Σκέψεις της ΚΟΕ για το νέο πολιτικό σκηνικό

Μετά και τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, διαμορφώνεται ένα νέο πολιτικό σκηνικό, τα βασικά χαρακτηριστικά του οποίου είχαν προσδιοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τις κάλπες της 21ης Μαΐου. [Η ΚΟΕ είχε περιγράψει ορισμένα από αυτά, με την ανακοίνωσή της με τίτλο «Αυτό που συνέβη κι αυτό που λείπει», αλλά και με ομιλία στην εκδήλωση της εφημερίδας Δρόμος με θέμα «Εκλογές 2023: Νέο πολιτικό τοπίο και βαθύτερες ανάγκες»]

Στις εκλογές της 25ης Ιουνίου επιβεβαιώθηκαν ακόμα περισσότερο οι τάσεις και τα στοιχεία που συνθέτουν το νέο πολιτικό τοπίο με τρεις διαφορές που πρέπει να τονίσουμε: Πρώτο, το εύρος της αποχής (ψήφισαν περίπου 700.000 λιγότεροι από ότι πριν 1 μήνα). Δεύτερο, την ακόμα μεγαλύτερη πτώση της Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, Μερα25 και μικρότερα κόμματα). Τρίτο, την είσοδο στη Βουλή του κόμματος Σπαρτιάτες, το οποίο δεν είχε εμφανιστεί στις πρώτες εκλογές. Ακόμα, καταγράφηκε το «παράδοξο» να προκύπτει με απλή αναλογική 5κομματική Βουλή και με ενισχυμένη αναλογική 8κομματική, αφού κατόρθωσαν να εισέλθουν και άλλα δύο κόμματα (Νίκη και Πλεύση Ελευθερίας) που είχαν ήδη από τις προηγούμενες εκλογές πλησιάσει το 3%.

Η ανισορροπία που προέκυψε στο πολιτικό σύστημα με τον συσχετισμό που ανέδειξαν οι πρώτες κάλπες ανάμεσα στα δύο πρώτα κόμματα (40%-20%), αλλά και η δυσαρμονία ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και την κοινωνία, οδήγησαν σε μια τάση-προσπάθεια να μην αποκτήσει η Ν.Δ. ακόμα μεγαλύτερη ισχύ εντός του πολιτικού συστήματος και γίνει ανεξέλεγκτη και την προτίμηση μεγάλου μέρους των εκλογέων προς τα μικρότερα κόμματα και την αποχή.

Αλλά ας στρέψουμε την προσοχή μας σε ορισμένα ποιοτικά στοιχεία που σχετίζονται με το νέο πολιτικό σκηνικό. Όσα ακολουθούν δεν έχουν τόσο τη δομή μιας κλασικής ανακοίνωσης, αλλά περισσότερο αποτελούν σημεία «ζύμωσης» και μιας προσπάθειας γενικότερου προσανατολισμού.

1.

Έχει κλείσει αποφασιστικά ένας ευρύτατος πολιτικός κύκλος, ας τον χαρακτηρίσουμε για λόγους συνεννόησης αντιμνημονιακό, μαζί με ό,τι αυτός παρήγαγε σε πολιτικό επίπεδο, στην πολιτική «γεωγραφία», και σε συσχετισμό μέσα στο συστημικό-μνημονιακό μπλοκ. Στα 4 χρόνια αυτοδύναμης διακυβέρνησης της Ν.Δ. προστέθηκε στο ειδικό καθεστώς που διαμόρφωσαν τα μνημόνια και μια επιθετική ανασυγκρότηση του αστισμού. Προωθήθηκε μέσω κυρίως της διαχείρισης της ποσοτικής χαλάρωσης και των κονδυλίων που έρευσαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας προς ειδικές κατηγορίες και μερίδες των ελίτ, αλλά και με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και τις ευρύτερες επιπτώσεις της πανδημίας σε ολόκληρο τον πληθυσμό (έλεγχος, διαχείριση φόβου, πειθάρχηση κ.λπ.). Ακόμα, πρέπει να προσθέσουμε ότι η απουσία αντιπολίτευσης προς τη Ν.Δ. τής έδωσε πολλές ανάσες και σε δύσκολες στιγμές (π.χ. Τέμπη) ώστε να παρουσιάζεται σαν δήθεν ικανός και κάπως αποτελεσματικός διαχειριστής.

2.

Ο νέος κύκλος που ανοίγει είναι τελείως διαφορετικός από τον προηγούμενο και τα χαρακτηριστικά που αυτός είχε στα χρόνια 2010-2019, αλλά ακόμα κι από αυτά που είχε από το 2019 μέχρι το 2023, οπότε και τέθηκαν πιο αποφασιστικά οι βάσεις για τον πολιτικό κύκλο στον οποίο μπαίνουμε. Κύρια χαρακτηριστικά του νέου αυτού κύκλου είναι: Η κατάρρευση και χρεοκοπία της αριστεράς όπως την γνωρίσαμε μετά το 2010, η ενίσχυση μιας ορισμένης πολιτικής συντηρητικοποίησης, η νέα επικράτηση της Ν.Δ. με αυτοδυναμία και η ενίσχυση σχηματισμών στα δεξιά της Ν.Δ.

Στον νέο πολιτικό κύκλο κυριαρχούν οι «ακροκεντρώοι» μέσω της Ν.Δ. Το ενιαίο κόμμα της παγκοσμιοποίησης θα εκφράζεται κυρίως μέσα από το κόμμα αυτό, ενώ ο ρόλος των άλλων πτερύγων του (ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ) θα είναι υποδεέστερος αλλά πάντα υπαρκτός και θα συμπληρώνεται από την πολλαπλή δράση διαφόρων μηχανισμών (ΜΚΟ, ΜΜΕ κ.λπ.). Ο «συνασπισμός» αυτός, πιστός στο ενιαίο πλαίσιο ευρωκρατίας και ατλαντισμού, έχει κάθε λόγο να αναδεικνύει ως βασικό κίνδυνο για την κοινωνία τον «αντισυστημισμό» κάθε μορφής που «σηκώνει κεφάλι», την ίδια στιγμή που αυτός ο συνασπισμός είναι ο ίδιος ό,τι πιο ακραίο, εφαρμόζει μια επιθετική πολιτική απέναντι στην κοινωνία, και αφήνει εντελώς έκθετη την χώρα σε ό,τι θέλουν οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, η Ε.Ε. αλλά και ο τουρκικός επεκτατισμός.

Ο νέος πολιτικός κύκλος λοιπόν χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία του παγκοσμιοποιητικού μπλοκ και έναν νέο συσχετισμό στο εσωτερικό του με ηγεμονία της Ν.Δ. και χωρίς αντιπολίτευση, με συνεχιζόμενη καθοδική πορεία-κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και με την κεντροαριστερά σε αναζήτηση πολιτικής. Παράλληλα, μεγάλο μέρος της κοινωνίας μένει ακάλυπτο και χωρίς έκφραση αντιμετωπίζοντας με μεγάλη ανυποληψία ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.

3.

Οι εκλογές (και οι δύο αναμετρήσεις) έγιναν σε κλίμα αποπροσανατολισμού, όπου τα καίρια ζητήματα αποκρύφτηκαν, παρακάμφτηκαν, αφέθηκαν στο ημίφως διαφόρων υπαινιγμών που επιτρέπουν να αιωρούνται καθησυχαστικές αυταπάτες (π.χ. πορεία οικονομίας σε σχέση με νέες αποφάσεις της Ε.Ε. για τις ροές χρηματοδότησης, ελληνοτουρκικές σχέσεις με κάποιες ατάκες περί Ροδόπης αλλά αποφασιστική προώθηση της «Χάγης» και «κλείσιμο» θεμάτων όπως η αποστρατιωτικοποίησης των νησιών και οι «υποχρεώσεις της χώρας» στον πόλεμο της Ουκρανίας). Όλα αυτά ούτε καν αναφέρονταν στις προεκλογικές συζητήσεις, τα προγράμματα των κομμάτων κ.λπ. Όσο όμως κι αν αποκρύφτηκαν τα καίρια ζητήματα, αυτά θα επανέρχονται ξανά και ξανά, με σφοδρότητα, αποσταθεροποιώντας, παρά την φαινομενική νηνεμία, το νέο πολιτικό σκηνικό ή θα «σαπίζουν» μαζί του.

4.

Η μακροχρόνια στροφή σε έναν πολιτικό συντηρητισμό (από 2015 μέχρι και σήμερα) συνεχίζεται. Ενώ εκκινεί από χώρους συντηρητικούς (π.χ. Δεξιά, νεοφιλελεύθεροι, «ακροκεντρώοι» που οργανώνουν τον ατομικισμό, την χειραγώγηση και την παθητικότητα), στη συνέχεια αποκτά δικούς του τρόπους έκφρασης και μια δική του ιδιόμορφη πορεία (μέσα από κόμματα και σχηματισμούς που συγκροτεί ή τον εκφράζουν). Αποκτά έτσι την ικανότητα να διαπερνά κι άλλους χώρους ή και να εκτρέφεται από αυτούς (από την κεντροαριστερά, την παγκοσμιοποιητική αριστερά κ.λπ.) εκμεταλλευόμενος τις τεράστιες ελλείψεις τους ή την τεράστια αδιαφορία τους για τις μεγάλες ταυτότητες (εθνική – ταξική κ.λπ.). Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η διαχείριση Μητσοτάκη –μετριότατη και άθλια στην πραγματικότητα– έναντι των προβλημάτων, αναδεικνύεται επαρκής σε συνθήκες απουσίας αντιπολίτευσης, απουσίας κοινωνικής και πολιτικής εναλλακτικής –έστω εμβρυώδους– και κάμψης των δυνατοτήτων των ευρωπαϊκών κυρίαρχων μηχανισμών που μοιάζουν να αποδιοργανώνονται (άνοδος κι εκεί ακροδεξιών δυνάμεων, αναπροσανατολισμός προς την πολεμική βιομηχανία και τις ανάγκες του πολέμου στην Ουκρανία, υποταγή στις ΗΠΑ και τις υπαγορεύσεις τους).

5.

Αντίστοιχα, το Πολιτικό Σύστημα (δηλαδή η διεύθυνση της κοινωνίας και της χώρας μέσα από μια θεσμική και εξωθεσμική ισορροπία ανάμεσα στις διαγκωνιζόμενες ελίτ) είναι αντιμέτωπο με την παρακμή του και βυθίζεται στην ανυποληψία. Οι κρίσεις του, όταν παρουσιάζονται, αντιμετωπίζονται με συνταγές στις γνωστές ράγες, δηλαδή με τροποποίηση του πολιτικού σκηνικού ανάλογα με τις εξελίξεις χρησιμοποιώντας ίδιες συνταγές (βλέπε διαχείριση με Τέμπη, Πύλο, υποκλοπές, Ροδόπη, ακρίβεια, κόκκινα δάνεια και funds κ.λπ.). Έτσι, από στρατηγική άποψη δεν είναι αποκλειστικά το χειρότερο ενδεχόμενο η σκληρή επάνοδος της Δεξιάς με την ανεξέλεγκτη αυτοδυναμία της, αλλά εξίσου είναι ο εγκλωβισμός της χαμηλού τύπου αντισυστημικής διαθεσιμότητας και της ελπίδας για κάποια αλλαγή, σε μια αντιπαράθεση κυριαρχίας ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ ή και στην επιχείρηση ανασυγκρότησης του κεντροαριστερού χώρου. Επίσης δεν είναι λιγότερο καταστρεπτική η αριστερή εμμονή, να μην αποδέχεται κανένα μήνυμα που της απευθύνεται. Να μην είναι σε θέση και να μη θέλει να αλλάξει τίποτα ούτε στη στάση της ούτε στις προθέσεις της.

6.

Μεγάλη χαμένη είναι η Αριστερά, οι πολιτικές της και κυρίως ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα, δηλαδή ο τρόπος διαμόρφωσής της και τα σχήματα αυτού του τρόπου. Αν δεν τεθούν και ανιχνευτούν αυτά τα ζητήματα τώρα που ανοίγει ένας νέος πολιτικός κύκλος, τότε πάμε σε μια ακόμα περίοδο αριστερού αποπροσανατολισμού και επώδυνης διάλυσης. Πιο συγκεκριμένα, η Αριστερά συρρικνώνεται-αφανίζεται από τον πολιτικό χάρτη και παραμένει ένα εργαλείο πολιτικής ανάλυσης φθίνουσας ισχύος. Δηλαδή η διάκριση Αριστεράς / Δεξιάς, εξακολουθώντας να υπάρχει, γίνεται ολοένα και λιγότερο αποδοτική και αξιόπιστη, ώστε έχει πάψει πλέον να είναι κεντρικό εργαλείο ανάλυσης και ερμηνείας. Αυτό ισχύει με ολόκληρη την αρχιτεκτονική του Πολιτικού Συστήματος που βασίζεται στην συνακόλουθη γραμμικότητα: Ακροδεξιά / Δεξιά / Κεντροδεξιά / Κεντροαριστερά / Αριστερά / Ακροαριστερά και που συνοδεύεται από τη λογική της τοπικής εγγύτητας ανάμεσα στους κοντινούς-γειτονικούς χώρους κι άρα οργανικές και αυτονόητες συνεργασίες και συμμαχίες κοντινών χώρων. Αυτή η ανάλυση-κατάταξη εξυπηρετεί ευθέως το σύστημα αλλά και αφοπλίζει ιδεολογικά. [Μην ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοαναγνωρίζεται ως Κεντροαριστερά, το ΚΚΕ απορρίπτει τον όρο «Αριστερά», η Πλεύση δηλώνει «ούτε Δεξιά ούτε Αριστερά» και οι υπόλοιποι είναι εκτός Βουλής…]

7.

Το στρατηγικό αίτημα για τα πολιτικά πράγματα της χώρας δεν είναι η ανασύσταση μιας Αριστεράς γνήσιας, πατριωτικής, ανατρεπτικής ή ότι άλλο. Γιατί απέχουμε πάρα πολύ –σε όλα τα επίπεδα– από το να δημιουργηθεί ένας δευτερογενής μετωπικός χώρος ο οποίος θα προκύψει –όπως γινόταν πάντα– από την επιρροή πρωτογενών αυθεντικών υποκειμένων, αφού κι αυτά δεν υπάρχουν σήμερα. Το στρατηγικό είναι η διαμόρφωση μιας σοσιαλιστικής στοχοθεσίας και προοπτικής (δηλαδή ούτε καν κόμματος, κινήματος ή πόλου) μέσα από την απαίτηση για ένα σχέδιο εθνικής κυριαρχίας. Μια «μη αριστερή Αριστερά» λοιπόν σε στρατηγικό βάθος, που θα στηρίζεται στην αξεδιάλυτη ενότητα του εθνικού και του ταξικού στοιχείου, που θα κινείται στην προοπτική ενός εθνικού και κοινωνικού κινήματος και για την συγκρότηση ενός πολιτικού κινήματος.

8.

Τα νέα σχήματα που παρουσιάστηκαν δεν είναι ίδια και δεν πρέπει να τσουβαλιάζονται σε μια κατηγορία (π.χ. ακροδεξιά, φασίστες ή αντισυστημικοί). Άλλο είναι η Πλεύση Ελευθερίας, άλλο η Νίκη, άλλο η Ελληνική Λύση και άλλο οι Σπαρτιάτες (Κασιδιάρης), ένας κατεξοχήν φασιστικός σχηματισμός. Μέσα από το τσουβάλιασμα διαφορετικών καταστάσεων ηγεμονεύει η μεταμοντέρνα, παγκοσμιοποιητική, κορέκτ οπτική, αριστερή ή μη. Το επιχείρημα της ώσμωσης μεταξύ των εκλογικών βάσεων ανάμεσα στα κόμματα αυτά, ισχύει μέσα στα όριά του. Στην Ευρώπη αλλά και στην περίπτωση της Χ.Α. στη χώρα μας, η διείσδυση γινόταν κυρίως στις λαϊκές συνοικίες και άρα στην παραδοσιακή εκλογική βάση των κομμουνιστικών και αριστερών κομμάτων. Επί της ουσίας είναι διείσδυση στην ακατέργαστη οργή την οποία πλέον δεν μπορούν να εμπνεύσουν οι άνευροι του «συνταγματικού τόξου».

9.

Ανοίγει λοιπόν ένας νέος πολιτικός κύκλος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Τα «εργαλεία», οι «προσλαμβάνουσες», τα «στερεότυπα» είναι πεπαλαιωμένα. Πρέπει να αντικατασταθούν από μια φρέσκια ματιά και να οικοδομηθεί μια οπτική που να βασίζεται σε στρατηγικές απαιτήσεις και με συναίσθηση των συσχετισμών και των ελλείψεων που υπάρχουν. «Αυτό που λείπει» στη νέα αυτή κατάσταση είναι πιο μεγάλο, πιο δύσκολο, πιο αναγκαίο. Αυτό που λείπει δεν πρέπει να οδηγεί στην απογοήτευση, την αποστράτευση και τον παροπλισμό, αλλά σε συνεχείς διαρκείς προσπάθειες κάλυψής του. Σε αυτό καλούμαστε όλοι μας να συνεισφέρουμε ό,τι μπορούμε, όπως μπορούμε, ακόμα κι αν «σκάψουμε με τα χέρια μας» να ανοίξουμε νέους δρόμους χειραφέτησης και προοπτικής για την κοινωνία και την χώρα μας.