Μας κυβερνούν οι τραπεζίτες, του Σπύρου Παναγιώτου

Ο νεοφιλελευθερισμός και οι θεματοφύλακές του

Οι τράπεζες έχουν αποκτήσει τεράστια δύναμη. Όχι μόνο οικονομική αλλά και πολιτική. Είναι γνωστό σε όλους.

Το μαρτυρούν τα μυθικά κέρδη τους και ειδικά η πηγή της κερδοφορίας τους, η ληστρική δηλαδή κερδοσκοπία πάνω στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα που καταφεύγουν στο τραπεζικό δανεισμό για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Το μαρτυρούν οι συνεχείς και προκλητικές παρεμβάσεις τους σε βάρος των εργαζόμενων, η απαίτηση για συνέχιση της λιτότητας, για συρρίκνωση κάθε κοινωνικής δαπάνης.

Η προκλητική περιφρόνηση όχι μόνο των νόμων αλλά και εκείνων -των ελάχιστων -καταδικαστικών αποφάσεων σε βάρος των παρανομιών τους.

Το μαρτυρά το όργιο κερδοσκοπίας που έχουν στήσει με τα αποθεματικά των ταμείων, τα δομημένα ομόλογο, τον χρηματιστηριακό τζόγο, δώρα των κυβερνήσεων των τελευταίων χρόνων για την "στήριξη" που προσφέρουν σε μια οικονομία που βρίσκεται σε βαθιά και παρατεταμένη κρίση.

Όσο το ειδικό βάρος του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου ενισχύεται και συνδέεται με δεσμούς αλληλεξάρτησης με την οικονομική και πολιτική δύναμη τόσο η προκλητικότητα του ανεβαίνει και επιχειρεί υπέρβαση ακόμα και αυτής της πολιτική εξουσία.

Δύο πρόσφατα παραδείγματα επιβεβαιώνουν αυτόν τον παγκόσμιο κανόνα –τάση.

Ο τραπεζίτης Α. Βγενόπουλος, προχώρησε στην κατάθεση αγωγών κατά του προέδρου του ΣΥΝ Α. Τσίπρα, του πρόεδρου του ΠΑΣΟΚ Γ. Παπανδρέου και ενός συνδικαλιστή του ΟΤΕ με αφορμή τις πολιτικές τους δηλώσεις για το ρόλο στο ξεπούλημα του ΟΤΕ, στην γερμανική Deutsche Τelecoms, Στόχος του κ. Βγενόπουλου βέβαια δεν ήταν να φοβίσει τους πολιτικούς και τους συνδικαλιστές. Ούτε αποσκοπεί στην οικονομική και ηθική του αποκατάσταση. Δεν έχει τέτοια ανάγκη.

Στόχος του κ. Βγενόπουλου είναι η ελληνική κοινωνία, η προειδοποίηση της, ο εκφοβισμός της. Αν το κέρδος αποτελεί την σύγχρονη θεότητα, ο πετυχημένος επιχειρηματίας, φορέας και μοναδικός παραγωγός αυτού του κέρδους, αίρεται υπεράνω όλων. Στην πρόσφατη παρουσία του στην Βουλή ήταν εξαιρετικά προκλητικός. Υπερασπίστηκε το ρόλο του σαν "καταφερτζή" και δήλωσε ότι "η ΜΙG ήταν η μοναδική κερδισμένη από την συμφωνία". Η σύγκριση ανάμεσα στον "αποτελεσματικό ιδιώτη" και την "αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση" εκτοξεύεται για να αναδειχθεί η υπεροχή του επιχειρηματία. Το "αν δεν θέλετε τέτοιους επιχειρηματίες στην χώρα να μας το πείτε" ακούγεται λιγότερο σαν απειλή και περισσότερο σαν ανοικτή κοροϊδία.

Η πολιτική εξουσία οφείλει όχι μόνο πρακτικά αλλά και ηθικά να του αποδώσει "τιμές". Ο επιχειρηματίας είναι ξεχωριστός. Δεν έχει σημασία αν η πολιτική του ΠΑΣΟΚ και του Γ. Παπανδρέου είναι φιλική, υπηρετεί τα συμφέροντα των τραπεζών. Δεν έχει σημασία αν η ΝΔ τον ανέδειξε σε διαχειριστή του "δημόσιου συμφέροντος" και με την συνεργασία τους πέτυχε το ξεπούλημα του ΟΤΕ. Ο Α. Βγενόπουλος με άνεση μπορεί να κατακρίνει τους χειρισμούς του Αλογουσκούφη σαν επιζήμιους ακόμα και μπροστά στην επιτροπή οικονομικών υποθέσεων της Βουλής που κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις. Το μήνυμα του Α. Βγενόπουλου είναι ότι δεν του κάνει χάρη η πολιτική εξουσία. Αντίθετα η επιχειρηματικότητα κάνει χάρη στην πολιτική εξουσία. Η κυρίαρχη πολιτική, τα κόμματα εξουσίας είναι απλά διαχειριστές (καλοί ή κακοί να το κριτήριο της στήριξης τους από τα οικονομικά συμφέροντα) μιας "ελεύθερης αγοράς" και μιας "αντικειμενικής" παγκόσμιας οικονομικής συνταγής που τον κυρίαρχο – καθοριστικό ρόλο έχει ο επιχειρηματικός κόσμος.

Δίπλα στον ιδιώτη τραπεζίτη ένας δημόσιος τραπεζίτης, ο διοικητής της Εθνικής τράπεζας Τ. Αράπογλου. Όχι δεν έκανε και αυτός μηνύσεις. Απλά παραβιάζει κατάφορα την τρέχουσα νομοθεσία και αρνείται να προχωρήσει με την ΟΤΟΕ σε διάλογο για την υπογραφή νέας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Όπως ο κ. Βγενόπουλος δεν φοβάται τον Γ. Παπανδρέου έτσι και ο κ Αράπογλου δεν φοβάται τις "υπερβολικές απαιτήσεις της ΟΤΟΕ. Άλλωστε η πρόσφατη στάση της ΓΣΕΕ δεν αφήνει περιθώρια ούτε για ανησυχίες ούτε για ψευδαισθήσεις. Εδώ ένος "δημόσιος λειτουργός" διορισμένος από την κυβέρνηση για λογαριασμό όλων των τραπεζών αρνείται να εφαρμόσει το νόμο και δεν συγκινείται κανείς και πρώτα από όλα η ίδια η δικαιοσύνη. Προτιμά, θεωρεί αντικειμενικό η κάθε τράπεζα να διαπραγματευτεί και να ορίσει χωριστά το ύψος των "αυξήσεων" στους εργαζομένους καθώς αυτό είναι στοιχείο κρίσιμο για την ανταγωνιστικότητα τους. Θεωρεί αντικειμενικό δημόσιες και ιδιωτικές τράπεζες να είναι οι ατμομηχανές της εργασιακής ευελιξίας, πρωταγωνιστές των απλήρωτων υπεροριών και της υπερεκμετάλλευσης των εργαζομένων. Νόμος για αυτόν, επιβεβαίωση του δίκιου του είναι τα υπερκέρδη των τραπεζών, και η βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας στις τράπεζες. Είναι χαρακτηριστικό αν διαιρέσει κανείς τα καθαρά κέρδη των τραπεζών (μετά δηλαδή τις δαπάνες για το λειτουργικό κόστος, τους μισθούς και τους φόρους) με τον αριθμό των εργαζομένων βρίσκει ότι οι τράπεζες κερδίζουν ανά τραπεζοϋπάλληλο 56.000 ευρώ το χρόνο. Αυτό υπερασπίζεται ο κ. Αράπογλου.

Η πρωτοτυπία, το νέο που φέρνει η στάση των τραπεζιτών είναι η ταύτιση του νεοφιλελευθερισμού σαν αντικειμενικής οικονομικής συνταγής και της επιχειρηματικότητας (δημόσιας ή ιδιωτικής δεν έχει σημασία) σαν αποκλειστικού θεματοφύλακα της. Η επίδειξη δύναμης, η προκλητική συμπεριφορά, η παράβαση των νόμων, οι μηνύσεις υπέρβασης παραδόσεων και ταμπού (στηριγμένη αποκλειστικά στην κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος και του υποταγμένου συνδικαλισμού) υπολογίζεται ότι θα προκαλέσει στον απλό κόσμο, στους εργαζόμενους δέος. Γιατί όχι και θαυμασμό.

Αρκεί τα λεφτά, φορέας της υλικής δύναμης, και βέβαια το ρίσκο να είναι ξένα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη "αντικειμενική" και αυτή ιστορία.

Σπύρος Παναγιώτου