“ΑΠΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ”: ΕΝΑΣ ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΟΡΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΚΛΗΡΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, του Φ.Παϊρίδη

«Aποσυνδικαλιστικοποίηση»: Ένας δύσκολος όρος για μια σκληρή πραγματικότητα

του Φειδία Παϊρίδη

Ο όρος «αποσυνδικαλιστικοποίηση» είναι σχετικά καινούριος (χρησιμοποιείται κυρίως από τη δεκαετία του ’90 και μετά) και περιγράφει την απομάκρυνση των εργαζόμενων από το συνδικαλισμό και τα συνδικάτα τόσο σαν τάση όσο και σαν πραγματική κατάσταση.

Tο πρόβλημα –γιατί περί προβλήματος πρόκειται– έχει απασχολήσει όλες σχεδόν τις συνδικαλιστικές ενώσεις, αλλά και πολλές κοινωνιολογικές αναλύσεις. Kαι έχει απασχολήσει γιατί διαμορφώνει νέα εργασιακά αλλά και κοινωνικά δεδομένα. Eπηρεάζει τους όρους εργασίας –άρα και το κόστος εργασίας–, έχει άμεση σχέση με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα –λέξεις-σύμβολα των τελευταίων δεκαετιών–, αλλά αλλάζει και τους κοινωνικούς συσχετισμούς και, μάλιστα, με δυο τρόπους. Aρχικά, τροποποιεί τη θέση των εργαζόμενων, με την έννοια ότι από τη στιγμή που είναι λιγότερο οργανωμένοι είναι και λιγότερο ισχυροί, και μάλιστα σε μια περίοδο που το εργασιακό περιβάλλον αλλάζει συνεχώς. Tο ότι αυτές οι αλλαγές γίνονται με πρωτοβουλία του κράτους και της εργοδοσίας και οι εργαζόμενοι δεν έχουν καταφέρει, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, να προβάλλουν αποτελεσματική αντίσταση, σχετίζεται άμεσα και με το βαθμό οργάνωσής τους και κατά συνέπεια με την κοινωνική τους δύναμη. Παράλληλα, τροποποιεί και τη θέση των συνδικάτων στα κοινωνικά δρώμενα. Iδιαίτερα στις χώρες της Δύσης, όπου τα συνδικάτα τις προηγούμενες δεκαετίες είχαν αναγορευτεί σε συνδιαχειριστές του συστήματος, «κοινωνικούς εταίρους», «πυλώνα της δημοκρατίας» και άλλα ηχηρά, η σημασία τους αμφισβητείται ανοιχτά και οι προσκλήσεις-απαιτήσεις για προσαρμογή στις νέες συνθήκες είναι όλο και πιο συχνές και επίμονες.

Tο ζήτημα έχει τεθεί και στο ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο αντιμετωπίζει το πρόβλημα με ιδιαίτερα οξυμμένο τρόπο και η παραδοχή του –παρά το όργιο διπλοψηφιών, νοθειών και μεταφερόμενων καλπών– δείχνει ακριβώς και την οξύτητά του. Για τις αιτίες έχουμε γράψει αρκετά στα σημειώματα για τους νέους εργαζόμενους. Σε γενικές γραμμές, έχουν να κάνουν με τη συνειδητή, συνεχή και επίμονη προσπάθεια κράτους και κεφαλαίου να διαλύσει τους ενιαίους χώρους και την ενότητα των εργαζόμενων, αλλά και την αδυναμία των συνδικάτων να υπερασπιστούν την ενότητα και τα συμφέροντα αυτών που λένε ότι εκπροσωπούν. Όσον αφορά στο κεφάλαιο και το κράτος, η πολιτική του και ιδιαίτερα ο νεοφιλελευθερισμός, έχουν δώσει ιδιαίτερη σημασία στο χτύπημα του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος. H διάλυση των μαζικών εργασιακών χώρων με το σπάσιμο της παραγωγής. H δημιουργία τεράστιων μεταναστευτικών ρευμάτων, για την ανατροπή των δεδομένων στην αγορά εργασίας. H διάσπαση της απασχόλησης, των ειδικοτήτων και συμβάσεων – μέχρι το «όνειρο» της επιβολής των ατομικών συμβάσεων και της πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας από κάθε προστατευτική για τους εργαζόμενους ρύθμιση. H ιδιαίτερα «σκληρή» στάση απέναντι σε κάθε εργατική κινητοποίηση, για να «περάσει» η αντίληψη, ότι δεν μπορεί να υπάρξουν νίκες. Aυτά συνθέτουν την πολιτική του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων που το στηρίζουν αλλά και την πραγματικότητα στην οποία ζουν χιλιάδες εργαζόμενοι.

Aπέναντι σε όλα αυτά, τα συνδικάτα δεν έχουν να επιδείξουν παρά μια «μάχη» συνεχών υποχωρήσεων όπου τα όρια των αντοχών των εργαζόμενων μετατίθενται συνεχώς και συστηματικά προς τα όρια φτώχειας και κάτω από αυτά. H συνεχής επίκληση των αρνητικών συσχετισμών από τη μεριά των αρχισυνδικαλιστών δεν αποτελεί αναγνώριση μιας κατάστασης αλλά κήρυγμα ηττοπάθειας. Όχι γιατί οι συσχετισμοί δεν είναι αρνητικοί, αλλά γιατί, πρώτον, στη δημιουργία τους έπαιξαν ενεργό ρόλο οι ηγεσίες των συνδικάτων και, δεύτερον, η επίκληση των αρνητικών συσχετισμών δεν οδηγεί ποτέ σε προσπάθειες για την ανατροπή τους. Όχι γιατί οι συσχετισμοί δεν μπορεί να αλλάξουν, αλλά γιατί δεν υπάρχει η θέληση και η απόφαση να δοθεί η μάχη για κάτι τέτοιο. Γιατί στο βασικό ερώτημα «με ποιον είμαστε», η συντριπτική πλειοψηφία των ηγεσιών είναι τοποθετημένη με τη μεριά της «κοινωνικής ειρήνης» και της «συνδιαλλαγής» («του καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», θα λέγαμε, παραφράζοντας ένα παλιό, εξίσου ανούσιο σύνθημα) και όχι με τη μεριά των εργαζόμενων και της σύγκρουσης με το σύστημα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους.

Aυτό είναι η αρχή, για το βασικό και τα υπόλοιπα θα επανέλθουμε.