Το ξεπέρασμα του αποπροσανατολισμού, όρος για ένα νέο κύκλο προσπαθειών, αγώνων και εγχειρημάτων.
Ξαναμιλάμε μετά από καιρό. Οι λόγοι αναστολής της δημόσιας παρουσίας της ΚΟΕ έχουν εκλείψει. Πολλά σε αυτή τη χώρα έχουν αλλάξει και κανείς δεν μπορεί να τοποθετείται με τον ίδιο πάνω-κάτω τρόπο όπως πριν. Για την ακρίβεια, κανείς δεν μπορεί να παραμένει ίδιος.
Χρειάζεται πλήρης επίγνωση των βασικών δεδομένων. Πρώτον: Ένας μεγάλος κύκλος πολιτικών προσπαθειών, ελπίδων, αγώνων έχει κλείσει οριστικά. Δεύτερον: Η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, συνεχίζεται και η διάψευση της προσδοκίας για το σταμάτημα του κατήφορου έρχεται να προστεθεί στα συντρίμμια έξι μνημονιακών χρόνων. Τρίτον: Ζούμε σε μια στιγμή όπου, εξαιτίας αυτής της διάψευσης, ο αποπροσανατολισμός και η σύγχυση κυριαρχούν.
Ξαναμιλάμε με αυτοκριτικό τρόπο και αναστοχαστική διάθεση. Το χρωστάμε. Γιατί πήραμε μέρος με τις όποιες δυνάμεις μας στον κύκλο που κλείνει. Πάντα θα μπορούσε κανείς να κάνει περισσότερα. Γνωρίζουμε ότι πρέπει να δούμε τα λάθη και τις ελλείψεις μας. Η απουσία ουσιαστικής αυτοκριτικής και το εύκολο «πάμε παρακάτω» –σαν να μην έγινε και τίποτα σπουδαίο– είναι ανησυχητικό δείγμα για την Αριστερά.
«Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο,
το κατανοείν συνιστά γίγνεσθαι και παράγει ιστορία»
Επειδή μπορεί η ζωή να συνεχίζεται, αλλά είναι αναγκαία η εξαγωγή ορισμένων συμπερασμάτων. Οφείλουμε να κατανοήσουμε το νέο περιβάλλον. Με τι στόχους και πώς σκεφτόμαστε να διαμορφώσουμε τους όρους του νέου κύκλου που πρέπει να ανοίξει από πλευράς του λαϊκού παράγοντα; Αυτή θα ήταν μια σοβαρή στάση.
Η πολύ πρόσφατη ιστορία του τόπου μας, δείχνει ότι ο λαϊκός παράγοντας υπήρξε ο πραγματικός πρωταγωνιστής στις πολιτικές εξελίξεις, ενώ η συντριβή του, ο γενικευμένος αποπροσανατολισμός του ήταν και παραμένει ο στόχος των μνημονιακών και συστημικών δυνάμεων. Στο μεγάλο κύκλο που διήρκησε από το 2010 μέχρι τον Αύγουστο του 2015, ένας γνήσιος, ανεξάρτητος, περήφανος, δραστήριος, μαζικός, λαϊκός ριζοσπαστισμός χρωμάτισε, καθόρισε, παρενέβη και τροποποίησε δεδομένα.
Η γενικευμένη αποσταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού όλα αυτά τα χρόνια, ακόμα και η σημερινή ρευστότητα που αυτό παρουσιάζει, οφείλονται εν πολλοίς στο ότι οι ευρωκρατικές μνημονιακές πολιτικές και το φθαρμένο πολιτικό σύστημα που τις υπηρετεί βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με όσα ζει, νοιώθει, αισθάνεται η πλειοψηφία των ανθρώπων. Δεν είναι μόνο η ένταση της υποβάθμισης και της διάλυσης ευρύτατων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας επί μια πενταετία. Είναι και η συνεχιζόμενη κοροϊδία, η αλλαγή θέσεων όσων μιλούσαν αντιμνημονιακά, για να μετατραπούν ταχύτατα σε μνημονιακούς παράγοντες μόλις βρέθηκαν στην εξουσία. Όλα αυτά έχουν δημιουργήσει μια βαθύτατη δυσπιστία προς το πολιτικό σύστημα και το ψέμα των πολιτικών, αλλά και μια ανυποληψία της ίδιας της Αριστεράς.
Το μεγάλο σοκ της κοροϊδίας και της ανικανότητας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, οι μεταστροφές και η προσαρμογή τους, παρόλο που είχαν καλλιεργηθεί στο δίχρονο 2012-2014, φάνηκαν σε όλο τους το μεγαλείο όταν τους ανατέθηκε, με μεγάλη πλειοψηφία, η διακυβέρνηση. Όσα έγιναν μέσα σε 6-7 μήνες και ειδικά στο φινάλε Ιουλίου-Αυγούστου είναι ακόμα νωπά, και δεν «χωνεύονται» εύκολα και γρήγορα. Οι εναλλαγές συναισθημάτων την εβδομάδα 5-12 Ιούλη θα μείνουν στη μνήμη εκατομμυρίων ανθρώπων. Όπως θα μείνει και ο ευτελισμός που υπέστη η ελληνική κυβέρνηση όταν με τη θέλησή της υπέγραψε όσα της υπαγόρευσαν οι ευρωκράτες και το ΔΝΤ. Ακόμα περισσότερο, η τεράστια κοροϊδία όταν δεκαπενταύγουστο η Βουλή μετατρεπόταν σε πρωτοκολλητή των Βρυξελλών, ψηφίζοντας με ντροπιαστικές κι εξευτελιστικές διαδικασίες το καταστροφικότερο όλων των μνημονίων με 222 ψήφους. Και τώρα ο Αλ. Τσίπρας, χωρίς να λογαριάζει τίποτα ουσιαστικό, πέρα από το να κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό, προκήρυξε εκλογές για τις 20 Σεπτέμβρη.
Ό,τι οικοδομήθηκε σαν συνείδηση, ελπίδα, αγώνες, στόχοι για μια διαφορετική πορεία και διέξοδο της χώρας από τη μνημονιακή πραγματικότητα, φαίνεται τώρα να ματαιώνεται. Μέσα από μια πορεία προσαρμογής και ποδηγέτησης, αρχικά τη διετία 2012-2014 και στη συνέχεια της «πρώτης φοράς Αριστερά», κυνικά αναγγέλλεται στο λαό πως δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από αυτό που ζει. Ο πολιτικός κόσμος ξαναγυρνά στα τετριμμένα. Όλα τα μέρη του, υποταγμένα στη μνημονιακή «μοίρα», συναγωνίζονται για το ποιος θα είναι ο καλύτερος διαχειριστής ή διαπραγματευτής. Θέλουν να εξαφανίσουν κάθε χαραμάδα για την ελπίδα και για ένα μέλλον καλύτερο.
Αυτή τη στιγμή κυριαρχούν ο αποπροσανατολισμός, η σύγχυση, ο θυμός, η αποξένωση από το πολιτικό σύστημα, η διάθεση τιμωρίας των υπευθύνων, η πίκρα, η σαστιμάρα και η απογοήτευση. Αλλά και η στροφή στα σκληρά ζητήματα της επιβίωσης που όλοι αντιμετωπίζουμε. Βασικά όμως ο αποπροσανατολισμός. Γιατί εκλογές τώρα, γιατί να ψηφίσουμε, τι πραγματικά κρίνεται; Ο λαός, οι απλοί άνθρωποι, οι πιο πολλοί που ψήφισαν «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα, αλλά και πάρα πολλοί που ψήφισαν «ΝΑΙ», κατανοούν καλά πως έγινε κάτι κακό και πως μάλλον έρχεται κάτι χειρότερο. Την ίδια στιγμή, υπάρχει αμηχανία, ένα αίσθημα ανημπόριας ή και κόπωση για να σταθούμε διαφορετικά.
Επιμένουμε: Καμιά θετική εξέλιξη δεν θα υπάρξει και κανένας ελπιδοφόρος νέος κύκλος δεν θα ανοίξει αν δεν αντιμετωπιστούν όλα αυτά. Αυτό όμως σημαίνει: Καθαρές απαντήσεις για το τι έγινε, πώς φθάσαμε έως εδώ, τι πρέπει να γίνει. Δεν είναι εύκολες αυτές οι απαντήσεις, ούτε υπάρχουν κάπου έτοιμες από πριν. Αυτές θα χτιστούν μέσα από μια διαδικασία συγκρότησης του λαού σε υποκείμενο, μέσα από στόχους, αξίες, ταυτότητα, πρόγραμμα. Μέσα από υποκειμενοποιητικές διαδικασίες που αντιδιαστέλλονται με την ανάθεση, τον κυβερνητισμό, τον ατομικισμό, τον πολιτικαντισμό, τον καριερισμό, την κυρίαρχη αντίληψη περί πολιτικής.
Το άνοιγμα σοβαρών διαδικασιών, σοβαρών εγχειρημάτων, γειωμένων μέσα στον κόσμο και τις ανάγκες του, ώστε να ανοίξει ο δρόμος σε έναν νέο κύκλο προσπαθειών, είναι το πρώτιστο καθήκον σήμερα. Αυτό αντιδιαστέλλεται με την πάση θυσία αναπαραγωγή μηχανισμών και ποσοστών. Αντιδιαστέλλεται με μια υπαγωγή όλων των αναγκών στην κοινοβουλευτική δράση. Αντιδιαστέλλεται με τις εύκολες απορρίψεις αυτού του δρόμου που συχνά βαφτίζεται «αναχωρητισμός από την κεντρική σκηνή».
Οι ευθύνες της Αριστεράς
Η Αριστερά όλων των αποχρώσεων, τόσο η «κυβερνώσα» όσο και η πολύ «ταξική» ή «ανατρεπτική», δεν μπορεί να διώξει από πάνω της τις ιστορικές ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν έτοιμος και δεν μπόρεσε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Συνάντησε αλλά δεν αντιστοιχήθηκε, δεν δέθηκε οργανικά με τους πόθους, τα προτάγματα εκατομμυρίων ανθρώπων, των αγώνων τους, των κινημάτων, των μεγάλων τους στιγμών και των κρυφών καημών τους. Η εμπιστοσύνη που του έδειξε ο λαός αγνοήθηκε ή διαστράφηκε. Ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε σε όλα τα πεδία της στρατηγικής του (ευρωπαϊσμός, διαπραγμάτευση, ανακούφιση λαϊκών αναγκών μέσω της κυβέρνησης, γεωπολιτικά ζητήματα κ.λπ.). Χρεοκόπησε η αντίληψη-αυταπάτη που αναζητούσε τη λύση σε διάφορα κέντρα «συμμάχων» και «υποστηρικτών», την ώρα που αφετηρία έπρεπε να είναι η λαϊκή δυναμική. Δεν έβλεπε καθαρά το τι γίνεται, αλλά πρόχειρα, ερασιτεχνικά και τυχοδιωκτικά ασχολήθηκε με τη «διακυβέρνηση», νομίζοντας ότι όλα θα είναι εύκολα. Από ένα σημείο κι ύστερα, προσέφερε χώρο και γέφυρες για μια συστημική παλινόρθωση. Σήμερα, ο Αλ. Τσίπρας υπόσχεται να λειάνει τις ακρότητες του μνημονίου που ψήφισε και συνυπέγραψε, συγκαλύπτοντας το καθεστώς επιτροπείας και ελέγχου που έχει επιβληθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ διαλύεται και μεταλλάσσεται γοργά σε κλασικό κεντροαριστερό φορέα. Πλήρης συνθηκολόγηση με το συστημισμό και την διαπλοκή, παρά τα μεγάλα λόγια.
Ένα άλλο τμήμα της Αριστεράς που κριτίκαρε το ΣΥΡΙΖΑ από θέση «καθαρότητας», δεν αντιλαμβανόταν ότι κάτι πολύ σημαντικό διακυβεύεται για τη χώρα και την κοινωνία. Εγκλωβισμένο σε στερεότυπα, στην πολιτική των συνθημάτων, στην ευκολία των πλατφορμών «ρήξης», στην αδυναμία να προβάλλει ένα διαφορετικό δρόμο και τα συγκεκριμένα βήματά του, δεν μπόρεσε να παρέμβει και να επηρεάσει θετικά τις εξελίξεις. Στο βάθος του «αντικαπιταλισμού» αυτού του τμήματος, υπήρξε αδιαφορία για την καθολικότητα της κρίσης και το χαρακτήρα της διεξόδου. Πίσω από τον «κινηματισμό» και την όποια «αγωνιστικότητα» φάνηκε η αδυναμία συμπόρευσης με το λαϊκό ριζοσπαστισμό και τη φυσιογνωμία του.
Σήμερα, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής, δημιουργείται ένας νέος φορέας της Αριστεράς, η «Λαϊκή Ενότητα». Δηλώνεται σε εύκολους τόνους ότι θα καταργήσει τα μνημόνια, όταν η ζωή έχει αποδείξει ότι αυτό δεν είναι ζήτημα καλής θέλησης και διακήρυξης. Οι βασικοί άνθρωποι του νέου φορέα υπήρξαν για χρόνια συνδιαχειριστές του ΣΥΡΙΖΑ και μέχρι πρόσφατα υπουργοί της κυβέρνησης. Δεν έδωσαν κάποια σημαντική μάχη για να σταματήσουν την κατηφόρα και να εμποδιστεί η ντροπιαστική εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν περισσότερο οι ανάγκες της «καταγραφής», παρά η πορεία ενός σημαντικού για τη χώρα εγχειρήματος, που καθόρισαν τη στάση και τις επιλογές τους. Κι ενώ φέρουν σημαντικές ευθύνες, δημιουργούν νέο κόμμα, με αρχηγό, πρόγραμμα, σύμβολα κ.λπ. και με αρκετά από τα γραφειοκρατικά κουσούρια και τον πολιτικαντισμό της Αριστεράς. Ούτε κάποιος «σωστός ΣΥΡΙΖΑ» που θα κινείται στα γνωστά κοινοβουλευτικά πλαίσια, ούτε μια συγκόλληση αριστερών οργανώσεων και προσωπικών στρατηγικών που βαφτίζεται «μέτωπο», αλλά ούτε και το κοινωνικό μοντέλο που ευαγγελίζονται μπορούν ν’ αποτελούν προοπτική για το κίνημα και το λαό. Δεν φτιάχνονται έτσι τα νέα εγχειρήματα. Τι προσβολή για όσους αγκάλιασαν και στήριξαν ολόψυχα το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, να βλέπουν δύο «παρατάξεις» να θεωρούν δικό τους ένα χώρο που ο λαϊκός ριζοσπαστισμός δημιούργησε…
Το πραγματικό πρόβλημα βοά: Η Αριστερά δεν μπορεί να αντιληφθεί την κοινωνική πραγματικότητα, τις αντιθέσεις και τις διεργασίες που γίνονται αυτήν την περίοδο. Κι ενώ έρχεται με γρήγορους ρυθμούς μια μεγάλη εθνική και κοινωνική καταστροφή, απουσιάζουν οι πολιτικές πάνω στα καθοριστικά ζητήματα (χαρακτηριστική η απουσία τοποθέτησης στο μεταναστευτικό). Παραμένει στο συστημικό πλαίσιο, εντελώς απορροφημένη από το εκλογικό παιχνίδι. Η «ανάγκη» να αναπαράγει τον εαυτό της και τους μηχανισμούς της φαίνεται να υπερκαλύπτει τη δραματική κατάσταση της χώρας και τα καθήκοντα που αυτή θέτει για την προετοιμασία και την οργάνωση του λαού. Δεν προβάλλει καμιά συνολική πρόταση διεξόδου, δεν νοιάζεται για την κατάσταση του λαϊκού κινήματος, αντιμετωπίζει την κοινωνία ως ψηφοφόρους, ως ποσοστό. Ακόμα και η πικρία χιλιάδων αριστερών ανθρώπων δεν φαίνεται να την ανησυχεί.
Στην ουσία, η Αριστερά αδιαφορεί ή δεν μπορεί να αναλύσει σοβαρά το φαινόμενο του ριζοσπαστισμού που αναπτύχθηκε στην ελληνική κοινωνία. Νομίζει ότι απλά μπορεί να αποτελεί τον εκφραστή μιας ορισμένης στάσης που έχει ήδη εκδηλωθεί. Παντού γνήσιοι εκφραστές του «ΟΧΙ» που ζητούν από το λαό… αναγνώριση. Σαν να μην έχει κατανοηθεί τίποτα για την ανάγκη συμμετοχής και δημοκρατίας που νοιώθει βαθιά ο κόσμος, για την απέχθεια στο καπέλωμα, για την απαίτηση να εκφράζεται ακηδεμόνευτα, για τη συνδιαμόρφωση, τη συνευθύνη, για να μην μιλούν εύκολα στο όνομά του. Τον αποδέχεται μόνο όταν αισθάνεται ότι μπορεί να τον ελέγχει ή να τον «εκπροσωπεί».
Η Αριστερά δεν φαίνεται ικανή να απαντήσει και να προωθήσει τα ζητήματα της δημοκρατίας και της συμμετοχής που με τόση έμφαση τέθηκαν ως απαιτήσεις της εποχής μας από τα κινήματα. Τόσο ως μεγάλα προτάγματα-στόχοι για μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας, όσο και ως βασικές προϋποθέσεις για τη διέξοδο της χώρας. Ο τρόπος που πολιτεύεται, η άρνηση της δημοκρατίας και της συμμετοχής στο εσωτερικό της, η τάση για αρχηγικού τύπου κόμματα, η ιεραρχία, η γραφειοκρατία και η διαπάλη μηχανισμών, αποτελούν μεγάλες οπισθοδρομήσεις σε σχέση με τα προαπαιτούμενα μιας σύγχρονης Αριστεράς του 21ου αιώνα.
Παραμένει, ακόμα, ως πρόβλημα, το γεγονός ότι, όπως εκβιαστικά σύρονταν ένας χώρος από επιλογές των ηγετικών ομάδων, έτσι και τώρα δεν στάθηκε δυνατό να δημιουργηθεί ένας χώρος, από χιλιάδες μέλη και φίλους του ΣΥΡΙΖΑ, που να υπεράσπιζαν μια διαδικασία, ένα εγχείρημα, ένα νέο πόλο μακριά από τις εκβιαστικές στοιχίσεις είτε στο μεταλλασσόμενο ΣΥΡΙΖΑ είτε στη ΛΑΕ με τα χαρακτηριστικά που αυτή συγκροτείται. Ένας πόλος με άλλες προδιαγραφές, που θα καθιστούσε γραφικό τον «μικροεμφύλιο» της Αριστεράς.
Η ΚΟΕ, μέσα στα 5 χρόνια του μεγάλου κύκλου που κλείνει, δοκιμάστηκε και άλλαξε σε πολλά επίπεδα. Σε γενικές γραμμές προβάλαμε μια πολιτική γραμμή («πολιτική, οικονομική και κοινωνική διέξοδος της χώρας») και πήραμε μέρος σε όλα τα μεγάλα κινήματα και εγχειρήματα. Υπήρξαμε ενεργό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ και των διαδικασιών του και αναμετρηθήκαμε με την παρουσία στην κεντρική πολιτική σκηνή. Προβάλαμε την ανάγκη για μια πιο σύνθετη αριστερή οπτική, ασκώντας κριτική στα απλουστευτικά στερεότυπα της Αριστεράς, και δώσαμε βάρος στις υποκειμενοποιητικές διαδικασίες. Παράλληλα, συμμετέχοντας σε πιο ανοιχτές προσπάθειες, ανοίξαμε διάλογο και βήμα μέσω της εφημερίδας «Δρόμος», ενώ ιεραρχήσαμε ψηλά την ανάγκη για διεθνιστική αλληλεγγύη, αναβαθμίζοντας το φεστιβάλ Resistance σε ένα σημαντικό, διεθνές, κινηματικό και πολιτικό γεγονός.
Την ίδια στιγμή, δεν καταφέραμε να ανταποκριθούμε στα πολυεπίπεδα και σύνθετα καθήκοντα που η ζωή έθετε. Δεν συμβάλαμε όσο μπορούσαμε στη δημιουργία ενός πολιτικού ρεύματος διεξόδου, ενώ συχνά κατασπαταληθήκαμε σε δευτερεύουσες πλευρές. Σε μερικές περιπτώσεις, επηρεαστήκαμε αρνητικά από «κακές συνήθειες» του κόμματος-ΣΥΡΙΖΑ και του κοινοβουλευτισμού. Ενώ είχαν εντοπιστεί η κεντροαριστεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και οι αυταπάτες που καλλιεργούσε ο κυβερνητισμός, ο βαθμός διαχωρισμού και η προβολή καθηκόντων για να μπει ένα φρένο σε αυτές τις διαδικασίες, όπως και στην κατάργηση της δημοκρατίας μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ, δεν έγιναν σε επαρκή και ικανοποιητικό βαθμό. Η αυτοκριτική και ο αναστοχασμός της ΚΟΕ δεν τελειώνει προφανώς με αυτές τις διαπιστώσεις – είναι μια διαδικασία σε εξέλιξη.
Η επιλογή της ΚΟΕ
Η προσπάθεια πρέπει να μετατοπιστεί από τα του παρελθόντος
στα επί της προοπτικής, στις ανάγκες
που έχει μια προοπτική διεξόδου και σωτηρίας λαού και χώρας.
Με όσα διαπιστώνουμε έως τώρα, η ΚΟΕ οδηγείται στη μη συμμετοχή στις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου. Η στάση αυτή δεν εκκινεί από μια γενικά «αντιεκλογική συμπεριφορά», αλλά από εκτιμήσεις για τη συγκυρία, την κατάσταση του υποκειμενικού παράγοντα, καθώς και το χαρακτήρα των εκλογών.
Σε αυτές τις εκλογές παλινορθώνεται πλήρως ένα μνημονιακό πολιτικό μπλοκ 220-250 βουλευτών στη Βουλή. Έτσι μόνο μπορούν να περάσουν τα καταστροφικά μέτρα για την κοινωνία και τη χώρα. Γι’ αυτό άλλωστε γίνονται οι εκλογές. Η επόμενη Βουλή δεν μπορεί να είναι «αντιμνημονιακή». Ο λαϊκός παράγοντας δεν μπορεί να βρει έκφραση μέσα σε αυτήν την εκλογική διαδικασία, έτσι όπως αυτή διεξάγεται, εκβιαστικά και τάχιστα. Στις εκλογές του 2012 γκρεμίστηκε ο δικομματισμός (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ), στις εκλογές του Ιανουαρίου η κοινωνία ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση για να δοκιμάσει τη δυνατότητα μιας άλλης πορείας για τον τόπο. Στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου ο λαός είπε ένα βροντερό «ΟΧΙ». Τώρα, ο στόχος είναι η αναδιαμόρφωση του μνημονιακού συστημικού στρατοπέδου. Στρώνεται ο δρόμος για παν-μνημονιακές οικουμενικές κυβερνήσεις, που ετοιμάζονται παρά τις προεκλογικές διαψεύσεις.
Και ο λαός στη γωνία, χωρίς μεγάλες προσδοκίες, αμήχανος και απηυδισμένος. Όλα αυτά εκφράζονται διάχυτα μέσα στην κοινωνία. Αποτυπώνονται στις δημοσκοπήσεις και τις αναλύσεις των διαμορφωτών της κοινής γνώμης: Δεν είναι δικαιολογημένη η προσφυγή στις κάλπες, δεν πρόκειται να προκύψει κάποιο θετικό για τους απλούς ανθρώπους μέσα από την εκλογική διαδικασία, ο «Κανένας» επανεμφανίζεται. Κερδίζει στην ερώτηση ποιος είναι καταλληλότερος πρωθυπουργός, ποιον θα εμπιστευόσασταν περισσότερο για πρωθυπουργό ή κυβέρνηση.
Δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες αισθάνονται περίεργα μπροστά στις εκλογές αυτές. Δεν τους εκφράζει συνολικά το πολιτικό σύστημα και έχουν αηδιάσει από τα καμώματα και τις ματαιώσεις που τους πρόσφεραν οι πολιτικοί φορείς. Όχι μόνο η σφαίρα της πολιτικής είναι αποκομμένη από τη δική τους πραγματικότητα, αλλά ταυτόχρονα αποκλείονται από αυτήν διαρκώς και μεθοδικά. Αυτό δεν μπορεί να κατανοηθεί από μια Αριστερά που έχει συνηθίσει να υπάρχει και να αναπτύσσεται εντός πολιτικού συστήματος. Έτσι, θεωρεί γενικά «απολίτικες», λάθος ή χαμένη ψήφο τις επιλογές της αποχής, του άκυρου, του λευκού στις συγκεκριμένες εκλογές. Δεν μπορεί καν να δει γιατί αναπτύσσεται αυτή η περιοχή, και αν έχει αξία και σημασία η επαφή μαζί της.
Υπάρχει πολιτική κρίση με δύο παράγοντες: Οι «πάνω» δεν μπορούν να κυβερνούν όπως πριν, οι «κάτω» δεν μπορούν να ζουν όπως παλιά. Μα χρειάζεται, είναι αναγκαίος, ο πολιτικός ελκυστής. Κι αυτός λείπει. Δεν μπορούμε βολονταριστικά να τον υποκαταστήσουμε. Είμαστε σε φάση που δεν υπάρχουν ισχυρές υποκειμενικές αναφορές. Ιδιαίτερα μετά την ήττα του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ, την αποσάθρωσή του και το γενικευμένο αποπροσανατολισμό.
Όλα αυτά δεν μπορούν να προωθηθούν από την υπάρχουσα πολιτική διάρθρωση και τα κόμματα, μέσα από μια σημαδεμένη διαδικασία εκλογών-εξπρές. Απαιτούνται νέα εγχειρήματα και νέες «προδιαγραφές», που να παίρνουν υπόψη τα σημερινά καθήκοντα, την κατάσταση του υποκειμένου, την εμπειρία του κύκλου που έκλεισε. Αναζητούνται στόχοι ουσίας και διεργασίες πραγματικά ανοιχτές και ευρύχωρες για να περάσουμε σε ένα νέο, πολύμορφο και πολυεπίπεδο κύκλο αγώνων και προσπαθειών. Δεν προχωρούν τα πράγματα με γρήγορες και εύκολες συγκροτήσεις αλλά με συμμετοχή και ζύμωση. Είναι ώρα να καταλάβουμε ότι αύριο πνιγόμαστε, και δεν μιλάει κανείς για αυτό. Χρειάζεται αποφασιστικό ανασκούμπωμα και προβολή της πολιτικής και του πολιτικού κινήματος Διεξόδου, με τις ανάλογες συνδέσεις με όσα έγιναν και προέκυψαν αυτό το καλοκαίρι.
Η κατεύθυνση της Διεξόδου της χώρας έχει να αναμετρηθεί με μεγαλύτερες δυσκολίες και περισσότερες προϋποθέσεις απ’ ό,τι πριν 5 χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, τα επίκεντρα μιας τέτοιας κατεύθυνσης θα πρέπει να είναι: 1) Τι σημαίνει μια πολιτειακή αλλαγή, με ποιες ιεραρχήσεις και με ποια κρίσιμα και αναγκαία πρώτα βήματα. 2) Ποια η σχέση της χώρας με την Ευρώπη, ποιες αλλαγές συμβαίνουν και προς ποια κατεύθυνση, με ποιες συμμαχίες και προτεραιότητες. 3) Πώς τίθεται και τι σημαίνει το ζήτημα της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας σε ένα περιβάλλον που διαμορφώνεται από μεγάλα γεωπολιτικά τόξα. 4) Πυλώνες και βασικές κατευθυντήριες ιδέες για την παραγωγική ανασυγκρότηση. 5) Υποκειμενικές προϋποθέσεις, οργάνωση κινημάτων και της κοινωνίας για την αντιμετώπιση της εθνικής και κοινωνικής καταστροφής και της διεξόδου της χώρας.
Η εκλογική μας στάση και η πολιτική μας συμπεριφορά το επόμενο διάστημα έως –αλλά κυρίως μετά– τις εκλογές θα μπορούσε να συνοψιστεί στην ανάγκη να «χτίσουμε σχέσεις» για να αντιμετωπίσουμε την επερχόμενη εθνική και κοινωνική καταστροφή. Μέσα από μια πολιτική που θα έχει στο επίκεντρο την πολιτειακή και παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Μια κίνηση και διεργασία ανοικτή, με όλους εκείνους που ενδιαφέρονται και παρακολουθούν το βηματισμό μας, αλλά και όσους αγωνιούν και κατανοούν πως τα πράγματα δεν πάνε καλά. Όσους δεν υποτάσσονται στα δίπολα και τις συμπληγάδες που στήνονται, αλλά αναζητούν μια διαφορετική διέξοδο.
Για όσους ρωτούν τι θα ψηφίσει η ΚΟΕ, η απάντηση είναι η ακόλουθη: Για όλους τους λόγους που εξηγήθηκαν παραπάνω, η ΚΟΕ δεν προτείνει κάτι για να ψηφιστεί, δεν υποδεικνύει μια στάση για τους άλλους. Να εκφραστεί η δυσπιστία, ο «Κανένας» και η απόσταση από το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Να καταδικαστούν οι παν-μνημονιακές λύσεις οικουμενικών κυβερνήσεων ή κυβερνήσεων συνεργασίας. Η ίδια η ΚΟΕ δεν θα ψηφίσει κανέναν. Και πιο συγκεκριμένα, θα ψηφίσει άκυρο-λευκό.
Μέσα από τον κύκλο που έκλεισε, με ό,τι πλούσιο –αρνητικό και θετικό– άφησε και όσα εμείς μάθαμε, θα δοκιμαστούμε στα επί της προοπτικής, στο «διά ταύτα», στις ανάγκες της διεξόδου και σωτηρίας λαού και χώρας. Στην προσπάθεια αυτή, να βρει ο καθένας τη θέση του.
ΥΓ: Θα μιλάμε με ανακοινώσεις μόνο όταν κρίνουμε ότι έχουμε κάτι σημαντικό να πούμε. Θα επιδιώξουμε «να μιλάμε» κυρίως με αυτά που κάνουμε, με επαφές δια ζώσης, και με συμμετοχή σε όλα τα ενδιαφέροντα μικρά και μεγάλα. Καλή δύναμη!