Η “εναλλακτική κυβερνητική πρόταση” και τα πραγματικά στοιχήματα, του Σπύρου Παναγιώτου

Απαιτείται ουσιαστικός διάλογος για το ΣΥΡΙΖΑ

Η πρόσφατη πρόταση του Α. Αλαβάνου και άλλων στελεχών του ΣΥΝ για την ανάγκη διατύπωσης μιας "εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης" με "πυρήνα τη ριζοσπαστική αριστερά" δικαιολογημένα προκάλεσε έντονη συζήτηση και προβληματισμό.

Η κάμψη της επιρροής του δικομματισμού, το δυνάμωμα της λαϊκής δυσαρέσκειας αλλά και των αντιστάσεων των εργαζόμενων, η αύξηση των εκλογικών ποσοστών της Αριστεράς και η βελτίωση της επιρροής της (όπως καταγράφεται στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις) δημιουργούν ευνοϊκές προϋποθέσεις και ευκαιρίες για μια αλλαγή του πολιτικού τοπίου και για την ορμητική είσοδο της Αριστεράς στην πολιτική σκηνή.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι υλικοί όροι για τη σημερινή εικόνα υπήρχαν από καιρό. Η εκδήλωσή τους, όσον αφορά τουλάχιστον το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, σχετίζεται με το ότι το τελευταίο διάστημα εκφράστηκε με σαφήνεια και αποφασιστικότητα ένας καθαρός αντιπολιτευτικός λόγος στις κυβερνητικές επιλογές. Με την ίδια σαφήνεια διατυπώθηκε η αντίθεση με τις σειρήνες της κεντροαριστεράς και καταδείχθηκε η στρατηγική συμφωνία στις βασικές επιλογές ανάμεσα στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Το σημαντικότερο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συνδέθηκε με τα κινήματα και τις αντιστάσεις του λαού και της νεολαίας. Αυτά έπαιξαν και παίζουν αποφασιστικό ρόλο για την αύξηση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ και την πρωτοφανή βελτίωση της εικόνας και της αποδοχής των στελεχών του.

Δεν αποκτάς ακριβά πράγματα σε φθηνή τιμή

Το κρίσιμο ερώτημα είναι, πού βρισκόμαστε τώρα; Όποιος παρακολουθεί με ειλικρίνεια τα όσα συμβαίνουν στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ δε μπορεί παρά να διαπιστώσει την αγωνία εκατοντάδων αγωνιστών του ότι οι επιτυχίες της "κορυφής" δεν έχουν καταφέρει να περάσουν και στη "βάση". Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι τοπικές επιτροπές του ΣΥΡΙΖΑ, στις πόλεις, στους χώρους δουλειάς, στη νεολαία δεν έχουν αποσαφηνισμένο περιεχόμενο δουλειάς και τρόπο λειτουργίας. Και αυτό δεν συμβαίνει με ευθύνη των τοπικών επιτροπών. Δεν πρόκειται για δευτερεύον ζήτημα. Η μονιμότερη ανατροπή των συσχετισμών και η σταθερή αλλαγή του πολιτικού σκηνικού δεν επιτυγχάνεται απλά και μόνο με αυξημένα εκλογικά ποσοστά. Πολύ περισσότερο δεν επιτυγχάνεται με τις καταγραφές των δημοσκοπήσεων. Για να έχουν οι σημερινές επιτυχίες μόνιμο χαρακτήρα απαιτείται, όπως έχει επισημανθεί από πολλούς, η απόκτηση σταθερών δεσμών με όσους υφίστανται τις συνέπειες του νεοφιλελευθερισμού, η ανάληψη πρωτοβουλιών "από τα κάτω", η δημιουργία γεγονότων, ο χρωματισμός των εξελίξεων. Κάτι τέτοιο μέχρι στιγμής δεν υπάρχει, αν και η συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ, τον προσεχή Μάρτη, δίνει μια σημαντική ευκαιρία.

Αντί γι’ αυτό, στην πολιτική συζήτηση κυριαρχούν οι δηλώσεις των σ. Αλαβάνου, Τσίπρα και άλλων στελεχών του ΣΥΝ για την ανάγκη διατύπωσης μιας "εναλλακτικής πρότασης εξουσίας". Θα περίμενε κανένας να έχουν υπάρξει πιο αναλυτικές και αποσαφηνισμένες επεξηγήσεις αυτής της πρότασης. Ούτε αυτό υπάρχει μέχρι στιγμής, και έτσι δεν γίνεται δυνατός ένας ουσιαστικός διάλογος σχετικά με αυτό το ζήτημα. Αυτό από μόνο του δεν είναι καλό, δημιουργεί τουλάχιστον συγχύσεις.

Δεν υπάρχει βέβαια καμία ανάγκη να γίνει "δίκη προθέσεων" σχετικά με την πρόταση αυτή. Υπάρχει όμως ανάγκη να διατυπωθούν ορισμένες πρώτες σκέψεις:

  1. Η διατύπωση μιας τόσο σοβαρής πρότασης δεν αποτελεί "αρχηγικό δικαίωμα". Ούτε καν δικαίωμα μια συνιστώσας, ακόμα και της μεγαλύτερης, του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ. Η διατύπωσή της, για να ήταν αποτελεσματική, θα προϋπέθετε μια πιο αναλυτική και εμπεριστατωμένη ανάλυση που θα γινόταν αντικείμενο συζήτησης στη γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, στην κοινοβουλευτική ομάδα, στις συνιστώσες και τους ανεξάρτητους του εγχειρήματος, αλλά και στις τοπικές επιτροπές, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του εγχειρήματος όπου υπάρχουν και δρουν. Αυτά βέβαια αφορούν τη διαδικασία, που όμως έχει κι αυτή τη σημασία της.
  2. Οι δηλώσεις για "εναλλακτική πρόταση" φαίνεται ότι κυρίως απαντούν στις επισημάνσεις των ΜΜΕ και την προπαγάνδα των κομμάτων εξουσίας ότι τα μικρά κόμματα σαν "κόμματα διαμαρτυρίας", είναι καταδικασμένα σε περιορισμένη απήχηση και "περιθωριακό" ρόλο. Απαντά δηλαδή μάλλον στα "επιχειρήματα του αντιπάλου" παρά στηρίζεται στις εκτιμήσεις των δυνατοτήτων και των αδυναμιών που έχει σήμερα το εγχείρημά μας. Στην πραγματικότητα απαντά σε σκόπιμα λαθεμένα επιχειρήματα. Γιατί το εγχείρημα και η δράση του ΣΥΡΙΖΑ έδειξαν ότι και η επιρροή του μπορεί να αυξηθεί και με τη δράση του να ματαιώσει σημαντικές πλευρές αντιλαϊκών μέτρων, γεγονός που δε συνιστά "περιθωριακό ρόλο".
  3. Η διατύπωση ενός εναλλακτικού προγράμματος και η συγκρότηση μιας προοδευτικής πλειοψηφίας δεν είναι, δεν πρέπει να είναι, υπόθεση ταμπού για την Αριστερά. Πιο "ξύλινα", δεν κριτικάρεται από "όρους αρχής". Είναι βέβαια αναγκαίο να γίνεται μια διάκριση ανάμεσα στα "πρώτα βήματα" και τον τελικό στόχο, το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Και τα δύο καθορίζονται από έναν ορισμένο συνδυασμό αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων. Ας περιοριστούμε όμως στα "πρώτα βήματα", μιας και αυτό φαίνεται να υπονοεί η πρόταση του σ. Αλαβάνου. Δεν αποτελεί ρεαλιστική εκτίμηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, με την αναγκαία διεύρυνσή του, βρίσκεται σήμερα σε θέση "να κατακτήσει την εξουσία" – αν βέβαια αποκλείσουμε τα κεντροαριστερά σενάρια. Αντίθετα, αποτελεί λαθεμένη επιλογή η διολίσθηση σε έναν πρόωρο "κυβερνητισμό". Σήμερα είναι στιγμή δυναμώματος των αγώνων, σύνδεσης με τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ανάληψης ριζοσπαστικών πρωτοβουλιών. Είναι ανάγκη να διατυπωθεί στις νέες συνθήκες το όραμα της Αριστεράς και κυρίως ένα πολιτικό πρόγραμμα πάλης που να δείχνει ότι είναι δυνατό να βαδίσει ο τόπος σε άλλη κατεύθυνση. Και παράλληλα, να συνδεθεί αυτό το πρόγραμμα πάλης με τη διεκδίκηση άμεσων μέτρων ανακούφισης των εργαζόμενων και της νεολαίας (βλ. "Αριστερά!" φ. 235, σελ 9).
  4. Η διατύπωση ενός "εναλλακτικού προγράμματος εξουσίας" και πολύ περισσότερο η εφαρμογή του έχει ως στοιχειώδη προϋπόθεση τη διαμόρφωση ενός πλειοψηφικού ρεύματος στην ελληνική κοινωνία, ικανού να εμπνεύσει αλλά και να στηρίξει τις αναγκαίες "ρήξεις και συγκρούσεις" που απαιτεί ένας τέτοιος δρόμος. Και αυτό το "πλειοψηφικό ρεύμα" δεν συγκροτείται με εκλογικές διεργασίες. Συγκροτείται στο πεδίο των καθημερινών αγώνων, εκεί όπου διαμορφώνονται ή μετασχηματίζονται συνειδήσεις. Και, από αυτή την πλευρά, η διατύπωση της "εναλλακτικής πρότασης" θα προϋπέθετε τη διατύπωση προτάσεων για τη διαμόρφωση αυτού του πλειοψηφικού ρεύματος, όχι απλά για την "αυθόρμητη" προσέλευση στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ. Θα προϋπέθετε ακόμα τη συζήτηση και τα μέτρα για την οργανωτική συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ σαν στοιχειώδη ανάγκη και όρο για το ξεδίπλωμα μιας καθημερινής δράσης και αγώνων, μιας βαθύτερης πολιτικοποίησης και ριζοσπαστικού προσανατολισμού ενός υπαρκτού δυναμικού. Αν το δεύτερο ξεχνιέται και προβάλλεται το πρώτο, όχι άδικα προκαταβάλλει για συνειρμούς που παραπέμπουν σε αποτυχημένες απόπειρες του παρελθόντος (π.χ. Αλιέντε) για τους καλοπροαίρετους, ή για καταδικασμένες απόπειρες κεντροαριστερής διακυβέρνησης (π.χ. Ιταλία) για τους πιο δύσπιστους.
  5. Υπάρχει αναμφισβήτητα ανάγκη να διατυπωθούν θέσεις για όλα αυτά. Ο πιο ασφαλής, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι οι καταλήξεις σε αυτά τα κρίσιμα ζητήματα να γίνουν στο σύνολο των αγωνιστών του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει ανάγκη να ξεκινήσει ένας διάλογος, γονιμοποιημένος από δράσεις και μαζικές πρωτοβουλίες. Με την "καθοδήγηση" ή το συντονισμό, αν προτιμάτε, από το κέντρο, αλλά όχι σαν προϊόν συζήτησης ή συμψηφισμών στην κορυφή.

Η συζήτηση έχει ανοίξει. Ας ανοίξει ουσιαστικά. Να εμπιστευτούμε τη ραχοκοκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό είναι το δίδαγμα της μέχρι τώρα πορείας μας. Αυτή είναι η πιο ακριβή μας επιτυχία.

Σπύρος Παναγιώτου