Μετά και πριν το ’68, του Χρήστου Γιοβανόπουλου

Οι παρακάτω σκέψεις αποτελούν γόνο της έρευνας για τα δύο πρόσφατα βιβλία των εκδόσεων Α/συνεχεια, στην οποία εμπλέχτηκε ο γράφων. Μπορείτε να διαβάσετε το πλήρες κείμενο στην ηλεκτρονική έκδοση του παρόντος τεύχους της “Αριστερά!”.

“Παγκοσμιότητα” και ’68

Μελετώντας κανείς την περίοδο που κωδικά αποκαλούμε “’68″… ανακαλύπτει ότι δεν είναι δυνατό να συλλάβει τη διάσταση των γεγονότων όσο προσπαθεί να τα φανταστεί σαν ένα ενιαίο φαινόμενο. Οι “ανεκπλήρωτες θύελλες” αναγκάζουν την αναφορά σε αυτές μόνο με πληθυντικούς όρους. Η διαφορετικότητα των επαναστατικών ρευμάτων του ’60 αντιστέκεται σε μια ομογενοποιητική αναφορά σε ένα φανταστικό “πραγματικό ’68”. Η αποφυγή της μονομέρειας είναι η απαραίτητη συνθήκη για τη διαλεκτική κατανόηση του εύρους και του βάθους της διαδικασίας εξέλιξης των πραγμάτων από το επαναστατικό ‘68 στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση, την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση και τα σημερινά κινήματα αντίστασης. Η πραγματικότητα του ‘68 αντιστέκεται ταυτόχρονα και στην απεμπλουτισμένη εικόνα του ως “λάιφ στάιλ” και εμπορεύσιμων επαναστατικών αξεσουάρ αλλά και στην εικόνα μιας πολιτικής επανάστασης με κεφαλαίο Π, όπου ο κόσμος θα άλλαζε μετά την Επανάσταση.

Το πολιτικό, το οικονομικό και το στρατιωτικό μπλέκονταν με το πολιτιστικό, το κοινωνικό και το προσωπικό… σε πρωτόγνωρο βαθμό κι έκταση τώρα και, επιπλέον, με την ενεργή συμμετοχή των μαζών… Η αλληλοτροφοδότηση του ενός επιπέδου από το άλλο λειτουργούσε και υποστηρηκτικά αλλά και ανταγωνιστικά (κυρίως μετά το αποκορύφωμα), σε ανισόμετρες κλίμακες ανάλογα με τα υποκείμενα (κοινωνικός χώρος) και τις συνθήκες (γεωπολιτικός χώρος). Η πολυμορφία του ‘68, όμως, και η αποκεντρωμένη του μορφή κάθε άλλο παρά σήμαινε την έλλειψη ενός συγκεκριμένου στόχου, ενός οράματος, που λειτουργούσε ενοποιητικά ανάμεσα στις διάφορες πλευρές του. Η πολυμέρειά του οφειλόταν μάλλον στην ανάδειξη μιας πολλαπλότητας ιστορικών χρόνων κι εμπειριών στο κέντρο και στην περιφέρεια, που διασπούσαν την αντίληψη ενός ενιαίου ευρωποκεντρικού οικουμενικού χώρου και μιας γραμμικής και αντικειμενικής εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας, ανοίγοντας άλλες δυνατότητες για το πέρασμα σε μια μετα-καπιταλιστική κοινωνία.

Το ‘68 ήταν παγκόσμιο όχι απλά με την έννοια αντίστοιχων προηγούμενων κοσμοϊστορικών γεγονότων (όπου οι συνέπειες των αλλαγών στο κέντρο εξαπλώνονταν στην περιφέρεια). Ήταν παγκόσμιο με την ταυτόχρονη εκδήλωση επαναστατικών κινημάτων σε κέντρο και περιφέρεια, όπου για πρώτη φορά το κέντρο βάρους τοποθετούνταν στην τελευταία. Αυτό επέφερε και μια βασική διαφοροποίηση στα περιεχόμενα και στις μορφές των επαναστατικών κινημάτων και μια κριτική όπου το παγκόσμιο ρεύμα αλληλοπλεκόταν με τοπικές συνθήκες καταπίεσης και παραδόσεις αντίστασης. Με αυτή την έννοια, το ’68 μπορεί να νοηθεί σαν προάγγελος, σαν πρώτη γεύση των κινημάτων σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, κι έτσι σαν αρχή.

Το ’68, όμως, σήμαινε κι ένα διπλό τέλος. Αποτέλεσε το τέλος ενός παγκόσμιου συστήματος σχέσεων όπως είχε διαμορφωθεί την εποχή της αποικιοκρατίας και του βιομηχανικού πολιτισμού. […]

Έτσι, αν το τέλος του συστήματος της αποικιοκρατίας έφερε την κατάρρευση της ομοιομορφίας μιας οικουμενικής αντίληψης, κομμένης και ραμμένης στα ευρωπαϊκά πρότυπα και ανάγκες, η κριτική στον κομφορμισμό και στην ομοιογένεια του μαζικού πολιτισμού ήταν η εκδήλωση του τέλους του πολιτισμού της φορντικής –για πολλούς, και της βιομηχανικής– εποχής στη Δύση. Όπως οι αποικιοκρατούμενοι λαοί και οι καταπιεσμένες εθνότητες και φυλές διεκδικούσαν τη δική τους ιστορία και αυτονομία, έτσι και το νεολαιίστικο, το γυναικείο και όλα τα κοινωνικά κινήματα που προέκυψαν με το ’68 διεκδικούσαν την αναγνώριση του δικού τους κόσμου και και των δικών τους δικαιωμάτων.

[…]

Έτσι, η διείσδυση του κεφαλαίου στο σύνολο της καθημερινής ζωής επέκτεινε και την κριτική της καπιταλιστικής ιδεολογίας στις ειδικές μορφές με τις οποίες εμφανίζεται κι εσωτερικεύεται από/σε κάθε καθημερινή σχέση και πράξη. Εδώ ήταν το σημείο σύμφυσης του συλλογικού με το ατομικό, της βάσης με το εποικοδόμημα, της καταπίεσης με την αλλοτρίωση, της πολιτικής με την αντικουλτούρα, της ιδεολογίας με την καθημερινότητα. Κι εδώ βρίσκεται η σημασία της Πολιτιστικής Επανάστασης. Στο ότι αναγνώρισε την αυξανόμενη βαρύτητα του εποικοδομήματος για τη λειτουργία του σύγχρονου καπιταλισμού και άρα την ανάγκη κριτικής και αλλαγής της ενσωματωμένης σχέσης κεφάλαιο στα μέσα και τα εργαλεία του. Στο ότι η κυριαρχία πάνω τους και η ανάπτυξη σοσιαλιστικών είδους σχέσεων δεν ήταν ζήτημα απλά αντικατάστασης του ιδιοκτήτη και του σκοπού χρήσης των ήδη ανεπτυγμένων στον καπιταλισμό μέσων, αλλά αντικατάστασής τους με τέτοια που να αντανακλούν τις νέες σχέσεις ενός διαφορετικού συστήματος κοινωνικής οργάνωσης. Αυτή η κριτική της αστικής ιδεολογίας στο εσωτερικό των κατεστημένων δομών και μεθόδων επέτρεψε το συγχρονισμό του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος (μιας “καθυστερημένης” χώρας) με τα αναδυόμενα ζητήματα και κινήματα του ‘60, σε αντίθεση με τις καταδικαστικές στάσεις των ρεβιζιονιστικών κομμάτων. […]

Μετά

Η κριτική και το “τέλος” του μοντέλου της αποικιοκρατίας και του φορντικού μοντέλου παραγωγής αποτελούν τους δύο πυλώνες της αμφισβήτησης ή του τέλους της κυριαρχίας της Μοντερνικότητας. Την ίδια στιγμή, το καθολικό όραμα του ’68 μπορεί να ιδωθεί σαν το κύκνειο άσμα της. Με αυτή την έννοια, το ’68 μπορεί να νοηθεί σαν η τελευταία ιστορική ασυνέχεια της Μοντέρνας Εποχής, σαν μια μοντέρνα κριτική της Μοντερνικότητας. Η πλάστιγγα που θα καθορίσει την εξέλιξη αυτής της κριτικής προς τα διάφορα “μετα-” (σαν εκδηλώσεις του ανολοκλήρωτου της κριτικής) θα είναι οι διαμορφούμενοι (αρνητικοί) συσχετισμοί δύναμης.

Κύριο χαρακτηριστικό της “νέας εποχής” θα είναι το πέρασμα από το “ρεαλισμό της ουτοπίας” στην “ουτοπία του ρεαλισμού”. Η στροφή από την εφικτότητα του αδύνατου στον πραγματισμό της πολιτικής σαν “τέχνης του εφικτού”. Από την επανάσταση στο ρεφορμισμό και στην εσωτερίκευση της ήττας μέσω της ανάδειξης των υποκειμενικών λόγων (“παλιών” και “νέων” υποκειμένων), από το “προσωπικό είναι πολιτικό” στο “πολιτικό είναι το προσωπικό” (πολιτική των ταυτοτήτων), από τις κομμούνες και τα κοινόβια στον εναλλακτικισμό και στο πάντρεμά του με την αγορά. Για το σύστημα, η κατάρρευση της δικής του οικουμενικής Αλήθειας και Πραγματικότητας σήμαινε την κατάρρευση κάθε αλήθειας και πραγματικότητας, μια σχετικοποίηση –και όχι σχετικότητα, που συνεπάγεται νόμους και αρχές σχέσεων– των πάντων.

Ήταν αυτή η εξέλιξη συνέπεια της αφομοίωσης πλευρών του ’68 από το σύστημα ή και στοιχείο υποχώρησης –έστω σε κάποιες πλευρές– του τελευταίου, για να διατηρήσει την ηγεμονία του;

[…]

Η προσαρμογή του καπιταλισμού ήταν αναγκαστική μπρος σε κινήματα που άφηναν ανοιχτές άλλες δυνατότητες. Προϋπόθεση, όμως, αυτής της αλλαγής προς την ίδια κατεύθυνση ήταν η βίαιη καταστολή κάθε άλλης δυνατότητας. Η μετάλλαξη και ο εκσυγχρονισμός του δυτικού καπιταλισμού προς το μετα-βιομηχανικό του στάδιο, το Τρίτο Κύμα (τεχνολογικής επανάστασης) και τη (νεο)ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την εξάλειψη του κινδύνου που ενσάρκωναν τα επαναστατικά κινήματα σε όλο τον κόσμο. Για να επιτευχθεί αυτό, το σύστημα αναγκάστηκε αλλού να αποδεχτεί την ήττα του ή να υποχωρήσει… και αλλού να χρησιμοποιήσει πολύμορφη βία… για να αποφύγει τα χειρότερα.

Η κάμψη του κινήματος ήταν προϋπόθεση για όλες τις διαρθρωτικές αλλαγές που ακολούθησαν από τα τέλη του ’70 και για την “αφομοίωση” της κριτικής των κινημάτων του ’60 (βασικά σε ζητήματα εποικοδομήματος). Τα τελευταία προβλήθηκαν στη λογική της αγοράς, όπου τα διάφορα κοινωνικά υποκείμενα και οι εκφράσεις τους μεταφράζονταν τώρα (και αποπεριθωριοποιούνταν) σαν ταυτότητες, ταμπέλες και προωθούμενα στυλ. Ωστόσο, υπάρχει ένα πρόβλημα όταν αναφερόμαστε σε αυτή τη διαδικασία απλά ως “αφομοίωση”. Γιατί ο όρος αναγνωρίζει μόνο τη μία πλευρά της διαδικασίας, την κυριαρχία του συστήματος, και όχι το γεγονός της αναγκαστικής του οπισθοχώρησης για επιβίωση και της συνεχούς από τότε κρίσης του. […]

Σήμερα σαν πριν

Ίσως δεν υπήρξε άλλη εποχή από το ’68 που οι παραλληλίες με το σήμερα να ήταν τόσο πολλές. Αντί του Βιετνάμ, το Ιράκ, αντί των φιλο-τριτοκοσμικών αντικαπιταλιστικών κινημάτων, το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, αντί της έκρηξης της τηλεόρασης, το Ίντερνετ, οι κουλτούρες της περιφέρειας ξανα-κυριεύουν τη μητρόπολη, στη Γερμανία υπάρχει ξανά η “μεγάλη συμμαχία”, η Κίνα ξανα-λανσάρεται σαν απειλή, ο αραβικός εθνικισμός σαν φονταμενταλισμός, η Λατινική Αμερική ξανά σε αναταραχή, κ.λπ.

[…]

Επιπλέον, αν ο κυρίαρχος περί ανάπτυξης λόγος πριν το ‘68 στηριζόταν στη βελτίωση των όρων ζωής μετα-πολεμικά, η μετα-’68 ανάπτυξη κι ο εκμοντερνισμός βιώνονταν σαν καταστροφή του ό,τι είχε χτιστεί την προηγούμενη περίοδο. Σαν χειροτέρευση των όρων διαβίωσης, σαν επιστροφή του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης μεγάλων στρωμάτων της κοινωνίας.

[…]

Μέσα σε αυτό το κλίμα, η κριτική του επιστημονισμού και της μη ουδετερότητας της γνώσης μεταφράστηκε, λόγω της προβολής της τεχνοκρατίας σαν επιστήμης και της πλήρους υποταγής της τελευταίας στο κεφάλαιο, σε άρνηση και αποσύνδεση της γνώσης/επιστήμης από τις απελευθερωτικές δυνατότητες που προσφέρει. Έτσι, πράγματι, υλοποιήθηκε η διαπίστωση του Λυοτάρ, ότι ο μετα-μοντερνισμός είναι –μεταξύ άλλων– και η επιστροφή σε προ-μοντέρνα σχήματα και κουλτούρες.

[…]

Έτσι, ο μετα-ουτοπικός μετα-’68 κόσμος σήμαινε και την επιστροφή ενός ιδεολογικού περιβάλλοντος και διλημμάτων μιας προ-’68 κατάστασης, όπου τα ζητήματα αποκλεισμού από τα μέσα παραγωγής της ζωής αποκτούν έναν όλο και πιο κεντρικό ρόλο.

[…]

Οι αγώνες κατά του αποκλεισμού αποτελούν την αναγκαία συνθήκη ωρίμανσης μέσω των οποίων περνάει η ανάδειξη μιας νέας συλλογικής συνείδησης των επαναστατικών υποκειμένων σήμερα. Οι αγώνες αυτοί, όμως, δεν είναι δυνατό να οδηγήσουν στην ανάδειξη ενός νέου οράματος, χωρίς να αναμετρηθούν με τα ζητήματα και την επαναστατική κριτική που έθεσε το ’68 και η επακόλουθη εμπειρία της υποχώρησής του. Με αυτή την έννοια, το επαναφερόμενο σήμερα δίλημμα επανάσταση ή όχι, αλλαγή με (ή μετά την) κατάληψη της εξουσίας ή όχι (ή πριν), που αντιπαραθέτει εκ νέου τα πολιτικά στα κοινωνικά κινήματα ενώ προσπαθεί να εγγράψει την εμπειρία του ’68 στο σήμερα, αντανακλά ένα μετα-’68 δίλημμα που όμως έχει τη δική του ιστορική δοκιμασία πλέον (και προβλήματα). Η επικαιρότητα τέτοιων ερωτημάτων είναι ωφέλιμη ακριβώς στη διαδικασία συγκρότησης ενός νέου οράματος, συνείδησης κι επαναστατικών υποκειμένων ή διαδικασιών που α) θα μπορούν να συνθέτουν τα διαφορετικά επίπεδα της επαναστατικής κριτικής και πράξης, χωρίς οι διάφορες πλευρές να καταρρέουν μόνο σε μία, β) θα αναπτύσσουν σχέσεις διαφορετικές από αυτές του αστικού τρόπου άσκησης πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, αξιοποποιώντας την κριτική του ’68 στο εσωτερικό των εργαλείων επαναστατικής αλλαγής, και γ) θα αλλάζουν το πεδίο της κριτικής, των εναλλακτικών δυνατοτήτων και αιτημάτων από τα όρια των εφικτών επιλογών (του συστήματος) προς την πλήρη ανατροπή τους.

Με αυτή την έννοια, η συντήρηση της νεανικότητας του επαναστατικού πνεύματος του ’68 βρίσκεται στο ξεπέρασμά του, στην απάντηση των προκλήσεων που έθεσε. Αλλά, σήμερα, το ξεπέρασμα του ’68 σημαίνει μάλλον την προετοιμασία των όρων για ένα νέο ‘68, και όχι το αναμάσημα των μορφών και της γνώσης που γέννησε. Το ξεπέρασμα βάζει στο σήμερα την αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων και της αλλαγής των συσχετισμών (το κρίσιμο μέγεθος για το πώς οι προτάσεις εγγράφονται στην κοινωνία/ιστορία) μαζί με την ανάδειξη της κριτικής του καπιταλισμού σε κάθε πεδίο. Σε αυτή την προοπτική, είναι εφικτή η αναίρεση του διπόλου πολιτικά – κοινωνικά, “παλιά” – “νέα” κινήματα. Τα “παλιά” και “νέα” (που έχουν πλέον παλιώσει) άλυτα προβλήματα επιστρέφουν με νέες μορφές (ίδιες, όμως, συνέπειες) και πάνω σε αυτά προστίθονται άλλα, όπως προέκυψαν στα σαράντα χρόνια από το ’68. Τα ποικίλα πεδία πάλης, από τα ιθαγενικά προβλήματα, τα προβλήματα γης και το σύγχρονο δουλεμπόριο μέχρι το βιο-τεχνολογικό βιασμό του πλανήτη και την αποικιοποίηση του κυβερνοχώρου, υποδηλώνουν απλά την πολλαπλότητα των παρόντων ιστορικών στιγμών στο σημερινό πλανήτη. Με αυτή την έννοια, κάθε χώρος προνομοποιεί τις μορφές και τους τρόπους πάλης που ανταποκρίνονται στον ειδικό του χώρο. Αυτό είναι, όμως, ζήτημα τακτικής και δεν μπορεί να υποκαταστήσει το στρατηγικό στόχο ανατροπής του καπιταλισμού, που οφείλει να ενώνει. Η ταύτιση των δύο (τακτικής και στρατηγικής) προκαλεί μόνο σύγχυση και δεν βοηθάει στο ξεπέρασμα αυτού του διαχωρισμού (“παλιού” και “νέου”, πολιτικού και κοινωνικού), που είναι αναγκαίο και για δύο παραπάνω λόγους. Για το ότι πλέον περιφέρεια και κέντρο έχουν διεισδύσει το ένα στο άλλο, χωρίς να σημαίνει αυτό τη μετα-μοντέρνα εξαφάνιση του κέντρου αλλά απλά την επαναχωροθέτησή του. Δεύτερον, εξαιτίας της σύμφυσης εποικοδομήματος και βάσης, άρα των ζητημάτων της αλλοτρίωσης και του αποκλεισμού, μέσω της πλήρους υποταγής του πρώτου στις διαδικασίες της αγοράς. Έτσι, το ζήτημα της συνολικής κριτικής και της ανάγκης ξεπεράσματος του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας σήμερα αναδύεται από και σε κάθε πλευρά της ανθρώπινης δράσης.

Στην επικαιροποίηση αυτής της δυνατότητας βρίσκεται η αξία του ’68 σήμερα. Με αυτή την έννοια, ένα από τα θεωρούμενα λιγότερο πολιτικά συνθήματα του ’68, το “η φαντασία στην εξουσία”, αποκτά ένα νέο νόημα. Απέναντι στον πραγματισμό του συστήματος και τον υπολογισμό του κέρδους και της αποδοτικότητας (όπως έχει εισχωρήσει ακόμη και στην πολιτική δράση της Αριστεράς), να ξαναδιεκδικήσουμε το ρεαλισμό της ουτοπίας. Ας πάρουμε στα σοβαρά τη ρήση του Μάρξ ότι “οι επαναστάσεις του μέλλοντος δεν μπορούν να αντλήσουν την ποίησή τους από το παρελθόν”. Τα επαναστατικά κινήματα έχουν πλέον μια βαριά κληρονομιά, που αναγκάζει πολλούς να “κοιτάνε το μέλλον από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου τους” (Μακ Λούαν). Θα τολμήσει η Αριστερά να φανταστεί όχι απλά έναν άλλο, αλλά ένα Νέο κόσμο ξανά; Ο κόσμος, πάντως, το έχει ανάγκη.