«Σε ένα ‘πραγματικό μέτωπο’ έχουν αυτονόητα θέση όσοι συμμερίζονται τους στόχους του»

alt

altΣυνέντευξη του Ρούντι Ρινάλντι, στελέχους της ΚΟΕ

Η παρακάτω συνέντευξη δημοσιεύτηκε, στις 24/3, στην εφημερίδα Αυγή της Κυριακής

Τη μεταπολίτευση του λαού και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας θέτει ως προτεραιότητα της ΚΟΕ το ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης Ρούντι Ρινάλντι. Μιλώντας στην Αυγή της Κυριακής αναφέρεται στα αποτελέσματα των διαδικασιών του 3ου Συνεδρίου της ΚΟΕ, που πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο στη Γεωπονική Σχολή, και υπογραμμίζει πως η οργάνωση, μετά την εσωτερική κρίση που πέρασε, «πλέον είναι αντιμέτωπη με τα προβλήματα της ανάπτυξής της». Ο ίδιος ισχυρίζεται πως σε ένα «πραγματικό μέτωπο και όχι μια στενοκομματικά καθοδηγούμενη διαδικασία, θα είχαν αυτονόητα θέση» και άνθρωποι, φορείς και συλλογικότητες που ανήκουν στον χώρο της λαϊκής δεξιάς. Παράλληλα τονίζει σχετικά με τη σχέση της ΚΟΕ με τον ΣΥΡΙΖΑ ότι η οργάνωση εξακολουθεί να μετέχει στο συμμαχικό σχήμα «με ανανεωμένη από τις συνεδριακές αποφάσεις, διαθεσιμότητα», ενώ για το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής λέει πως «εναπόκειται σ’ αυτούς που έχουν τον κυρίαρχο λόγο εντός του ν’ αποφασίσουν αν θέλουν τη συμμετοχή της ΚΟΕ» σε αυτό. Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Ζαγάρα.

Ποιες είναι οι βασικές αιχμές του 3ου Συνεδρίου και με ποιους στόχους βγαίνει η οργάνωση από τις διαδικασίες του;

Το συνέδριο θα χαρακτηρίζονταν περισσότερο σαν συνέδριο προβληματισμού και ανοιχτών προσεγγίσεων, παρά συμπυκνώσεων σε αιχμές, παρ’ ότι δεν λείπουν και αυτές. Τοποθετούμενος κατ’ οικονομία, θα έλεγα πως η ΚΟΕ δεν θέλει να γίνει οργάνωση ιδεολογικής κριτικής και καταγγελίας και επιδιώκει να γίνει πιο παρεμβατική πολιτικά. Θέλει να περιορίσει την αυτοαναφορικότητα, δηλαδή να αναζητά εντός της το σύνολο των λύσεων τόσο για την ίδια όσο και για τα γενικότερα προβλήματα. Θέλει να συμβάλλει στην Αριστερά και το λαϊκό κίνημα. Σε μια στιγμή που ο πήχης και τα όρια συμβολής είναι τοποθετημένα αρκετά ψηλά και οπωσδήποτε μακράν των υποκειμενισμών και των μεθόδων που επιδιώκουν να καρπώνονται λαθραία τα αποτελέσματα της μαζικής πάλης.

Μιλάτε για την ανάγκη πανεθνικού – παλλαϊκού μετώπου, το οποίο δεν θα περιορίζεται στις δυνάμεις της Αριστεράς. Θεωρείτε πως σε ένα τέτοιο μέτωπο έχουν θέση άνθρωποι, φορείς και συλλογικότητες που ανήκουν στον χώρο της λαϊκής δεξιάς;

Σε μια κοινή ανοιχτή προσπάθεια, που θα ήταν πραγματικό μέτωπο και όχι μια στενοκομματικά καθοδηγούμενη διαδικασία, θα είχαν αυτονόητα θέση όσοι την πίστευαν και συμμερίζονταν τους στόχους της. Αυτά είναι πράγματα αυτονόητα, που η Αριστερά τα έχει επιχειρήσει και στο παρελθόν σε διάφορες συγκυρίες μάλιστα και όχι μία και μοναδική φορά. Δυστυχώς, όμως, σήμερα, μπροστά στις ανάγκες συγκρότησης πανεθνικού – παλλαϊκού μετώπου, οι κριτές και τιμητές περισσεύουν, ιδίως από τον χώρο της Αριστεράς. Οι ανιδιοτελείς συνδρομητές σπανίζουν.

Επιμένετε να μιλάτε για «κατοχή» της χώρας και «νέα χούντα». Φοβάστε μήπως με τέτοιους όρους και φρασεολογία που χρησιμοποιείτε αποπροσανοτολίζετε τη συζήτηση σχετικά με την υπάρχουσα κατάσταση και συμψηφίζετε παρούσες καταστάσεις με άλλες, του παρελθόντος, που είχαν να κάνουν με στρατιωτικές επεμβάσεις;

Κατ’ αρχήν δεν θεωρούμε πως με την πολιτική και τη στάση μας αποπροσανατολίζουμε. Οι όροι «χούντα», «κατοχή» κ.λπ. αναδείχτηκαν από το κίνημα και κατοχυρώθηκαν πλέον μαζικά στον λαό. Οι όροι αυτοί, τους οποίους εσείς περιορίζετε αποκλειστικά στις στρατιωτικές επεμβάσεις, για μας συναιρούνται με απροκάλυπτες εξωθεσμικές μεθόδους, ολότελα ασύμβατες ακόμα και με την πιο περιοριστική έννοια δημοκρατίας. Άλλωστε, αν αφαιρέσει κανείς τον όρο κατοχή, δύσκολα θα μπορούσε να περιγράψει τις αρμοδιότητες του κ. Ράιχενμπαχ.

Ως προς την ουσία, θέλω να επισημάνω ότι δεν επενδύουμε σε μια παρόξυνση φραστικών χαρακτηρισμών, όπως κάνουν οι πολιτικές που στηρίζονται αποκλειστικά στην καταγγελία. Η δική μας πολιτική προσδιορίζεται με όρους διεξόδου. Δεν παραβλέπουμε όμως ότι υπάρχουν πολλοί που αρνούνται να ονοματίσουν κατάλληλα την οξύτητα των καταστάσεων, ότι διανύουμε μια νέα καθεστωτική φάση, όπως θα όριζε η λογική Πουλαντζά, ώστε ν’ αποφύγουν το βάρος των καθηκόντων που αναλογεί.

Πιστεύετε πως έχει κλείσει ο κύκλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η υπόθεση της Ευρωζώνης; Υπάρχει μέλλον για την Ελλάδα εντός Ε.Ε. και ευρώ;

Για το μέλλον της Ε.Ε. και του ευρώ είναι δύσκολο να υποθέσει κανείς. Θα εξαρτηθεί περισσότερο από τις μεγάλες, τις πλανητικές σχέσεις, παρά από ενδοευρωπαϊκούς παράγοντες. Από το κατά πόσον η Ευρώπη θ’ αντέξει την πίεση που της ασκούν οι ΗΠΑ, μεταθέτοντας τα βάρη από την παγκόσμια αναδιάταξη που επιφέρει η άνοδος (οικονομική και πολιτική) των BRIC. Θα εξαρτηθεί επίσης από το κατά πόσον θα καταφέρει να αρθρώσει κάποια άμυνα απέναντι στις καζινοβιακές διαστάσεις του συστήματος, εφ’ όσον έχει ήδη εξαναγκαστεί σ’ αυτές. Όπως και να ‘χει οι επικεφαλείς ευρωκράτες ετοιμάζουν εναλλακτικά σχέδια. Γίνεται έτσι φανερό ότι η Ε.Ε. και το ευρώ δεν μπορεί ν’ αντιμετωπίζονται ως αποκλειστικοί φορείς των εξελίξεων. Η ευρωπαϊκή προοπτική, όπως κι αν τη σχεδιάσει ή την ορίσει κανείς από τη μια, και η νεοφιλελεύθερη Ε.Ε. – Ευρωζώνη από την άλλη είναι σε οριστικά αποκλίνουσες τροχιές. Όταν ακόμα και οι συστημικοί, αυθεντικοί ευρωπαϊστές εναντιώνονται σκληρά στην Ευρωζώνη, θα ήταν παράξενο να βρίσκει κανείς στην ελληνική Αριστερά υπαινικτικούς, λαθραίους, υποστηρικτές της.

Ως προς την Ελλάδα, ισχύει πως όταν μια χώρα δεν παράγει και δεν είναι ικανή να αυτοπροσδιοριστεί πολιτικά, τότε δεν έχει μέλλον ούτε εντός Ε.Ε. και ευρώ, ούτε απ’ έξω. Ακριβώς αυτό είναι που ορίζει τις προτεραιότητες. Εμείς θέτουμε ως πρώτη προτεραιότητα τη μεταπολίτευση του λαού και την παραγωγική ανασυγκρότηση.

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στις θέσεις του 3ου Συνεδρίου σας δεν γίνονται ουσιαστικές αναφορές τόσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και για το Μέτωπο Α-Α. Ποια είναι η σχέση της οργάνωσής σας με τα δύο αυτά συμμαχικά σχήματα;

Και στη διαπίστωσή σας αυτή θα διαφωνήσω. Ουσιαστικές αναφορές στον ΣΥΡΙΖΑ και το Μέτωπο Α-Α γίνονται. Τώρα, αν πίσω από την απαίτηση για ουσιαστικές αναφορές εξυπονοεί κανείς εκτεταμένες πολυλογίες, ποσοτικά ανάλογες της βαρύτητας των δύο αυτών χώρων, γεγονός που υποδηλώνει τις γνωστές λογικές ετεροκαθορισμού που πρυτανεύουν στην Αριστερά, τότε πράγματι τέτοιου είδους αναφορές δεν υπάρχουν.

Για να συνοψίσω, η ΚΟΕ εξακολουθεί να μετέχει στον ΣΥΡΙΖΑ με ανανεωμένη από τις συνεδριακές αποφάσεις, διαθεσιμότητα. Αντιμετωπίζει δραστήρια τα προβλήματα του εγχειρήματος για τα οποία οι ευθύνες κατανέμονται αναλόγως. Όσο για το Μέτωπο Α-Α εξακολουθεί να μετέχει και εναπόκειται σ’ αυτούς που έχουν τον κυρίαρχο λόγο εντός του ν’ αποφασίσουν αν θέλουν τη συμμετοχή της ή όχι.

Το τελευταίο διάστημα η ΚΟΕ δοκιμάστηκε από μια έντονη εσωτερική κρίση, που είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση κορυφαίων στελεχών της. Πιστεύετε ότι οι «πληγές» της σύγκρουσης έχουν επουλωθεί ήδη ή θα συνεχίσουν να απασχολούν την ΚΟΕ για καιρό;

Πράγματι, η ΚΟΕ δοκιμάστηκε. Σ’ αυτό όμως που έχουμε καταλήξει από καιρό και το συνομολογήσαμε, αν θέλετε, στο συνέδριο, είναι ότι στην ουσία δοκιμαζόμαστε από κάτι πολύ μεγαλύτερο. Η ευρύτερη συγκυρία λειτουργεί αποδιαρθρωτικά. Αποκαλύπτει και δεν ανέχεται αυταπάτες, καθηλωτικά στερεότυπα, βολικές απλοποιήσεις. Θέτει σε κρίση εφησυχασμούς και αντίστοιχες κτητικές εσωτερικές ισορροπίες. Αυτό τουλάχιστον είμαστε σε θέση να το εισπράξουμε και έχουμε αποφασίσει εδώ και ένα χρόνο να πορευτούμε αναλόγως. Έτσι, η απώλεια στην οποία αναφέρεστε αντιμετωπίστηκε με το λιγότερο δυνατό ψυχικό και πραγματικό κόστος. Το συνέδριο το επιβεβαίωσε, λειτούργησε υπερβατικά, τοποθέτησε τα πράγματα σε διαφορετική τροχιά. Η ΚΟΕ πλέον εσωτερικά είναι αντιμέτωπη με τα προβλήματα της ανάπτυξής της. Αυτό όμως είναι το έλασσον. Το μείζον είναι πως η ΚΟΕ, όπως και όλη η ελληνική Αριστερά, είναι αντιμέτωπες με μια δύσκολη κατάσταση. Πάνω στη βάση της οποίας θα κριθούν.