ΤΟ ΘΕΜΑ: Μολυσμένο ηλιέλαιο, του Μιχάλη Σιάχου

Διατροφικα σκανδαλα

Οι κυβερνήσεις στην υπηρεσία των πολυεθνικών βιομηχανιών τροφίμων

Εδώ και περίπου ένα μήνα παρακολουθούμε το νέο διατροφικό σκάνδαλο με το μολυσμένο με ορυκτέλαια ηλιέλαιο από την Ουκρανία. Ακόμα οι αρμόδιοι αναζητούν 7.000 τόνους από τους περίπου 18.000 που εισήχθησαν από τη συγκεκριμένη χώρα από τις αρχές του 2008.

Υποτίθεται ότι οι 11.000 τόνοι βρέθηκαν και έχουν αποσυρθεί από την αγορά, ωστόσο, η υπόλοιπη ποσότητα είναι τεράστια και καταλήγει καθημερινά στο πιάτο μας, είτε απευθείας ως ηλιέλαιο είτε ως βασικό συστατικό άλλων προϊόντων, όπως μαγιονέζες, σνακ κ.λπ., ή και ως βασικό μαγειρικό λάδι στα εστιατόρια και φαστ φουντ. Στο διάστημα αυτό και με όλα τα τραγελαφικά που συνέβησαν σε επίπεδο επίσημων ανακοινώσεων, αναδείχτηκε για ακόμα μια φορά η πραγματικότητα στη βιομηχανία τροφίμων, η οποία με τις ευλογίες των κυβερνήσεων κυριολεκτικά αλωνίζει ασύδοτη, κυνηγώντας υπερκέρδη και όλο και μεγαλύτερα μερίδια στην αγορά.

Η βιομηχανία τροφίμων αποτελεί έναν από τους πλέον ανεπτυγμένους κλάδους, με ό,τι αυτό σημαίνει: μονοπωλιακά χαρακτηριστικά, που σε κάποιες περιπτώσεις αποτελούν κραυγαλέο καρτέλ, τεράστια κέρδη και δύναμη προς τα κέντρα εξουσίας κ.λπ. Είναι ενδεικτικό, για παράδειγμα, ότι η ετήσια έκθεση του 2006 για την "Ελληνική Βιομηχανία Τροφίμων-Ποτών" του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) σημειώνει ότι τα τρόφιμα είναι ο κλάδος με την υψηλότερη συμβολή σε όλα τα βασικά μεγέθη της μεταποίησης, όπως πωλήσεις, προστιθέμενη αξία, αριθμό επιχειρήσεων και απασχόληση: καλύπτει το 25% του κύκλου εργασιών, κατέχει το 25% των συνολικών κεφαλαίων, παράγει το 24% της συνολικής προστιθέμενης αξίας και απασχολεί πάνω από το 22% των απασχολουμένων στο σύνολο του μεταποιητικού τομέα. Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπερβαίνουν σε αριθμό το 20% του συνόλου των βιομηχανικών επιχειρήσεων. Επίσης, ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι σχεδόν το 70% της ελληνικής αγοράς γάλακτος ελέγχεται από μόλις 5 εταιρίες, το γνωστό, δηλαδή, καρτέλ των… κουμπάρων που ακόμα ερευνά(;) η δικαιοσύνη και η Επιτροπή Ανταγωνισμού.

Αντίστοιχα και ακόμα πιο "ώριμα" είναι τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη του ΙΟΒΕ, με μερίδιο 14% στο συνολικό κύκλο εργασιών, η βιομηχανία τροφίμων-ποτών αποτελεί το μεγαλύτερο κλάδο της ευρωπαϊκής μεταποίησης, πραγματοποιώντας το 2005 πωλήσεις ύψους 815 δισ. ευρώ και απασχολώντας πάνω από 4 εκατ. εργαζομένους.

Η ΕΕ σχεδιάζει, οι κυβερνήσεις υλοποιούν

Το διευθυντήριο των Βρυξελλών, με πρόθυμους εφαρμοστές των αποφάσεών του τις κυβερνήσεις, προωθεί, επί σειρά ετών, πλειάδα μέτρων που υπηρετούν το μεγάλο κεφάλαιο και τις πολυεθνικές των τροφίμων. Πρόκειται ξεκάθαρα για πολιτικές που αφήνουν ανεξέλεγκτα τα μονοπώλια της διατροφής να κερδοσκοπούν εις βάρος της υγείας των πολιτών, και τις οποίες, μάλιστα, παρουσιάζουν και ως διασφάλιση της "ποιότητας" βάσει τάχα υψηλών προδιαγραφών.

Η ΕΕ, προωθώντας μια οργανωμένη πολιτική, έχει παραχωρήσει κυριολεκτικά στα καρτέλ των τροφίμων τον έλεγχο της ασφάλειας των προϊόντων διατροφής που παράγουν, παρουσιάζοντας τη μεγάλη αυτή απάτη ως "σύστημα αυτοελέγχου", το περιβόητο πλέον HACCP. Οι αρμόδιοι φορείς ουσιαστικά ελέγχουν αν οι βιομήχανοι εφαρμόζουν "σύστημα αυτοελέγχου". Το πόσο ασφαλές είναι ένα προϊόν ελέγχεται δειγματοληπτικά και μόνο ύστερα από καταγγελία, που σημαίνει ότι τα τρόφιμα θα έχουν ήδη διοχετευτεί στην αγορά. Το πώς (δεν) λειτουργεί ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων είναι αποκαλυπτικό της πραγματικής κατάστασης.

Αντίστοιχα, κανείς μπορεί να απαριθμήσει πολλές ευρωπαϊκές οδηγίες και κανονισμούς που ανακοινώνονται κατά καιρούς με παράτες ως συστήματα ελέγχου και διασφάλισης της δημόσιας υγείας, τα οποία, όμως, ουσιαστικά αποτελούν το μανδύα νομιμότητας και το άλλοθι για το πάρτι των κερδοσκόπων. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περιβόητη ιχνηλασιμότητα των τροφίμων σε συνδυασμό με το επίσης "διάσημο" ευρωπαϊκό σύστημα προειδοποίησης, που υποτίθεται ότι θα μπορούσε να βρει ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεται ή πού έχει χρησιμοποιηθεί η παρτίδα των επικίνδυνων τροφίμων. Το πρακτικό αποτέλεσμα όλων αυτών των βαρύγδουπων; Ένα μήνα μετά, οι αρμόδιοι ακόμα αναζητούν 7.000 τόνους μολυσμένου ηλιελαίου στην ελληνική αγορά.

Στο ίδιο πλαίσιο των (μη) ελέγχων, και για ευνόητους λόγους, η ΕΕ εφηύρε και τον όρο "μη επικίνδυνα τρόφιμα", που σημαίνει ότι κάποια τρόφιμα μπορεί να είναι μολυσμένα, αλλά το μέγεθος της μόλυνσης να είναι τέτοιο που δεν τα καθιστά… επικίνδυνα(!). Μάλιστα, συνιστούν και επιτρεπόμενη… δοσολογία. Τι μας είπαν οι αρμόδιοι; Ότι μπορούμε… άφοβα να τρώμε ημερησίως μέχρι και τέσσερα κιλά τρόφιμα που περιέχουν ηλιέλαιο "εμπλουτισμένο" με ορυκτέλαια.

Τελευταίο τρανταχτό παράδειγμα του πόσο φροντίζει η ΕΕ και οι κυβερνήσεις για την υγεία μας και την ασφάλεια των τροφίμων είναι η οδηγία του 2004, η οποία, υπηρετώντας το εφοπλιστικό κεφάλαιο, επιτρέπει στα δεξαμενόπλοια που μεταφέρουν στις δεξαμενές τους λάδια για ανθρώπινη κατανάλωση να μεταφέρουν στις ίδιες δεξαμενές και ορυκτέλαια. Δηλαδή, το τάνκερ που μεταφέρει ορυκτέλαιο ξεφορτώνει σε κάποιο λιμάνι και αμέσως μετά και στις ίδιες δεξαμενές φορτώνει ελαιόλαδο, μεταφέροντάς το σε άλλο λιμάνι. Αλλά, προφανώς, για τους ιθύνοντες η ανάμιξη είναι "μικρή" και το ελαιόλαδο παραμένει "μη επικίνδυνο".


Συνειδητή πολιτική η μη λειτουργία του ΕΦΕΤ

Όλο αυτό το διάστημα, "δικαιωματικά" βρέθηκε στο επίκεντρο και ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ), o οποίος ιδρύθηκε το 1999 επί κυβέρνησης Σημίτη. Είναι ΝΠΔΔ και τελεί υπό την εποπτεία του υπουργείου Ανάπτυξης. Η δημιουργία του προκάλεσε –για ευνόητους λόγους– ενδοκυβερνητικό πόλεμο μεταξύ της τότε υπουργού Ανάπτυξης Βάσως Παπανδρέου και του τότε υπουργού Γεωργίας Γιώργου Ανωμερίτη, αφού μεταβιβαζόταν στο υπουργείο Ανάπτυξης ένα μεγάλο μέρος των ελέγχων που μέχρι τότε γίνονταν αποκλειστικά από το υπουργείο Γεωργίας. Η "συμβιβαστική" λύση που τότε βρέθηκε, και ισχύει μέχρι σήμερα, προβλέπει ότι οι έλεγχοι στην πρωτογενή παραγωγή παραμένουν στο υπουργείο Γεωργίας και ο ΕΦΕΤ είναι υπεύθυνος από τη μεταποίηση των προϊόντων μέχρι την κατανάλωση, δηλαδή, σε ό,τι έχει να κάνει με τη βιομηχανία τροφίμων.

Όλα αυτά τα χρόνια, ο ΕΦΕΤ συνειδητά υπολειτουργεί, αδυνατώντας να ανταπεξέλθει ακόμη και στα πιο στοιχειώδη. Από τις 590 θέσεις εργαζομένων που προβλέπει ο ιδρυτικός του νόμος, καλυμμένες είναι μόλις οι 180, ενώ από τις 13 προβλεπόμενες Περιφερειακές Διευθύνσεις λειτουργούν μόλις οι έξι. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή που έστειλε, ενάμιση μήνα μετά τις τελευταίες εκλογές, ο τότε πρόεδρος του ΕΦΕΤ, καθηγητής Ι. Βλέμμας, στον υπουργό Ανάπτυξης. Στην επιστολή του σημείωνε ότι επικρατεί τραγική κατάσταση στους ελέγχους τροφίμων και τόνιζε την αποδυνάμωση του ελεγκτικού μηχανισμού. Όταν έληξε η θητεία του, στη θέση του τοποθετήθηκε ο ως τότε αντιπρόεδρος Ευ. Λάζος, ο οποίος στις 4 Φεβρουαρίου 2008, με επιστολή του προς την ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης, πρότεινε λύσεις για να ενδυναμωθεί ο ΕΦΕΤ και να παίξει αποτελεσματικό ρόλο στον έλεγχο των τροφίμων. Βέβαια, καμιά από τις προτάσεις δεν υλοποιήθηκε και τελικά παραιτήθηκε την Τρίτη 20 Μαΐου, υπό το βάρος του σκανδάλου με το ηλιέλαιο.

Είναι προφανές ότι ο ΕΦΕΤ ουσιαστικά δεν λειτουργεί, κάτι που δεν οφείλεται σε "ολιγωρία" ή "γραφειοκρατικές αγκυλώσεις", αλλά πρόκειται για συνειδητή πολιτική επιλογή που αφήνει ελεύθερο το πεδίο στους βιομήχανους της διατροφής να αλωνίζουν ανενόχλητοι.


Παράνομη και επιδοτούμενη

Μετά το νέο διατροφικό σκάνδαλο, οι έλεγχοι που –υποχρεωτικά πλέον– έγιναν στην εταιρία Μάνος Α.Ε., η οποία εισήγαγε από την Ουκρανία τα νοθευμένα ηλιέλαια, έδειξαν ότι η συγκεκριμένη εταιρία δεν έχει καν άδεια λειτουργίας! Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση των ελεγκτών, το εργοστάσιο, που βρίσκεται στο Βόλο, δεν έχει άδεια λειτουργίας, δεν εφαρμόζει σύστημα αυτοελέγχου HACCP και δεν τηρεί αποτελεσματικό σύστημα ιχνηλασιμότητας (θυμάστε τι γράφαμε πιο πάνω για τα βαρύγδουπα αυτά συστήματα;). Και το κερασάκι: Η Μάνος Α.Ε. έχει επιδοτηθεί με 1,2 εκατ. ευρώ από το υπουργείο Ανάπτυξης!

Κείμενα: Μιχάλης Σιάχος