι να βρεθεί “λύση”). Τώρα είναι πιθανό να έχουμε επαναληπτικές εκλογές, αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία και συνεννόηση, και μέχρι το Μάρτη (εκλογή προέδρου) άλλη μία. Τέταρτον, είναι μέσα στην ατζέντα λύσεις συγκυβερνήσεων, για να καλυφθούν διάφορα κενά. Από τη μια, ισχυροί οικονομικοί παράγοντες πιέζουν σε μια συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ κατά το πρότυπο της Γερμανίας και, κυρίως, πιέζουν τον πολιτικό κόσμο να προωθήσει με όποιο κόστος και με όποιο σχήμα τις διαρθρωτικές αλλαγές που επιβάλλει η ευρωπαϊκή επιτήρηση και η κερδοφορία των καπιταλιστών. Από την άλλη, μια συνεργασία κεντροαριστερής κοπής (ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ), όσο κι αν μοιάζει δύσκολη ή αδύναμη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί – έστω και πρόσκαιρα. Πέμπτον, όλοι μαζί (κι αυτό είναι το επικίνδυνο) θέλουν να αποφύγουν μια κοινωνική έκρηξη, ένα φούντωμα της οργής και της αγανάκτησης. Επειδή βλέπουν τον “κανένα” να έχει υψηλά ποσοστά, επειδή ένιωσαν την ανάσα του περσινού Δεκέμβρη (πρώτη εξέγερση διεθνώς μέσα στην κρίση) κι επειδή ξέρουν πως τα μέτρα που “πρέπει” να πάρουν θα τροφοδοτήσουν πολλές αντιδράσεις.

Από πολλές πλευρές η σύγχρονη ριζοσπαστική αντισυστημική Αριστερά οφείλει να προσανατολιστεί με πολιτική και τακτική τέτοια, που να μην επιτρέπει να επαναληφθεί κάποια από τις εκδοχές του “βρόμικου ’89” το 2009. Είκοσι χρόνια μετά, διατηρεί την αξία της η εξαγωγή συμπερασμάτων και διδαγμάτων, η κριτική που έφεραν στην επιφάνεια τα κινήματα που ξέσπασαν αλλά και οι τραγωδίες των λαών που ακολούθησαν το ’89 – αυτά πρέπει να διδάξουν κόμματα και οργανώσεις, ανθρώπους και συλλογικότητες της Αριστεράς, ώστε να πορευτούν με έναν άλλον τρόπο, με άλλους στόχους, με άλλο σχέδιο. Οι “ευκαιρίες” και οι προκλήσεις που δόθηκαν στο δίχρονο 2007-2008 ήταν πολλές και, όσο κι αν βαραίνει –και βαραίνει– η μη ανταπόκριση της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε αυτές, όπως ανάγλυφα αποδεικνύει η πρόσφατη κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, αν μη τι άλλο, δείχνουν τις αντικειμενικές δυνατότητες διαφορετικής πορείας και εξέλιξης και τη χαμηλή ανταπόκριση (επιεικής έκφραση…) του υποκειμενικού παράγοντα.

Το αισιόδοξο στοιχείο –η διαφορά από το ’89– είναι ότι η κατάσταση πνευμάτων και η όσμωση χιλιάδων αριστερών ανθρώπων, που έχει επιτευχθεί από τα κινήματα και τα εγχειρήματα της Αριστεράς, δημιουργεί την ελπίδα και τη δυνατότητα να συναντηθεί και να εκφραστεί ένα καθόλου μικρό δυναμικό σε διαφορετική βάση. Όσο δύσκολο ή μη ρεαλιστικό κι αν φαίνεται αυτό, αντικειμενικά συντελείται μια τέτοια διεργασία. Πόσο γρήγορα μπορεί να εκκολαφθεί μια τέτοια “λύση” εξαρτάται και από την κατάσταση κομμάτων και οργανώσεων.

Ρούντι Ρινάλντι