7 μέρες πριν τις εκλογές, η γνώμη της ΚΟΕ
Σε λίγες μέρες οι άνω των 17 ετών πολίτες της χώρας θα κληθούν να ψηφίσουν, και ένα μεγάλο μέρος τους θα βρεθεί μέσα στο παραβάν για να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα (ενώ ένα άλλο μέρος, για διάφορους λόγους, δεν θα ψηφίσει καθόλου). Οι εκλογές διεξάγονται ενώ είναι μεγάλη η κρίση εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα, και το αποτέλεσμά τους θα το επιβεβαιώσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα θα υποστούν απώλειες τόσο σε ψήφους όσο και σε ποσοστά σε σχέση με το 2019. Η σημαντική φθορά της Ν.Δ. φαίνεται και από τις σπασμωδικές κινήσεις του Μαξίμου σε μια σειρά μέτωπα: από την κατάρτιση του ψηφοδελτίου Επικρατείας και την πρόδηλη ανασφάλεια για τις μετεκλογικές εξελίξεις, έως τις μεθοδεύσεις για αποκλεισμό άλλων δεξιών ψηφοδελτίων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, αδυνατεί να ξεφορτωθεί την αναξιοπιστία του, που επιτάθηκε αφού δεν άσκησε ουσιαστική αντιπολίτευση. Δεν δείχνει να έχει ρεύμα υπέρ του, και όσα υπόσχεται δεν πείθουν. Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη, τέλος, με το μάλλον αυτοκτονικό σύνθημα «θα συνεργαστώ με όποιον βγει πρώτος», ενδιαφέρεται απλά να συμμετέχει σε οποιαδήποτε κυβέρνηση τυχόν προκύψει… Τούτες τις ώρες θέλουμε να μοιραστούμε μαζί σας ορισμένες σκέψεις-εκτιμήσεις ουσίας:
Σκέψη πρώτη: Βρισκόμαστε μπροστά σε εκλογές που γίνονται σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη «στιγμή» των τελευταίων δεκαετιών, σχεδόν ολόκληρης της μεταπολίτευσης. Όχι επειδή θα έρθει μια «αλλαγή» ή θα επιλεγεί η «σταθερότητα», αλλά επειδή την επόμενη των εκλογών –όπως όλοι οι δυναμικοί παράγοντες προαναγγέλλουν– θα έχουμε εξελίξεις στο Αιγαίο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ήδη προετοιμάζεται το κλίμα για την επιβολή διευθετήσεων στο πνεύμα της συμφωνίας των Πρεσπών. Οι «Πρέσπες του Αιγαίου» είναι επί θύραις, και τα τρία συστημικά κόμματα –αλλά και άλλα, συμπεριλαμβανομένης ολόκληρης της Αριστεράς, κοινοβουλευτικής ή μη– τηρούν αξιοπρόσεκτη σιωπή γύρω από αυτό το κρίσιμο θέμα. Σαν να έχουν αποδεχθεί πως έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να αποφευχθούν παραχωρήσεις κυριαρχίας και ότι είναι αναγκαία η αμερικανοΝΑΤΟϊκή ομπρέλα, με ό,τι αυτή προστάζει για την επόμενη μέρα. Σαν να είναι ο Μπλίνκεν πρώτος στο Επικρατείας του πολιτικού συστήματος και η ΕΚΤ και ο Στουρνάρας στη δεύτερη θέση… Η προεκλογική αντιπαράθεση ανάμεσα στα κόμματα, και ιδιαίτερα ανάμεσα σε Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, η παροχολογία και οι υποσχέσεις, τα ιδιαίτερα ταξίματα κ.λπ., είναι όλα εντός του συναινετικού πλαισίου που έχει ήδη οριστεί. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας θα το υπηρετήσουν πιστά (και το ξέρουν όλοι), και η όποια «αντιπολίτευση» δεν θέτει επ’ ουδενί θέμα ειδικού καθεστώτος που έχει επιβληθεί στη χώρα. Απλά ενδιαφέρονται για τα ποσοστά και τις έδρες σε μια Βουλή, και για τη διαιώνιση της υπάρχουσας κατάστασης.
Γι’ αυτό, ενώ όλες οι πτέρυγες του ευρωατλαντισμού καθιστούν σαφές το τι επιφυλάσσουν για την Ελλάδα μετεκλογικά, προεκλογικά τα κόμματα σιωπούν όσον αφορά τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Έχουμε εκλογές σε ένα τοπίο που χαρακτηρίζεται από ρευστότητα, ενώ κάλπες με αβέβαιη έκβαση στήνονται και στην Τουρκία. Οι ΗΠΑ ξεκαθαρίζουν ότι έρχεται «επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών» υπέρ της Τουρκίας. Από την Αθήνα απαιτείται παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων προκειμένου να επιτευχθεί η ρυμούλκηση και παραμονή της Άγκυρας σε ΝΑΤΟϊκά πλαίσια. Έτσι ωθούμαστε στις «Πρέσπες του Αιγαίου», με όλα τα συστημικά κόμματα, που προσδοκούν ρόλο διακυβέρνησης με σχήματα κυβερνήσεων συνεργασίας, να αποδέχονται τη βιασύνη για «επίλυση». Τόσο η Ν.Δ. όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν αναλάβει την υποχρέωση να προωθήσουν αυτούς τους σχεδιασμούς, έχοντας «ενημερωθεί» πλήρως από τον Μπλίνκεν και τον Τσούνη, ενώ προαναγγέλλεται «βοήθεια» και από τον μεγάλο φίλο μας Πάιατ. Όμως και τα υπόλοιπα κόμματα σιωπούν για τον επιδιωκόμενο γεωπολιτικό αναδασμό, που αποτελεί ευρωατλαντική προτεραιότητα. Είναι πασιφανής ο ενδοτισμός των ελληνικών ελίτ και του πολιτικού συστήματος προς τον τουρκικό επεκτατισμό, συνέπεια της εξάρτησής τους από τη λεγόμενη «σωστή πλευρά της ιστορίας».
Από όλα τα κόμματα δεν επιδεικνύεται η παραμικρή ευαισθησία για αυτό το κορυφαίο ζήτημα (του αναδασμού σε Αιγαίο-Κύπρο και Ν.Α. Μεσόγειο). Ούτε είναι τυχαίο ότι καμία εταιρεία δημοσκοπήσεων δεν ρώτησε κάτι σχετικό σε όλες τις έρευνες που έγιναν επί παραγγελία… Η γνώμη του «Κανένα» γύρω από το θέμα αυτό δεν καταγράφεται πουθενά, ούτε εκφράζεται η αντίθεση προς τις «Πρέσπες του Αιγαίου» από κανένα ψηφοδέλτιο (Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΜέΡΑ25 κ.λπ.).
Σκέψη δεύτερη: Σε αυτήν ακριβώς τη βάση, η αντιδεξιά ρητορική με τις έντονες αντιμητσοτακικές αιχμές είναι μέρος του προβλήματος κι όχι μέρος της λύσης: Επειδή συσκοτίζει-αποπροσανατολίζει από τις πραγματικές διαχωριστικές, επειδή συγκαλύπτει την προθυμία και τη δέσμευση να υπηρετηθεί το συναινετικό πλαίσιο (γεωπολιτικά και οικονομικά). Ακόμα περισσότερο, επειδή δεν φέρνει στην επιφάνεια τις πραγματικές διαχωριστικές που πρέπει να χαραχθούν απέναντι στην παγκοσμιοποίηση και την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας της χώρας. Διότι παγκοσμιοποίηση σήμαινε και σημαίνει: νεοφιλελευθερισμός + αποδόμηση κυριαρχίας + πολιτική αστάθεια + άκρατος «δικαιωματισμός», συστράτευση στους πολέμους των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, αποστρατιωτικοποίηση νησιών, μεταφορά όπλων στην Ουκρανία. Διότι κοινωνικά σήμαινε και σημαίνει διάλυση της κοινωνίας, των υποδομών, αποβιομηχάνιση και αφελληνισμό της οικονομίας, καταστροφή μεσαίων στρωμάτων και φυσικά –το κυριότερο– λεηλασία του λαϊκού εισοδήματος μέσω της φοροκλοπής, της ακρίβειας και των καθηλωμένων μισθών και συντάξεων.
Το κοινό δόγμα των συστημικών κομμάτων είναι τα «επιδόματα», τα funds, τα πλεονάσματα, ο τουρισμός, ο μεταπρατισμός και η άγρια λιτότητα. Τόσο η Ν.Δ. όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ (φυσικά και το ΠΑΣΟΚ) υπηρετούν τη Δυτική παγκοσμιοποίηση, τον νεοφιλελευθερισμό, την «πράσινη μετάβαση» κι ό,τι σημαίνει για τη χώρα μας, τις «Πρέσπες του Αιγαίου» και τη «Χάγη». Ο ενδοπαραταξιακός καυγάς και η αντιδεξιά ρητορική, ο ανταγωνισμός για το ποια είναι η χειρότερη κυβέρνηση, η βολική ανασκευή του παρελθόντος από κάθε πλευρά, συσκοτίζουν, και υπηρετούν μονάχα τις άμεσες και τρέχουσες εκλογικές επιδιώξεις. Άλλωστε μπαίνουμε στον αστερισμό των κυβερνήσεων συνεργασίας. Το γεγονός έχει προαναγγελθεί, και όλοι σπεύδουν να πάρουν θέσεις. Οι εκλογές προετοιμάζουν κι αυτήν την «αναβάθμιση» του πολιτικού συστήματος.
Ποιος θα είναι πρωθυπουργός; Ποια ποσοστά βγάζουν κυβέρνηση; Ποιος θα συνεργαστεί με ποιον; (και ποιος ορκίζεται ότι δεν θα συνεργαστεί με τον άλλον;). Αυτά τα ερωτήματα κυριαρχούν, και οι δηλώσεις για «αυτοδυναμία», για «κυβέρνηση ηττημένων», για «κυβέρνηση με ψήφο ανοχής». Και αυτά υπογραμμίζουν τη ρευστότητα στην οποία έχουμε αναφερθεί, αλλά και επιβεβαιώνουν ότι η «κουτάλα» που αναδεύεται μπορεί να παράξει και σχήματα που σήμερα φαίνονται λίγο πιθανά. Οι όρκοι και τα συνθήματα που εκτοξεύονται πριν τις κάλπες, ακόμα και το ίδιο βράδυ των αποτελεσμάτων μπορεί να ξεθωριάσουν εντελώς. Θυμάστε τι έγινε την επομένη του Δημοψηφίσματος του 2015;…
Σκέψη τρίτη: Είναι αναγκαία η αποστασιοποίηση από όλες τις ανέξοδες συνθηματολογίες περί «ρήξης» και από όλες τις υπερβολές που λέγονται και ρίχνονται στο πολιτικό τοπίο. Το «πρώτη φορά αριστερά» έχει αντικατασταθεί από το «πρώτη φορά ρήξη». Άλλοι σχηματισμοί (που ούτε θα μπουν στη βουλή) υπόσχονται «ανατροπή», «ανυπακοή», «μέτρα του πρώτου 24ώρου». Τα βαρύγδουπα λόγια, με πλήρη αγνόηση των προϋποθέσεων για να γίνουν πραγματικοί βηματισμοί, οι φαεινές για «ρήξη» μέσω «πράσινου κεϋνσιανισμού» ή καθαρά τεχνοκρατικών προτάσεων (στις οποίες πρωτοστατεί το ΜέΡΑ25), μοιάζουν κακόγουστη φάρσα. Διότι έχουν ξαναριχτεί τέτοια συνθήματα και το 2012 και το 2015 χωρίς να υπάρχει η παραμικρή προετοιμασία, χωρίς να υπάρχει ένα συνεκτικό πρόγραμμα, χωρίς να γίνεται η παραμικρή νύξη για τις προϋποθέσεις και την ενεργοποίηση και συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα (που πάντα τον βλέπουν μόνο ως ψηφοφόρο, και ύστερα μπορεί να τον βαφτίσουν και «ετερόκλητο όχλο» – το ζήσαμε κι αυτό).
Τέτοια συνθήματα έχουν δοκιμαστεί και έχουν αποτύχει πλήρως, εκτός βέβαια από την άγρα απαιτούμενων ψήφων για είσοδο στην Βουλή ή σχηματισμό κυβέρνησης: θυμηθείτε το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», το «θα καταργήσουμε το μνημόνιο με έναν νόμο», τους πανηγυρισμούς Βαρουφάκη στις 20 Φλεβάρη 2015 όταν παραιτηθήκαμε από το δικαίωμα κάθε νομοθετικής διαδικασίας έως ότου τελειώσει η «διαπραγμάτευση», και τόσα άλλα… για να φθάσουμε στο 3ο μνημόνιο που ψήφισαν όλα τα κόμματα τα οποία σήμερα «μονομαχούν» για να προχωρήσουν σε «κυβερνήσεις συνεργασίας». Τα μεγάλα λόγια για «ρήξη» χωρίς τις ενσυνείδητες προϋποθέσεις και με πλήρη αγνόησή τους είναι μια «ασθένεια» που σε τίποτα δεν βοηθά μια άλλη πορεία της χώρας και της κοινωνίας.
Το ίδιο σε γενικές γραμμές συμβαίνει με την οικειοποίηση του συνθήματος «μόνο ο λαός μπορεί να σώσει το λαό» από μεριάς του ΚΚΕ, που το μοστράρει συμπληρώνοντάς το με το «μόνο η δύναμη του ΚΚΕ είναι το μέτρο της δύναμης που θα έχει ο λαός μετά τις εκλογές» (Κουτσούμπας, Γιάννενα, 4/5/2023). Δηλαδή κάτι παραπάνω από το 5% ή –ας πούμε και μια υπερβολή– ακόμα και το 10% αν πάρει το ΚΚΕ είναι το μοναδικό μέτρο της δύναμης του λαού; Πολύ κουβέντα για «λαό» και «ρήξη», κανένα αξιόλογο εγχείρημα, κανένα αξιόλογο κίνημα και διαδικασία για τη χώρα και την κοινωνία, αφωνία για τα γεωπολιτικά ζητήματα και ιδιαίτερα για ό,τι έρχεται με τις «Πρέσπες του Αιγαίου». Απλά «ανταγωνισμοί ανάμεσα σε δύο αστικές τάξεις» από το ΚΚΕ και ολόκληρη την εξωκοινοβουλευτική αριστερά (η Ελλάδα ως ιμπεριαλιστική δύναμη κι όχι εξαρτημένη χώρα), και από το ΜέΡΑ25 «όχι εξορύξεις και όχι εξοπλισμοί – διεθνισμός»… Απλά να υπάρχουν δύο φωνές μέσα στη Βουλή να «καταγγέλλουν» και «αποκαλύπτουν» χωρίς να νοιάζονται για τις «σιωπές» τους και τη συμβατότητά τους με τον συστημισμό, ειδικά στις κρίσιμες στιγμές (Πλατείες, Δημοψήφισμα 2015, σύνοδος αρχηγών κομμάτων την επόμενη μέρα, Πρέσπες και συλλαλητήρια, κυριλέ συμπεριφορά μετά το συστημικό έγκλημα στα Τέμπη, σιωπή για «Πρέσπες του Αιγαίου»… για να περιοριστούμε στα πιο πρόσφατα).
Σκέψη τέταρτη: Είναι προφανές πως, μετά την υποχώρηση του αντιμνημονιακού κινήματος και την ήττα προσδοκιών, ελπίδων και αυταπατών του 2015, καθώς και την ακόμα πιο βίαιη τιμωρητική και εκδικητική πολιτική της ευρωκρατίας και των ελίτ, δεν αναπτύχθηκε και δεν υπήρξε κανένα αξιόλογο πολιτικό εγχείρημα ικανό να εκφράσει το λαό και τα «θέλω» του. Η σύγχυση και η απογοήτευση, μαζί και ο αποπροσανατολισμός, εντάθηκαν και κυριάρχησαν. Ακόμα περισσότερο όταν περάσαμε στην περίοδο της γεωπολιτικής, οπότε το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς, και ειδικά η «πρώτη φορά αριστερά» (δηλαδή η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ), προσχώρησε ολοσχερώς στο διεθνές «κόμμα της παγκοσμιοποίησης», και οι αντιδράσεις του λαού για τη συμφωνία των Πρεσπών ή το προσφυγικό –ιδιαίτερα στα νησιά– βαφτίστηκαν συλλήβδην ως «ακροδεξιά» και «φασιστικά».
Όλα αυτά προετοίμασαν την αυτοδυναμία της Ν.Δ. το 2019, και την τιμωρία του ΣΥΡΙΖΑ. Στη συνέχεια, με την κλιμάκωση της πολυοργανικής κρίσης, και το διπλό αποτύπωμά της, πρώτα με την πανδημία –και την κατάργηση του δημόσιου χώρου και όλων των δικαιωμάτων– και μετά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, η κατάσταση χειροτέρεψε: η αριστερά ταυτίστηκε με την παγκοσμιοποίηση τελείως, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης έγινε βασικό εργαλείο διαχείρισης μεγάλων πληθυσμών, και η «στρατοπέδευση» στο πλευρό της ΝΑΤΟφροσύνης δεν αμφισβητήθηκε από το πολιτικό προσωπικών όλων των κομμάτων. Όπως δεν αμφισβητείται και η πορεία προς τη «συνεκμετάλλευση» με την Τουρκία και όλο το σκηνικό που στήνεται από τις ΗΠΑ και την Ευρωκρατία.
Το κυριότερο όμως στοιχείο είναι πως δεν υπήρξαν αξιόλογες προσπάθειες συγκρότησης και έκφρασης του λαϊκού παράγοντα ούτε από τον εν γένει αριστερό χώρο, ούτε από τον αυτοαποκαλούμενο πατριωτικό χώρο. Σεχταρισμός, μικροπολιτική, υποκειμενισμός, διασπάσεις ή συμπράξεις χωρίς κανένα βάθος, και με μεγάλες σιωπές σε δύο μεγάλα κορυφαία ζητήματα: ο μεν αριστερός χώρος δεν χαμπαριάζει για το εθνικό στοιχείο ή τις εθνικές απειλές, καταλήγοντας στην αγκαλιά της παγκοσμιοποίησης μέσω ενός υποτιθέμενου «διεθνισμού», ο δε πατριωτικός αγνοεί κραυγαλέα το κοινωνικό ζήτημα, και σε πολλές περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα φιλοΝΑΤΟϊκός. Αυτή η μεγάλη απουσία κάποιου αξιόλογου εγχειρήματος, κάποιας κίνησης που με σοβαρότητα και με κάποιες προϋποθέσεις αποπειράται να εκφράσει αυτές τις ανάγκες, είναι που κυριαρχεί – και αποτελεί ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα σε υποκειμενικό επίπεδο που πρέπει να ξεπεραστεί. Στις παρούσες εκλογές δεν παρουσιάζεται κανένα τέτοιο σχήμα. Με αυτό το κριτήριο, η συλλογικότητά μας δεν μπορεί να υπερψηφίσει κανένα από τα παρουσιαζόμενα ψηφοδέλτια στις εκλογές της 21ης Μαΐου.
Σκέψη πέμπτη: Την ώρα που για περίπου 2 εκατομμύρια πολίτες πλανάται το βασανιστικό ερώτημα «τι να ψηφίσω;», από τη μεριά μας θέλουμε να εστιάσουμε σε ένα άλλο ερώτημα. Ένα ερώτημα πολύ πιο κρίσιμο, και ίσως πιο πρακτικό και επιδραστικό για όλα όσα μας περιμένουν: Τι λείπει; Τι μας λείπει; Τι χρειαζόμαστε και δεν το έχουμε; Μας λείπει μια εναλλακτική πρόταση στο υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας και της κοινωνίας. Μια πρόταση, ένα σχέδιο εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει, με ενεργοποιημένο τον λαϊκό παράγοντα. Η ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα είναι η κορυφαία ανάγκη. Χρειαζόμαστε ένα εθνικό και κοινωνικό ως προς τον χαρακτήρα του κίνημα, ένα πολιτικό κίνημα που να ξεπεράσει τις «παθογένειες» του μεταπρατικού ημιαποικιακού πολιτικού συστήματος της χώρας, τέτοιο που να βάλει τέλος στο ειδικό καθεστώς το οποίο έχει εγκαθιδρυθεί από το 2010 και δώθε. Χρειαζόμαστε ένα σχέδιο εθνικής κυριαρχίας με πραγματική δημοκρατία, με νέα πολιτεία, με κοινωνική δικαιοσύνη, με νέο παραγωγικό σύστημα προσαρμοσμένο στις ανάγκες της χώρας, με ειρήνη και αποτροπή κάθε εθνικής απειλής, με πολιτιστική και πνευματική αναγέννηση.
Ψηφίζουμε την κάλυψη αυτής έλλειψης. Αγωνιζόμαστε με ό,τι μας λείπει για ένα καλύτερο αύριο, με επίγνωση και πάθος. Η ελευθερία και η χειραφέτηση δεν χαρίστηκαν ποτέ, σε κανέναν. Είναι διαρκής αγώνας, διαρκής διαδικασία.