ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ”

Προδημοσίευση από το βιβλίο «η επανάσταση του Οκτώβρη»

Η Επανάσταση ζωντανεύει μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου

Αυτή την εβδομάδα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Α/συνεχεια το βιβλίο «Η Επανάσταση του Οκτώβρη». Πρόκειται για μια έκδοση που με ζωντανό και άμεσο τρόπο καταφέρνει, μέσα από τις προσωπικές αναμνήσεις και μαρτυρίες δεκάδων πρωταγωνιστών, να μεταφέρει τον αναγνώστη στις θυελλώδεις ημέρες του Οκτώβρη, της κοσμοϊστορικής επανάστασης που σάρωσε απ’ άκρη σ’ άκρη την αχανή Ρωσία. Στο πρώτο μέρος του ξαναζούμε την εξέγερση στην Πετρούπολη, στο δεύτερο την εξάπλωση της Επανάστασης σε όλη τη Ρωσία, στο τρίτο τις δίχως προηγούμενο πρώτες προσπάθειες για την εδραίωση της νεαρής σοβιετικής εξουσίας. Στα τρία πρώτα μέρη μάς μιλούν όχι οι ηγέτες, αλλά κυρίως απλοί αγωνιστές και μεσαία στελέχη των μπολσεβίκων, αυτοί που αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της Επανάστασης. Όμως και το τέταρτο μέρος έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: μέσα από τα μάτια τεσσάρων αντεπαναστατών, βιώνουμε την αγωνία του παλιού κόσμου που ζει τις τελευταίες του στιγμές. Το βιβλίο συμπληρώνεται από έναν εκτενή και κατατοπιστικό πρόλογο της Αντριάνα Κιάια (υπεύθυνης της ιταλικής έκδοσης, από την οποία έγινε η μετάφραση προς τα ελληνικά), καθώς και χρονολόγιο των ημερών της Επανάστασης, βιογραφικά των προσωπικοτήτων που αναφέρονται στο βιβλίο, και παράρτημα με 7 σημαντικά ντοκουμέντα εκείνης της εποχής.

Δημοσιεύουμε εδώ αποσπάσματα από ορισμένες χαρακτηριστικές μαρτυρίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο. Η 16χρονη τότε Ελιζαμπέτα Γιακόβλεβνα Ντράμπκινα, το «σπουργιτάκι» όπως την αποκαλούσε ο Λένιν, δίνει μια γεύση της Πετρούπολης στις παραμονές της Επανάστασης. Ο Ιβάν Φλερόφσκι μας ταξιδεύει μαζί με τους ναύτες και τους κοκκινοφρουρούς που από την Κρονστάνδη κατευθύνονται στην Πετρούπολη για να ενισχύσουν την τελική έφοδο. Τέλος, ο Ντμίτρι Αντρέγιεβιτς Φουρμάνοφ διηγείται τον πανζουρλισμό που ξέσπασε στο τοπικό Σοβιέτ του μακρινού Ιβάνοβο-Βοζνεσένσκι μόλις μαθεύτηκε η ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης. Προμηθευτείτε την «Επανάσταση του Οκτώβρη» και ζείστε μαζί με τους πρωταγωνιστές της την πρώτη νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση, που έβγαλε την ανθρωπότητα από την προϊστορία!

328 σελίδες, 10 ευρώ. Μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση, Κατερίνα Σκλαβενίτη, Πέτρος Στανγκανέλης. Επιμέλεια: Ερρίκος Φινάλης. Ιδέα εξωφύλλου: Χρ. Γιοβανόπουλος.

 

 

Ελιζαμπέτα Γιακόβλεβνα Ντράμπκινα

ΤΩΝ ΑΣΤΩΝ ΤΑ ΚΟΚΑΛΑ ΠΑΓΩΝΑΝ…

Γίνονταν εκείνη την εποχή μετεωρολογικές προβλέψεις; Αν είχαν γίνει, θα έπρεπε να λένε για τις 17 Οκτώβρη: «Πυκνή συννεφιά χωρίς διαστήματα ηλιοφάνειας, συνεχείς βροχοπτώσεις ανάμικτες με χιονοπτώσεις. Έντονοι άνεμοι, από μέτριοι έως σφοδροί. Θερμοκρασία: τη νύχτα από 5 έως 7 υπό το μηδέν, την ημέρα γύρω στο μηδέν».

Αν όμως τύχαινε να ρωτήσει κανείς οποιονδήποτε από όσους συμμετείχαν στα γεγονότα του Οκτώβρη πώς ήταν ο καιρός εκείνες τις μέρες, εκείνος θα σκεφτόταν, θα τέντωνε την πλάτη του, θα χαμογελούσε με την ανάμνηση και απλώνοντας τα χέρια θα έλεγε: «Υπέροχος! Λαμπρός! Η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή, ρωμαλέα… ένα λεπτό χιόνι… εκείνη η ευχάριστη ομίχλη της πόλης, αναμεμιγμένη με τον καπνό της φωτιάς… και πάνω απ’ όλα ο άνεμος. Ένας υπέροχος άνεμος, χαρωπός, κατά κύματα. Ακριβώς ο άνεμος που έπρεπε να φυσάει τις μέρες που σκουπιζόταν απ’ τη Γη όλη η βρωμιά του παλιού κόσμου!».

Έκανε κρύο; Φυσικά! Καθώς τρέχαμε στους δρόμους, τα δόντια μας χτυπούσαν απ’ το κρύο. Όμως εμάς δεν μας ένοιαζε, ήμασταν συνηθισμένοι. Αντίθετα, των αστών τα κόκαλα πάγωναν. Επιτέλους, θα μάθαιναν αυτά τα καθάρματα τι σημαίνει δυστυχία!

Σκοτεινές νύχτες, σκοτεινοί δρόμοι… Πώς άλλαξε η Πετρούπολη τους δύο τελευταίους μήνες! Εξαφανίστηκαν οι κόκκινες κορδέλες που στόλιζαν τόσο τις μεταξωτές φόδρες των φράκων, όσο και τα ξεθωριασμένα πανωφόρια των στρατιωτών. Χάθηκε από τα πρόσωπα η θωπευτική, άβουλη έκφραση. Οι συνοικίες των αστών βυθίστηκαν στη σιωπή. Οι μονοκατοικίες των εκατομμυριούχων και οι ξένες πρεσβείες σα να πέθαναν: οι μεγάλες πόρτες των εισόδων έκλεισαν με βαριά μάνταλα, τα τζάμια των παραθύρων καλύφθηκαν με αδιαφανείς τέντες.

Εμείς όμως ξέρουμε ότι αυτή η σιωπή είναι μια ψευδαίσθηση. Οι αστοί δεν κοιμούνται. Οι αστοί ξαγρυπνούν. Οι αστοί ανασυντάσσουν τις δυνάμεις τους. Οι αστοί έπλεξαν δίχτυα συνωμοσίας ενάντια στην επανάσταση. […]

 

Ιβάν Φλερόφσκι

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ «ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ»

Ήταν ένα συννεφιασμένο φθινοπωρινό πρωί όταν στην Κρονστάνδη άρχισε η επιβίβαση στα πλοία. Με τις μαύρες φόρμες αγγαρείας, με τα ντουφέκια στον ώμο και τους γυλιούς και τις παλάσκες γεμάτες σφαίρες δεμένες καλά στις ζώνες, με τη συνήθη ταχύτητα και επιδεξιότητα, οι ναύτες σκαρφάλωναν στις σκάλες από σκοινί των πολεμικών πλοίων. Αντίθετα, με τρόπο αδέξιο σκαρφάλωναν οι στρατιώτες και οι κοκκινοφρουροί, ασυνήθιστοι σε παρόμοιες επιβιβάσεις. Στις οχτώ η επιβίβαση είχε τελειώσει. Η επαναστατική διοίκηση είχε τακτοποιηθεί στο αντιτορπιλικό Αμούρ, στην καμπίνα της επιτροπής του πλοίου. Το Αμούρ ήταν η ναυαρχίδα του στολίσκου.

Η σειρήνα σήμανε συγκέντρωση και οι ναύτες μαζεύτηκαν στα κεντρικά και τα πάνω καταστρώματα. Όταν είδα μπροστά μου τα συγκεντρωμένα πρόσωπα, όταν είδα αυτό το πλήθος ματιών να είναι καρφωμένα πάνω μου, ρίγη ενθουσιασμού διαπέρασαν όλο μου το κορμί και για λίγα δευτερόλεπτα ένιωσα έναν κόμπο στο λαιμό. Όπως ποτέ άλλοτε, ένιωσα τους δεσμούς που με ένωναν μ’ αυτό το πλήθος προσώπων και ματιών. Δεν ήθελα να μιλήσω, μόνο να σφίξω στην αγκαλιά μου αυτή τη δύναμη της προλεταριακής επανάστασης, αυτού του μεγάλου ονείρου που επρόκειτο να γίνει πραγματικότητα.

Με μεγάλη προσπάθεια κατόρθωσα να πω λίγα λόγια:

– Σύντροφοι, συμβαίνουν πράγματα πρωτοφανή στην ιστορία μας και στην ιστορία όλου του κόσμου. Πάμε να κάνουμε μια κοινωνική επανάσταση. Πάμε να ρίξουμε με τα όπλα την εξουσία του κεφαλαίου. Έτυχε σ’ εμάς αυτή η απέραντη χαρά, να κάνουμε πραγματικότητα τα παθιασμένα όνειρα των καταπιεσμένων…

Η εικόνα αυτής της συγκέντρωσης λίγα λεπτά πριν αναλάβουμε δράση είναι ακόμα ζωντανή μπροστά στα μάτια μου και δύσκολα οποιοσδήποτε από αυτούς που συμμετείχε μπορεί να την έχει ξεχάσει. Ούτε χειροκροτήματα, ούτε φωνές και ζητωκραυγές. Αγκαλιαζόντουσαν μεταξύ τους, φιλιόντουσαν, έσφιγγαν τα χέρια τους. Από τα όλο αποφασιστικότητα, ανεμοδαρμένα πρόσωπά τους, κυλούσαν δάκρυα…

Μια σκηνή αρκετά διαφορετική. Στις καμπίνες υπήρχαν παρέες των «κυρίων αξιωματικών». Εδώ επικρατούσε άλλη ατμόσφαιρα: ανησυχία, αγωνία, αμηχανία. Στην είσοδό μου και στο συνήθη χαιρετισμό σηκώθηκαν όρθιοι, άκουσαν τη σύντομη εξήγηση που έδωσα… και τη διαταγή:

– Πάμε να ανατρέψουμε την Προσωρινή Κυβέρνηση. Η εξουσία περνάει στα Σοβιέτ. Δεν βασιζόμαστε στη συγκατάθεσή σας, ούτε και μας χρειάζεται, απαιτούμε όμως να παραμείνετε στις θέσεις σας, να εκπληρώσετε με ακρίβεια τα καθήκοντά σας στο πλοίο και να εκτελέσετε τις διαταγές μας. Δεν θα σας κουράσουμε άλλο με περιττά λόγια.

Για απάντηση ακούστηκε ένα σύντομο «μάλιστα κύριε» του κυβερνήτη του πλοίου, και αμέσως οι αξιωματικοί κατευθύνθηκαν στις θέσεις τους. Ο κυβερνήτης ανέβηκε στη γέφυρα. […]

 

Ντμίτρι Αντρέγιεβιτς Φουρμάνοφ

ΣΕ ΧΑΙΡΕΤΟΥΜΕ, ΝΕΑ ΖΩΗ!

[…] Ήταν 25 του μήνα… Ίσως το πρωί ή το βράδυ… ή ίσως κι εκείνη τη στιγμή να κελαηδούσαν τα μυδραλιοβόλα, να χτυπούσε το πυροβολικό, ή οι γραμμές των εργατών να ξεκινούσαν την πορεία, και ίσως είχε αρχίσει να ρέει άφθονο το αίμα των αδερφών μας… Αν μπορούσαμε να πληροφορηθούμε αμέσως… Θα ανασαίναμε από ανακούφιση…

Τρεις φορές αποπειράθηκα να μιλήσω στο τηλέφωνο με τη Μόσχα, αλλά δεν τα κατάφερα. Τελικά με συνέδεσαν με τη σύνταξη της εφημερίδας Ιζβέστια από όπου άκουσα λίγα αλλά συγκλονιστικά νέα:

– Ανέτρεψαν την Προσωρινή Κυβέρνηση!

Θυμάμαι ότι έτρεξα στην αίθουσα, διέκοψα το βουητό, και αφού ακολούθησε νεκρική σιγή, με αργά, καθαρά λόγια τους είπα τα νέα:

– Σύντροφοι, η Προσωρινή Κυβέρνηση έπεσε!

Μετά από ένα δευτερόλεπτο σιωπής όλη η αίθουσα σηκώθηκε στο πόδι. Ο καθένας φώναζε ό,τι του κατέβαινε, άλλος έβριζε, άλλος θριαμβολογούσε, άλλος έσφιγγε το χέρι του διπλανού, άλλος πηδούσε στα καθίσματα, ενώ κάποιοι, χωρίς φανερό λόγο, χειροκροτούσαν, χτυπούσαν τα πόδια, χτυπούσαν τις μαγκούρες τους στο πάτωμα και τα καθίσματα και ούρλιαζαν ξεφωνίζοντας:

– Σύντροφοι!… Σύντροφοι!… Σύντροφοι!…

Ένας παρορμητικός μηχανικός χούφτωσε μια μεγάλη καρέκλα και την έριξε στο πάτωμα με θόρυβο, χωρίς ευτυχώς να κτυπήσει κανέναν… Κραυγές χαράς, ουρλιαχτά, τραγούδια, όλα μαζί σε μια απερίγραπτη χαοτική φασαρία…

Ξάφνου κάποιος φώναξε: «Τη Διεθνή!»

Και από το χάος υψώθηκαν ξαφνικά, όλο και πιο στεντόρεια, οι νότες του ιερού ύμνου… Τον είχαμε τραγουδήσει πριν, θα τον τραγουδούσαμε πάλι αμέτρητες φορές, αλλά δεν θυμάμαι να τον τραγουδήσαμε άλλη φορά με τέτοιο τρόπο, με τέτοια εσωτερική ένταση, με τόση ορμή και ζέση, με τόσο βαθιά πίστη σε κάθε στροφή:

«Εμπρός της γης οι κολασμένοι, της πείνας σκλάβοι εμπρός, εμπρός! Το δίκιο απ’ τον κρατήρα βγαίνει, σαν βροντή σαν κεραυνός. Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια! Όλοι εμείς οι ταπεινοί της γης, που ζούσαμε στην καταφρόνια, θα γίνουμε το παν εμείς!».

Δεν τραγουδούσαμε μονάχα, αλλά βλέπαμε μπροστά μας να σηκώνονται, να βαδίζουν, να ρίχνονται οι εργάτες παρατεταγμένοι στην τελική θανάσιμη μάχη. Ακούγαμε τις απειλητικές πολεμικές κραυγές, ακούγαμε τις αυστηρές, κοφτές, ακριβείς διαταγές, ακούγαμε την οχλοβοή των όπλων… Ναι, ναι, ο στρατός των προλετάριων είχε ξεσηκωθεί!