Οδοιπορικό στην Αργεντινή της εξάρτησης, της φτώχειας και της περηφάνιας

Τον περασμένο Μάιο, με μια μικρή ομάδα φίλους και συντρόφους από τα παλιά, ταξιδεύοντας στον Βορρά της Αργεντινής, βρεθήκαμε σε μία πόλη που τη λένε Humahuaca. Μία πόλη 5.000 κατοίκων σε υψόμετρο 3.000 μέτρα, με οικονομική ζωή πέρα από τον όποιο τουρισμό και με πολύ καλή αγορά χειροποίητων υφαντών.

Μεσημεράκι ήταν, και οι ντόπιοι πραματευτάδες δεξιά κι αριστερά της μνημειακής πλατείας S. Martin είχαν αποθέσει πάνω σε πρόχειρους πάγκους την πολύτιμη πραμάτεια τους και περίμεναν με υπομονή τη ματιά των περαστικών, ντόπιων και ξένων. Πλησίασα τον πάγκο κάποιου νεαρού που είχε αποθέσει πάνω του κάτι χειροποίητα σημειωματάρια, με εξώφυλλα περίτεχνα, φτιαγμένα, όπως στη συνέχεια μου εξήγησε, από ένα μείγμα χαρτοπολτού και τοπικής terracotta. Αληθινά όμορφα. Μετά τις πρώτες αναγνωριστικές ματιές αρχίσαμε να "βαθαίνουμε" την κουβέντα μας, τόσο όσο μας επέτρεπαν τα ξεχασμένα μέσα στο χρόνο ιταλικά μου και η δική του μητρική γλώσσα, τα ισπανικά.

Η συζήτηση ξεκίνησε με κάτι ψιλοπολιτικά και στη συνέχεια πήγε σε πιο σίγουρα και αναγνωρίσιμα μονοπάτια, μέχρι που τον ρώτησα αν έχει επισκεφτεί ποτέ την Ελλάδα κι αν γνωρίζει κάτι για τον τόπο μου.

Με τα μάτια κατεβασμένα από μία έμφυτη συστολή που τον κατείχε κούνησε καταφατικά το κεφάλι του ορθώνοντας σιγά-σιγά το βλέμμα του. Ψιθυριστά στην αρχή και πιο δυνατά στη συνέχεια άρχισε να ψελλίζει λέξεις: Sokrates, Aristotele, Democrazia, Onassis, Olympos, Dia. Η κάθε λέξη, όπως με το δικό του τρόπο την πρόφερε, αποκτούσε ένα ειδικό βάρος και όλες μαζί σε μια ενότητα με το φαντασιακό του απέπνεαν ένα θαυμασμό!

Ένα θαυμασμό για τον τόπο μας; Τη χώρα μας; Τους ανθρώπους; Πού; πότε; Και πάνω απ’ όλα, θαυμασμό για ποια ιστορική περίοδο; Ερωτήματα που η δυσκολία της επικοινωνίας τα άφησε βολικά αναπάντητα.

Τη χρονική εκείνη στιγμή βρισκόμουν στο μέσον του ταξιδιού και ήδη είχα εισπράξει αλλά και χορτάσει αυτή την εξαιρετική αναγνωρισιμότητα. Όσοι, για τον οποιονδήποτε λόγο, έχουν ζήσει μακριά από τον τόπο τους και έχουν εισπράξει δικαίως ή αδίκως τα αντίθετα απ’ αυτά που περιγράφω, μπορούν ίσως να κατανοήσουν καλύτερα το "δώρο" που εισπράξαμε από λογής-λογής ανθρώπους στο ταξίδι μας αυτό στην Αργεντινή.

Ως "αντίδωρο" λοιπόν θέλησα να γράψω κάτι για τη χώρα αυτή, για τους ανθρώπους της.

Κάτι που πάνω απ’ όλα να είναι ειλικρινές, τόσο, όσο και η στιγμή που ο νεαρός από την Humahuaca με θαυμασμό ψέλλιζε τις λέξεις από τον Σωκράτη μέχρι τον Ωνάση και τον Δία.

Τώρα που έχει περάσει κάνας μήνας από την επιστροφή του ταξιδιού και οι εικόνες, τα συναισθήματα, τα σκιρτήματα τείνουν να τακτοποιηθούν και να ισορροπήσουν μέσα μου, τώρα που άρχισαν ν’ αναζητούν τη δική τους ενότητα με τον κόσμο μου, να γίνουν μνήμη, λόγος και έκφραση, αναζητώντας την κατά τον Ταρκόφσκι δική τους διέξοδο, τώρα λοιπόν είπα να γράψω κάτι γι’ αυτήν την περιπλάνηση σ’ έναν "κόσμο Άλλο". Να περιγράψω δηλαδή τα πράγματα που είδα με τα μάτια μου και ένιωσα με την ψυχή μου, που μπορεί να μην είναι όλα αλήθειες, αλλά τίποτα δεν θα ’ναι ψέμα!

Κοντά στα δικά μας πρότυπα, αλλά πολύ μακριά απ’ τη δική μας εικόνα

Κι αν ήθελα με δύο λέξεις ν’ αναφερθώ στη χώρα αυτή, πρώτα απ’ όλα στους ανθρώπους της θα αναφερόμουν, και θ’ ανέσυρα γι’ αυτούς απ’ την αποθήκη του μυαλού μου τρεις λέξεις: ευγένεια, καλοσύνη, ανθρωπιά.

Ρωτάς να σου πουν για ένα δρόμο και αφού φιλόξενα απλώσουν το χέρι τους και σ’ αγκαλιάσουν, σου δείχνουν προς τα πού να πας. Κι όταν κινήσεις για τον προορισμό σου, για κάμποσες στιγμές αντιλαμβάνεσαι τη ματιά τους πάνω σου. Μπας κι έχεις λαθέψει, να σου ξαναδείξουν.

Κι όταν μπεις σ’ ένα μαγαζί για να ψωνίσεις και κατά τη συνήθειά σου ατσαλέψεις όλη την πραμάτεια, δεν βρεις αυτό που αναζητάς και ψελλίσεις ένα ευχαριστώ, σαν αντίδωρο θα εισπράξεις κάτι σαν "μα τι λέτε, δεν κάνει τίποτε", το οποίο ατόφιο το εννοούν κι εσύ ατόφιο το εισπράττεις.

Κι όταν κουραστείς και σ’ έναν ίσκιο θελήσεις να κάτσεις από κάτω να ξαποστάσεις, σίγουρα θα τον βρεις. Λίγο πιο ’δω, λίγο πιο ’κει, κάπου θα υπάρχει ένα φιλόξενο πάρκο –χωρίς πολλές φιοριτούρες και μεταμοντερνιές– στο Buenos Aires, στην Cordoba, στο επαρχιακό Tucuman αλλά και στη μακρινή Pumauarka, κάπου θα το βρεις.

Κι όταν θελήσεις με το λεωφορείο να μετακινηθείς και κάτσεις στη σειρά σου, ο ένας πίσω από τον άλλο –αυτό που στη στρατιωτική ορολογία λέγεται φάλαγγα κατ’ άνδρα– κι έρθει η ώρα να επιβιβαστείς, θα το πράξεις χωρίς λοξές ματιές, σπρωξιές και μπαμπεσιές. Θα επιβιβαστείς σε λεωφορείο γερασμένο ίσως, αλλά με αξιοπρέπεια θα φτάσεις στον προορισμό σου. Κι όταν στο αχανές Buenos Aires θελήσεις κατεύθυνση ν’ αλλάξεις και κάπου μακριά να πας, θα περπατήσεις λίγο μπρος, λίγο πίσω και κάπου θα βρεις έναν σταθμό μετρό να μετακινηθείς στην κατεύθυνση που επιθυμείς.

Κι αν η τύχη σε φέρει στη Via Borches του Palermo Vechio μπροστά στη Libreria να βρεθείς, δεν θα διστάσεις και μέσα θα μπεις να ρίξεις τις ματιές σου. Γιατί στα πέντε-έξι τραπεζοκαθίσματα γύρω απ’ τα βιβλία θα δεις φάτσες προσιτές, φάτσες ζεστές κι όχι από Ακαδημία Αθηνών και πάνω.

Κι όταν, τέλος, Κυριακή βρεθείς στο Buenos Aires, τότε θα νιώσεις τι σημαίνει Λατινοαμερικάνικο ταπεραμέντο. Μία ολόκληρη πόλη στους δρόμους. Από ’δω κι από ’κει μουσικές, δρώμενα, μπάντες, πραματευτάδες απ’ το Βορρά, μπάντες με πνευστά, μπάντες με πιάνο και ουρά.Και όταν παίρνει να βραδιάζει και σιγά-σιγά έρχεται το κλείσιμο τούτου του πανηγυριού, το κάνουν μ’ έναν τρόπο μαγικό καμιά διακοσαριά Βραζιλιάνοι και Βραζιλιάνες με δεκάδες αυτοσχέδια τούμπανα και σφυρίχτρες, γυρίζοντας στους δρόμους του S. Telmo χορεύοντας σάμπα.

Σαν το δικό μας το Μοσχάτο, τρομάρα μας!

Με συνταξιδιώτη τον Τσε και ξεναγό τον Ιβάν

Στο Βορρά από το Buenos Aires με αεροπλάνο σε 3,5 ώρες φτάσαμε στη Salta. Κι από ’κει με πουλμανάκι ξεκινήσαμε με προορισμό την περιοχή κοντά στα σύνορα της Βολιβίας και της Χιλής, σε υψόμετρο που κυμαίνονταν από 3.000 έως 4.700 μέτρα.

Με συνταξιδιώτη τον Τσε και την εικόνα του, βγαλμένη από τα Ημερολόγια Μοτοσικλέτας στη φάση της επίσκεψής του στα ορυχεία, φτάσαμε σε καθεστώς πλήρους αστάθειας στο San Antonio dellos Compres. Υψόμετρο κοντά στα 4.000 μέτρα. Τοπίο απόκοσμο.

Όλα μας λείπαν: δύσκολες αναπνοές, το έδαφος κάτω από τα πόδια μας "κουνιόταν", μας έλειπε η οικεία βαρύτητα των πραγμάτων και της σκέψης.

Περίσσευε όμως η χαρά, η ευτυχία και η αίσθηση του πρωτόγνωρου.

Και μέσα σ’ όλα αυτά, τη στιγμή της επιβίβασης στο πουλμανάκι για μετάβαση στον προορισμό μας στα ορυχεία χαλκού, σαλτάρει μέσα ένας αυτόκλητος ξεναγός, ο Ιβάν. Φοβερή προσωπικότητα. Γύρω στα δέκα με δώδεκα, ινδιανόφατσα, με θάρρος, με τη μυξούλα στη μύτη, στητός και ντροπαλός. Κάθε τόσο κατά τη διάρκεια της μετάβασης έπαιρνε το λόγο και μας εξηγούσε το ένα και το άλλο. Και τι συμβόλιζε αυτή η πέτρα και πώς έγινε αυτό το ποτάμι. Μέχρι που μια στιγμή ορθώνει το βλέμμα του σαρωτικά επάνω μας, μας κοιτάει κατάματα και με κρυφή υπερηφάνεια μας προστάζει: Κλείστε τα μάτια σας και ’γω θα μετρήσω ως το τρία κι όταν τελειώσω ανοίξτε τα. Κι αρχίζει πράγματι αυτός να μετρά κι εμείς να έχουμε κλειστά τα μάτια. Ένα, δύο, και μετά από κάποια στροφή που άλλες αισθήσεις, πέραν της όρασης, την εντόπισαν τον ακούμε να φωνάζει θριαμβευτικά: Τρία! Και αμέσως μετά όλο καμάρι: Κοιτάξτε εκεί! Κοιτάζουμε και βλέπουμε το φοβερό επίτευγμα. Μια σχεδόν συνηθισμένη μεταλλική γέφυρα σιδηροδρόμου! Και αμέσως με βήματα παραπαίοντα ξεχυθήκαμε στο μοναδικό μαγαζί με αυθεντική ινδιάνικη πραμάτεια. Κι ο Ιβάν να κοιτάει απ’ τη μια το φοβερό γι’ αυτόν τεχνικό επίτευγμα κι από την άλλη εμάς που το απαξιώσαμε σαν συνηθισμένη κατασκευή στα μέρη τα δικά μας. Και με ποιους να ταχτεί και πού να γείρει; Πώς θα αφομοίωνε τη δικιά μας απαξίωση στο φοβερό γι’ αυτόν τεχνικό επίτευγμα; Υπάρχουν κάποια συμβάντα κάποιες φορές που φέρνουν στην επιφάνεια παλιά-παλαιότατα ερωτήματα. Σύγκλιση των κόσμων ή επιβολή του ισχυρού στον ανίσχυρο; Κι αν μέχρι τα σήμερα έτσι έχει γίνει, αποτελεί και δικαίωση; Ένας κόσμος ή πολλοί κόσμοι σε ενότητα και αντίθεση; Και αν αποφασίσουμε να δεχτούμε το ένα ή το άλλο ή και κάτι άλλο παραπέρα, πόσο όλα αυτά συστοιχίζονται με το δικό μας μικρόκοσμο στην καθημερινή επαφή μας με το άλλο; Το όποιο άλλο;

Υπάρχει θεωρία για όλα αυτά. Τόσα και τόσα έχουν γραφτεί. Γι’ αυτό και κάθε φορά που φτάνουμε στο κρίσιμο σημείο της επιλογής να ταχτούμε με το εγώ ή με το άλλο –στο όποιο επίπεδο αυτά εμφανίζονται, συλλογικό ή ατομικό– συνήθως τασσόμαστε με το εγώ. Ας είναι, εγώ για τον Ιβάν ήθελα σας μιλήσω και άθελά μου παρασύρθηκα σε ατέρμονες αναζητήσεις.

Ο Ιβάν λοιπόν απάντησε με τον τρόπο του σ’ αυτά τα ερωτήματα. Ξεπέρασε με τον τρόπο του την αδυναμία της σύγκλισης –της ταύτισης– του δικού του κόσμου με τον δικό μας. Συνέχισε με την ίδια ζέση την ξενάγησή του. Μας μίλησε για τα σχολεία της περιοχής του που θα κλείνανε σε λίγο λόγω του επερχόμενου χειμώνα. Μας είπε για τη μόλυνση του ποταμού από τα χημικά απόβλητα που κάνουν χρήση στο ορυχείο, για τον καθαρισμό του μεταλλεύματος, μας είπε τέλος ότι θα ήθελε όταν μεγαλώσει να γίνει ξεναγός και ν’ ασχοληθεί με τον τουρισμό.

Ο Ιβάν των 4.000 μέτρων. Καθαρή ματιά, επικεντρωμένη σ’ ένα στόχο, ισχυρό προσδόκιμο.

Σ’ έναν τόπο που το ψωμί είναι ψωμί και το ψωνίζεις στο φούρνο και όχι στο ντελικατέσεν με τη μορφή 30 αρτοσκευαμάτων, η προσδοκία για επιβίωση και εξέλιξη ίσως μπορεί να επικεντρώνεται πιο εύκολα. Ίσως. Καλή σου τύχη Ιβάν!

Η συγκέντρωση στο Λούνα Παρκ

Θα ήταν έλλειψη αλλά και αγένεια να μην αναφερθώ στη συγκέντρωση του PCR για τα 40 χρόνια από την ίδρυσή του. Παράλειψη γιατί δεν ήταν λίγες οι εικόνες που πήραμε από αυτή και αγένεια γιατί… ε, δεν χρειάζεται να σας πω γιατί!

Η εκδήλωση έγινε την επομένη της άφιξής μας στο Buenos Aires, σ’ ένα κλειστό στάδιο, επονομαζόμενο Λούνα Παρκ.

Το πρωινό της ημέρας που θα γινόταν η εκδήλωση άρχισαν να καταφτάνουν από διάφορες μακρινές επαρχίες της χώρας αντιπροσωπείες, μέλη και φίλοι του κόμματος και να συγκεντρώνονται σ’ ένα άλλο κλειστό στάδιο για να προετοιμαστούν για την απογευματινή εκδήλωση. Επισκεφθήκαμε το χώρο αυτό. Μουδιασμένοι καθώς ήμασταν στην αρχή και με κάποια σχετική αμηχανία, τραβηχτήκαμε σε μία άκρη και παρακολουθούσαμε.

Σιγά-σιγά αρχίζει να καταφτάνει κόσμος, και μαζί τους οι πρώτες εκπλήξεις. Εργατόκοσμος, αγροτόκοσμος, πρόσωπα τραχιά, άλλα πιο μαλακωμένα, χέρια δουλεμένα, νέοι, μάνες με μωρά, μάνες που μπροστά στον κόσμο με μια φυσική απλότητα τράβαγαν έξω το βυζί για το μωρό τους.

Όλοι κάτι κάνουν. Κάποιοι ετοιμάζουνε πανό, άλλοι υπομονετικά περιμένουν στη σειρά να πλυθούν στις εγκαταστάσεις του γυμναστηρίου. Άλλοι δίνουν συνεντεύξεις για τον τόπο τους και για τα προβλήματά τους. Άλλοι άνοιγαν αγκαλιές για να κλείσουν μέσα πρόσωπα αγαπημένα, άλλοι τραγουδούν και άλλοι χορεύουν.

Πρώιμη άνοιξη έμοιαζε όλη τούτη η προετοιμασία. Μέχρι που καταφτάνει μία ομάδα από νεολαίους με τα ταμπούρλα τους, τις σημαίες τους, τα λάβαρά τους. Με τον Τσε ολοζώντανο μπροστάρη στο πρωτοφλάμπουρό τους εισβάλλουν και γίνεται πανζουρλισμός. Και έτσι τράβηξε μέχρι αργά το μεσημέρι, όπου κινήσαμε για το χώρο της εκδήλωσης.

Από παντού καταφτάνει κόσμος. Με κόκκινες σημαίες και ταμπούρλα. Μπαίνουμε στο στάδιο, έξι με επτά χιλιάδες θέσεις. Σε μια με δύο ώρες ήταν κατάμεστο. Έξω έχει παραμείνει αξιόλογος αριθμός κόσμου και παρακολουθεί την εκδήλωση σε γιγαντοοθόνη. Μέσα γίνεται πανζουρλισμός από τα συνθήματα και τα ταμπούρλα. Το κλίμα γίνεται εκρηκτικό με την άνοδο του προεδρείου και την έναρξη της εκδήλωσης. Πάνω από το προεδρείο οι Μάρτυρες του κόμματος κατά την περίοδο της δικτατορίας και από κάτω ο τρελός χαμός.

Δεν τραγουδάνε πια – τραγουδάμε
Δεν χοροπηδάνε πια – χοροπηδάμε
Δεν προσδοκούνε – προσδοκούμε

Αντί επιλόγου

Ήμασταν στην Ματάντσα, στη συζήτηση που είχαμε με εκπρόσωπο του PCR. Μεταξύ άλλων τους ρωτήσαμε για την κατάσταση στη Βολιβία. Και συγκεκριμένα τι θα κάναν στην περίπτωση που οδηγηθούν τα πράγματα σε εμπόλεμη σύρραξη. Είχα την τιμή να ακούσω την ακόλουθη απάντηση: "Μα φυσικά θα πάμε εθελοντές στο πλευρό τους! Τιμή και δόξα σε εσάς σύντροφοι!"


Το τέρας που γέννησε την Ματάντσα

Κι αυτό τον τόπο, αυτό το λαό, το τέρας του νεοφιλελευθερισμού θέλησε να "εκσυγχρονίσει"! Τον βρήκε κουρασμένο, σχεδόν γονατισμένο, με θύματα δεκάδες χιλιάδες ανθρώπινες ζωές, από προηγούμενο "ιδιότυπο μακελάρη", τον φοβερό Βιντέλα. Ακόμα οι μάνες των εξαφανισμένων κάθε Πέμπτη μαζεύονται και κυκλώνουν με τις φωτογραφίες των εξαφανισμένων τους παιδιών την ιστορική Piaza del Mayo. Μετά την πτώση της χούντας το ’83 ήρθαν τη δεκαετία του ’90 ντόπιοι και ξένοι επιβολείς να εφαρμόσουν τις πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Κι οδήγησαν τη χώρα μέσα σε μια δεκαετία στην πλήρη κατάρρευση. Και καταδίκασαν ένα λαό που είχε να φάει, να ντυθεί και να ξοδέψει στην απόλυτη ένδεια, στην απόλυτη αποδόμησή του και από ’κει στην εξέγερσή του, στο Αργεντινάτσο. Γεγονότα λίγο-πολύ γνωστά, και όσοι δεν τα πολυγνωρίζετε μπορείτε γραμμένα να τα βρείτε σε έντυπα της εποχής αλλά και σε σημερινά.

Σ’ ό,τι μ’ αφορά, μια εικόνα θέλω να σας δώσω γι’ αυτή τη μεγάλη χώρα με τα 40 περίπου εκατομμύρια κατοίκους, τη χώρα που είναι 21 φορές μεγαλύτερη από τη δική μας. Απέραντες εκτάσεις με πεδιάδες και πλούσιο υπέδαφος. Με πετρέλαια στο Νότο, με μεγάλη αγροτική οικονομία και βιομηχανία που φτάνει να κατασκευάζει μέχρι και μικρά αεροπλάνα – αν η πληροφορία από τον καπετάνιο είναι σωστή.

Μια χώρα με τεράστιες αντιθέσεις –με συσσωρευμένο πλούτο και συσσωρευμένη φτώχεια– με 24 από τα 40 εκατομμύρια μαζεμένα στην κεντρική ζώνη. Κι αν τα νούμερα μπορούν να πούνε κάτι, ο πλούτος που παράγει θα μπορούσε να θρέψει 400 εκατομμύρια ανθρώπους. Και παρ’ όλα αυτά το 30% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.

Με πολυεθνικές τύπου Benetton να έχουν καταλάβει τεράστιες εκτάσεις γης και να καλλιεργούν μεταλλαγμένη σόγια που αποκλειστικά την εξάγουν στους Κινέζους που καταπώς φαίνεται για την ώρα τα χωνεύουν όλα!

Με ξεσπιτωμένους αγρότες και εργάτες να μαζεύονται στην περιφέρεια των μεγαλουπόλεων και να χτίζουν τα δικά τους υποστατικά, τις δικές τους πόλεις. Να παλεύουν για τα δικά τους όνειρα και προσδοκίες, πόλεις απόλυτα κατεστραμμένων και αποδομημένων ανθρώπων. Πόλεις ανέργων που με το σύγχρονο λεξιλόγιο καταγράφονται ως παραγκουπόλεις στην περιφέρεια των μητροπόλεων. Σα να μην τρέχει τίποτα. Σα να πρόκειται για αποτέλεσμα που προέρχεται από μαθηματικές πράξεις.

Το Buenos Aires να έχει 12 εκατομμύρια πληθυσμό και από αυτά τα 5 ζουν στο κέντρο και τα 7 στην περιφέρεια. Η Cordoba να έχει 5 εκατομμύρια πληθυσμό και από αυτά το 1,5 να ζουν το κέντρο και τα 3,5 στην περιφέρεια – και πάει λέγοντας…

Οι αριθμοί από μόνοι τους ίσως να μη λένε τίποτα, γιατί δεν έχουν μάτια για να δουν και ψυχή για να νιώσουν τη Ματάντσα. Ένα εκατομμύριο επτακόσιες χιλιάδες ψυχές στην περιφέρεια του Buenos Aires, χωρίς καμία σχεδόν υποδομή. Παρατημένοι στην καθημερινή αθλιότητα και κατά περιόδους εξεγερμένοι. Στο κεντρικό Buenos Aires, πίσω από τα μπλοκ-κοντέινερ, άλλη πολιτεία εξαθλιωμένων ανθρώπων. Με πρόχειρα καταλύματα, το ένα πάνω στο άλλο και το άλλο παραπάνω. Χωρίς καμία υποδομή και παρέκει, σχεδόν απέναντι, ψηλά τείχη, αγκαθοπλέγματα και σκοπιές με οπλισμένους παντού να φυλάνε τους δυνάστες, τα παιδιά τους, τα τσογλάνια τους, τον κόσμο τους…

Κι αν υπήρχε θεός θα ’πρεπε με φωτιά να τους κάψει όλους αυτούς τους γεννήτορες των συστημάτων. Μα επειδή χρόνια τώρα έπαψε τα πάθη των ανθρώπων να αφουγκράζεται, πήραν οι ίδιοι την πρωτοβουλία και ανέλαβαν δραστηριότητες που αφορούν στη διεκδίκηση και των πιο στοιχειωδών αγαθών, όπως το νερό και το ψωμί. Ένα τέτοιο πυρήνα ανθρώπων που ζούσαν στη Ματάντσα, που σας ανέφερα πιο πάνω, επισκεφτήκαμε με σχετική ευκολία, μουσαφιραίοι καθώς ήμασταν του PCR, το οποίο έχει αναπτύξει σημαντική δράση σ’ αυτούς τους χώρους.

Βρεθήκαμε σ’ ένα κατειλημμένο σχολείο όπου μια αρκετά μεγάλη ομάδα απόκληρων πραγματοποιούσαν την κάθε Σάββατο επαναλαμβανόμενη συνέλευσή τους για να μιλήσουν και να αποφασίσουν για δράσεις που αφορούν σε στοιχειώδη προβλήματά τους. Δεν θα περιγράψω τα λόγια που ειπώθηκαν και τις αποφάσεις που πάρθηκαν στη μάζωξη αυτή, όχι γιατί το επιβάλουν κάποιοι συνωμοτικοί κανόνες αλλά γιατί στο εικονοστάσι του μυαλού μου ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εικόνες και πρόσωπα που ηγεμόνευσαν στη σκέψη και το λόγο.

Η απόλυτη κυριαρχία των προσώπων. Δεν με ένοιαζε τι λέγανε και ποιοι τα λέγανε και πάνω απ’ όλα πώς το λέγανε. Μία-μία, ένας-ένας έπαιρναν το λόγο και ντρέτα, καθαρά, χωρατεύοντας κάποιες φορές μπροστά στα παιδιά τους λέγαν αυτό που ήθελαν να πουν και παίρναν αποφάσεις που οι ίδιοι θα εκτελούσαν.

Πρόσωπα καθαρά, ευγενικά, όπου χρειάστηκε να το δείξουν, πρόσωπα αποφασισμένα και ποτισμένα με θετική ενέργεια. Πρόσωπα, πάνω από όλα, με την προσδοκία στα μάτια.

Και σαν παρένθεση να σας πω ότι όταν μετά από μία δεκαήμερη περιπλάνηση στο Βορρά της χώρας επιστρέψαμε στο Buenos Aires, είδαμε καμιά εκατοστή από δαύτους, μερικούς τους αναγνωρίσαμε από τη συνεύρεσή μας στη Ματάντσα, να έχουν εγκατασταθεί με το πρόχειρο υποστατικό τους, τα παιδιά τους και τα σκυλιά τους έξω από το κοινοβούλιο.

Το ’παν και το ’καναν!! Είχαν κάνει κατάληψη τμήματος της ιστορικής πλατείας piazza del Mayo διαμαρτυρόμενοι για αιτήματα 80 οικογενειών της περιοχής τους.

Κι όταν ανοίγει μία τέτοια παρένθεση, δύσκολο να την κλείσεις, γιατί όλο και κάτι αξιοσημείωτο έρχεται στο νου που διεκδικεί τη δική του περιγραφή. Χάριν όμως της αφήγησης του ταξιδιού την κλείνω για να σας μεταφέρω άλλες εικόνες και άλλους λογισμούς.