Βύρων Λάμπρου
Γιώργος Τσίπρας
Εδώ και τρεις δεκαετίες, το καπιταλιστικό σύστημα διανύει την πιο παρατεταμένη, βαθιά και αδιέξοδη κρίση του. Η κρίση αυτή και η προσπάθεια ξεπεράσματός της μέσα από μια παγκόσμιας κλίμακας αναδιάρθρωση, είναι το κεντρικό γεγονός, που γύρω του περιστρέφονταν και τροφοδοτήθηκαν όλες οι "θαυμαστές" περιπλοκές και "εκπλήξεις" που μας επιφύλαξε το τελευταίο τέταρτο του αιώνα μας…
"Αν πέσει το ποσοστό κέρδους, τότε απ’ τη μια μεριά, το κεφάλαιο εντείνει τις δυνάμεις του για να μπορέσει ο ξεχωριστός καπιταλιστής, χρησιμοποιώντας καλύτερες μεθόδους κλπ, να συμπιέσει την ατομική αξία της μονάδας του εμπορεύματός του κάτω από τη μέση κοινωνική αξία του και να βγάλει έτσι, με δοσμένη την αγοραία τιμή, ένα έκτακτο κέρδος. Απ’ την άλλη μεριά, αναπτύσσεται η κερδοσκοπία και η γενική έννοια της κερδοσκοπίας από τις μανιώδεις προσπάθειες με νέες μέθοδες παραγωγής, με νέες επενδύσεις κεφαλαίου, με νέες τυχοδιωχτικές περιπέτειες να εξασφαλίσουν κάποιο έκτακτο κέρδος, που να είναι ανεξάρτητο από το γενικό μέσο όρο και που να υψώνεται πάνω από αυτόν".
(Το Κεφάλαιο, τ. 3ος).
"Η καταστροφή του κεφαλαίου που προκαλείται από τις κρίσεις σημαίνει υποτίμηση μαζών αξίας, η οποία τις εμποδίζει να ανανεώσουν πάλι αργότερα στην ίδια κλίμακα το προτσές αναπαραγωγής τους σαν κεφάλαιο. Πρόκειται για καταστροφική πτώση των τιμών των εμπορευμάτων. Εκείνα που καταστρέφονται έτσι δεν είναι αξίες χρήσης. Αυτό που χάνει ο ένας το κερδίζει ο άλλος.
…Μεγάλο μέρος του ονομαστικού κεφαλαίου της κοινωνίας, δηλαδή της ανταλλακτικής αξίας του υπάρχοντος κεφαλαίου, έχει εκμηδενιστεί για πάντα, παρ’ όλον ότι αυτή ακριβώς η εκμηδένιση, επειδή δεν αφορά την αξία χρήσης, μπορεί να προωθήσει πολύ τη νέα αναπαραγωγή. Είναι ταυτόχρονα μια περίοδος, στην οποία οι καπιταλιστές του χρήματος πλουτίζουν σε βάρος των βιομηχάνων".
(Το Κεφάλαιο, τ. 4ος).
Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία άφησε πίσω της οριστικά την παρατεταμένη περίοδο της όποιας μεταπολεμικής ανάπτυξης, όχι προχθές, όχι πέρυσι με την ασιατική κρίση, ούτε το ’87 με το κραχ της Γουόλ Στρητ, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ήταν από τότε που μπήκε σε μια παρατεταμένη κρίση υπερπαραγωγής. Αυτή η αλήθεια προκύπτει σχεδόν αβίαστα από μια απλή παράθεση βασικών οικονομικών μεγεθών πριν και μετά το ’73. Οι απολογητές του καπιταλισμού απωθούν συστηματικά αυτή την αλήθεια, αυτή την πραγματικότητα εννοιών, στα 25 πλέον χρόνια της κρίσης. Κυρίως, προσπάθησαν να υπερβούν αυτή την πραγματικότητα στην πράξη, με μια παγκόσμιας κλίμακας αναδιάρθρωση που επέφερε πρωτόγνωρες σε μέγεθος και βάθος αναστατώσεις, αντάξιες της πιο παρατεταμένης, βαθιάς και αδιέξοδης κρίσης που γνώρισε ποτέ ο καπιταλισμός. Η κρίση αυτή ήταν το κεντρικό γεγονός, που γύρω του περιστρεφόταν και τροφοδοτήθηκαν όλες οι "θαυμαστές" περιπλοκές και "εκπλήξεις" που μας επιφύλαξε το τελευταίο τέταρτο του αιώνα μας…
Δεν ήταν μονάχα τα φερέφωνα της αστικής τάξης που αρνούνταν να δουν την κρίση. Την κρίση αρνήθηκαν να δουν και πλήθος κριτικοί του καπιταλισμού. Ο Λένιν αποκηρύσσεται εδώ και δεκαετίες, ανοιχτά ή σιωπηρά, για τη θέση του "ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός που πεθαίνει". Κι αν η "κρίση του συστήματος" (που "ολοένα βαθαίνει" και δώστου "βαθαίνει" κοκ) κακόπαθε σαν έννοια και γινόταν από ορισμένους ανούσια καραμέλα, αυτό δεν αποτελεί άλλοθι της εθελοντικής στραβομάρας άλλων να διαπιστώσουν το ίδιο το γεγονός της κρίσης. Και το χειρότερο; Είδαν "θετικά" πολλές πλευρές της αναδιάρθρωσης, που φόρτωνε και φορτώνει την κρίση στις πλάτες των λαών. Ορισμένοι ήταν μέχρι πρόσφατα με το στόμα ανοιχτό μπροστά στο σφρίγος του καπιταλισμού, τη δυνατότητα αυτορρύθμισης και άλλα… Τώρα όλοι μαζί στέκουν έκθαμβοι μπροστά στο χειρότερο επεισόδιο αυτής της 25ετούς κρίσης. Κάποιοι μπορεί κιόλας να πουν "τα λέγαμε εμείς"… Αλλά το "κάλλιο αργά παρά ποτέ" θα ‘χε εδώ τη θέση του μονάχα στο βαθμό που, έστω και τώρα, αναγνωριζόταν, όχι το πασιφανές γεγονός της κρίσης, αλλά της κεντρικότητάς της ως τροφοδότη της 25ετούς πορείας αναδιαρθρώσεων, καταρρεύσεων και της επιβολής της βίας Νέας Τάξης Πραγμάτων. Όμως αυτό θα σήμαινε το ξανακοίταγμα πολλών πραγμάτων μέσα από άλλο πρίσμα, και μια "παρελθοντολογία" δυσάρεστη σε πολλούς…
Ο "καπιταλισμός που πεθαίνει"
Παρατεταμένη κρίση σημαίνει πως όλα αυτά τα χρόνια οι λεγόμενες περίοδες ανάπτυξης και οι υφέσεις δεν ήταν παρά αναιμικές ανακάμψεις και υφεσιακά επεισόδια μέσα στο γενικό περιβάλλον της κρίσης. Ή αλλιώς, ο κυματοειδής πυρετός της οικονομίας-κόσμος. Από την άποψη της διάρκειας πρόκειται για κάτι πρωτόγνωρο στην ιστορία του καπιταλισμού. Όμως το παρατεταμένο της σύγχρονης κρίσης δεν δηλώνει μόνο τη διάρκειά της.
Εκατό ακριβώς χρόνια πριν το ξέσπασμά της, το 1873, ήταν η απαρχή της λεγόμενης Μεγάλης Ύφεσης, που βάστηξε περίπου ως τα μέσα της τελευταίας δεκαετίας (λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση του 1900-1903). Στην πραγματικότητα ήταν μια περίοδος σχετικά συχνών οικονομικών κρίσεων υπερπαραγωγής που έπλητταν εναλλάξ τους ανεπτυγμένους τότε καπιταλισμούς. Εκδηλώνονταν σε συγκεκριμένους κλάδους και χώρες και η απαξίωση-καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και εμπορευμάτων έδινε το εναρκτήριο λάκτισμα ενός νέου κύκλου συσσώρευσης. Το πέρασμα στον ιμπεριαλισμό (συγκεντροποίηση, εξαγωγή κεφαλαίου) έδινε τότε μια διέξοδο και "προοπτική". Η σημείωση κάποιου βαρόνου δυο χρόνια μετά το 1873 πως "ποτέ δεν παρατηρήθηκε κρίση τόσο μεγάλης διάρκειας", δείχνει το βάθος του προβλήματος τότε σε σχέση με σήμερα. Η σύγχρονη κρίση, αφού εξαντλήθηκαν σε μεγάλο βαθμό όλες οι διέξοδοι, πορεύεται με μια παράλληλη απαξίωση-καταστροφή διαρκείας, χωρίς να διαφαίνεται κάποια προοπτική. Από δω και το παρατεταμένο.
Ήδη μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ιστορία των κρίσεων —ιστορία του καπιταλισμού— περνά σε άλλη φάση. Ουσιαστικά, στο μεσοπόλεμο δεν είχαμε κάποια περίοδο σχετικά μακρόχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης, με την έννοια που προϋπήρξε του Α’ ή θα υπάρξει μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρά τη γενναία καταστροφή που προκάλεσε ο Μεγάλος Πόλεμος και τις "μοντέρνες" παραγωγικές μεθόδους (στρατιωτικοποίηση της εργασίας, Ταίηλορ) που εισήγαγε, η κρίση του 1921 παραμονεύει τον καπιταλισμό που δεν είχε καλά-καλά συνέλθει από τις επαναστάσεις και εξεγέρσεις. Ο χαρακτηρισμός της επόμενης περιόδου από την III Διεθνή ως περιόδου "σχετικής σταθεροποίησης του καπιταλισμού" συνδύαζε την υποχώρηση-ανασύνταξη του επαναστατικού κινήματος και μια σχετική οικονομική ανάκαμψη ορισμένων, όχι όλων, των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Όχι μόνο η Μεγάλη Κρίση του ’29 επιβεβαίωσε το προσωρινό της "σταθεροποίησης", αλλά η νέα ανάκαμψη που ακολούθησε εξαντλήθηκε πολύ σύντομα (’37-’38) και το πρόβλημα ήταν τόσο βαθύ που θα αναζητηθεί "διέξοδος" στην στρατιωτικοποίηση της οικονομίας και το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι "επαναστάσεις" του ταιηλορισμού (σημαία του Νιου Ντηλ στις ΗΠΑ όσο και του ναζιφασισμού), των "δανείων" σχεδιοποίησης απ’ τον αντίπαλο και των νέου τύπου "διεθνοποιήσεων" (Ιαπωνία στην ανατολική Ασία, Γερμανία στη μεσευρώπη) δεν στάθηκαν ικανές να λύσουν το πρόβλημα. Τηρουμένων των αναλογιών, είχαμε λοιπόν την πρώτη έκδοση μιας παρατεταμένης κρίσης που οδήγησε και στην πρωτότυπη Νέα Τάξη.
Αλλά συστατικό στοιχείο της "γενικής κρίσης του καπιταλισμού" —άποψη της III Διεθνούς— ήταν τότε το ρήγμα που άνοιξε ο Οχτώβρης του ’17. Ρήγμα που διευρύνθηκε πολλαπλάσια μεταπολεμικά και γέννησε
«…δύο παράλληλες παγκόσμιες αγορές αντιμέτωπες η μία με την άλλη.
…Σαν βασικότερο οικονομικό αποτέλεσμα του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου και των συνεπειών του πάνω στην οικονομία πρέπει να θεωρήσουμε την κατάρρευση της ενιαίας καθολικής παγκόσμιας αγοράς.
…Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι εξακολουθεί ακόμα να ισχύει η γνωστή θέση του Στάλιν για τη σχετική σταθεροποίηση των αγορών στην περίοδο της γενικής κρίσης του καπιταλισμού, που είχε διατυπωθεί πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο;
Μπορεί κανείς να υποστηρίξει, ότι εξακολουθεί ακόμα να ισχύει η γνωστή θέση του Λένιν, που τη διατύπωσε την άνοιξη του 1916, για το ότι παρά την αποσύνθεση του καπιταλισμού, στο σύνολο του ο καπιταλισμός αναπτύσσεται πολύ γρηγορότερα από πριν;
Νομίζω πως δεν μπορεί πια να υποστηρίξει κανείς τις θέσεις αυτές».
(Στάλιν, Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ).
Η άρση της διάσπασης της παγκόσμιας αγοράς, το σε στάδια γεφύρωμα του ρήγματος από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 με την αποσταλινοποίηση κι αργότερα την απομαοποίηση, "διέψευσε" τους "καταστροφολόγους" και πρόσφερε μεταπολεμικά στον καπιταλισμό μια ανάσα ασύγκριτα μεγαλύτερη από την τελική κατάρρευση της ανατολικής Ευρώπης πριν λίγα χρόνια. Κι όμως "παράδοξα", ο καπιταλισμός, που έκλεισε την πληγή του και παγκοσμιοποιήθηκε μετά από μια περίοδο διάσπασης του συστήματος, βυθίζεται στη χειρότερη κρίση, "τη μεγαλύτερη οικονομική πρόκληση των τελευταίων 50 ετών" όπως δήλωσε ο Κλίντον, και οι Νιου Γιορκ Τάιμς παρατηρούσαν πρόσφατα ότι "η παράλυση της μεταπολεμικής Ρωσίας θα μπορούσε να αποδειχθεί για τον καπιταλισμό πολύ μεγαλύτερη απειλή από το Στάλιν". Και βέβαια το πρόβλημα δεν ξεκινάει από την παράλυση της Ρωσίας. Κυρίως, αποδείχνεται ότι το πρόβλημα δεν βρισκόταν απλά στα μυαλά των "καταστροφολόγων", και συνεχίζει να υπάρχει εντεινόμενο την ίδια στιγμή που μοιάζουν να εξαντλούνται τα "παρθένα εδάφη" παραπέρα επέκτασης του κεφαλαίου, δηλαδή παραπέρα απομύζησης και πραγμάτωσης υπεραξίας οριζόντια (διεθνώς) και κάθετα.
Χάρη στην ενσωμάτωση του ανατολικού κόσμου στην παγκόσμια αγορά και την υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος, ο καπιταλισμός απέκτησε ανέλπιστα βαθμούς ελευθερίας που δεν διέθετε στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Το νέο βάθεμα και επέκταση της διεθνοποίησης (νεοαποικισμός, χρεομηχανή κλπ) στα "30 ένδοξα χρόνια", η "επιστημοτεχνική επανάσταση" ενάντια στην εργαζόμενη κοινωνία και πολλά άλλα, αποτελούν ήδη "κεκτημένα", σ’ ανατολή και δύση, όταν φουλάρουν οι μηχανές της αναδιάρθρωσης στη δεκαετία του ’80 για να αντιμετωπιστεί η κρίση. Ενδεικτικά, το ποσοστό των εξαγωγών ως προς το παγκόσμιο ΑΕΠ επανήλθε στα προ-οχτωβριανά επίπεδα μόλις το 1970, και από τότε αυξήθηκε από το 12% στο 17%. Ιδιαίτερα μετά το πέρασμα στη Νέα Τάξη Πραγμάτων, η αναδιάρθρωση προχώρησε πολύ βαθύτερα στην εξασφάλιση για το πολυεθνικό κεφάλαιο νέων πηγών κέρδους και την ένταση αυτών που ήδη υπήρχαν, σε μια εναγώνια αναζήτηση εξόδου απ’ την κρίση.
Μάταια, μας διαβεβαιώνει για μια ακόμη φορά το τελευταίο επεισόδιο.
Ο Μαρξ, στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, εξετάζοντας τα αδιέξοδα-όρια του καπιταλισμού, γράφει ότι:
«Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή τείνει πάντα να ξεπεράσει αυτά τα εσωτερικά της όρια, τα ξεπερνάει, όμως, μόνο με μέσα (υπογρ. δική μας), που της αντιτάσσουν εκ νέου και σε πιο τεράστια κλίμακα αυτά τα όρια. …Τα όρια μέσα στα οποία μόνο μπορούν να κινηθούν η διατήρηση και η αξιοποίηση της κεφαλαιακής αξίας, οι οποίες βασίζονται στην απαλλοτρίωση και στην πτώχευση της μεγάλης μάζας των παραγωγών, τα όρια αυτά βρίσκονται γι’ αυτό διαρκώς σε αντίφαση με τις μέθοδες παραγωγής, που είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο για το σκοπό του…
…Δεν παράγονται, ανάλογα με τον πληθυσμό πάρα πολλά μέσα συντήρησης. Αντίθετα. Παράγονται πολύ λίγα, τόσα που δεν φθάνουν για να μπορεί να ζει η μάζα του πληθυσμού όπως πρέπει και ανθρώπινα.
Δεν παράγονται πάρα πολλά μέσα παραγωγής, τόσα όσα χρειάζονται για να απασχολείται το ικανό για εργασία μέρος του πληθυσμού.
…Περιοδικά, όμως, παράγονται πάρα πολλά μέσα εργασίας και μέσα συντήρησης, τόσα που δεν μπορούν να τα βάλουν να λειτουργήσουν σαν μέσα εκμετάλλευσης των εργατών με ένα ορισμένο ποσοστό κέρδους.
…Το αληθινό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο, είναι το γεγονός ότι το κεφάλαιο και η αυτοαξιοποίησή του εμφανίζονται σαν αφετηρία και τέρμα, σαν κίνητρο και σκοπός της παραγωγής, ότι η παραγωγή είναι μόνο παραγωγή για το κεφάλαιο και όχι αντίστροφα, ότι δηλαδή τα μέσα παραγωγής είναι απλά μέσα για μια διαρκώς διευρυνόμενη διαμόρφωση του προτσές της ζωής για την κοινωνία των παραγωγών».
Οι διαφορές, βέβαια, ανάμεσα στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό στο τέλος του αιώνα μας και στους καπιταλισμούς του 19ου αιώνα είναι τεράστιες. Οι διαφορές έγκεινται στα νέα ποιοτικά γνωρίσματα που σηματοδοτεί το πέρασμα στον ιμπεριαλισμό και η ανάπτυξη των γνωρισμάτων αυτών μέχρι τις μέρες μας, κι αφού έχει μεσολαβήσει η "παρένθεση" της ανατροπής. Η κύρια διαφορά είναι πως αντικείμενο των μέσων έγιναν, δίπλα στην εργατική τάξη των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, οι λαοί ολόκληρων χωρών, των εξαρτημένων και μισοαποικιακών χωρών. Η κύρια διαφορά είναι η παγκοσμιοποίηση, δηλαδή η σε πρωτόγνωρη κλίμακα διεθνοποίηση-συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα τη συγκρότηση της λεγόμενης οικονομίας-κόσμος, δηλαδή της "οικονομίας" που κυριαρχείται από μερικές εκατοντάδες πολυκλαδικά-πολυεθνικά μονοπώλια (πολυεθνικές) και κυριαρχεί στην υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία, είναι το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα σε μια χούφτα ιμπεριαλιστικές χώρες.
Ωστόσο το όριο του κεφαλαίου δεν έπαψε να αποτελεί εσωτερικό όριο του ίδιου του καπιταλισμού μετά το πέρασμα στην εποχή του ιμπεριαλισμού, δεν έπαψε να αποτελεί όριο ούτε στις μέρες μας, μέρες της πιο μεγάλης ελευθερίας για το κεφάλαιο μετά το ‘17. Τα μέσα, στα οποία αναφέρεται ο Μαρξ, πλήθυναν αφάνταστα ως τις μέρες μας, περιπλοκοποιήθηκαν, απόκτησαν τεράστια μεγέθη. Κι όμως, δεν έπαψαν να του "αντιτάσσουν εκ νέου και σε πιο τεράστια κλίμακα αυτά τα όρια", όσο κοινός παρονομαστής των μέσων ήταν και παραμένει αντικειμενικά η απαίτηση της ιδιοποίησης όλο και μεγαλύτερης μάζας υπεραξίας. Αυτή η ίδια απαίτηση αντιφάσκει την "επόμενη στιγμή" με την παραπέρα απόσπαση και πραγμάτωση (με την πώληση εμπορευμάτων) υπεραξίας και προκαλεί ή διαιωνίζει την κρίση υπερπαραγωγής. Η συσσώρευση της νεκρής εργασίας σε βάρος της ζωντανής εργασίας μέσα στην —διεθνοποιημένη πια— παραγωγική διαδικασία δεν έπαψε να αποτελεί σύμφυτη επιδίωξη και συνάμα την πηγή πονοκεφάλων της καπιταλιστικής παραγωγής. Τα εσωτερικά όρια του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού δεν διαφέρουν επί της ουσίας από τα εσωτερικά όρια των καπιταλισμών του 19ου αιώνα. Οι περιοδικές κρίσεις των δεύτερων αποτελούν μικρογραφίες —ποσοτικά, ποιοτικά και χρονικά— της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Η παγκοσμιοποίηση
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, ένα πολύ μεγάλο τμήμα της παγκόσμιας εργατικής τάξης βρίσκεται πρακτικά έξω από την αγορά εμπορευμάτων της παγκόσμιας καπιταλιστικής παραγωγής, δεν λειτουργεί δηλαδή τόσο σαν αγοραστική δύναμη, παρά μόνο ή κυρίως σαν αξιοπαραγωγός δύναμη, και μάλιστα κατά ένα μέρος με εργάσιμη ημέρα 10, 12 ή και 16 ωρών. [Εδώ έχουμε βέβαια μια ομοιότητα και επαναφορά στα στάνταρς του 19ου αιώνα παρά μια διαφορά]. Ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης στις "αναπτυσσόμενες" χώρες, αλλά κι ένα μικρότερο στις ίδιες τις μητροπόλεις, βρίσκεται έξω από κάθε λογαριασμό "φερέγγυας ζήτησης". Αυτή η πραγματικότητα, αφού δεν υπήρχε ή υπήρχε σε μικρότερο βαθμό παλιότερα, δημιούργησε ένα νέο δεδομένο για την οικονομία-κόσμος. Γιατί, με την υπερεκμετάλλευση αυτού του τμήματος της παγκόσμιας εργατικής τάξης αναδύθηκε μια νέα πηγή υπεραξίας (και μεταφοράς της κυρίως προς το κέντρο της οικονομίας-κόσμος) που σε μεγάλο βαθμό δεν υπήρχε πριν ούτε σαν τέτοια ούτε σαν αγοραστική δύναμη, και ταυτόχρονα τονώθηκε μέσω της πτώσης των τιμών και της αύξησης εισοδήματος η συνολική αγοραστική δύναμη όλων των άλλων (χωρίς αυτό να σημαίνει και τόνωση της αγοραστικής δύναμης του καθένα χωριστά) που συμμετέχουν στην αγορά εμπορευμάτων. [Για παράδειγμα, "ένα ζευγάρι αθλητικών παπουτσιών ΝΙΚΕ, που έχει κατασκευαστεί στην Ινδονησία και πωλείται στις ΗΠΑ αντί 80 δολαρίων, έχει αγοραστεί" από την εταιρία έναντι 20 δολαρίων από τον ντόπιο κατασκευαστή και έχει μεταπωληθεί στον αμερικανό καταστηματάρχη έναντι 40 δολαρίων. Το κόστος παραγωγής κάθε ζευγαριού παπουτσιών του είδους αυτού ανέρχεται σε μόλις 3 δολάρια ΗΠΑ, χάρη στα χαμηλά ημερομίσθια της Ινδονησίας" (Χέραλντ Τριμπιούν, Καθημερινή 27-10-96)]. Στην πράξη αυτό έγινε με την εξαγωγικά προσανατολισμένη "ανάπτυξη" μιας σειράς χωρών, σε μερικές από τις οποίες βασίστηκε σε μια νέα πρωταρχική συσσώρευση-αγροτική έξοδος-εξαθλίωση μεγάλης κλίμακας, με τη ραγδαία απαξίωση της εργατικής δύναμης στις πρώην ανατολικές χώρες και την υπαγωγή τους στην οικονομία-κόσμος, με την ανατίναξη ολόκληρων οικονομιών και περιοχών και τα τεράστια μεταναστευτικά ρεύματα που αυτή γέννησε, και τέλος με τη δυαδικοποίηση σε άλλες πιο ανεπτυγμένες χώρες της δύσης που οδήγησε στην εξαθλίωση τμημάτων της εργατικής τάξης και την προλεταριοποίηση μικρομεσαίων στρωμάτων [στην περίπτωση των χωρών αυτών η απώλεια της πρώην αγοραστικής δύναμης αυτών που πλήγηκαν αντενεργεί με τα οφέλη της δυαδικοποίησης από την άποψη της παγκόσμιας κρίσης].
Η αξιοποίηση αυτού του παρθένου —για τον παγκόσμιο καπιταλισμό— εδάφους ήταν κομμάτι της γενικότερης μεταφοράς εκείνων των βιομηχανικών τμημάτων της παραγωγής που στηρίζονται στην ένταση εργασίας προς τις χώρες με φτηνή εργατική δύναμη. Συνολικά, διαμορφώθηκε και διαμορφώνεται μια πλανητική πυραμίδα, με ροή υπεραξίας από τη βάση (καύσιμη ύλη) προς την κορυφή, που το μέγεθος και τα ποσοστά της είναι χωρίς προηγούμενο στην ιστορία.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η υπερχρέωση και οι διαστάσεις που αυτή πήρε, αποτέλεσε επίσης ένα νέο δεδομένο, αυτό της "χρεομηχανής", αφού αναδύθηκε έτσι ένας νέος μηχανισμός ιδιοποίησης υπεραξίας και γενικά πόρων από την οικονομία-κόσμος. Ακόμη πιο γενικά, το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα και η γιγάντωση της φανταστικής οικονομίας απέναντι στην πραγματική, επιτρέπει στο πολυεθνικό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο —σε βαθμό και κλίμακα ασύγκριτα μεγαλύτερους σε σχέση με το τραπεζικό κεφάλαιο του 19ου αιώνα — την ιδιοποίηση τεράστιων μαζών αξίας σε πλανητική κλίμακα καθώς και το ταχύτατο "μάζεμα χαρτιών" (συγκεντροποίηση) σε συνθήκες απαξίωσης, απαξίωσης που έχει επιπλέον τη δυνατότητα αυτό το ίδιο να προκαλεί ή να πληροφορείται έγκαιρα.
Απ’ την άλλη μεριά, το παραφούσκωμα αυτής της φανταστικής οικονομίας σε αναντιστοιχία με την πραγματική, επιτρέπει τη συνέχιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης που κάτω από άλλες συνθήκες θα είχε ήδη οδηγήσει σε επεισόδιο υπερπαραγωγής. Αν και μεσοπρόθεσμα το μόνο που επιτυγχάνεται έτσι είναι ένα ακόμη πιο παταγώδες επεισόδιο, η λειτουργία αυτή του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού συστήματος σκόπιμα ξεχνιέται όταν καταγγέλλεται ως υπεύθυνο πχ για την πρόσφατη κρίση στις χώρες της ΝΑ Ασίας, αφού, χωρίς τον "κερδοσκοπικό πυρετό" που προηγήθηκε (όπως προηγείται άλλωστε σε κάθε επεισόδιο ήδη από τους καπιταλισμούς του 19ου αιώνα), η υπερπαραγωγή-απαξίωση στην περιοχή αυτή θα είχε εκδηλωθεί πολύ νωρίτερα, όπως εκτιμούν ορισμένοι από τους ίδιους τους αστούς αναλυτές. Ό,τι έγινε στη δεκαετία του ’80 στην Ιαπωνία παρατείνοντας το "θαύμα" πριν απ’ τη βαθιά ύφεση, επαναλήφθηκε με χειρότερους όρους στην Α. Ασία. Το ίδιο το ΔΝΤ εκτιμά σε 2.5% τον ελάχιστο ρυθμό παγκόσμιας ανάπτυξης για να συνεχιστεί η εξυπηρέτηση του παγκόσμιου ιδιωτικού και δημόσιου χρέους. Αυτό δεν δείχνει μόνο την έκθεση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο τζόγο, αλλά κι αντίστροφα την αδυναμία της σύγχρονης πραγματικής παραγωγής να λειτουργήσει χωρίς αυτόν. "Η οικονομία καζίνο δεν είναι μια εκτροπή, ένα ξένο σώμα σε ένα σύστημα αλλά αποτελεί τον όρο για τη διαιώνιση του" (Κρίση της οικονομίας-κόσμος, Ί992, εκδοτική ομάδα Α/συνεχεια). Η ανάκαμψη των τελευταίων ετών βασίστηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη χρέωση, τον τζόγο και τον παρασιτισμό, κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τη Α. Ασία.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, το άνοιγμα των συνόρων και η φιλελευθεροποίηση-απορρύθμιση των αγορών για τις εξαρτημένες και μισοαποικιακές χώρες συνδυάστηκε με την ένταση του προστατευτισμού της οικονομίας-κόσμος απέναντι τους παρά τα όσα διατυμπανίζονται για το αντίθετο. Οι περιφερειακές ολοκληρώσεις (ΕΕ, ΝΑΦΤΑ, ΑΠΕΚ κλπ) αποτέλεσαν ιδιαίτερες επιδιώξεις των τριών κέντρων της οικονομίας-κόσμος μέσα στο γενικό πλαίσιο του δίπολου προστατευτισμός για μας – απορρύθμιση για τους άλλους. Ανάμεσα στο 1970 και το 1997, οι χώρες που κατάργησαν τον έλεγχο συναλλάγματος για εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν από 35 σε 137. Αυτή η "απορρύθμιση του άλλου" (κατά το "επιστημονική οργάνωση της εργασίας του άλλου") συνοδεύτηκε — και η ίδια ενίσχυσε τη δύναμη επιβολής τους— από τα περίφημα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής των εξαρτημένων οικονομιών, με τη βοήθεια των πολυεθνικών οργανισμών οικονομικού ελέγχου που διαθέτει η οικονομία-κόσμος (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΠΕ, κλπ) και των μηχανισμών περιφερειακών ολοκληρώσεων. Αυτά, ανάμεσα σ’ άλλα, αύξησαν ραγδαία το ζωτικό χώρο της οικονομίας-κόσμος για τα προϊόντα της, έβγαλαν ανέλπιστα γρήγορα απ’ τη μέση ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, και πολλαπλασίασαν σε λίγες δεκαετίες τον παγκόσμιο ή περιφερειακό μονοπωλιακό έλεγχο παραγωγής και εμπορίας ολόκληρων κλάδων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτή της υποσαχάριας Αφρικής, η διαρθρωτική προσαρμογή σήμανε την πλέρια αποσάθρωση ό,τι χτίστηκε στις δεκαετίες ’60-’70, ώστε σήμερα να είναι εξασφαλισμένη η φτηνή (και στρατηγική απέναντι σε τρίτους) πρόσβαση σε πρώτες ύλες, το αντίτιμο των οποίων επιστρέφει μέσω χρεομηχανής στο "κέντρο" —η περιοχή αυτή δεν υπολογιζόταν έτσι κι αλλιώς για τη συμβολή της ως αγοραστική δύναμη.
Τέλος, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η απαξίωση-καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων μπορεί να μην φέρνει τη "λύση" στο πρόβλημα της κρίσης όπως το 19ο αιώνα, έγινε όμως ένα ισχυρό διαρκές μέσο ανακούφισης της οικονομίας-κόσμος σε κρίση, επέκτασης των αγορών για τις πολυεθνικές και επιτάχυνσης των διαδικασιών συγκεντροποίησης.
Από το ’73 και δώθε, τα αλλεπάλληλα επεισόδια της παρατεταμένης κρίσης ωθούσαν κάθε φορά στο βάθεμα και την επέκταση όλων των παραπάνω, ενώ δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι και το τωρινό επεισόδιο θα σπρώξει σε μια νέα εφόρμηση, όπως σαφώς το δείχνουν και οι ιαχές από επίσημα χείλη για την ελλιπή φιλελευθεροποίηση των αγορών ως αιτία του νέου επεισοδίου(!).
Η Α. Ασία
Οι χώρες της Ανατολικής Ασίας είναι κοινό τέκνο, απ’ τη μια, της αντεπανάστασης και του αντικομουνισμού κατά τα "30 ένδοξα χρόνια", κι απ’ την άλλη, των πολιτικών αντιμετώπισης της σύγχρονης κρίσης, δηλαδή της αναδιάρθρωσης μέσα στην περίοδο της κρίσης. Πρόκειται για οικονομίες-εκτρώματα, οικονομίες-εξαρτήματα του "κέντρου" —αν και οι περιπτώσεις διαφέρουν— που πρόσφατα πλήρωσαν ακριβώς την ιδιότητα τους αυτή.
Οι πρώην 4 "δράκοι της ανατολής" ή "νέες βιομηχανικές χώρες" βιομηχανοποιήθηκαν σαν επιλογή του ίδιου του δυτικού ιμπεριαλισμού. Τέτοια είναι κυρίως η περίπτωση της Ταϊβάν και της Ν. Κορέας. Η δεύτερη, μόνο, δέχτηκε οικονομική βοήθεια ανάμεσα στα 1945 και 1978 ίση περίπου μ’ αυτήν που δέχτηκε ολόκληρη η αφρικανική ήπειρος το ίδιο διάστημα, χώρια την ογκώδη στρατιωτική βοήθεια, και τα στραβά μάτια που έκαναν ένα παλιότερο διάστημα οι ΗΠΑ απέναντι στον ισχυρότατο προστατευτισμό των οικονομιών τους, σε πλήρη αναντιστοιχία με τις πιέσεις του αμερικανοκίνητου ΔΝΤ και λοιπών προς όλες σχεδόν τις άλλες χώρες για άνοιγμα των συνόρων. Οι βιομηχανίες τους απογειώθηκαν σε μια πρώτη δόση από τις επιλεκτικές παραγγελίες των ΗΠΑ για τον πόλεμο του Βιετνάμ (όπως παλιότερα και η Ιαπωνία από τον πόλεμο στην Κορέα), και σε μια δεύτερη δόση, όταν ξεσπά πλέον η σύγχρονη κρίση —και συγχρόνως ανεβαίνει το γιεν— από την αναζήτηση φτηνών εργατικών χεριών στην περιοχή και τις μεγάλες άμεσες επενδύσεις από την Ιαπωνία. [Εννοείται ότι συστατικός όρος του "θαύματος" ήταν τα ωράρια α λα 19ος αιώνας και η ανυπαρξία συνδικαλιστικών ελευθεριών, πχ ο στρατιωτικός νόμος του Τσανγκ Και Σεκ στην Ταϊβάν άρθηκε μόλις το 1987].
Είναι η περίοδος που βαθαίνει αποφασιστικά η εξάρτηση των χωρών όλης της περιοχής από τον γιαπωνέζικο ιμπεριαλισμό σε αναζήτηση νέου ζωτικού χώρου, που σύντομα θα εκτοπίσει τις ΗΠΑ από την πρωτιά σε άμεσες επενδύσεις και εξαγωγές στις περισσότερες χώρες της περιοχής. Εξάρτηση σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, τεχνολογία, εξαγωγές, δάνεια και εμπορικά δίκτυα (πχ 70% των ταϊβανέζικων εξαγωγών περνούσαν μέσα από γιαπωνέζικες εμπορικές επιχειρήσεις, 59% των τεχνολογικών πατέντων της Ν. Κορέας ήταν γιαπωνέζικες κλπ). Στο χορό θα μπουν σταδιακά και οι πιο καθυστερημένες χώρες, αλλά πιο αργοπορημένα και σε χειρότερη μοίρα κι αφού έπρεπε πρώτα να τσακιστεί το επαναστατικό τους κίνημα —Νέα Τάξη Σουχάρτο στην Ινδονησία το ’65, πραξικόπημα Μάρκος στις Φιλιππίνες το 72 και σε συνέχεια μέχρι τον "ολοκληρωτικό πόλεμο χαμηλής έντασης" από την Ακίνο το ’90-’93 υπό την καθοδήγηση Χόλμπρουκ, συντριβή του ταϊλανδέζικου αντάρτικου στα μέσα του ’70 κλπ. Από το ’79 και αποφασιστικά από το ’89 θα προστεθεί και η Κίνα (σήμερα το 30% της "ανάπτυξης της" τροφοδοτείται από τις εξαγωγές).
Η Ιαπωνία, βρίσκοντας έδαφος μετακύλισης της κρίσης, θα λαχανιάσει λιγότερο από τις ΗΠΑ-Ευρώπη μέχρι τις αρχές της δεκαετίας μας, συνεχίζοντας το θαύμα" της, ενώ οι χώρες της ΝΑ Ασίας θα μπουν μαζί με τους "δράκους" σε τροχιά "ξέφρενης ανάπτυξης", όπως λέγεται. "Ανάπτυξης" που, εκτός από βαθιά αντιλαϊκή και εξαρτημένη από τις ιμπεριαλιστικές οικονομίες, κυρίως τη γιαπωνέζικη, ήταν πέρα για πέρα στρεβλή και εξαρτημένη απόλυτα από τη δυνατότητα των εξωτερικών αγορών να απορροφούν τις εξαγωγές τους με τους ρυθμούς της δεκαετίας του 70. Ο μονοδιάστατος εξαγωγικός προσανατολισμός των οικονομιών τους, ιδιαίτερα των νεότερων υποψήφιων "δράκων", δεν έχει να κάνει στην περίπτωση τους με κάποια απλή στρέβλωση αφού ουσιαστικά χτίστηκαν εξολοκλήρου για να παράγουν φτηνά προς εξαγωγή. Με εξαίρεση μια λιγότερο ή περισσότερο υποτυπώδικη μεσαία τάξη, η εσωτερική "αγορά" (δεν μιλάμε για λαϊκές ανάγκες…) ελάχιστη σχέση είχε με τη δυναμική των οικονομιών τους. Πρόκειται έτσι για οικονομίες-εκτρώματα του ιμπεριαλισμού που οποιαδήποτε σύγκριση ακόμη και με το "πρότυπο", με την "εξαγωγική" αλλά και με τεράστια εσωτερική αγορά Ιαπωνία, είναι ατυχής.
Στη δεκαετία του ’80 τα πρώην αναχώματα του "κομμουνιστικού κινδύνου" παύουν σταδιακά να είναι τέτοια, και έρχεται η ώρα να δεχτούν μια γερή δόση μετακύλισης της κρίσης. Η τελευταία πλήττει βαθύτερα εκείνη την περίοδο τις Η ΠΑ (κυρίως) και την Ιαπωνία (ιδιαίτερα από το ’91 και σε συνέχεια), που απ’ τη μια υψώνουν προστατευτικά τείχη στις δικές τους αγορές κι απ’ την άλλη απαιτούν το άνοιγμα των αγορών των χωρών της περιοχής για τα δικά τους προϊόντα και επενδύσεις πλήττοντας τόσο τη βιομηχανία όσο και τη γεωργία τους. Έτσι πχ, το ’87-’88 οι εξαγωγές της Ταϊβάν προς τις ΗΠΑ αυξήθηκαν μόνο 1% ενώ οι εισαγωγές της απ’ αυτές 75%. Όσες χώρες αποπειράθηκαν να συνδυάσουν ανεξάρτητη τεχνογνωσία με τη διεύρυνση της εσωτερικής τους αγοράς θα "συνετιστούν" γρήγορα, και η "λύση" θα αναζητηθεί σε ακόμη φθηνότερο εργατικό δυναμικό και πιο "ήσυχο" —σε Ν. Κορέα κι αλλού φουντώνουν εργατικοί αγώνες επισημαίνοντας το τέλος του "θαύματος". Είναι η περίοδος που ξεπετάγεται μια δεύτερη γενιά "δράκων", οι "τίγρεις" (Μαλαισία, Ταϊλάνδη, Ινδονησία, Φιλιππίνες κλπ) με ακόμη πιο εκτρωματικούς όρους "εξαγωγικής ανάπτυξης", και επιμηκύνοντας την πυραμίδα ροής υπεραξίας προς το "κέντρο". [Πχ, οι εξαγωγές αποτελούσαν το 79% της παραγωγής στην Μαλαισία και το 29% στην Ταϊλάνδη πριν την κατάρρευση του μπαχτ το ’97, ενώ η αύξηση κατά 25% του όγκου εξαγωγών της τελευταίας το πρώτο εξάμηνο του ’98 της απέφερε λιγότερα από πέρυσι (!) εξαιτίας της υποτίμησης αλλά κυρίως του ασυμπίεστου και μη υποτιμημένου κόστους των ενσωματωμένων στα προϊόντα συστατικών εισαγωγής — από την Ιαπωνία κυρίως. Στη Ν. Κορέα η αξία των ενσωματωμένων στο προϊόν συστατικών εισαγωγής προς την προστιθέμενη αξία ήταν 0,36 το 1970 και 0,44 το 1985, ενώ εκτιμάται πολύ παραπάνω σήμερα. Στο σύνολο των αναπτυσσόμενων χωρών, ο λόγος των εξαγωγικών τους τιμών στη μεταποίηση προς τις εξαγωγικές τιμές μηχανολογικού εξοπλισμού, μεταφορών και υπηρεσιών των ανεπτυγμένων χωρών έπεσε ανάμεσα στο 1970 και το 1991 κατά 34%].
Η ανάπτυξη επενδύσεων στις χώρες με ακόμη φτηνότερο εργατικό δυναμικό συνδυάστηκε με τη μαζική μετανάστευση δεκάδων εκατομμυρίων αυτού του εργατικού δυναμικού προς χώρες της περιοχής με μεγαλύτερη εκβιομηχάνιση, χώρια την εσωτερική αγροτική έξοδο (εκατό χιλιάδες κάθε μέρα μόνο στην Κίνα). Οι χώρες υποδοχής επιθυμούν τη φτηνή εργασία ενώ οι χώρες αποστολής ακολουθούν το "υπόδειγμα" των Φιλιππίνων που καλύπτουν το 20% του ισοζυγίου πληρωμών με μεταναστευτικά εμβάσματα. Ορισμένες, όπως η Ταϊλάνδη, συνδυάζουν την εισαγωγή (του 1,5 εκατομμυρίου από Καμπότζη, Βιρμανία, Λάος, Σρι Λάνκα και νότια Κίνα) με την εξαγωγή (του 0,5 απ’ τα 2 πλέον εκατομμύρια άνεργων ταϊλανδών σε Ταϊβάν, Μπρουνέι, Σιγκαπούρη, Χονγκ Κονγκ, Ιαπωνία και Μέση Ανατολή).
Οι "τρελές" νομαδικές χρηματοπιστωτικές τοποθετήσεις που απογειώθηκαν από τις αρχές του ’90 στη νοτιοανατολική Ασία και καταγγέλλονται τώρα σαν αιτία της πρόσφατης κατάρρευσης μαζί με το νεποτισμό ή την έλλειψη αρκετής φιλελευθεροποίησης κατά ΔΝΤ, πού άλλου μπορούσαν να τοποθετηθούν και ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα για την περιοχή χωρίς αυτό το τζογάρισμα; Δεν υπήρχε κανένα άλλο πρόβλημα; Ο τεράστιος ιδιωτικός δανεισμός των τσαεμπόλ στη Ν. Κορέα (απ’ ορισμένους εκτιμιέται σήμερα στο διπλάσιο του ΑΕΠ — της 12ης οικονομίας στον κόσμο) απ’ τις αρχές της δεκαετίας, με προοπτική να μην οδηγηθούν στη χρεοκοπία μόνο αν συνεχίζονταν οι υψηλοί αναπτυξιακοί ρυθμοί της περιοχής (!), επιλέχτηκε από κεκτημένη ταχύτητα; Ή το νοτιοκορεάτικο μοντέλο λαχάνιαζε —τη στιγμή του ρεκόρ ανάπτυξης 12%— ήδη απ’ τα τέλη του ’80 και ήταν μια αναγκαία φυγή προς τα μπρος; Η υποτίμηση των νομισμάτων της περιοχής που έφερε την αλυσιδωτή αντίδραση οφείλεται στην κερδοσκοπία και λαθεμένους νομισματικούς χειρισμούς σύνδεσης με το δολάριο; Ή προηγείται σαν πραγματικό γεγονός απ’ τη μια το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα με την Ιαπωνία που ξεφορτώνει πάνω τους τη δική της κρίση κι απ’ την άλλη η ολοένα και πιο αισθητή αδυναμία να διατηρηθούν οι εξαγωγικοί ρυθμοί, κοινώς υπερπαραγωγή;
Ότι οι "κερδοσκόποι" έφαγαν καλά μέχρι να ξεσπάσει η κρίση, είναι γνωστό. Και δεν είναι άλλοι απ’ τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα γνωστών -πολυεθνικών μεγαθηρίων (από τα 50 τρισ. δολάρια που είναι η παγκόσμια αγορά των "παραγώγων" τα 28 είναι επίσημα τραπεζικές συμμετοχές) ή ακόμη και κεντρικές τράπεζες (περίπτωση Ιταλίας). Δεν είναι μόνο ο χρηματιστηριακός τζόγος. Οι τοπικές τράπεζες δάνειζαν δανειζόμενες με τεράστιες διαφορές επιτοκίων από δυτικές τράπεζες. Πριν την κατάρρευση, τα κέρδη επί της αρχικής επένδυσης ανέρχονταν ετήσια στο 25%. Ανεξάρτητα απ’ τις σημερινές επισφάλειες, ξανακερδίσουν οι ίδιοι με το "μάζεμα χαρτιών" απ’ τις πτωχεύσεις, τις καταρρεύσεις τιμών και τις εμπράγματες εγγυήσεις που ζητάει πλέον η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ για νέα δάνεια. Και βέβαια τα επιτόκια τώρα είναι αυξημένα σαν τιμωρία για τις απώλειες στο τελευταίο "ποντάρισμα".
Ωστόσο το πρόβλημα έχει τη ρίζα του όχι στην κερδοσκοπία αλλά στο εντελώς ανισόρροπο πλέγμα σχέσεων που οικοδομήθηκε στην περιοχή, ανάμεσα στην Ιαπωνία που διοχετεύει στην υπόλοιπη ανατολική Ασία το 45% των εξαγωγών της αλλά απορροφά μόνο το 15% των εξαγωγών τους, και τις δανείζει για να τροφοδοτούν την εξαγωγικά προσανατολισμένη ανάπτυξη τους από την οποία εξαρτώνται οι δικές της εξαγωγές της σ’ αυτές, τις χώρες αυτές που είναι πλέρια εξαρτημένες από τις αγορές, το δανεισμό και την τεχνολογία άλλων αλλά και τις λεπτές ισορροπίες στις μεταξύ τους και με την Ιαπωνία σχέσεις. Η διαρκής ύφεση της τελευταίας απ’ το 1991, η ανάδυση της Κίνας ως ακόμη φτηνότερου ανταγωνιστή που επιπλέον απορρόφησε ένα μεγάλο μέρος των άμεσων ξένων επενδύσεων (από το 20% που πήγαιναν στην Ασία το ’91 στο 67% το ’94)/ και τέλος η προηγούμενη άνοδος του δολαρίου έναντι του γιεν δεν άφηνε το παραμικρό περιθώριο παραπέρα ασταθούς ισορροπίας. Η καταστροφική θετική ανάδραση με την οποία λειτούργησε το όλο "σύστημα" είναι αποκαλυπτική: η κρίση στη νοτιοανατολική Ασία επεκτάθηκε γρήγορα σε Ν. Κορέα και Ιαπωνία απ’ όπου ξεκίνησε μετακυλιόμενη, ο αναγκαίος δανεισμός θα είναι τώρα πιο ακριβός αλλά και πιο αναγκαίος, οι εξαγωγικές τιμές πέφτουν, πράγμα που θα αναγκάσει σε ακόμη μεγαλύτερη εξαγωγική ένταση, πτώση των τιμών και μέγεθος πιθανής υπερπαραγωγής κοκ, και στο βαθμό που η Κίνα δεν έχει ακολουθήσει ακόμη το γαϊτανάκι των υποτιμήσεων, χώρια την αλύσωση της κρίσης προς στον υπόλοιπο κόσμο, είναι νωρίς να πει κανείς αν τα χειρότερα για την περιοχή έχουν περάσει.
Προς το παρόν μένουν πίσω οι ανθρώπινες και βιομηχανικές χωματερές των χιλιάδων επιχειρήσεων που έκλεισαν και των νέων δεκάδων εκατομμυρίων άνεργων, η υπερχρέωση μιας σειράς χωρών μέσα σε λίγους μήνες, οι ξέφρενοι ρυθμοί υπανάπτυξης πλέον, η διεθνής κοινότητα των ληστών που με περισσό θράσος γυρεύει ακόμη πιο αυστηρά μέτρα και απαιτεί να τοποθετούν άμεσα δικοί της σύμβουλοι στις κυβερνήσεις, το καταστραμμένο περιβάλλον, τα εκατομμύρια στοιβαγμένων στις παραγκουπόλεις και τα εκατομμύρια των μεταναστών που θα απελαθούν μέχρι να τους ξαναχρειαστούν. Το διπλό σύστημα διεθνοποίηση των κερδών/εθνικοποίηση των ζημιών και ιδιωτικοποίηση των κερδών/κοινωνικοποίηση των ζημιών λειτούργησε για μια άλλη φορά άψογα…
Ενδεικτικά, το ιδιωτικό χρέος της Ινδονησίας τετραπλασιάστηκε μέσα σε λίγους μήνες και στη Ν. Κορέα δεκαπλασιάστηκε. Για τα νέα δάνεια που πήραν, η Ινδονησία υποχρεώθηκε να τοποθετήσει ως επιτηρητή του υπουργού οικονομικών και του διοικητή της κεντρικής τράπεζας το Νο 1 ενός κύκλου αμερικανοσπουδαγμένων οικονομολόγων, γνωστού ως "μαφία του Μπέρκλεϋ", και ως κυβερνητικό σύμβουλο έναν πρώην διοικητή της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, ενώ η Ν.Κορέα υποχρεώθηκε να προσλάβει τη Σάλομον Μπράδερς και την Γκόλντμαν Σακς, που είχε πρόεδρο το σημερινό υπουργό οικονομικών των ΗΠΑ Ρούμπιν, ως διαπραγματευτές με τους ξένους επενδυτές. Έως 32% των τραπεζικών υπαλλήλων στη Ν. Κορέα αναμένεται να χάσει μέσα στο ’98 τη δουλειά του, και περισσότερα από 3 εκατομμύρια συνολικά θα προστεθούν στους άνεργους, φτάνοντας σύμφωνα με κάποιους στο 15%, ενώ στο 40% ινδονήσιων άνεργων και υποαπασχολούμενων πριν την κρίση υπολογίζεται τώρα να προστεθεί ένα 17%.
Η "αλληλεξάρτηση"
Γιατί να επεκταθεί η κρίση και στον υπόλοιπο πλανήτη αν υπήρχε ίχνος υγείας στη σημερινή παγκόσμια οικονομία; Το να απαντηθεί ότι ζούμε σε έναν αλληλεξαρτώμενο κόσμο δεν λέει τίποτα, αν δεν προσδιοριστεί τι είδους αλληλεξάρτηση είναι αυτή και πώς ακριβώς λειτούργησε στην προκειμένη περίπτωση.
Η κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας έχει βέβαια κάποια σχέση με την πτώση της τιμής του πετρελαίου και άλλων πρώτων υλών, κι αυτή με τη σειρά της έχει κάποια σχέση με την κρίση στην Ασία που προκάλεσε πτώση της πραγματικής παραγωγής σε μια περιοχή που καταναλώνει μεγάλο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου. Τα πράγματα λειτουργούν μάλιστα πιο "απλά", τώρα που αποκαταστάθηκε πλήρως η "αλήθεια των τιμών". Οι τιμές πέφτουν και μόνο που εκτιμιέται ότι πρόκειται να υπάρξει περιορισμένη ζήτηση. Πχ ο χρυσός έπεσε παρά τις διαβεβαιώσεις της ρωσικής κεντρικής τράπεζας ότι δεν θα πουλήσει χρυσό, γιατί η Αυστραλία έσπευσε να πουλήσει πριν πέσει η τιμή κλπ.
Το πετρέλαιο είχε θεωρηθεί απ’ τους απολογητές του καπιταλισμού η αιτία που είχε προκαλέσει τα πρώτα δύο μεγάλα υφεσιακά επεισόδια της σύγχρονης κρίσης το ’74-’75 και το ’79-’82, γνωστά και ως "πετρελαϊκά σοκ". Τα επόμενα επεισόδια βέβαια, με αποκορύφωμα το τωρινό, δείχνουν ότι αλλού ήταν και τότε το πρόβλημα, ωστόσο η τιμή των πρώτων υλών δεν μπορούσε παρά να παίζει καθοριστικό ρόλο έτσι κι αλλιώς σε μια στρατηγική εξόδου απ’ την κρίση, που σε κάθε περίπτωση απαιτεί συμπίεση των κοστών. Αυτό το οποίο παραβλέπεται πολύ εύκολα στην παρούσα φάση είναι ότι η μείωση της τιμής του πετρελαίου όπως και άλλων πρώτων υλών δεν ξεκίνησε από την κρίση στην ΝΑ Ασία αλλά πολύ πριν και σχετίζεται με τα μέτρα που πάρθηκαν από την οικονομία-κόσμος, και ειδικά τις ΗΠΑ, για να μην ξαναεπιτραπεί στον ΟΠΕΚ να καθορίζει αυτός τις τιμές του πετρελαίου αλλά και να καθηλωθούν οι οικονομίες τους. Ο σημερινός αντιπληθωρισμός στο πετρέλαιο έχει τις ρίζες του στην απορρύθμιση στη διεθνή αγορά του που οι βάσεις της μπήκαν στη δεκαετία του ’80 αδιαφορώντας κι εδώ για τις συνέπειες.
Η ίδια η ατιμωτική πορεία της Ρωσίας από δεύτερη τη τάξει υπερδύναμη στα σημερινά της χάλια (έφτασε να εισάγει το 70% των βασικών καταναλωτικών της αγαθών) ήταν μια επιλογή των δυτικών που κατά ένα μέρος οφείλεται στην επιδίωξη τους να έχουν απέναντι" τους μια χώρα κατά βάση εξαγωγέα πρώτων υλών και εξαρτημένη από την εξαγωγή τους. Η επιλογή —από τους δυτικούς και αποδοχή από τους ντόπιους κομπραδόρους— της θεραπείας-σοκ για μια οικονομία που είχε τη δυνατότητα να παράγει σχεδόν τα πάντα, κι ακόμα είχε την προοπτική, θεωρητικά, να αποτελέσει μια αγορά πολλαπλάσια απορροφητική απ’ τη σημερινή, δεν αποδείχνει παρά το προχωρημένο σάπισμα του σύγχρονου ιμπεριαλισμού.
Η πιο γενναία στην ιστορία της σύγχρονης κρίσης καταστροφή-απαξίωση παραγωγικών δυνάμεων ήταν ακριβώς αυτή της Ρωσίας. Το ΑΕΠ της θα μειωθεί και φέτος 5-6%, ενώ συγκριτικά με τη "σοβιετική" περίοδο βρίσκεται στο 50%. Τέτοια μείωση ΑΕΠ σε σχετικά ειρηνική περίοδο είναι πρωτοφανής, συγκρινόμενη ακόμη και με την κρίση του ’29-’32. Επιπλέον, ακόμη και τώρα, η μισή περίπου ρώσικη βιομηχανία θεωρείται ότι λειτουργεί με όρους που σε συνθήκες "ανόθευτης" ελεύθερης αγοράς θα είχε κλείσει, προκαλώντας την απώλεια 40 εκατομμυρίων περίπου θέσεων εργασίας, κατεύθυνση προς την οποία πιέζουν ΔΝΤ και δυτικοί για να ξανανοίξουν οι κρουνοί της χρεομηχανής. Η πτώση της τιμής των πρώτων υλών ήταν η χαριστική βολή σε μια παραπαίουσα οικονομία που αύξησε την παραγωγή και εξαγωγή τους με αποτέλεσμα να πέσει κι άλλο η τιμή τους κοκ. Η κατάρρευση ξεκίνησε από την αδυναμία άμεσης εξυπηρέτησης του εξωτερικού της χρέους που από 2 δισ. δολάρια το 1980 έχει φτάσει μέσα σε λίγα χρόνια το "λατινοαμερικάνικο" 43% (153 δισ. δολάρια) ενός ολοένα συρρικνούμενου ΑΕΠ.
Από οικονομική άποψη, η ενσωμάτωση της πρώην ανατολικής Ευρώπης, με τους όρους που έγινε, ήταν μια ανάσα που, αν και κατώτερη των προσδοκιών, συνέβαλε στις συνθήκες του ’89-’92 στην πρόσφατη αναιμική ανάκαμψη που γέννησε την απογειωμένη ευφορία για παρατεταμένη παγκόσμια ανάπτυξη, σταθερό ρυθμό άνω του 4% κλπ, που τώρα αναθεωρούνται άρδην. Η "συμβολή" της, αν συγκρίνουμε τα σημερινά μεγέθη της ρωσικής οικονομίας (1% του παγκόσμιου εμπορίου, μόνο 350 δισ. δολάρια το ΑΕΠ της) με την περίπτωση πχ της Α. Ασίας, έγκειται περισσότερο στη μαζική απαξίωση του παραγωγικού της δυναμικού και την εξουδετέρωση του μεριδίου που κατείχε στην παγκόσμια αγορά, ιδιαίτερα στο χώρο των οπλικών συστημάτων. Κι όμως πολύ γρήγορα τα οφέλη αυτά για την οικονομία-κόσμος αποδείχτηκαν πολύ λίγα για να λύσουν το πρόβλημα.
Τέλος, η περίπτωση, απ’ την άλλη μεριά, της Λ. Αμερικής δεν ξεφεύγει από το γενικό μοτίβο που είναι κοινό σε Α. Ασία και Ρωσία, δηλαδή αυτό της εξάντλησης των όρων κερδοφορίας και μετακύλισης της κρίσης στους άλλους. Διαφέρει στη μορφή αλλά όχι στην ουσία των σχέσεων που της επιβλήθηκαν από την οικονομία-κόσμος. Με το εξωτερικό χρέος να αποτελεί το 300% των εξαγωγών που αυξάνονται με ρυθμούς ολοένα μικρότερους από την αύξηση των εισαγωγών (το εμπορικό της έλλειμμα εκτινάχτηκε πέρσι, μόνο, από τα 32 στα 56 δισ. δολάρια!) αφού προηγήθηκε κι εδώ μια γερή αποβιομηχάνιση-καταστροφή (αρνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης στη δεκαετία του ’80), και με το δανεισμό συνεπώς να αποτελεί τον αυξανόμενα αναγκαίο όρο μη κατάρρευσης του όλου πάρε-δώσε με το "κέντρο", η Λ. Αμερική χτυπήθηκε διπλά από την κρίση σε Α. Ασία και Ρωσία. Από την πτώση των τιμών των πρώτων υλών (η Βενεζουέλα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας) και από την αναχώρηση κεφαλαίων και την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού λόγω της πιστωτικής κρίσης. Σε 15% υπολογίζεται για φέτος η μείωση του ΑΕΠ της Βραζιλίας (το 43% του λατινοαμερικάνικου ΑΕΠ), που μέσα σε ένα μήνα έχασε —δηλαδή "επέστρεψε"— περισσότερα κεφάλαια (25 δισ. δολάρια) απ’ όσα "κέρδισε" απ’ τη μεγαλύτερη επιχείρηση ιδιωτικοποίησης στην ιστορία της Λ. Αμερικής, πουλώντας κύρια σε ξένους επενδυτές. Και ο επανεκλεγείς Καρντόζο υπόσχεται τώρα βαθύτερη λιτότητα.
Η σε δεύτερη φάση μεταφορά ή επιδείνωση της κρίσης στα τρία κέντρα, από τα "κακά χρέη", τη μείωση των εξαγωγών και το χρηματιστηριακό κραχ, ολοκληρώνει μια πρώτη αλυσίδα. Πρώτη, γιατί έπονται εξελίξεις πριν απ’ όλα στον οικονομικό πόλεμο ανάμεσα στα τρία κέντρα που είναι δύσκολο να εκτιμηθούν σήμερα. Προς το παρόν, ο μεγαλύτερος οφειλέτης του κόσμου (5 τρισ. δολάρια το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ χώρια το ιδιωτικό, όταν όλος μαζί ο τρίτος κόσμος χρωστά 2,17 τρισ.) αισθάνεται ακόμη ισχυρός απέναντι στους πιστωτές του, Ευρώπη και κύρια Ιαπωνία, με την πρώτη να επιδιώκει μια δυναμική εμφάνιση του ευρώ και τη δεύτερη να κρατά στα χέρια της την "πυρηνική βόμβα" των αμερικάνικων χρεών, αλλά έχοντας τεράστια προβλήματα να επιλύσει πρώτα.
Συνεπώς, η αλληλεξάρτηση των οικονομιών ή παγκοσμιοποίηση έτσι γενικά, αδυνατεί να περιγράψει το ουσιώδες που βρίσκεται πίσω από την αλυσιδωτή αντίδραση που απειλεί σήμερα το ίδιο το "κέντρο", την οικονομία-κόσμος.
Το πρόβλημα
Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, το ποσοστό κέρδους των "7" στη μεταποίηση βρίσκεται κατά 40% χαμηλότερα απ’ ότι στα "30 ένδοξα χρόνια", κι ενώ είχε ήδη σημαντικά μειωθεί στο μπουμ ακριβώς πριν το ξέσπασμα της σύγχρονης κρίσης στις αρχές του ’70 σε σχέση με την αμέσως μετά την καταστροφή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου περίοδο (από 16,2% το ’48-’50 σε 10.5% το ’73 στις μη χρηματιστηριακές εταιρίες των ΗΠΑ, από 16.5% το ’50-’54 σε 9.7% το ’70 στη βιομηχανία και το εμπόριο στη Μ. Βρετανία κλπ). Η "υπερβάλλουσα" παραγωγική δυναμικότητα στις χώρες του ΟΟΣΑ κατά το προηγούμενο παγκόσμιο υφεσιακό επεισόδιο του ’89-’92 που ήταν λιγότερο βαθύ απ’ το σημερινό, υπολογιζόταν κοντά στο 20% της πραγματικής παραγωγής. Σήμερα, το μέγεθος αυτό υπολογίζεται σε 100% για την Κίνα και σε 50% για τη Ν. Κορέα, για να μη μιλήσουμε για την ανατολική Ευρώπη (τα νούμερα αυτά βέβαια δεν προσφέρονται για σύγκριση αφού πάντα οι από κάτω φορτώνονται την υπερπαραγωγή).
Η πυραμιδοειδής μορφή της παγκόσμιας οικονομίας με τους πανίσχυρους μηχανισμούς απομύζησης προς το κέντρο/μετακύλισης προς τα κάτω και τις ισχυρές εσωτερικές αγορές-φρούρια που διαθέτουν ή οικοδομούν τα τρία κέντρα (μονάχα στο 10% του ΑΕΠ της μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο ανέρχονται οι εξαγωγές των ΗΠΑ) δεν απέτρεψε προς το παρόν τη βαθιά υποχώρηση του ενός κέντρου (σε 2,9% προβλέπεται για φέτος η μείωση του γιαπωνέζικου ΑΕΠ) και το σοβαρό τσουρούφλισμα των άλλων δύο. Εν μέσω αδυσώπητου οικονομικού πολέμου αναμεταξύ τους, μοναδικό τους ενδιαφέρον ήταν να σταματήσουν την επέκταση των καταρρεύσεων ακριβώς έξω από τη δική τους πόρτα την ίδια στιγμή που παρακολουθούσαν "ψύχραιμοι" την κατάρρευση των άλλων. Έτσι πχ με παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ διατέθηκαν από ιδιωτικές τράπεζες 3,75 δισ. δολάρια στο κερδοσκοπικό LTCM (που δανειζόταν από καθωσπρέπει τράπεζες για να τζογάρει στις "αναδυόμενες") αφού υπολογίστηκε σε περίπου 1 τρισ, δολάρια η πιθανή αλυσίδα επισφαλειών σε περίπτωση κατάρρευσης του, ενώ τα τρία κέντρα τσακώνονται για το ποια περιοχή από τις Α. Ασία, Ρωσία και Λ, Αμερική θα χρηματοδοτηθεί και πόσο, ώστε να ανακουφιστεί το αντίστοιχο κέντρο βασικός τους πιστωτής ή εξαγωγέας.
Τα μέσα που μεταχειρίστηκε η οικονομία-κόσμος για να ξεπεράσει τα εσωτερικά της όρια, με το να μετακυλίσει όπως μετακυλύει εδώ και δεκαετίες την κρίση της προς τα κάτω, απομυζώντας διπλά από την όλο και συμπιεζόμενη ζωντανή εργασία και το τζογάρισμα σαν αναγκαίο πια λάδωμα της μηχανής, διαμορφώνουν ένα αδιέξοδο και ιδιαίτερα εύθραυστο σύστημα, που της αντιτάσσει εκ νέου και σε πιο τεράστια κλίμακα αυτά τα όρια. Το μέλλον προβλέπεται ακόμη χειρότερο αφού δεν υπάρχει άλλη διέξοδος για τους ιθύνοντες από την ένταση στην ίδια κατεύθυνση. Τα διάφορα μπουμ, ακριβώς πριν τις διαδοχικές καταρρεύσεις σε Α. Ασία, Ρωσία, Λ. Αμερική και χρηματιστήρια, με πλέον "παράλογο" την ξέφρενη άνοδο στα χρηματιστήρια και ομόλογα Ευρώπης και ΗΠΑ όλο το πρώτο εξάμηνο του ’98, σαν αποτέλεσμα της μεταφοράς κεφαλαίων από τις "αναδυόμενες" σε ασφαλέστερα λιμάνια, δηλαδή μεσούσης της κρίσης στην Α. Ασία, δείχνει τον όλο και βαθύτερο παραλογισμό του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Το τελευταίο επεισόδιο της κρίσης έχει ακουμπήσει σε μεγάλο βαθμό την πραγματική παραγωγή (μια σειρά πολυεθνικές ανακοινώνουν ήδη περικοπή της παραγωγής, μείωση κερδών, απολύσεις, οι "προβλέψεις" για το παγκόσμιο ΑΕΠ προσγειώθηκαν από 4+% κοντά στο 1% και η παραγωγή στις "τίγρεις" προβλέπεται να μειωθεί κοντά 12%). Χωρίς να έχουμε ακόμα εικόνα της όλης έκτασης, ανέδειξε μεγέθη πολλαπλάσια απ’ αυτά των προηγούμενων επεισοδίων — πχ τα 4,3 τρισ. δολάρια που έγιναν καπνός μέσα σε λίγους μήνες σε σύγκριση με τα 500 δισ. δολάρια το ’87 — και κυρίως χαρακτηριστικά που ακυρώνουν "καθησυχαστικές" διαφορές με την κρίση του ’29, με σημαντικότερο το φαινόμενο του αντιπληθωρισμού, που δεν περιορίζεται μονάχα στις πρώτες ύλες.
Στα "30 ένδοξα χρόνια" ο ρεβιζιονισμός και η αυξητική πορεία του καπιταλισμού του επέτρεψαν να αντιμετωπίσει τις ανολοκλήρωτες θύελλες. Η υποχώρηση των τελευταίων του επέτρεψε να αντιμετωπίσει την παρούσα κρίση "επιθετικά". Το σημερινό, χωρίς προηγούμενο βάθεμα της κρίσης συνδυάζεται με την επανεμφάνιση όλο και σημαντικότερων λαϊκών αγώνων σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Έχουμε μπει έτσι κι αλλιώς σε μια νέα περίοδο εδώ και χρόνια.
Νοέμβριος 1998