Μπορεί ένας Δημοκρατικός να αλλάξει την πολιτική των ΗΠΑ στη Μ.Ανατολή;

του Noam Chomsky

από τους Khaleej Times, 3 Απριλίου 2008

Πρόσφατα, όταν ρωτήθηκε ο αντιπρόεδρος Cheney από την ανταποκρίτρια του ABC News Martha Raddatz για τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αμερικανικών πολιτών αντιτάσσεται στον πόλεμο στο Ιράκ, απάντησε: «έτσι ε;»

«Καλά, δεν φροντίζετε να μάθετε τι σκέφτονται οι αμερικανοί πολίτες;» ρώτησε η Raddatz.

«Όχι» απάντησε ο Cheney, και εξήγησε ότι «δεν γίνεται να καθοριζόμαστε από τις διακύμάνσεις στις δημοσκοπήσεις κοινής γνώμης.»

Αργότερα όταν η εκπρόσωπος του Λευκού οίκου Dana Perino ρωτήθηκε αναφορικά με το σχόλιο του Cheney, αν το κοινό καθορίζει τα πράγματα, αν παίζει κάποιο ρόλο.

Η απάντησή της: «Παίζει ρόλο. Οι αμερικανοί πολίτες καθορίζουν τα πράγματα κάθε τέσσερα χρόνια, και αυτός είναι ο τρόπος που είναι οργανωμένο σήμερα το σύστημά μας».

Αυτό είναι σωστό. Κάθε τέσσερα έτη οι αμερικανοί πολίτες μπορούν να επιλέξουν μεταξύ των υποψηφίων ποιων τις απόψεις απορρίπτουν και μετά πρέπει να το βουλώσουν.

Ανίκανος προφανώς ο κόσμος να καταλάβει αυτή τη δημοκρατική θεωρία, διαφωνεί έντονα.

«Το 81% λέει ότι όταν οι κυβερνήτες είναι να πάρουν μια σημαντική απόφαση πρέπει να προσέξουν τι λέει η κοινή γνώμη» αναφέρει έκθεση του Προγράμματος για τη Διεθνή Πολιτική της Ουάσιγκτον.

Και όταν ρωτιέται το κοινό «εάν οι εκλογές είναι ο μόνος χρόνος που πρέπει να έχουν οι απόψεις του επιρροή στους ηγέτες, το 94% απαντά ότι οι ηγέτες της κυβέρνησης πρέπει να εισακούνε τις απόψεις του κόσμου και μεταξύ των εκλογικών αναμετρήσεων».

Οι ίδιες δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν ότι ο κόσμος δεν έχει ψευδαισθήσεις για το πώς εισακούγεται η θέλησή του: το 80% λέει «ότι αυτή η χώρα κυβερνάται από μερικά μεγάλα συμφέροντα που φροντίζουν για τον εαυτό τους και όχι για το κοινό καλό».

Με την απεριόριστη αδιαφορία της για το τι θέλει η κοινή γνώμη, η διακυβέρνηση Μπους βρέθηκε στην άκρη δεξιά του πολιτικού φάσματος με τον εθνικιστικό και τυχοδιωκτικό της χαρακτήρα και για αυτό δέχτηκε και μεγάλη κριτική.

Ένας Δημοκρατικός υποψήφιος είναι πιθανό να μετατοπιστεί περισσότερο προς το κέντρο. Εξετάζοντας όμως το αρχείο δηλώσεων και της Hillary Clinton και του Barack Obama, είναι δύσκολο να βρεις λόγο για τον οποίο να αναμένονται σημαντικές αλλαγές στην Αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή.

ΙΡΑΚ

Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι κανένας Δημοκρατικός υποψήφιος δεν έχει εκφράσει βάσει αρχών αντίρρηση στην εισβολή του Ιράκ. Με αυτό εννοώ εκείνο το είδος της αντίρρησης που εκφράστηκε παγκοσμίως όταν εισέβαλαν οι Ρώσοι στο Αφγανιστάν ή όταν εισέβαλε ο Σαντάμ Χουσεΐν στο Κουβέιτ: καταδίκη επειδή η εισβολή είναι έγκλημα – στην πραγματικότητα είναι το «ανώτατο διεθνές έγκλημα» όπως καθόρισε το δικαστήριο της Νυρεμβέργης. Κανένας δεν επέκρινε εκείνες τις εισβολές παρά μόνο τον τρόπο που έγιναν σαν «λάθος στρατηγικό» ή σαν ανάμειξη «στον εμφύλιο πόλεμο μιας άλλης χώρας, έναν πόλεμο που δεν μπορείς να κερδίσεις» (Obama και Clinton αντίστοιχα, για την εισβολή στο Ιράκ).

Η κριτική του πολέμου του Ιράκ γίνεται λόγω του μεγάλου του κόστους και της αποτυχίας του.  Οι προθέσεις της διακυβέρνησης Μπους και McCain, περιγράφηκαν σε μια Διακήρυξη Αρχών που δόθηκε στη δημοσιότητα από το Λευκό Οίκο τον Νοέμβριο του 2007, σε μια συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης του Μπους και της υποβασταζόμενης κυβέρνησης του Ιράκ.

Η Διακήρυξη επιτρέπει στις δυνάμεις των ΗΠΑ να παραμείνουν στο αόριστο μέλλον στο Ιράκ με αόριστο στόχο «να αποτρέψουν την ξένη επιθετικότητα» (αν και η μόνη απειλή για επιθετικότητα στην περιοχή είναι από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ) και «για τη εσωτερική ασφάλεια», αν και φυσικά δεν αφορά την εσωτερική ασφάλεια μιας κυβέρνησης που τυχόν απέρριπτε την κυριαρχία των ΗΠΑ. Η Διακήρυξη δεσμεύει επίσης το Ιράκ να διευκολύνει και να ενθαρρύνει «τη ροή των ξένων επενδύσεων στο Ιράκ, ειδικά αμερικανικές επενδύσεις», μια σιδηρά έκφραση της αυτοκρατορικής θέλησης.

Εν συντομία, το Ιράκ πρόκειται να παραμείνει ένα κράτος προτεκτοράτο, που επιτρέπει τις μόνιμες αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις και που εξασφαλίζει προτεραιότητα στις αμερικανικές επενδύσεις για την πρόσβαση στους τεράστιους πόρους πετρελαίου του. Αυτή ήταν μια σαφής δήλωση των στόχων της εισβολής, που ήταν άλλωστε εμφανείς στον καθένα που δεν τυφλώθηκε από το επίσημο δόγμα.

Ποιες είναι οι εναλλακτικές λύσεις των Δημοκρατικών; Διευκρινίστηκαν τον Μάρτιο του 2007, όταν το Κοινοβούλιο και Γερουσία ενέκριναν τις Δημοκρατικές προτάσεις που έθεσαν προθεσμίες για την αποχώρηση των στρατευμάτων. Ο γερουσιαστής Kevin Ryan ανώτερο μέλος στο κέντρο Belfer του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ για τις Διεθνείς Σχέσεις, ανέλυσε τις προτάσεις για την Boston Globe:

Οι προτάσεις επιτρέπουν στον Πρόεδρο να παραμερίσει τους συνταγματικούς περιορισμούς προς όφελος της «εθνικής ασφάλειας», κάτι που αφήνει στην πόρτα ορθάνοικτη, γράφει ο Ryan. Επιτρέπουν στα στρατεύματα να παραμείνουν στο Ιράκ «εφ’ όσον εκτελούν μια από τις ακόλουθες τρεις συγκεκριμένες αποστολές: 1. προστασία των αμερικανικών εγκαταστάσεων, πολιτών και δυνάμεων, 2. καταπολέμηση της Αλ Κάιντα ή των διεθνών τρομοκρατών και 3. εκπαίδευση των ιρακινών δυνάμεων ασφαλείας». Οι εγκαταστάσεις περιλαμβάνουν τις τεράστιες αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις που χτίζονται γύρω από τη χώρα και την αμερικανική πρεσβεία, μια πραγματική ανεξάρτητη πόλη μέσα στην πόλη, διαφορετική από κάθε άλλη πρεσβεία στον κόσμο. Κανένα από αυτά τα σημαντικά κατασκευαστικά προγράμματα δεν εξελίσσεται με την προσδοκία ότι θα εγκαταλειφθεί.

Οι άλλοι όροι είναι επίσης αόριστοι. «Οι προτάσεις στην πραγματικότητα μπορούν να κατανοηθούν σαν επανατοποθέτηση της αποστολής των στρατευμάτων μας», συνοψίζει ο Ryan: «Μιλάμε για μια καλή στρατηγική, αλλά όχι για μια απόσυρση».

Είναι δύσκολο να δει κανείς πολλή διαφορά μεταξύ των δημοκρατικών προτάσεων της 7ης Μαρτίου και εκείνων του Obama και της Clinton.

ΙΡΑΝ

Όσον αφορά το Ιράν, ο Obama θεωρείται μετριότερος από την Clinton, και το κύριο σύνθημά του είναι «αλλαγή». Ας επικεντρωθούμε λοιπόν σε αυτόν.

Ο Obama ζητά μεγαλύτερη προθυμία στο να διαπραγματευτούμε με το Ιράν, αλλά μέσα στους τυπικούς περιορισμούς. Η θέση του είναι ότι «θα πρόσφερε τις οικονομικές παροτρύνσεις και μια πιθανή υπόσχεση να μην επιδιώξει “αλλαγή καθεστώτος” εάν το Ιράν σταματήσει να παρενοχλεί το Ιράκ και συνεργαστεί στην τρομοκρατία και στα πυρηνικά ζητήματα και σταματήσει να δρα ανεύθυνα υποστηρίζοντας τις Σιιτικές στρατιωτικές ομάδες στο Ιράκ.

Μερικές προφανείς ερωτήσεις έρχονται στο μυαλό μας. Παραδείγματος χάριν, πώς θα μας φαινόταν αν ο Πρόεδρος Mahmoud Ahmadinejad του Ιράν μας προσέφερε μια πιθανή υπόσχεση να μην επιδιώξει τη “αλλαγή καθεστώτος” στο Ισραήλ, εάν αυτό σταματήσει τις παράνομες δραστηριότητές του στα κατεχόμενα εδάφη της Παλαιστίνης και συνεργαστεί στο ζήτημα της τρομοκρατίας και των πυρηνικών;

Η μέτρια προσέγγιση του Obama είναι καλή για την ήδη διαμορφωμένη πλευρά της κοινής γνώμης, άλλωστε συχνά περνά απαρατήρητη. Όπως όλοι οι υποψήφιοι που έχουν μείνει στην κούρσα, ο Obama επιμένει καθ’ όλη την εκλογική του εκστρατεία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει απειλούν το Ιράν με επίθεση (η κλασσική φράση που αναμασά είναι: «κρατήστε όλες τις επιλογές ανοικτές»), κάτι που παραβιάζει τον χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (εάν αυτό απασχολεί κάποιον). Αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών διαφωνεί: το 75% θέλει βελτίωση των σχέσεων με το Ιράν σε σύγκριση με το μόλις 22% που θέλει «απειλές που υπονοούν πόλεμο». Επομένως όλοι οι υποψήφιοι, αντιτάσσονται στα τρία τέταρτα του κόσμο όσον αφορά αυτό το ζήτημα.

Και η αμερικανική και η ιρανική άποψη σχετικά με το θεμελιώδες ζήτημα της πυρηνικής πολιτικής έχει μελετηθεί προσεκτικά. Και στις δύο χώρες, η μεγάλη πλειοψηφία υποστηρίζει ότι το Ιράν πρέπει να έχει τα δικαιώματα οποιουδήποτε κράτους υπογράφει τη Συνθήκη Μη-Διάδοσης: να μπορεί να αναπτύξει την πυρηνική ενέργεια αλλά όχι τα πυρηνικά όπλα.

Οι ίδιες μεγάλες πλειοψηφίες ευνοούν την καθιέρωση μιας «ελεύθερης από πυρηνικά» ζώνης στη Μέση Ανατολή που θα περιελάμβανε και τις ισλαμικές χώρες και το Ισραήλ. Περισσότερο από το 80% των Αμερικανών θέλουν να απαγορευτούν τα πυρηνικά όπλα συνολικά,  — μια νομική υποχρέωση των κρατών με τα πυρηνικά όπλα, που απορρίπτεται επίσημα από τη διακυβέρνηση Μπους.

Και σίγουρα οι Ιρανοί θα συμφωνούν με τους Αμερικανούς ότι η Ουάσιγκτον πρέπει να τελειώνει τις στρατιωτικές απειλές και να στραφεί στις κανονικές σχέσεις.

Σε ένα φόρουμ στην Ουάσιγκτον τον Ιανουάριο του 2007 όταν δημοσιεύτηκαν τέοιες δημοσκοπήσεις, ο Joseph Cirincione, πρώτος αντιπρόεδρος για την Εθνική Ασφάλεια και τη Διεθνή Πολιτική στο Κέντρο για την Αμερικανική Πρόοδο (και επίσης σύμβουλος του Obama), είπε ότι οι ψηφοφορίες έδειξαν «τη κοινή λογική και των αμερικανών πολιτών και των ιρανών πολιτών ανθρώπων, που φαίνονται να είναι σε θέση να ξεφύγουν από τη ρητορική των ηγετών τους και να βρουν λύσεις κοινής λογικής στα κρίσιμα ζητήματα».

Αν και δεν έχουμε τα εσωτερικά αρχεία, υπάρχει λόγος στο να θεωρούμε ότι το Πεντάγωνο αντιτάσσεται σε μια επίθεση στο Ιράν. Η παραίτηση στις 11 Μαρτίου του ναυάρχου William Fallon ως προϊστάμενου της κεντρικής υπηρεσίας, αρμόδιου για τη Μέση Ανατολή, ερμηνεύθηκε ευρέως ως αντίθεσή του σε μια επίθεση. Πιθανά αυτή την αντίθεση τη μοιράζεται συνολικότερα η στρατιωτική ηγεσία.

Η εκτίμηση της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, τον Δεκέμβριο του 2007, που αναφέρει ότι το Ιράν δεν έχει εκπονήσει πρόγραμμα πυρηνικών όπλων από το 2003, ίσως απεικονίζει την αντίθεση και της Υπηρεσίας Πληροφοριών στη στρατιωτική δράση.

Υπάρχουν πολλά πράγματα που είναι αβέβαια. Αλλά είναι δύσκολο να δεις συγκεκριμένα σημάδια πως μια Δημοκρατική προεδρία θα βελτίωνε την κατάσταση πάρα πολύ, ή θα εναρμόνιζε την ασκούμενη πολιτική με την άποψη των αμερικανών πολιτών ή του υπόλοιπου κόσμου.

ΙΣΡΑΗΛ-ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ

Στο ζήτημα του Ισραήλ και της Παλαιστίνης επίσης, οι υποψήφιοι δεν έχουν δώσει καμιά ελπίδα ότι αναμένεται κάποια ελπιδοφόρα αλλαγή.

Στον ιστοχώρο του, ο Obama, ο υποψήφιος «της αλλαγής» και «της ελπίδας» δηλώνει ότι «υποστηρίζει έντονα τη στενή σχέση ΗΠΑ-Ισραήλ», και ότι θεωρεί ότι «η πρώτη και αναμφισβήτητη υποχρέωσή μας στη Μέση Ανατολή πρέπει να είναι η ασφάλεια του ισχυρότερου συμμάχου της Αμερικής, του Ισραήλ, στη Μέση Ανατολή».

Βεβαίως, είναι οι Παλαιστίνιοι που αντιμετωπίζουν πολύ περισσότερο πρόβλημα ασφάλειας, για την ακρίβεια πρόβλημα επιβίωσης. Αλλά οι Παλαιστίνιοι δεν είναι «ισχυρός σύμμαχος» Το πολύ πολύ, να είναι πολύ αδύνατος σύμμαχος. Ως εκ τούτου, η κατάντια τους προκαλεί μικρή ανησυχία, σύμφωνα με την αρχή ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο συνεισφέρει καθένας στη δύναμη, στο κέρδος, στην ιδεολογία.

Ο ιστοχώρος του Obama τον παρουσιάζει ως υπερ-προστάτη του Ισραήλ. «Θεωρεί ότι το δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ ως εβραϊκό κράτος δεν πρέπει ποτέ να αμφισβητηθεί». Ψάχνοντας στο αρχείο του δεν τον βρήκαμε το ίδιο απαιτητικό να μην αμφισβητείται το δικαίωμα άλλων χωρών να υπάρξουν ως μουσουλμανικά (ή Χριστιανικά ή Λευκά κοκ).

Ο Obama απαιτεί την αύξηση της εξωτερικής βοήθειας «για να εξασφαλίσει ότι οι προτεραιότητες χρηματοδότησης (για στρατιωτική και οικονομική βοήθεια στο Ισραήλ) θα εκπληρωθούν». Επιμένει επίσης, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει «να αναγνωρίσουν τη Χαμάς εκτός και αν αυτή αρνηθεί την καταστατική επιδίωξή της να διώξει το Ισραήλ». Κανένα κράτος βέβαια δεν μπορεί να «αναγνωρίσει» τη Χαμάς, η Χαμας είναι ένα πολιτικό κόμμα, έτσι σε αυτό που λογικά αναφέρεται ο Obama είναι η κυβέρνηση που συγκρότησε η Χαμάς. Η κυβέρνηση αυτή εκλέχτηκε μετά από ελεύθερες εκλογές, αλλά αφού κέρδισε η Χαμάς είναι λάθος και επομένως είναι παράνομη, σύμφωνα με την επικρατούσα θεωρία των ελίτ για τη δημοκρατία.

Και εμφανίζει άγνοια για το ότι η Χαμάς έχει ζητήσει συμφωνία για την ύπαρξη των δύο κρατών, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, πρόταση που έχουν απορρίψει και οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ.

Ο Obama δεν αγνοεί τους Παλαιστίνιους: «Ο Obama θεωρεί ότι μια καλύτερη ζωή για τις παλαιστινιακές οικογένειες είναι καλή και για Ισραηλινούς και για τους Παλαιστίνιους». Προσθέτει έτσι μια αναφορά και στα δύο κράτη που ζουν δίπλα-δίπλα και που είναι αρκετά ασαφής για να μην ενοχλεί τα ισραηλινά και τα αμερικανικά γεράκια.

Οι Παλαιστίνιοι έχουν έτσι δύο επιλογές. Η πρώτη είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ θα εγκαταλείψουν τη μονομερή άρνησή του των τελευταίων 30 ετών και θα δεχτούν τη διεθνή συναίνεση για την ύπαρξη δύο κρατών, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και όλως τυχαίως σύμφωνα με τις επιθυμίες της μεγάλης πλειοψηφίας των Αμερικανών. Αυτό δεν είναι αδύνατο, αν και τα δύο κράτη (ΗΠΑ – Ισραήλ) δουλεύουν σκληρά για να το κάνουν αδύνατο.

Μια δεύτερη επιλογή είναι αυτή που οι ΗΠΑ και το Ισραήλ εφαρμόζουν πραγματικά. Οι Παλαιστίνιοι θα εγκλωβιστούν στη φυλακή της Γάζας και στα καντόνια της Δυτικής Όχθης, και θα χωρίζονται ουσιαστικά οι μεν από τους δε από τις ισραηλινές εγκαταστάσεις και τα τεράστια έργα υποδομής. Και οι μεν και οι δε ουσιαστικά θα είναι κρατούμενοι στο βαθμό που το Ισραήλ κατέχει την κοιλάδα της Ιορδανίας.

Εντούτοις, οι περιστάσεις μπορούν να αλλάξουν, και ίσως αλλάξουν μαζί τους και οι υποψήφιοι, προς όφελος και των Ηνωμένων Πολιτειών και ολόκληρης της Μέσης Ανατολής. Η κοινή γνώμη μπορεί να μην μείνει εύκολα αγνοημένη στο περιθώριο. Η οικονομική ελίτ που διαμορφώνει κατά πολύ την πολιτική μπορεί να αναγνωρίσει ότι τα συμφέροντά της εξυπηρετούνται καλύτερα αν ακούσουν την κοινή γνώμη και τον υπόλοιπο κόσμο, από ότι αν ακολουθήσουν τη σκληρή γραμμή της Ουάσιγκτον.