Καθοριστική η απέχθεια προς τον Μπους
Με αδιαμφισβήτητη πλειοψηφία, τόσο στη λαϊκή ψήφο όσο και (πολύ περισσότερο) στους εκλέκτορες, ο Ομπάμα συνέτριψε το ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο και ετοιμάζεται να εγκατασταθεί στο Λευκό Οίκο. Το δίδυμο Ομπάμα-Μπάϊντεν απέσπασε 8 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους από τον Μακ Κέιν και ποσοστό 52,6% – το υψηλότερο που απέσπασε οποιοσδήποτε νικητής εδώ και δύο δεκαετίες. Ο Μακ Κέιν απέτυχε παταγωδώς στην προσπάθειά του να αποστασιοποιηθεί από τον Μπους, τον πιο απεχθή πρόεδρο των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές, δύο θέματα έγειραν αποφασιστικά την πλάστιγγα υπέρ του Ομπάμα: η χρηματοπιστωτική κρίση, όπου ο Μακ Κέιν πρόκρινε ως σημαντικότερη την προστασία των πλούσιων, και το βούλιαγμα των ΗΠΑ στην κινούμενη άμμο του Ιράκ, όπου διαψεύστηκαν με τον πιο δραματικό τρόπο οι θριαμβολογίες των γερακιών. Η γενικευμένη κρίση πλήττει σφοδρά πλέον την περίφημη "μεσαία τάξη", τη ραχοκοκαλιά του "αμερικανικού ονείρου". Εκατοντάδες χιλιάδες προστίθενται στις στρατιές των ανέργων, χάνουν τα σπίτια τους, στερούνται στοιχειώδους κοινωνικής πρόνοιας. Σ’ αυτές τις συνθήκες, η ανοιχτά αντικοινωνική και φιλοπόλεμη ατζέντα του Μακ Κέιν και η "κληρονομιά" του Μπους αποδείχθηκαν περάστια βαρίδια απέναντι στις υποσχέσεις του Ομπάμα για αλλαγή πορείας.
Όσον αφορά τη συμμετοχή, μάλλον υπερεκτιμήθηκε η αύξησή της και ο ρόλος που έπαιξε στο θρίαμβο του Ομπάμα. Η συμμετοχή οπωσδήποτε αυξήθηκε, αλλά όχι θεαματικά. Η ήττα των Ρεπουμπλικάνων δεν οφείλεται μόνο στους νέους ψηφοφόρους, αλλά σε μεγάλο βαθμό στην απώλεια και "δικών τους" ψήφων, που στράφηκαν στους Δημοκρατικούς. Σε απόλυτους αριθμούς, οι Ρεπουμπλικάνοι έχασαν πάνω από 4,5 εκατομμύρια ψηφοφόρους σε σχέση με το 2004.
Τέλος, οι υπόλοιπες υποψηφιότητες παρέμειναν σε χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με τις εκλογές του 2000, οπότε ο Ραλφ Νέιντερ, τότε υποψήφιος των Πράσινων, είχε κερδίσει σχεδόν 3 εκατομμύρια ψήφους και ποσοστό 2,73%. Οι κατάφωρες διακρίσεις των ΜΜΕ σε βάρος όλων των άλλων υποψηφίων, η έλλειψη χρημάτων και η πολυδιάσπαση της προοδευτικής ψήφου περιόρισαν τις ήδη μικρές δυνατότητες. Ο φιλόδοξος Νέιντερ, που αυτή τη φορά ήταν ανεξάρτητος υποψήφιος, αύξησε ελαφρά τις ψήφους του σε σχέση με το 2004, αλλά το θεαματικό αποτέλεσμα του 2000 παρέμεινε μακρινό όνειρο. Η ριζοσπαστική υποψήφια των Πράσινων Μακ Κίνεϊ, που υποστηρίχθηκε και από λίγες αριστερές οργανώσεις, περιορίστηκε σε περίπου 150 χιλιάδες ψήφων. Είναι σαφές ότι για να καταφέρει η βορειοαμερικανική αριστερά να ταράξει την κεντρική πολιτική σκηνή, που μονοπωλείται ασφυκτικά από το ρεπουμπλικανικό-δημοκρατικό δίδυμο του κατεστημένου, θα χρειαστεί πολύ μεγάλη επιμονή, πολιτικό θάρρος και ρίζωμα ανάμεσα στα δεκάδες εκατομμύρια που έπεσαν και πέφτουν θύματα των διαδοχικών κυβερνήσεων των ΗΠΑ.
Εν τέλει, αυτό που σίγουρα ανέδειξαν οι προεδρικές εκλογές του 2008 στις ΗΠΑ ήταν η πλατιά και διαρκώς διευρυνόμενη απέχθεια προς τη βαρβαρότητα που εκπροσωπεί η πολιτική και οι "αξίες" του Μπους. Ο Ομπάμα καλείται τώρα να διαχειριστεί αυτή τη σαφή καταδίκη, με δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανών να κρέμονται από τα χείλη του, περιμένοντας εναγώνια να διακρίνουν τι χρώμα θα έχει πραγματικά η "αλλαγή" που υποσχέθηκε.
Κείμενα: Ερρίκος Φινάλης
Ο (αμφιλεγόμενος) επόμενος "άνθρωπος του προέδρου"
Τον Ραμ Εμάνιουελ, αμερικανοεβραίο βουλευτή από το Σικάγο και πρώην πολιτικό σύμβουλο του Μπιλ Κλίντον επέλεξε χθες ο Μπαράκ Ομπάμα για τη σημαντική θέση του προσωπάρχη του Λευκού Οίκου.
Ο 49χρονος Εμάνιουελ είναι τέταρτος τη τάξει Δημοκρατικός στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Είναι γιος εβραίου παιδιάτρου, ο οποίος υπήρξε μέλος της σιωνιστικής στρατιωτικής οργάνωσης Ιργκούν.
Το 1991 κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου ο ίδιος έγινε πολιτικός εθελοντής στο Ισραήλ. Την ίδια χρονιά εντάχθηκε στην εκστρατεία για το προεδρικό χρίσμα του κυβερνήτη, τότε, του Αρκάνσο Μπιλ Κλίντον. Τον Απρίλιο του 2006 είχε δηλώσει ότι θα στήριζε τη Χίλαρι Ρόνταμ Κλίντον αν διεκδικούσε το χρίσμα για τις εκλογές του 2008, θέση από την οποία υπαναχώρησε όταν στη μάχη για την προεδρία αποφάσισε να μπει ο Ομπάμα.
Τον Οκτώβριο του 2002 τάχθηκε υπέρ του ψηφίσματος του Κογκρέσου το οποίο έδινε το "πράσινο φως" για τον πόλεμο στο Ιράκ, διαφοροποιούμενος από όλους τους υπόλοιπους Δημοκρατικούς από το Ιλινόι στο Κογκρέσο.
(από το ΒΗΜΑ, 6/11/2008)