Η έξοδος από την κρίση… αργεί ακόμα να φανεί, του Γιάννη Τόλιου

Πέρασε ένας χρόνος από το ξέσπασμα της νέας οικονομικής κρίσης και δεν φαίνονται σημάδια εξόδου, παρά τις μικρές αναλαμπές που ορισμένοι προσλαμβάνουν ως σημάδια ανάκαμψης. Η κρίση που διαπερνά με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση όλες τις καπιταλιστικές χώρες και την ελληνική οικονομία είναι η χειρότερη της μεταπολεμικής περιόδου. Έχει μεγαλύτερη διάρκεια σε σχέση με τη δεκαεξάμηνη ύφεση 1973-75, οι περικοπές θέσεων εργασίας είναι περισσότερες από εκείνη του 1948-49, το ποσοστό ανεργίας προσεγγίζει το απόγειο της ύφεσης 1981-82 και η μείωση του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερη εκείνης του 1957-58. Παρά τις προσδοκίες για ανάκαμψη στο τέλος του 2009, οι προοπτικές για το 2010 διαγράφονται δυσοίωνες.

Τα μέτρα εξόδου από την κρίση που εξαγγέλθηκαν από τις κυβερνήσεις των μεγάλων καπιταλιστικών οικονομιών δεν έφεραν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Κάτι ανάλογο ισχύει και για την ελληνική, η οποία παρά την ισχυρή στήριξη των τραπεζών με 28 δισ. καταγράφει συνεχώς αρνητικά ρεκόρ στην ανεργία, τη βιομηχανική και αγροτική παραγωγή, στις κατασκευές, στον “τζίρο” των καταστημάτων, στη λαϊκή κατανάλωση, στο κλείσιμο μικροεπιχειρήσεων, στη συρρίκνωση αγοραστικής δύναμης μισθών και συντάξεων κ.ά.

Είναι χαρακτηριστικές οι τελευταίες αναφορές επίσημων εκπροσώπων βασικών καπιταλιστικών κέντρων. Ο Τζ. Τσέσεϊ, επικεφαλής της αμερικανικής ένωσης τραπεζών, θεωρεί ότι “υπάρχουν μεγάλα ερωτηματικά για το πότε ο χρηματοπιστωτικός κλάδος των ΗΠΑ θα επιστρέψει σε ομαλή κατάσταση”, ενώ ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας Άξελ Βέμπερ κάνει λόγο για “δεύτερο κύμα χρηματοπιστωτικής κρίσης”. Ο λόρδος Τέρνερ, πρόεδρος της χρηματοοικονομικής αρχής Βρετανίας, επισημαίνει ότι “η φούσκα στη χρηματοπιστωτική βιομηχανία της Βρετανίας είναι πολύ μεγάλη και πρέπει να περιοριστεί”, ενώ ο γενικός διευθυντής του ΔΝΤ υποστηρίζει ότι “η ανάκαμψη θα έρθει το πρώτο εξάμηνο του 2010, ενώ η ανεργία θα εξακολουθήσει να αυξάνει και το 2011”. (Καθημερινή, 30/8/2009). Είναι φανερό ότι η σημερινή κρίση δεν αποτελεί απλά μια κλασική κυκλική οικονομική κρίση αλλά μια γενικευμένη (διαρθρωτική) κρίση του συστήματος και του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης, όπου η διέξοδος (με όρους κεφαλαίου) θα είναι μεγάλης διάρκειας, χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα καταφέρει να επιλύσει σε βάθος τα συσσωρευμένα αδιέξοδα (αντιθέσεις) του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Αυτό που λογικά προβάλλει ως αναγκαι-ότητα είναι η εφαρμογή μιας παγκόσμιας ρύθμισης των αγορών και πρώτα απ’ όλα των αγορών χρήματος και κεφαλαίων. Ωστόσο κάτι τέτοιο φαντάζει πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, γιατί υπάρχουν αντιθέσεις στο ζήτημα της μετακύλισης μέρους των βαρών της κρίσης μεταξύ χωρών όσο και των ανταγωνιστικών συμφερόντων που προκύπτουν από τη φύση του συστήματος (ανταγωνισμός μεταξύ πολυεθνικών εταιριών για έλεγχο αγορών, σφαίρες επιρροής, κ.ά). Κατά συνέπεια, οι προβλέψεις για το χρόνο εξόδου αποτελούν εικασίες για άμβλυνση των αντιδράσεων και καλλιέργεια κλίματος αναμονής.

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Ελλάδα, όπου μόνιμο μοτίβο της ελληνικής κυβέρνησης, σύμφωνα με τα λόγια του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, είναι ότι η κρίση είναι διεθνής (άρα η κυβέρνηση δεν έχει… ευθύνες) και ότι χρειάζονται σκληρά μέτρα και θυσίες απ’ όλους (εννοώντας τους μισθωτούς και συνταξιούχους). Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται ουσιαστικά και οι θέσεις του ΠΑΣΟΚ, παρά τις φραστικές κορόνες για τις ευθύνες της ΝΔ, ενώ με λαϊκισμούς και αναξιόπιστες “δεσμεύσεις” υπόσχεται την αντιμετώπισή της στο έδαφος των “συνταγών” της ΕΕ και του ΔΝΤ. Για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, το επίδικο ζήτημα δεν αφορά μια διέξοδο από την κρίση και μια επανεμφάνισή της αργότερα, αλλά αποτροπή της μετακύλισης των βαρών της στους ώμους τους (όσο είναι εφικτό με κυβερνήσεις που στηρίζουν μεγάλα συμφέροντα) και δημιουργία κοινωνικών και πολιτικών προϋποθέσεων οριστικής υπέρβασής της. Μια τέτοια πολιτική συνδέεται με μέτρα και επιλογές που θα κινούνται στον αντίποδα των σημερινών πολιτικών τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο.

Ειδικότερα μια πολιτική εξόδου, όπως προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να έχει στόχο την αποτροπή υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου, την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας με αύξηση της απασχόλησης, στήριξη της αγοραστικής δύναμης μισθών και συντάξεων, αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, ιδιαίτερα στον τομέα της “πράσινης οικονομίας”, έλεγχο της ακρίβειας και των καρτέλ, πλήρη σταθερή εργασία, 7ωρη και πενθήμερη, αύξηση δαπανών για παιδεία, υγεία, πρόνοια, περιβάλλον, μείωση των στρατιωτικών δαπανών, σταμάτημα ιδιωτικοποιήσεων, επαναφορά στο δημόσιο έλεγχο των στρατηγικής και κοινωνικής σημασίας επιχειρήσεων, μείωση των έμμεσων φόρων και της φορολογίας μισθών και συντάξεων, πάταξη φοροδιαφυγής “εχόντων και κατεχόντων”, επαναφορά φορολογίας της εκκλησίας, στήριξη οικογενειακής της γεωργίας και των μικρών επιχειρήσεων κ.ά. Τα παραπάνω μέτρα συνδυάζουν το στοιχείο της αποτροπής μετακύλισης των βαρών στους εργαζόμενους και της αμφισβήτησης των κυρίαρχων πολιτικών. Πρόκειται για μέτρα άμυνας και επίθεσης. Ένα πλαίσιο ανάπτυξης κοινωνικών και πολιτικών αγώνων για αλλαγή του συσχετισμού υπέρ των δυνάμεων της Αριστεράς, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για ένα καλύτερο μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Σε αυτή την πρόταση βρίσκεται η βαθύτερη προγραμματική διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ με το δικομματισμό και όσους είναι πρόθυμοι για συνεργασία μαζί του!

Γιάννης Τόλιος,
διδάκτωρ οικονομικών επιστημών,
μέλος Ε.Γ. του ΣΥΝ