ΟΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΑΙΧΜΗ ΤΟΥ ΔΟΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ, του Φ.Παϊρίδη

Κεντρική επιλογή που επιβάλλεται από τους διεθνείς χωροφύλακες και υπηρετείται από το δικομματισμό

Οι ιδιωτικοποιήσεις αιχμήτου δόρατος του νεοφιλελευθερισμού

του Φ.Παϊρίδη

Οι ιδιωτικοποιήσεις, που για άλλη μια χρονιά βρίσκονται σε περίοπτη θέση στον προϋπολογισμό, έχουν μια μακρά ιστορία και μια αποκαλυπτική πορεία. Το ζήτημα βεβαίως δεν είναι καινούργιο. Τα τελευταία 30 χρόνια ζούμε την πορεία από ένα κράτος που ήταν αναγκασμένο να παρέχει κάποιες υπηρεσίες αλλά και να χρηματοδοτεί-αναπτύσσει κάποιους βασικούς τομείς της οικονομίας σε ένα κράτος που ανοίγει το δρόμο για το κεφάλαιο σε τομείς «παρθένους» και κυρίως τομείς που αποτελούν «καθολικές ανάγκες» για τους πολίτες που γίνονται «χρήστες υπηρεσιών-καταναλωτές». Στη δεκαετία του ’90 ο όρος που ήταν σε χρήση ήταν το «ιδιωτικοποίηση των κερδών και κοινωνικοποίηση των ζημιών» (παλιό σλόγκαν του Μουσολίνι από τη δεκαετία του ’30). Περιέγραφε την παρέμβαση του κράτους είτε για να «σώσει» υπερχρεωμένες επιχειρήσεις ή τομείς που δεν μπορούσε να λειτουργήσει το ιδιωτικό κεφάλαιο (βλέπε, για παράδειγμα, όλη την ιστορία των «προβληματικών επιχειρήσεων») αλλά και την παράδοση στο ιδιωτικό κεφάλαιο κερδοφόρων τομέων της οικονομικής δραστηριότητας μέσα από τη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων.

Από τότε μέχρι σήμερα έχει «κυλήσει αρκετό νερό στ’ αυλάκι» και έχουν υπάρξει σημαντικές εξελίξεις. Η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για το ρόλο του κράτους όπως αυτός υπήρχε τις προηγούμενες δεκαετίες. Η φιλοσοφία αλλά και η πολιτική του νεοφιλελευθερισμού συνίσταται στην κυριαρχία αυτού που έχει ονομαστεί «αόρατο χέρι της αγοράς». Δηλαδή στην κατεύθυνση της πλήρους κυριαρχίας των νόμων της αγοράς μακριά από παρεμβάσεις και ρυθμίσεις που, σύμφωνα με τους σύγχρονους γκουρού της οικονομίας, αλλοιώνουν το χαρακτήρα της ελεύθερης οικονομίας και παρεμποδίζουν την ανάπτυξη. Πέρα από ιδεολογήματα και επί της ουσίας το ζητούμενο είναι μια διπλή κίνηση. Από τη μια μεριά, η λειτουργία της πολιτικής –και του κράτους σαν βασικού εργαλείου άσκησης και επιβολής πολιτικής– για τη δημιουργία άμεσων κερδών για το ιδιωτικό κεφάλαιο και ιδιαίτερα τις πολυεθνικές. Από την άλλη, η εμπέδωση των κατάλληλων κοινωνικών συνθηκών που επιτρέπουν τη μέγιστη δυνατή κερδοφορία του κεφάλαιου. Πρόκειται για μια κίνηση παγκόσμια –ο νεοφιλελευθερισμός σαν πολιτική είναι ενιαίος και οικουμενικός και δεν αμφισβητείται από καμιά πολιτική δύναμη «εξουσίας»– και αφορά τόσο τις «εθνικές κλίμακες» όσο και την παγκοσμιοποίηση.

Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής η σημασία των ιδιωτικοποιήσεων είναι καθοριστική για την πορεία και την αποτελεσματικότητα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Δεν αποτελεί υπερβολή να πούμε ότι αποτελεί την αιχμή του δόρατος του νεοφιλελευθερισμού γιατί εξασφαλίζει ταυτόχρονα:

α) Την άμεση τροφοδότηση των πολυεθνικών με κέρδη. Μια απλή ματιά στη διαδικασία «ανοίγματος των αγορών» και ιδιωτικοποιήσεων αρκεί να μας πείσει για τα τεράστια κέρδη που συσσωρεύονται στον ιδιωτικό τομέα. Μάλιστα οι πιο κυνικοί από τους επιτελείς του νεοφιλελευθερισμού δηλώνουν καθαρά πως είναι φυσικό να παραχωρηθούν στο ιδιωτικό κεφάλαιο κερδοφόρες δραστηριότητες (βλέπε δηλώσεις Κεφαλογιάννη για τα λιμάνια).

β) Τη μεταφορά πόρων από την κοινωνία προς το κεφάλαιο σε πιο μόνιμη βάση. Μέσα από τη διαδικασία παράδοσης στο ιδιωτικό κεφάλαιο βασικών τομέων της οικονομίας και της κοινωνικής πολιτικής σημαντικοί πόροι της κοινωνίας, προερχόμενοι στην πλειοψηφία τους από τα λαϊκά στρώματα, μεταφέρονται από το κράτος στους ιδιώτες. Μέσα από αυτή τη διαδικασία αφενός στερείται το δημόσιο από σημαντικούς πόρους, άρα και από δυνατότητες άσκησης πολιτικής, αλλά και τα λαϊκά στρώματα από τη δυνατότητα διεκδίκησης μιας κοινωνικής πολιτικής σε βασικούς τομείς (ενέργεια, μεταφορές, επικοινωνίες, υγεία, παιδεία κ.λπ.). Από την άλλη αναπτύσσονται, μέσω της κρατικής παρέμβασης, χώροι και δυνατότητες κερδοφορίας για τις πολυεθνικές.

γ) Τη δημιουργία των κατάλληλων κοινωνικών συνθηκών για την ανάπτυξη της κερδοφορίας του κεφάλαιου. Η διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων παράλληλα με την παράδοση βασικών τομέων της οικονομίας στο ιδιωτικό κεφάλαιο φροντίζει για την αποψίλωση κάθε έννοιας κοινωνικής πολιτικής και εργατικών και κοινωνικών κατακτήσεων. Η διαδικασία μετατροπής των λαϊκών δικαιωμάτων σε εμπόρευμα δεν δημιουργεί μόνο νέες περιοχές κερδοφορίας αλλά και ένα καινούργιο εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον. Η διαδικασία αυτή είναι κρίσιμη γιατί φροντίζει για τη δημιουργία των όρων πλήρους απελευθέρωσης του κεφάλαιου από τις κοινωνικές συνθήκες προστασίας των εργαζόμενων. Η πλήρης ασυδοσία του κεφάλαιου ή, με άλλα λόγια, η παράδοση των εργαζόμενων «δεμένων» στο κεφάλαιο αποτελεί βασικό στόχο και έργο του νεοφιλελευθερισμού και της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης.

δ) Την επέκταση του άμεσου ελέγχου του ιμπεριαλιστικού συστήματος σε πλανητική κλίμακα. Μέσα από τις διαδικασίες των ιδιωτικοποιήσεων ευνοείται ξεκάθαρα η συγκέντρωση κεφαλαίου αλλά και δύναμης στα χέρια μιας χούφτας εταιρειών και χωρών που ελέγχουν βασικούς τομείς της τεχνολογίας και της πολιτικής. Σ’ αυτό το σημείο συνδέονται οι ιδιωτικοποιήσεις όχι μόνο με το νεοφιλελευθερισμό αλλά και με την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση.

Για αυτούς τους λόγους οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν μια σημαντική, κεντρική επιλογή που όχι μόνο υπηρετείται από όλες τις πολιτικές δυνάμεις «εξουσίας» αλλά και επιβάλλεται από τους διεθνείς χωροφύλακες όπου διαπιστώνονται προβλήματα, δισταγμοί, καθυστερήσεις κ.ά.

Και γι’ αυτούς τους λόγους ο αγώνας ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό σχετίζεται άμεσα με τον αγώνα ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις.

«Απελευθέρωση» αγορών

Μια από τις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων είναι η εισβολή των ιδιωτικών κεφαλαίων σε όλους σχεδόν τους τομείς όπου μέχρι πρότινος υπήρχε μόνο κρατική λειτουργία. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα, η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, οι αερομεταφορές, οι σιδηρόδρομοι, τα λιμάνια, ακόμη και η ύδρευση αποτελούν τέτοιους τομείς. Επιπλέον σε τομείς όπου παραδοσιακά υπήρχε μια περιορισμένη ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα, επιχειρείται τώρα μια μεγάλη εισβολή ιδιωτικών κεφαλαίων. Αυτό αφορά κυρίως τομείς κοινωνικών παροχών, όπως η παιδεία, η υγεία, η ασφάλιση. Όλη αυτή η κίνηση υπακούει στην κεντρική κατεύθυνση της παγκοσμιοποίησης, που εκπορεύεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και αφορά σε πρώτο στάδιο το σπάσιμο του κρατικού μονοπωλίου σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας και σε επόμενο την πλήρη αποχώρηση του κράτους.

Όμως η κρατική παρέμβαση σε όλους αυτούς τους τομείς δεν προέκυψε στο παρελθόν τυχαία. Σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στο μεγάλο μέγεθος των επενδύσεων, που ήταν απαραίτητες για τη διαμόρφωση των πάσης φύσεως κοινωνικών υποδομών, συστημάτων και παροχών. Σήμερα αυτός ο μεγάλος σκόπελος παραμένει, παρότι τα ιδιωτικά κεφάλαια έχουν μεγεθυνθεί σε πρωτοφανή βαθμό μέσω της διαδικασίας συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης. Αλλά το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν μπορεί να περιμένει 30 και 40 χρόνια για να κάνει απόσβεση της όποιας επένδυσης. Γι’ αυτό οι λεγόμενες «απελευθερώσεις» των αγορών συνδυάζονται πάντα με μεγάλα προνόμια προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως απελευθέρωση των τιμών, χρήση των κρατικών υποδομών με ασήμαντο αντάλλαγμα, αδρή κρατική επιδότηση των ιδιωτικών επενδύσεων, σημαντική υποβάθμιση των προδιαγραφών ποιότητας και ασφάλειας. Αποκρύπτοντας όλ’ αυτά, οι προπαγανδιστές του καπιταλισμού μπορούν άνετα να μιλούν για αναποτελεσματικό και γραφειοκρατικό δημόσιο τομέα σε αντίθεση με την ευέλικτη και αποτελεσματική ιδιωτική πρωτοβουλία.

Δημόσια επιδότηση των ιδιωτικών επενδύσεων

Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Όταν η VODAFONE (τότε PANAFON) έλαβε το 1991 την άδεια κινητής τηλεφωνίας πλήρωσε περί τα 165 εκατ. ευρώ προκειμένου να μπορεί να κάνει χρήση όλης της υποδομής του ΟΤΕ. Μέσα σε 4 χρόνια είχε ήδη κέρδη, με εντυπωσιακή τροχιά: από 29 εκατ. ευρώ το1996 πέρασαν στα 125 εκατ. ευρώ το 1999, στα 258 εκατ. ευρώ το 2003, στα 367 το 2004. Πολύ λίγοι ίσως γνωρίζουν ότι στον ΟΤΕ απαγορεύτηκε να αναπτύξει δίκτυο κινητής τηλεφωνίας μέχρι το 1997, όλοι όμως συμφωνούν ότι η μετέπειτα είσοδος του ΟΤΕ (COSMOTE) υπήρξε καθοριστική για την ποιότητα στην κινητή τηλεφωνία. Φυσικά ούτε λόγος για έλεγχο τιμών.

Πρόσφατα δρομολογήθηκε η τελική φάση της διαδικασίας για την «απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας». Στους διαγωνισμούς που προκηρύχθηκαν για την κατασκευή νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής απαγορεύθηκε η συμμετοχή της ΔΕΗ. Η οποία, όμως, υποχρεούται να αγοράζει την ενέργεια σε τιμές πολύ πάνω από το δικό της κόστος αλλά ακόμη και υψηλότερα από την ισχύουσα τιμή πώλησης στον καταναλωτή. Για παράδειγμα η ΔΕΗ αγοράζει από τα ΕΛΠΕ (όμιλος Λάτση) σε τιμή 60% ανώτερη από το κόστος της. Οι δε ιδιώτες που θα κατασκευάσουν τις νέες μονάδες θα έχουν εγγυημένα έσοδα από τη ΔΕΗ – περίπου 1 εκατ. ευρώ ανά MW, ποσό που υπερκαλύπτει τη δαπάνη κατασκευής των μονάδων. Με τέτοιους όρους δεν είναι λογικός ο συνωστισμός όλων των μεγάλων ευρωπαϊκών κολοσσών (όπως οι γαλλικές EdF, ALSTOM, οι γερμανικές EON, RWE, οι ιταλικές ENEL, ANSALDO, η ισπανική IBERDOLA) καθώς και των ντόπιων υπεργολάβων (Κοπελούζος, Μυτιληναίος, Μπόμπολας, Βαρδινογιάννης);