Ποιος διάλογος; Με ποιο στόχο;
του Γιάννη Δραγασάκη*
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 14/10/2007
Το μεγάλο πρόβλημα με την κυβερνητική πολιτική, και τη σημερινή και την προγενέστερη του ΠΑΣΟΚ, στην κοινωνική ασφάλιση δεν είναι μόνο ότι περικόπτει, συμπιέζει ή και εκθεμελιώνει ασφαλιστικά δικαιώματα, ιδιαίτερα των νέων, αλλά και των παλαιών ασφαλισμένων. Το κυριότερο είναι ότι αυτό γίνεται χωρίς να αίρεται ή να περιορίζεται έστω η πρωτογενής ελλειμματικότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Είναι έτσι, αυτές οι διαδοχικές, φέτα – φέτα περικοπές ασφαλιστικών δικαιωμάτων, από το νόμο Σιούφα ώς τις μέρες μας, θυσίες χωρίς ελπίδα, ότι, έστω και έτσι, η βιωσιμότητα του συστήματος μπορεί να διασφαλιστεί.
Με τον όρο «πρωτογενής ελλειμματικότητα» εννοούμε εδώ όχι την κρατική χρηματοδότηση (που κι αυτή είναι ελλειμματική), αλλά τους παράγοντες εκείνους που καθιστούν αναγκαία τη διαρκή αύξηση της χρηματοδότησης αυτής από το κράτος. Και επιμένουμε στη διάσταση αυτή, της πρωτογενούς ελλειμματικότητας, διότι αν αυτή δεν αντιμετωπισθεί, τότε πράγματι η προσφυγή στην κρατική χρηματοδότηση μπορεί τελικά κι αυτή να αποδειχθεί μη βιώσιμη.
Επανερχόμενοι, όμως, τώρα, στους παράγοντες αυτής της πρωτογενούς ελλειμματικότητας, διαπιστώνουμε ότι αυτοί είναι ταυτόχρονα και παράγοντες που έχουν επιλεγεί για τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας, της κερδοφορίας και της συσσώρευσης του κεφαλαίου στη χώρα μας. Αν δούμε το ασφαλιστικό με όρους πολιτικής οικονομίας και όχι στενής διαχείρισης, διαπιστώνουμε ότι μέσω της κοινωνικής ασφάλισης επιχορηγούνται τα κέρδη των εφοπλιστών, των τραπεζών και γενικά του κεφαλαίου εις βάρος των ασφαλισμένων, των φορολογουμένων και της βιωσιμότητας του συστήματος.
Η περιβόητη εισφοροδιαφυγή, π.χ., δεν είναι ένα λάθος που διέφυγε της προσοχής των κυβερνήσεων. Η διαχρονική ανοχή στη φοροδιαφυγή, αλλά και η εκ των υστέρων νομιμοποίησή της με διαρκείς «ειδικές» ρυθμίσεις, δείχνει ότι πρόκειται για μια επιλογή.
Αυτή η επιλογή, όμως, στοιχίζει περί τα 4 δισ. ευρώ το χρόνο στο ασφαλιστικό σύστημα. Η εισφοροδιαφυγή θα συνεισφέρει στο πρωτογενές έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης περί τα 100 δισ. ευρώ για την επόμενη εικοσαετία ή και περισσότερα, αν η τάση αύξησής της δεν ανακοπεί σε σύντομο χρόνο.
Το ίδιο και σε ακόμη μεγαλύτερη έκταση ισχύει με την ανασφάλιστη εργασία και με τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Αυτές και επισήμως αναγνωρίζονται όχι ως ένα λάθος ή ως μια ανωμαλία, αλλά ως μια επιδίωξη, με στόχο η μερική απασχόληση να αυξηθεί ει δυνατόν και στο 20%, το 30% ή και σε μεγαλύτερο ποσοστό επί του εργατικού δυναμικού, διότι αυτό βοηθά, υποτίθεται, στη μείωση της ανεργίας και στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Οι «μερικές» ασφαλιστικές εισφορές, όμως, που καταβάλλουν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι, δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν πλήρεις συντάξεις ούτε πλήρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Μια νέα, λοιπόν, αυξανόμενων διαστάσεων ελλειμματικότητα προκύπτει εδώ, όπως και η Παγκόσμια Τράπεζα έχει αναγνωρίσει, μέσω αυτού του τρόπου επιδίωξης ανταγωνιστικότητας που βασίζεται στο χαμηλό εργατικό κόστος και όχι στην παιδεία, την έρευνα, τις καινοτομίες. Ο κίνδυνος για τη βιωσιμότητα της κοινωνικής ασφάλισης προκύπτει έτσι, σε τελική ανάλυση, όχι από τις ισχνές, ούτως ή άλλως, σε γενικές γραμμές παροχές του συστήματος, αλλά από ένα μη βιώσιμο μοντέλο ανταγωνιστικότητας στο οποίο αυτή έχει προσδεθεί.
Η αντίσταση, συνεπώς, στα σχέδια της κυβέρνησης για την περικοπή μιας ακόμα «φέτας» από τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων δεν είναι μόνο ανάγκη, είναι χρέος. Νομιμοποιείται όχι μόνο από το δίκαιο των ασφαλισμένων της παρούσας γενιάς, αλλά και από τα δικαιώματα των μελλοντικών γενεών, αφού η ικανότητα του συστήματος να ανταποκρίνεται στις μελλοντικές ανάγκες του είναι πρωτογενώς υπονομευμένη.
Αλλά ακριβώς για το λόγο αυτό, η αντίσταση στις κυβερνητικές επιλογές, ενώ είναι αναγκαία, δεν είναι από μόνη της και επαρκής για να διασωθεί η κοινωνική ασφάλιση.
Όπως προσπάθησα να δείξω, εδώ δεν έχουμε να υπερασπισθούμε ένα «κάστρο» που εγγυάται ασφάλεια σε όσους είναι μέσα σ’ αυτό. Ούτε έχουμε να αντιμετωπίσουμε μόνο έναν εχθρό που δρα από τα έξω. Οι παράγοντες που διαβρώνουν το σύστημα και το καθιστούν ελλειμματικό είναι μέσα σ’ αυτό. Η ασφάλεια του «κάστρου» δεν είναι δεδομένη, αλλά συν τω χρόνω μειώνεται. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο χρόνος δεν δουλεύει για τους εργαζόμενους.
Όμως, υπάρχει διέξοδος. Ακριβώς γιατί το ασφαλιστικό δεν είναι ένα «κλειστό» σύστημα. Η κοινωνική ασφάλιση και το μέλλον της συνδέονται άρρηκτα με το μέλλον της εργασίας, της ανάπτυξης και τη δυνατότητα ενός άλλου εναλλακτικού μοντέλου ανάπτυξης διεθνούς βιωσιμότητας και ανταγωνιστικότητας.
Ιδού, λοιπόν, η θεματολογία ενός άλλου διαλόγου, που μπορεί να είναι ουσιαστικός και να έχει ως στόχο του όχι τη συγκάλυψη ή τη μετάθεση στο μέλλον της ελλειμματικότητας του συστήματος, αλλά την αντιμετώπισή της.
Κι αφού οι παράγοντες της ελλειμματικότητας είναι ταυτόχρονα και παράγοντες «ανάπτυξης», κερδοφορίας και πλουτισμού, μέχρι να αρθούν ριζικά οι αιτίες αυτής της ελλειμματικότητας, η αντιμετώπιση των συνεπειών της δεν πρέπει να γίνει με συρρίκνωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, αλλά με την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου και τη δέσμευση της συσσωρευμένης δημόσιας περιουσίας υπέρ των αναγκών της κοινωνικής ασφάλισης.
* Ο Γιάννης Δραγασάκης είναι βουλευτής Β’ Αθηνών του ΣΥΡΙΖΑ.