Ο νεοφιλελευθερισμός, σπονδυλική στήλη της ΕΕ, του Χρίστου Καραμάνου

Η περίοδος της κρίσης έχει ένα αντιφατικό χαρακτηριστικό. Είναι περίοδος έντασης του νεοφιλελευθερισμού αλλά και περίοδος απονομιμοποίησης του νεοφιλελευθερισμού στη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων. Γι’ αυτό θα εξετάσουμε ορισμένα ζητήματα που αφορούν την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη. Σε προηγούμενο άρθρο (βλ. “Αριστερά!” φ. 256, σελ 1) είχαμε διερευνήσει τη σύνδεση ΟΝΕ και νεοφιλελευθερισμού, επισημαίνοντας την ιδιαιτερότητα του ευρώ ως ενός νομίσματος που μπορεί να λειτουργήσει μόνο στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου Συμφώνου Σταθερότητας.

Τα τρία κύματα νεοφιλελευθερισμού

1. Θα ξεκινήσουμε με μια σύντομη χρονολογική αναφορά. Η ΕΕ δημιουργήθηκε το 1992 με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Κατά σύμπτωση το 1992 είχε προβληθεί, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 (Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, Μιλάνο 1985), σαν ορόσημο για τη δημιουργία της “ενιαίας εσωτερικής αγοράς” και την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων και υπηρεσιών μεταξύ των χωρών μελών. Η διαδικασία αυτή αποτελεί το προοίμιο της νεοφιλελεύθερης πορείας της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Όμως, από τη μια η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, το 1989-91, και από την άλλη η νομισματική κρίση του 1991-92 οδήγησαν στην απόλυτη κυριαρχία του μάρκου στην οικονομία της Ευρώπης και, συνολικά, επιτάχυναν τις εξελίξεις. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, που βασική της επιδίωξη ήταν η διαμόρφωση της ΟΝΕ και του ευρώ, είναι αποτύπωση της γερμανικής ηγεμονίας και του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Πράγματι, η ΟΝΕ εγκαθιδρύεται την 1η Γενάρη 1999, με βάση το Σύμφωνο Σταθερότητας, το βασικό πυλώνα του νεοφιλελευθερισμού, ενώ από την 1η Γενάρη 2002 το ευρώ κυκλοφορεί σε φυσική μορφή.

2. Το επόμενο βήμα της εμβάθυνσης του νεοφιλελευθερισμού στην ΕΕ αποτελεί η δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού αντεργατικού οπλοστασίου και η παράλληλη επιχείρηση διεύρυνσης και συνταγματοποίησης του νεοφιλελευθερισμού. Είναι η περίοδος από το 2002 μέχρι πρόσφατα. Αφενός έχουμε τη θεοποίηση της ανταγωνιστικότητας, έννοια και στόχος που δεν μπορεί παρά να κυριαρχείται από το χαμηλό μεροκάματο – όταν το μεγαλύτερο τμήμα της παγκόσμιας παραγωγής γίνεται με μεροκάματο 1-2 δολάριο. Έτσι έχουμε τη λεγόμενη “Στρατηγική της Λισαβόνας για Ανταγωνιστική Ευρώπη” (2000), στη βάση της οποίας προωθήθηκαν η Οδηγία Μπολκεστάιν, η flexicurity, τα stage, το 65ωρο. Επιβάλλεται σε κάθε χώρα η διαμόρφωση “Εθνικών σχεδίων Μεταρρυθμίσεων”, για να ελέγχεται άμεσα από την Κομισσιόν η συμμόρφωση με τις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού και της ανταγωνιστικότητας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ιδιαίτερη πτυχή αυτής της αντεργατικής επίθεσης αποτελεί η “Ευρώπη-φρούριο”, δηλαδή η αντιμεταναστευτική πολιτική της ΕΕ. Αφετέρου, έχουμε τη διεύρυνση της ΕΕ, ειδικά με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, χώρες με ειδικευμένο και φθηνό εργατικό δυναμικό, με υποπολλαπλάσιο μεροκάματο και χωρίς ασφαλιστικά δικαιώματα, πρότυπο που με συγκεκριμένα μέτρα η ΕΕ επιχειρεί να “εξάγει” σε ολόκληρη την Ευρώπη. Παράλληλα, προωθείται αρχικά το Ευρωσύνταγμα και, μετά το θρίαμβο του “ΟΧΙ” σε Γαλλία και Ολλανδία, ακολουθεί η Ευρωσυνθήκη –ή συνθήκη της Λισαβόνας–, που σήμερα οδεύει προς έγκριση, παρά το νέο “ΟΧΙ” του ιρλανδικού λαού –χωρίς πουθενά αλλού να εκτεθεί σε δημοψήφισμα–, οδηγώντας σε μια πρωτοφανή ιστορικά συνταγματική κατοχύρωση του νεοφιλελεύθερου δόγματος.

3. Η είσοδος στην κρίση είναι και είσοδος σε μια περίοδο ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Είναι η περίοδος της κοινωνικοποίησης των ζημιών, με τα δισ. ευρώ των “πακέτων στήριξης”, προκειμένου να διασωθούν οι πυλώνες της πλουτοκρατίας, οι τράπεζες και το χρηματιστικό κεφάλαιο. Είναι ταυτόχρονα η περίοδος της πιο σκληρής και επώδυνης (λόγω της κρίσης) εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας. Ενώ παράλληλα εισάγονται πρωτοφανείς αντεργατικές ρυθμίσεις, όπως το μοίρασμα της εργασίας, προκειμένου δήθεν να αποφευχθούν οι απολύσεις, στη ρότα “μισή δουλειά, μισός μισθός, μισή ζωή”.

Ο νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας της ΕΕ

Θα προσδιορίσουμε παρακάτω το πώς εκφράζεται και πώς διαμορφώθηκε ο νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας της ΕΕ.

Χτύπημα των μισθών και των λαϊκών εισοδημάτων: Ουσιαστικά με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ επιβάλλεται η πανευρωπαϊκή λιτότητα. Η απαίτηση για περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος μεταφράζεται απ’ όλες τις κυβερνήσεις στην Ευρώπη σε πραγματική μείωση των μισθών. Παράλληλα, μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις, περιορίζεται ακόμη περισσότερο το εισόδημα των λαϊκών νοικοκυριών, καθώς αναγκάζονται πλέον να πληρώνουν για μια σειρά υπηρεσίες, που μέχρι τότε προσφέρονταν δωρεάν. Στη συρρίκνωση των λαϊκών εισοδημάτων συμβάλλει επίσης η αλλαγή φορολογικής πολιτικής με δραστική επιβάρυνση του λαού.

Ιδιωτικοποιήσεις: Υπό τη δαμόκλειο σπάθη των κριτηρίων του Μάαστριχτ και του Συμφώνου Σταθερότητας για τη μείωση του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, το μεγαλύτερο τμήμα του δημόσιου τομέα παραδόθηκε σε ιδιωτικά κεφάλαια και κυρίως στις πολυεθνικές. Στην ίδια κατεύθυνση προωθήθηκε από την Κομισιόν η λεγόμενη “απελευθέρωση της αγοράς” σε στρατηγικούς τομείς: ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, αερομεταφορές. Παράλληλα, επιβάλλεται μια “ιδεολογική τρομοκρατία”, ότι το ιδιωτικό είναι αποτελεσματικό, το δημόσιο γραφειοκρατικό, σπάταλο και αντιπαραγωγικό. Έτσι επιταχύνθηκε η διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, διαμορφώθηκαν κολοσσιαίοι πολυκλαδικοί όμιλοι και εδραιώθηκε η κυριαρχία του μεγάλου μονοπωλιακού κεφαλαίου. Σ’ αυτή τη βάση, αρχίζει μια κούρσα εκτίναξης των κερδών.

Κατεδάφιση κοινωνικού κράτους: Οι μεγάλες περικοπές κοινωνικών παροχών ήταν η δεύτερη, μετά τους μισθούς, κεντρική συνέπεια της απαίτησης του Συμφώνου Σταθερότητας για περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος. Παιδεία, Υγεία και Κοινωνική Ασφάλιση υφίστανται μια διαρκώς εντεινόμενη υποχρηματοδότηση και μια αντίστοιχη ποιοτική υποβάθμιση. Σήμερα, σε πολλές χώρες, φθάνουν στην κατάρρευση. Αυτό ανοίγει φυσικά το δρόμο στο μονοπωλιακό κεφάλαιο για νέους τομείς υψηλής κερδοφορίας.

Φορολογική αφαίμαξη: Μία ακόμη έντονα αρνητική συνέπεια του Συμφώνου Σταθερότητας και της λογικής των ιδιωτικοποιήσεων. Από τη μια μεριά, η φορολογία του μεγάλου κεφαλαίου μειώνεται, οι φορολογικοί συντελεστές των κερδών από 50-60% μειώνονται γύρω στο 25%. Η διαδικασία αυτή συνδέεται με την εκτίναξη των κερδών και την εισβολή των ιδιωτικών κεφαλαίων στο δημόσιο τομέα και στο κοινωνικό κράτος. Από την άλλη, και προκειμένου να μειωθεί το δημόσιο έλλειμμα, που προφανώς διευρύνεται και από τη μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου, οι κυβερνήσεις στρέφονται στα γνωστά “θύματα”? επιβάλλουν αύξηση με γεωμετρική πρόοδο της φορολογικής επιβάρυνσης των λαϊκών στρωμάτων – και μάλιστα των πιο άδικων κοινωνικά φόρων, των έμμεσων φόρων.

Επισφαλής εργασία: Αναφέρθηκε προηγούμενα ολόκληρο πλέγμα οδηγιών της ΕΕ με στόχο την κατάργηση της σταθερής απασχόλησης και τη μετατροπή των εργαζομένων σε πρόσκαιρα εργαζόμενους και απασχολήσιμους. Αυτό οδηγεί σε μεγάλες ανατροπές, ραγδαία πτώση των μισθών, μεγάλη συρρίκνωση των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων και εισφοροδιαφυγή του μεγάλου κεφαλαίου. Παράλληλα, όμως, υπάρχουν κρίσιμες πολιτικές συνέπειες, καθώς η ελαστική και μαύρη εργασία οδηγεί στη διάλυση της συλλογικότητας, στην πολιτική αποδυνάμωση και περιθωριοποίηση των εργαζομένων.

Πού οδήγησε ο νεοφιλελευθερισμός στην ΕΕ

Οι συνέπειες του νεοφιλελευθερισμού, όπως προωθήθηκε από την ΕΕ, είναι πάνω κάτω γνωστές σε κάθε χώρα. Όμως, είναι λάθος να παραμένει κανείς μόνον στην τοπική, ανά χώρα, αποτίμηση των καταστάσεων. Γιατί αυτό που διαμορφώθηκε πανευρωπαϊκά είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να γίνει μόνο από κάθε κυβέρνηση χωριστά. Η ΕΕ είναι μια διακρατική μονοπωλιακή ένωση και ο νεοφιλελεύθερος και αντεργατικός προσανατολισμός της είναι άρρηκτα δεμένος με τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της. Έτσι έχουμε:

• Κυριαρχία των πολυεθνικών: Το άνοιγμα των συνόρων στο κεφάλαιο, η “ενιαία εσωτερική αγορά των 500 σήμερα εκατομμυρίων καταναλωτών” οδήγησαν στον οικονομικό έλεγχο όλων των βασικών τομέων της οικονομίας από το χρηματιστικό κεφάλαιο. Κι αυτό έγινε στο όνομα του “ανταγωνισμού”. Ακόμη μια επιβεβαίωση του Λένιν, που λέει ότι “ο ελεύθερος συναγωνισμός γεννά το μονοπώλιο”. Δεν κέρδισαν ισόμετρα όλοι οι καπιταλιστές, η εκτίναξη των κερδών δεν μοιράστηκε ισόμετρα. Αντίθετα, τα πολυεθνικά μεγαθήρια είναι που πήραν τη μερίδα του λέοντος. Στις χώρες της περιφέρειας, όπως η Ελλάδα, όλοι οι στρατηγικοί τομείς πέρασαν πλέον στον έλεγχό τους. Δεν έχουμε απλά ιδιωτικοποίηση αλλά και πολυεθνικοποίηση.

• Διευθυντήριο: Η Ευρώπη της ΕΕ κυβερνάται, ουσιαστικά διοικείται, από ένα στενό και ολιγαρχικό πολιτικοοικονομικό διευθυντήριο. Αυτό περιλαμβάνει α) τις μεγαλύτερες (λιγότερες από 100) πολυεθνικές, β) την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το επιτελικό κέντρο της ΟΝΕ, γ) τους ηγετικούς πολιτικούς κύκλους (ούτε καν τις κυβερνήσεις) των μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών, Γερμανίας, Γαλλίας, Αγγλίας. Αυτό το διευθυντήριο ουσιαστικά ελέγχει τα κεντρικά όργανα της ΕΕ, τα διορίζει και τα κατευθύνει. Αποφασίζει τις πολιτικές που θα ακολουθηθούν. Ελέγχει, επιτηρεί, τιμωρεί κάθε κυβέρνηση. Π.χ. μέσα στην κρίση, αυτοί αποφάσισαν τα “πακέτα στήριξης” των τραπεζών, αυτοί επέβαλαν τη μη χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας.

• Μεγάλος Συνασπισμός: Είναι το πολιτικό μοντέλο που επιβλήθηκε, μαζί με το νεοφιλελευθερισμό, σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Πρακτικά ο Μεγάλος Συνασπισμός εκφράζει τη “δικτατορία των αγορών” και την “επιχειρηματική πολιτική”. Τη συμμαχία κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς. Αυτή “έχτισε” την ΕΕ, αυτή δημιούργησε όλες τις συνθήκες της ΕΕ από το 1985 και μετά. Τα πολιτικά συστήματα κάθε χώρας γρήγορα προσαρμόστηκαν σ’ αυτό το δικομματικό πρότυπο. Έτσι έχουμε εναλλαγή κυβερνήσεων χωρίς αλλαγή πολιτικού προσανατολισμού, με τη σοσιαλδημοκρατία να πρωτοστατεί στην εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού.

Χρίστος Καραμάνος