Η ΑΡΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ, του Αντρέα Κατόνε

Η άρνηση μιας μεγάλης ιστορικής κληρονομιάς.

του Αντρέα Κατόνε

Ο Αντρέα Κατόνε είναι Ιταλός καθηγητής φιλοσοφίας και ιστορικός. Δραστηριοποιείται στο αντιπολεμικό και αριστερό κίνημα. Έχει δημοσιεύσει κείμενα για τον Μαρξ και τον Γκράμσι, για την ιστορία και την κοινωνική δομή των μεταβατικών κοινωνιών, για το σύγχρονο ρατσισμό και εθνικισμό, καθώς και για τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο στον 21o αιώνα. Είναι διευθυντής του Κέντρου Μελέτης για τα Προβλήματα της Μετάβασης στο Σοσιαλισμό.

Έχουν περάσει δεκαπέντε χρόνια από το 1989, χρονιά ορόσημο που αναφέρεται στα εγχειρίδια ιστορίας και στον φιλοκυβερνητικό τύπο, που διαμορφώνει την «βέλτιστη» κοινή γνώμη σχετικά με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση των «κομουνιστικών δικτατοριών» στην Ανατολική Ευρώπη, που άνοιξε το δρόμο στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης που είχε αρχίσει άτυπα από καιρό και ολοκληρώθηκε τυπικά το 1991 από τον τελευταίο γραμματέα του ήδη διαλυμένου ΚΚΣΕ, και τελευταίου προέδρου της ΕΣΣΔ, του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.

Αν με τα αναπάντεχα και σημαντικά γεγονότα που ακολούθησαν με ρυθμό χιονοστιβάδας, άλλαξε ο ρους της ιστορίας και εγκαινιάστηκε μια νέα εποχή καθόλου ειρηνική και προοδευτική, στρατιωτικού «μονοπωλίου» των ΗΠΑ και νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων για τον έλεγχο και το ξαναμοίρασμα του ευρασιατικού και παγκόσμιου γεωπολιτικού χώρου που απελευθερώθηκε με το τέλος της ΕΣΣΔ, αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον και οι συζητήσεις όχι μόνο για τα άμεσα προβλήματα, αλλά και για τη στρατηγική, σχετικά με τις βαθύτερες αιτίες που σε μεγάλο χρονικό διάστημα οδήγησαν στην κρίση και στην αστραπιαία καταστροφική διάλυση των πολιτικών και κοινωνικών καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού»[i], και για την ταξική σύνθεση αυτών των κοινωνιών, για τα βασικά τους χαρακτηριστικά, για τη φύση τους, για το πόσο λίγο ή καθόλου «σοσιαλιστικές» ήταν, εντούτοις, πολύ, πάρα πολύ γρήγορα, έπεσε σιωπή για εμπειρίες που τόσο επέδρασαν στην ιστορία του 20ού αιώνα, σιωπή που διακόπτονταν μόνο από τις έξαλλες επιθέσεις όσων δεν χόρτασαν από τις σχετικές νίκες τους, και ζητούσαν όλο και περισσότερες οριστικές ρήξεις με το «κακό παρελθόν».

Είναι πράγματι χαρακτηριστικό ενός πρωτόγνωρου πολιτικού και πολιτιστικού πισωγυρίσματος που οι μοναδικές σοβαρές δημόσιες συζητήσεις[ii] ήταν αυτές που οργανώθηκαν σαν απάντηση στην πρόκληση της έκδοσης της Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού[iii] που κυκλοφόρησε, περίεργα!- για την 80ή «επέτειο» της οκτωβριανής επανάστασης, που κατηγορήθηκε ότι ήταν η ρίζα του «κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού» που δήθεν προκάλεσε, με την εξάπλωση του κομμουνισμού σε όλο τον κόσμο, 100 εκατομμύρια νεκρούς, πολύ περισσότερους από τα θύματα του ναζισμού. Έτσι, παρά εξηγήσεις και διευκρινήσεις που δόθηκαν δημόσια και μείωσαν κατά …πολλά μηδενικά τα «θύματα του κομμουνισμού» και εντόπιζαν την ανάγκη να τοποθετηθούν τα δεδομένα στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας, αντιστρέφοντας τις κατηγορίες περί «ολοκληρωτισμού» στους επινοητές τους, και διαχωρίζοντας σαφώς τον ναζισμό από τον κομμουνισμό[iv], η εκδοτική εκστρατεία της «μαύρης βίβλου» που είχε βασικό σκοπό να μεταφέρει το επίκεντρο της συζήτησης από την έρευνα και την εμβάθυνση της μελέτης των εμπειριών μετάβασης στον σοσιαλισμό της οπισθοδρόμησής τους και της ήττας τους που ολοκληρώθηκε την περίοδο 1989-1991, σε εκείνο που αφορούσε τη νομιμότητα ή μη αυτών των εγχειρημάτων.

Αντί να στραφεί η συζήτηση σε θέματα όπως «τρόπος παραγωγής» , «σχέσεις ιδιοκτησίας», «κοινωνικές τάξεις», «κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής», «σχεδιοποίηση», γύριζε σε θέματα σχετικά με καταπίεση, αγριότητες, μαζικές δολοφονίες, γκούλαγκ. Κάτι που από το 1997 μέχρι σήμερα δεν άλλαξε καθόλου. Στις σελίδες εφημερίδων μεγάλης κυκλοφορίας όταν αναφέρονται στη Σοβιετική Ένωση και στην ιστορία των άλλων χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» είναι για να μιλήσουν για απερίγραπτες βιαιότητες[v] για μια αρνητική ουτοπία δηλητηριασμένη από τη «μοιραία πρόθεση»[vi] για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας έξω από τους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς, μιας «κοινωνία ρυθμιζόμενη» (όπως χαρακτήριζε ο Γκράμσι στα Τετράδια της φυλακής τον σοσιαλισμό) από την κοινωνική ιδιοκτησία και τη σχεδιοποίηση.

Κι αυτό δεν έγινε μόνο μέσα από τον αστικό τύπο, που είχε παράδοση σε τέτοια επιχειρήματα και τόνους, στις σελίδες του οποίου εμφανίζονταν σαν τερατολογίες και τρομακτική αλληλουχία εγκλημάτων. οι εμπειρίες μετάβασης στον σοσιαλισμό.

Η μετατόπιση του κέντρου βάρους της συζήτησης προς το ζήτημα της «μαύρης βίβλου» παρατηρήθηκε όμως και από όσους εμφανίστηκαν σαν εκπρόσωποι του «νέου αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος». Ο πρόσφατος διάλογος που άνοιξε στις εφημερίδες Μανιφέστο και Λιμπερατσιόνε σχετικά με τη βία/ μη-βία κατάφερε να μετατοπίσει ακόμη περισσότερο το επίκεντρο της κουβέντας και να αποτρέψει μια ουσιαστική μελέτη της ιστορίας των σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ού αιώνα.

Δεκαπέντε χρόνια μετά το 1989 βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ξεκάθαρο φαινόμενο: η ιστορία των κομουνιστικών επαναστάσεων του 20ού αιώνα –ανάμεσα στις οποίες και αυτές που δεν ακυρώθηκαν από το κύμα του 1989-1991 και άντεξαν με ποικίλους και αντιφατικούς συχνά τρόπους που δεν μπορούν να ενταχθούν στην ίδια κατηγορία, από την Κούβα ως την Κίνα- παραμένει άγνωστη σε μεγάλο βαθμό, έχει ελάχιστα μελετηθεί στις λεπτομέρειές της, και κύρια, υπάρχει ελάχιστο ή και μηδενικό ενδιαφέρον να μελετηθεί από όσους ανεμίζουν σήμερα τις σημαίες ενός «νέου κόσμου που είναι εφικτός». Όλες αυτές οι εμπειρίες έχουν σήμερα εξορκιστεί και καταδικαστεί στο πυρ το εξώτερον.

Δεν θέλουμε με τούτο να πούμε πως δεν γίνονται σοβαρές και τεκμηριωμένες μελέτες, ακόμη και με τη βοήθεια νέου αρχειακού υλικού που κυκλοφόρησε μετά το 1991 (όπου αλλάζουν ριζικά τα επίπλαστα στοιχεία περί των εγκλημάτων που είχε παρουσιάσει ο Ρ. Κονκέστ σχετικά με τα θύματα της σταλινικής περιόδου), αλλά ότι σήμερα δεν γίνεται καμιά τεκμηριωμένη μελέτη πάνω σε αυτά από όσους διατείνονται, σωστά ή λάθος, ότι προωθούν σχέδια και αγώνες για μια ριζική κοινωνική αλλαγή (που ή δεν θέλουν ή δεν τολμούν πια να ονομάσουν σοσιαλισμό ή κομμουνισμό), ότι εκφράζουν τους πόθους των καταπιεσμένων και τα αιτήματα τους για χειραφέτηση. Δηλαδή όλους εκείνους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αναφέρονται στα ιδανικά του κομμουνισμού.

Είμαστε μάρτυρες μιας άρνησης ή μάλλον απαξίωσης μιας μεγάλης και ανεκτίμητης ως σήμερα ιστορικής κληρονομιάς. Είμαστε μάρτυρες μιας ξεκάθαρης ρήξης με τη μακραίωνη ιστορία δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Έχουμε φτάσει από την απώθηση – που κατά τον Φρόυντ γίνεται ασυνείδητα- στη συνειδητή, ηθελημένη και ομολογημένη απαξίωση. Φυσικά αυτό δεν ισχύει για όλες τις κομμουνιστικές φωνές, αλλά αυτή είναι μια τάση που γενικεύεται όλο και περισσότερο. Ακόμη και όταν – στην καλύτερη περίπτωση- η κληρονομιά αυτή δεν απαξιώνεται ανοιχτά, αντιμετωπίζεται όμως ψυχρά, αποστασιοποιημένα, χωρίς πολιτικό και ιδεολογικό ενδιαφέρον, που ωστόσο θα ήταν απαραίτητο για να αναλυθεί ουσιαστικά το παρελθόν, χωρίς να χάνεται κανείς σε ένα πέλαγος απρόσωπων αρχείων και ντοκουμέντων.

Αυτό το πνευματικό και πολιτικό πάθος, αυτή η ικανότητα να μη δίνεις σημασία στις προκλήσεις του αντιπάλου και να αισθάνεσαι συστατικό μέρος με τους αγώνες του προλεταριάτου, αυτό που ενέπνεε, ακόμη και στις πιο φαινομενικά ψυχρές σελίδες της «ανατομίας της αστικής κοινωνίας» και των κύκλων συσσώρευσης του κεφαλαίου, όλο το έργο του Καρλ Μαρξ. Στα κείμενα του Μαρξ για την ιστορία της εποχής του,- από την περιγραφή της σταδιακής πτώσης του Ναπολέοντα του Μικρού μέχρι την δοξασμένη Παρισινή Κομμούνα, υπήρχε πάντα πάθος, χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να κρίνει με οξυδέρκεια και αμεροληψία τα γεγονότα. Ο Μαρξ ανέλυε με πάθος και μαχητικότητα την ιστορία από τη δική του οπτική, υπογραμμίζοντας αυστηρά τα λάθη, βγάζοντας διδάγματα από αυτά, αλλά νοιώθοντας ένα με αυτά, με την υπόθεση του προλεταριάτου. Αντίστοιχα και ο Ένγκελς, ο Λένιν, ο Γκράμσι, όταν αναλύουν τα γεγονότα και τους πρόσφατους ή παλιότερους αγώνες των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων μαζών, από τον πόλεμο των χωρικών στη Γερμανία των αρχών του 16ου αιώνα, μέχρι τους εργάτες του Τορίνο, λένε πως ήταν «άνθρωποι με σάρκα και οστά», που νικήθηκαν σε έναν από τους πιο σημαντικούς αλλά και σκληρούς ταξικούς αγώνες του μεσοπολέμου.

Aντίθετα για τη μελέτη των κομμουνιστικών επαναστάσεων του 20ού αιώνα, που ήταν η πιο ολοκληρωμένη κίνηση για το μετασχηματισμό της κοινωνίας που γνώρισαν ποτέ οι καταπιεζόμενες και εκμεταλλευόμενες τάξεις, επιφυλάσσεται η απαξίωση, η αποστασιοποίηση και η ψυχρότητα. Η ιστορία των επαναστάσεων του 20ού αιώνα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται από όποιον θέλει να αξιοποιήσει αυτή τη μεγάλη κληρονομιά σαν ιστορία διαφορετική, σαν δική του ιστορία.

Αυτή η αποστασιοποίηση λοξοδρόμησε στο παρελθόν όχι απαραίτητα αρνητικά, σε διάφορους δρόμους ο σημαντικότερος από τους οποίους ήταν η περήφανη διεκδίκηση του ιδιόμορφου ιταλικού κομμουνισμού που διαφοροποιούνταν με επιχειρήματα από τον «ανατολικό κομμουνισμό» της ΕΣΣΔ και των άλλων λαϊκών δημοκρατιών.

Αυτό το διακριτό και οριοθετημένο ρεύμα, μπορεί να χρησίμευε τότε για τον πολιτικό αγώνα ενάντια στις άγριες επιθέσεις και για την ανάγκη αντίστασης σε αυτές, αλλά είχε κι ένα ιδιαίτερα αρνητικό αποτέλεσμα για την κοινή γνώμη: παρουσίαζε τον «ανατολικό κομμουνισμό» σαν εξωπραγματικό και τα αιτήματα για αποστασιοποίηση και δικαίωμα στην ιδιαιτερότητα που πρόβαλε, έστρωναν το δρόμο για οριστική ρήξη με το κοινό όραμα, ρήξη που θα αποκτούσε αργότερα αβυσσαλέες διαστάσεις.

Στην καρδιά της διεκδικούμενης ιδιαιτερότητας του ιταλικού κομμουνισμού, και η έντονη υπογράμμιση των διαφορών σε βάρος των κοινών σημείων θα βασιστεί η μελλοντική αποστασιοποίηση και αναπόδραστη ρήξη από την κοινή εμπειρία. Όμως για ένα μεγάλο διάστημα η εμπειρία της ΕΣΣΔ και του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αντιμετωπίστηκαν με τρόπο που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε σαν «κριτική συμπάθεια», εννοώντας με αυτό μια ταύτιση και μια συναισθηματική συγγένεια. Τότε η κριτική αποστασιοποίηση δεν σήμαινε απόρριψη ή αδιαφορία.

Το 1989-1991 σηματοδοτεί μια φάση χωρίς επιστροφή. Για πρώτη φορά εμφανίζεται ο όρος «κατάρρευση» με γενική και αμφιλεγόμενη σημασία, στην προσπάθεια να ερμηνευτεί όλη η ιστορία των κομμουνιστικών επαναστάσεων του 20ού αιώνα. Προηγούμενα κανένας από τους κατήγορους της ΕΣΣΔ ή του «σταλινισμού» δεν είχε υποστηρίξει τόσο έντονα και τόσο πλατιά μια τέτοια άποψη.

Οι πιο απόλυτοι επικριτές από την αριστερά μιλούσαν για «αντεπανάσταση» ή για «γραφειοκρατικό εκφυλισμό» ή ακόμη για ένα κοινωνικοπολιτικό τέρας που δεν μπορούσε να προσδιοριστεί με σαφήνεια, ένα νέο κράτος Λεβιάθαν με τη μορφή ενός ιδιόρρυθμου κρατικού καπιταλισμού.

Όμως κανείς τότε δεν μιλούσε για «χρεοκοπία». Μια «προδομένη» ή νικημένη από ισχυρότερες εξωτερικές δυνάμεις, μια περικυκλωμένη επανάσταση που ανατράπηκε από εσωτερικές δυνάμεις, διατηρεί όλη την δύναμη των θεμελιωδών της αρχών, όλη την αξιοπιστία της. Αυτή μπορεί να επανέλθει και να επανεδραιωθεί με νέα ορμή. Στους άγριους περιοδικούς κύκλους της ιστορίας, η ήττα είναι μόνο μια στιγμή ενός μακραίωνου και πολύμορφου αγώνα με έναν ισχυρότατο αντίπαλο. Η Κομμούνα ηττήθηκε, η επανάσταση του 1905 ηττήθηκε, αλλά ύστερα ήρθε το 1917. Κι αυτό ήταν σε τελική ανάλυση ένα αρνητικό αποτέλεσμα αφού ηττήθηκε από τα τραγικά λάθη της πολιτικής ηγεσίας στη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, από τις συντονισμένες επιθέσεις εξωτερικών δυνάμεων που έγειραν προς όφελός τους την πλάστιγγα της ιστορίας. Όμως μετά την ήττα θα μπορούσε να ανατάξει και να προχωρήσει με ανανεωμένες δυνάμεις και να πετύχει νίκες.

Ο όρος «χρεοκοπία» αντίθετα, υπονομεύει τα θεμέλια, τους στόχους της επανάστασης, τις θεωρητικές και πολιτικές της βάσεις. Κάτι σαν αναζήτηση ενός «προπατορικού αμαρτήματος». Μπροστά στη ραγδαία αποσύνθεση πολιτικών καθεστώτων που έμοιαζαν πανίσχυρα πριν μερικά χρόνια, τουλάχιστον σε ότι αφορούσε την κρατική δομή, η λέξη χρεοκοπία ήταν το λιγότερο που μπορούσε να πει κανείς σχετικά με ότι συνέβαινε. Πράγματι παρουσιάστηκαν κάποιοι που μιλούσαν για «δημοκρατικές μη βίαιες επαναστάσεις»[vii] και ήθελαν να διαβάσουν το 1989 σαν μια καινούρια άνοιξη για τους λαούς που απελευθερώθηκαν από την τυραννία και στους οποίους άνοιγε ο δρόμος για λαμπρό και προοδευτικό δημοκρατικό μέλλον ανάπτυξης, αλλά πολύ σύντομα –τουλάχιστον για τη μαρξιστική κριτική- αυτές οι ψευδαισθήσεις παραμερίστηκαν μπροστά στην κοινωνική καταστροφή που ακολούθησε την πτώση των λαϊκών δημοκρατιών και της ΕΣΣΔ , και στα υπερκαπιταλιστικά προγράμματα πολιτικής και πολιτιστικής ανασυγκρότησης (σε ορισμένες περιπτώσεις με την επανα-νομιμοποίηση δυνάμεων ξεκάθαρα φασιστικών) που έβαλαν σε εφαρμογή οι νεόκοποι «δημοκράτες», ανδρείκελα στα χέρια των μεγάλων υπερεθνικών μονοπωλίων και στις πολιτικές των ιμπεριαλιστικών τους κρατών.

Δεν προέκυψε, όπως προφήτευαν ο Τρότσκι και η 4η Διεθνής η πολυπόθητη προλεταριακή επανάσταση ενάντια στην μισητή «γραφειοκρατία» αλλά η επικράτηση μιας από τις χειρότερες κομπραδόρικες αστικές τάξεις. Όταν η κουκουβάγια της θεάς Αθηνάς πέταξε μακριά, όταν ανατράπηκαν πολιτικά καθεστώτα και άλλαξαν στρατόπεδο μερικοί από τους πιο ακραιφνείς κομμουνιστές, ξεκίνησε το «διάβασμα» όλης της ιστορίας των επαναστάσεων σαν «χρεοκοπία». Φαίνεται φυσιολογική και προφανής η χρήση αυτής της λέξης, όμως αυτή δεν είναι ούτε ουδέτερη ούτε αθώα. Όποιος την υιοθέτησε θέλησε να επανεξετάσει εκ θεμελίων όλη την κομουνιστική προοπτική. Ή τουλάχιστον όλη την ιστορία των επαναστάσεων του 20ού αιώνα, ξεκινώντας από την πιο ολοκληρωμένη που είχε και τη μεγαλύτερη διάρκεια, που έδωσε τον τόνο σε όλο τον αιώνα, και από την οποία γεννήθηκαν και άλλες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, μαζικά κινήματα εθνικοαπελευθερωτικά και αντιιμπεριαλιστικά, κομμουνιστικά κόμματα που οργάνωσαν και καθοδήγησαν σημαντικούς αγώνες και το εργατικό κίνημα των νησίδων του καπιταλισμού, κατορθώνοντας να νικήσουν το φασισμό με τη λαϊκή αντίσταση και να τροποποιήσουν εν μέρει κάποιες μορφές κρατικής εξουσίας, αποσπώντας καθόλου αμελητέα δικαιώματα και κατακτήσεις για την εργατική τάξη, που σήμερα χάθηκαν και τα θυμόμαστε συχνά: δηλαδή την οκτωβριανή επανάσταση.

Αλλά έτσι υπονομεύονταν συνειδητά ή μη, οι βάσεις στις οποίες στηρίχθηκαν η σοσιαλιστική προοπτική του 20ού αιώνα. Μπροστά σε μια φαινομενικά φυσιολογική εξέλιξη ξαναπέφταμε, εκούσια ή ακούσια, στην παγίδα των παλιών αστικών επιχειρημάτων περί του προπατορικού αμαρτήματος του 20ού αιώνα.

Οι απόπειρες αναλυτικού επαναπροσδιορισμού μιας σύνθετης διαδρομής, μιας διαφορετικής έρευνας πάνω στις αιτίες της διάλυσης της ΕΣΣΔ δεν έλειψαν βέβαια[viii].

Μα επικράτησε στην αριστερά η πιο απλοϊκή και απλουστευμένη ερμηνεία, αυτή δηλαδή που αρνιόταν να παραδεχτεί τα προβλήματα, τις δυσκολίες τις αντιφάσεις των παλινδρομήσεων της ιστορίας των πραγματικών ανθρώπων, και προσπαθούσε με ένα μαγικό ραβδάκι να βρει το πασπαρτού μιας άμεσης λύσης σε ένα ζήτημα τόσο πολυδιάστατο. Αντί να ακολουθήσει μια ολόκληρη διαδρομή , σταματούσε στο αρχικό ζήτημα, και έδινε, σαν τις χειρότερες προπαγανδιστικές απλουστεύσεις των αστών, μια μονοδιάστατη ερμηνεία, που πούλαγε στην πιάτσα της συνηθισμένης πολιτικής: την χρεοκοπία.

Γι αυτό προτιμάνε να γυρίζουν σελίδα, προσπαθούν να ξαναγράψουν εξ αρχής τα γεγονότα, για να μην είναι αναγκασμένοι να ξεφορτωθούν μια ενοχλητική κληρονομιά. Είναι η αμφισημία της «νέας αρχής» χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει κανείς τους λογαριασμούς με την ιστορία. Σαν συμπλήρωμα αυτής της απλουστευτικής ιδεολογικής θεώρησης μπορεί να διαβαστεί και το νέο «αντι-παγκοσμιοποιητικό κίνημα», σαν παιδί παρθενογένεσης, που δήθεν δεν έχει καμία σχέση με την προηγούμενη ιστορία.

Η πιο ανησυχητική πλευρά αυτής της προσπάθειας ρήξης και απαξίωσης ολόκληρης της ιστορίας είναι η ψευδαίσθηση μιας γρήγορης λύσης: δεν πρόκειται για μια διαλεκτική άρνηση (για κάτι τέτοιο θα έπρεπε να κοπιάσει κανείς, να ερευνήσει, να αναλύσει, να αναμετρηθεί πολύ σοβαρά με το κομμουνιστικό παρελθόν) αλλά για ένα πέταγμα στην άκρη, για το ξεφόρτωμα του προβλήματος , που φαινομενικά αντιμετωπίζεται σε όλο του το βάθος για να διαγραφεί συνολικά,

Όταν κάτω από την επίδραση της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, το Ιταλικό Κ.Κ. υφίσταται μια «γενετική μετάλλαξη» που επιβάλλει την αλλαγή συμβόλων, ονομασίας, παραστάσεων, και υποχωρώντας όχι μόνο σε εξωτερικές πιέσεις, νομιμοποιείται παράλληλα και μια αλλαγή στον τομέα της θεωρίας: όλη η ιστορική εμπειρία των επαναστάσεων του 20ού αιώνα και ιδιαίτερα της ρώσικης επανάστασης, αντιμετωπίζεται σαν χρεοκοπία. Χρεοκοπία δεν σημαίνει ήττα. Η χρεοκοπία προϋποθέτει την εκ βάθρων αμφισβήτηση των αρχών πάνω στις οποίες στηρίζονταν τα κομμουνιστικά κόμματα, της ιδεολογίας, του οράματος, της προοπτικής. Διαφορετικά από το παρελθόν, όταν το Ιταλικό Κ.Κ. άρχισε να κρατάει αποστάσεις από την ΕΣΣΔ, τώρα δεν σήμαινε να καταδικάσεις κάποια επιμέρους λάθη του μοντέλου- έτσι κι αλλιώς υπήρχε το επεξεργασμένο σχέδιο του ευρωκομουνισμού περί «τρίτου δρόμου»- τον αυταρχισμό, το έλλειμμα δημοκρατίας, κ.λ.π., αλλά ολόκληρο το μοντέλο. Τέλος υπογραμμιζόταν το ότι δεν επρόκειτο για προβλήματα ή αντιξοότητες που προέκυψαν στη διαδρομή, αλλά για ένα συνολικά λαθεμένο σχέδιο, στους βασικούς του στόχους, στη ρίζα του: ο σοσιαλισμός, η σοσιαλιστική κοινωνία ήταν το λάθος.

Η εμμονή για το πέρασμα σε έναν άλλο τρόπο παραγωγής, σε άλλες ιδιοκτησιακές σχέσεις, ήταν το λάθος. Ο μοναδικός κατάλληλος τρόπος παραγωγής ήταν αυτός του κεφαλαίου, που ίσως είχε ανάγκη από κάποια δόση «δημοκρατίας» αλλά χωρίς αυτό να αλλάζει τη φύση του. Το κέντρο βάρους της συζήτησης μετατοπιζόταν προς τη «δημοκρατία» όμως μόνο με την έννοια των τυπικών μηχανισμών και των κανόνων που πρέπει να τηρούνται, του «κράτους δικαίου», έννοια αρκετά διαφορετική από αυτή που της έδινε ο Τολιάττι, σαν μια «δημοκρατία προοδευτική», που μέσα από έναν πολύ καλά οργανωμένο «πόλεμο θέσεων» θα τροποποιούσε σταδιακά το συσχετισμό δύναμης και θα άλλαζε την οικονομικο-κοινωνική δομή της χώρας σε σοσιαλιστική κατεύθυνση (οι «δομικές μεταρρυθμίσεις»). Να γιατί το κόμμα μετασχηματιζόταν σε δημοκρατικό κόμμα και έβαζε στην άκρη όχι μόνο τον όρο «κομμουνισμός» αλλά και τον όρο «σοσιαλισμός».

Η ρήξη με τις καταβολές του 20ού αιώνα και η εγκατάλειψη της σοσιαλιστικής προοπτικής προχώρησαν χέρι-χέρι, η κρίση της ΕΣΣΔ και η προώθηση του νεοφιλελευθερισμού πήγαν πακέτο, και μάλιστα με αλληλοϋποστήριξη. Η ιδεολογία του Ιταλικού Κ.Κ. δέχτηκε την επίθεση του νεοφιλελευθερισμού και ηττήθηκε, διαχωριζόμενο όχι μόνο από τον κομμουνισμό, αλλά και από αυτή τη σοσιαλδημοκρατική παράδοση: σταδιακά εγκαταλείφθηκε η άποψη για το ρόλο του κράτους στην κοινωνική αλλαγή, δεν υποστηρίχθηκε πια η ανάγκη κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, έγιναν αποδεκτές οι ιδιωτικοποιήσεις. Από την άλλη, η κατάρρευση της ΕΣΣΔ χρησίμευε για την υποστήριξη της θέσης για αποτυχία του «κρατισμού» και ενίσχυε την νεοφιλελεύθερη άποψη.

Συμπερασματικά, ο νέος τρόπος ανάγνωσης που πρόσφερε το μετα-89 Ιταλικό Κ.Κ. (μετέπειτα οι Δημοκράτες της Αριστεράς) για την ιστορία των επαναστάσεων του 20ού αιώνα είχε φιλελευθερο-δημοκρατικό χαρακτήρα. Συνόψιζε τα ίδια συμπεράσματα στα οποία είχαν καταλήξει οι «δημοκρατικοί» του Γέλτσιν και ο ίδιος ο Γκορμπατσόφ στην ΕΣΣΔ μετά το 1989: πρόβλημα δεν ήταν οι καλοί ή κακοί ηγέτες, που είχαν οδηγήσει σε λάθος κατεύθυνση τη σοβιετική πολιτική, πρόβλημα δεν ήταν ο Στάλιν, ο Μπέρια ή ο Μπρεζνιέφ, αλλά το ίδιο το σύστημα, η κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, η απουσία αγοράς και ιδιωτικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Εύκολα –κάτω από τη σκιά του φον Χάγιεκ- διατύπωσαν το δόγμα πως χωρίς καπιταλιστική αγορά δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία. Όλο το ζήτημα για τα δημοκρατικά δικαιώματα στη σοσιαλιστική κοινωνία διαστρεβλωνόταν και παρουσιαζόταν σαν παλιομοδίτικο με ένα επιτήδειο χειρισμό: η αγορά και μόνο η αγορά (καπιταλιστική εννοείται!) επιτρέπει τη δημοκρατία. Δημοκρατία χωρίς αγορά δεν μπορεί να υπάρξει. Η απλουστευτική δύναμη αυτής της ψευδεπίγραφης άποψης- παραδόξως «μαρξιστικής» μια που υποδείκνυε ένα πρόβλημα στην δομή της οικονομικής οργάνωσης, και όχι στο εποικοδόμημα, στην πολιτική ή στην ηθική, είναι κάτι παραπάνω από προφανής.

H δίψα για δημοκρατία συνδεόταν έτσι με την κυριαρχία της αγοράς, δηλαδή με την κατάργηση της κρατικής ιδιοκτησίας και την γενίκευση των ιδιωτικοποιήσεων[ix].

Όμως στη βάση αυτών των απαιτήσεων δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον για να εντοπιστούν οι ιστορικές φάσεις, οι κρίσιμες καμπές, οι διάφορες παλινδρομήσεις μιας πολύπλοκης ιστορίας. Έχει πια κατονομαστεί το προπατορικό αμάρτημα, που συνίσταται στην ιδέα πως είναι δυνατόν να εγκαθιδρυθεί η κοινωνική ιδιοκτησία σε όλη την κοινωνία, και να κοινωνικοποιηθούν τα μέσα παραγωγής. Δεν εκφράζεται πια κανένας προβληματισμός για το αν η κοινωνικοποίηση στην ΕΣΣΔ είναι πραγματική ή φαινομενική, αν εμποδίζεται από ανεξέλεγκτους μηχανισμούς, αν είναι μερική ή ατελής. Αμφισβητείται η ίδια η κοινωνικοποίηση, ενώ η κομμουνιστική προοπτική χαρακτηρίζεται ψευδεπίγραφη και εγκληματική, μια ουτοπία αρνητική αποκομμένη από την πραγματικότητα, που επαίρεται πως μπορεί να θέσει υπό έλεγχο όλο τον κόσμο, που ωστόσο κατά την αστική ιδεολογία είναι αδύνατον να αναπτυχθεί βάσει συγκεκριμένου σχεδίου Τα συμπεράσματα που βγαίνουν μοιάζουν με αυτά της αντικομμουνιστικής κριτικής των αρχών του 20ού αιώνα: το φοβερό κομμουνιστικό κράτος -λεβιάθαν είναι παιδί αυτής της απαίτησης, η βία, η καταπίεση, ο ολοκληρωτισμός είναι αναγκαστικές συνέπειες αυτού του παρανοϊκού σχεδίου.:

O Στάλιν δεν ήταν η παρέκκλιση από μια ορθή πορεία, αλλά η αναπόφευκτη συνέπεια, η εφαρμογή της. Το λάθος δεν ήταν στον Στάλιν, αλλά στον Λένιν. Εξ άλλου η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού επιτίθεται κατά κύριο λόγο στην κομμουνιστική ιδεολογία για να αποδείξει τη συνάφεια και τη συνέχεια ανάμεσα στις θεωρητικές-πολιτικές βάσεις και στη φρίκη των γκούλαγκ. Κράτος, κρατική ιδιοκτησία, κρατικός παρεμβατισμός στην οικονομία, στιγματίζονται σαν «κρατισμός» που στην καλύτερη περίπτωση γεννά γραφειοκρατικά φαινόμενα και στη χειρότερη εγκληματικό ολοκληρωτισμό.

Οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας δεν ενδιαφέρονται να μελετήσουν τα διάφορα στάδια της ιστορίας του 20ού αιώνα, αλλά μόνο να καταγγείλουν το αρχικό σφάλμα, και να κρατήσουν ξεκάθαρες αποστάσεις από όλη αυτή την ιστορία. Ακόμη και από τις σοσιαλδημοκρατίες, που έγιναν αποδεκτές και νομιμοποιήθηκαν μόνο και μόνο γιατί βοηθούν στην πρόοδο της δημοκρατίας, στον αγώνα για ένα κράτος δικαίου, και όχι για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής για τα οποία τόσο πολύ επέμεναν ακόμη κι οι πιο ορκισμένοι εχθροί του Λένιν, όπως ήταν οι αυστρομαρξιστές της δεκαετίας του 1920.

Ίσως δεν δώσαμε μεγάλη σημασία στο ότι ο μετασχηματισμός του Ιταλικού Κ.Κ. σε δημοκρατικό κόμμα της αριστεράς σηματοδότησε την εγκατάλειψη κάθε σοσιαλιστικής προοπτικής άρα και κάθε ενδιαφέροντος να αναζητηθούν στην ιστορία του διεθνούς κομμουνισμού παραδείγματα προς μίμηση και σφάλματα προς αποφυγή: δεν ήταν λάθος- ένα λάθος σημαίνει ότι υπάρχει ο σωστός δρόμος από τον οποίο παρεκκλίνει κανείς- αλλά για ολοκληρωτική αποτυχία. Σε αυτή την άποψη συγκλίνανε οι παλιές φιλελεύθερες κριτικές ενάντια στο κομμουνιστικό όραμα. Πράγματι οι κριτικές αυτές δεν ήταν αποτέλεσμα ιστορικής ανάλυσης αλλά ιδεολογικής απαξίωσης. Η ιστορία των επαναστάσεων γινόταν αντικείμενο μελέτης μόνο για να αναζητηθεί εκεί η τεκμηρίωση για το ανέφικτο του κομμουνισμού και των καταστροφικών και αναπόφευκτων του συνεπειών. Το νέο κόμμα πάλευε στα χαρακώματα του αντιφασισμού, το Ιταλικό Κ.Κ. υποστήριζε την αντίσταση για την απελευθέρωση από τον φασισμό και ποτέ σαν μέρος του αγώνα για μια νέα σοσιαλιστική κοινωνία.

Από τον ευρωκομουνισμό, που έβαζε στον εαυτό του μια σοσιαλιστική προοπτική, περάσαμε σε μια διεθνή «Συμμαχία της Ελιάς» του Κλίντον, του Μπλαιρ, του Ντ’ Αλέμα. Εγκαταλείφθηκε τελείως οποιαδήποτε προσέγγιση σοσιαλδημοκρατικής ή ακόμη και εργατικής χροιάς. Κι αφού συρρικνώθηκε η δημοκρατία σε ένα σύνολο κανόνων, η δημοκρατική αριστερά δεν εκπροσωπεί καμιά συγκεκριμένη κοινωνική τάξη: μιλάει γενικά για πρόοδο (και ποιος δεν τη θέλει;), και για πολιτικά δικαιώματα. Όχι πια για συγκεκριμένη τάξη, για τους εργαζόμενους που εκμεταλλεύεται το κεφάλαιο, αλλά για όλους τους πολίτες. Έχοντας αποσύρει τον μαρξιστικό ορισμό των τάξεων, για την ιστοριογραφική ανάλυση της ΕΣΣΔ χρησιμοποιείται ο όρος «ολοκληρωτισμός» που είναι εντελώς αταξικός: έτσι προετοιμάζεται το έδαφος για την εξομοίωση του σταλινισμού με τον ναζισμό.

Η απαξίωση των επαναστάσεων του 20ού αιώνα διακρίνεται και αλλού, στις νέες αντιλήψεις του γραμματέα της Ριφοντατσιόνε Κομμουνίστα: «το εργατικό κίνημα ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής του αιώνα, αλλά ηττήθηκε λόγω της χρεοκοπίας, εκεί όπου ανέβηκε στην εξουσία στις μετεπαναστατικές κοινωνίες όπου τα απελευθερωτικά κινήματα που το γέννησαν μεταλλάχθηκαν σε καταπιεστικά καθεστώτα. Η κριτική στον σταλινισμό δεν είναι απλά μια κριτική στις μεταλλάξεις αυτού του συστήματος αλλά στον σκληρό πυρήνα που προκαθόρισε αυτές τις εξελίξεις και για τούτο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια νέα αντίληψη του κομμουνισμού και για τον τρόπο οικοδόμησής του»[x]. Εδώ παίρνονται σαφείς αποστάσεις από τον «σταλινισμό». Μια έννοια μη σαφώς ορισμένη, έξω από το ιστορικό της πλαίσιο, που δεν είναι ισοδύναμη με εκφράσεις όπως «η εποχή του Στάλιν», η «σταλινική τριαντακονταετία» (απλουστεύσεις που αφορούν διαφορετικές ιστορικές περιόδους), αλλά με σαφώς αρνητικό περιεχόμενο, μια θεωρία και μια πραχτική αυταρχικής διακυβέρνησης που συναντάμε εκεί όπου μια επανάσταση παίρνει την εξουσία. Το «προπατορικό αμάρτημα», που προκαλεί μεταστροφή των συνθηκών χειραφέτησης σε «μορφές έντονης καταπίεσης» χαρακτηρίζει τη «συγκρότηση σε κράτος» του εργατικού κινήματος.

Σε αντίθεση με τους φιλελεύθερους δημοκράτες, ο Μπερτινότι δεν κατηγορεί τους μπολσεβίκους ότι θέλουν να μετασχηματίσουν την οικονομία, αντικαθιστώντας τον καπιταλισμό με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής (για την οποία όμως δεν μιλάει) αλλά θέτει σε συζήτηση αν μπορούμε να φτάσουμε σε αυτό το αποτέλεσμα από το δρόμο που υπέδειξαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο: δηλαδή με την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο και με την εφαρμογή από αυτό, μεγάλων αλλαγών στην ιδιοκτησία και στην οικονομική διαχείριση, σαν πρώτο βήμα μετάβασης σε έναν νέο τρόπο παραγωγής από τους συνεταιρισμένους παραγωγούς. Η κατάκτηση και η διαχείριση της πολιτικής εξουσίας του κράτους για την εφαρμογή των αλλαγών θεωρούνται προάγγελοι επικίνδυνης μεταστροφής του στόχου για χειραφέτηση στο αντίθετό της, σε μια νέα και πιο άγρια καταπίεση.

Πράγματι γράφει ο Φράνκο Ρούσο: «η εξουσία είναι άγρια, με τον πέλεκυ έτοιμο να πέσει στο κεφάλι όποιου αντιστέκεται. Αλλά η ένοπλη αντίσταση τροφοδοτεί νέες κοινωνικές πρακτικές αλληλεγγύης ή διαιωνίζει τη βία της εξουσίας; Έχουμε δει ποτέ κάποιον να παραδίδει τα όπλα αφού ανεβεί στην εξουσία;»[xi]. Σε αυτή την ριζοσπαστική τοποθέτηση υπάρχει η ιδέα πως η χρήση του ίδιου μέσου σε εξομοιώνει με τον αντίπαλο, σε μολύνει. Πρόκειται ακριβώς για μια μεταφυσική θεωρία, που ταυτίζεται με μια κουλτούρα που δεν μπορεί να αντιληφθεί το ιστορικό προτσές, τη μετάβαση από μια κοινωνική συγκρότηση σε μια άλλη, μέσα από την αντίφαση των αντίθετων που αλληλοσυγχέονται, για να προκύψει μια «υπέρβαση» που δεν είναι καθόλου μια απλή εξουδετέρωση του αντιθέτου, που αντικαθίσταται από κάτι εντελώς «νέο», αλλά ακριβώς μια σύνθεση, που «φέρνει ακόμη τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας από τα σπλάχνα της οποίας ξεπήδησε», όπως έγραφε ο Μαρξ στο βιβλίο του Κριτική στο σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα της Γκότα.

Ψάχνοντας για απλουστευτικά πασπαρτού ο «κρατισμός» είναι το κλειδί για να δοθεί μια αριστερή ερμηνεία στην θεωρία της χρεοκοπίας. Για τούτο δεν υπάρχει ενδιαφέρον και πάθος για τη μελέτη των σταδίων οικοδόμησης του σοβιετικού κράτους, της σχεδιοποίησης, της μορφής μιας ιδιοκτησίας που δεν είναι πια αστικο-καπιταλιστική και δεν είναι ακόμη σοσιαλιστική. Η ιστορία των επαναστάσεων του 20ού αιώνα, πρώτα παραμερίστηκε, λησμονήθηκε, και τώρα απαξιώνεται και καταδικάζεται στη σιωπή. Δεν εκφράζεται απέναντί της καμία «κριτική συμπάθεια», καμία ζέση, κανένα αγωνιστικό ενδιαφέρον. Ο πραγματικός λόγος είναι πως αυτή θεωρείται αποτυχία , και αμφισβητείται η ανάγκη κατάληψης της εξουσίας σαν προϋπόθεση για το πέρασμα στην σοσιαλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.

Η κατηγορία χρεοκοπία χρησιμοποιείται από τη δεξιά (η άρνηση της καπιταλιστικής αγοράς οδηγεί στην άρνηση της δημοκρατίας) και από την αριστερά (ο «κρατισμός» έχει σαν επακόλουθο την αντιστροφή και μετάλλαξη των αρχικών στόχων). Η χρεοκοπία είναι η απλουστευμένη λέξη –κλειδί που βοηθάει να αποφύγει κανείς τον κόπο να αναλύσει και να ερευνήσει σε βάθος τις διαδρομές. Για τη γνώση και την τρέχουσα πολιτική πρακτική αυτή η ιστορία κρίνεται άχρηστη, χωρίς κανένα ενδιαφέρον, ανίκανη να διδάξει το παραμικρό. Η καταδικαστική απόφαση είναι ήδη διατυπωμένη, η ερμηνεία έχει δοθεί μια για πάντα. Ας βγαίνουν τόνοι ντοκουμέντων από τα σοβιετικά αρχεία για μελέτη και έρευνα από έναν κλειστό κύκλο επαγγελματιών της διανόησης, αυτό ούτε θα συναρπάσει ούτε θα κεντρίσει το ενδιαφέρον των αγωνιστών κομμουνιστών, περισσότερο από ένα οποιοδήποτε αρχείο π.χ. της μεσαιωνικής βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Σήμερα δεν βρισκόμαστε μπροστά μόνο σε έναν «ιστορικό αναθεωρητισμό». Ουσιαστικά αυτός συνόδευε όλη την ιστορία των επαναστάσεων και ορισμένα από τα επιχειρήματά του βασίζονται στις ιδεολογίες της παλινόρθωσης των αρχών του 19ου αιώνα ενάντια στους γιακωβίνους. Τα βιβλία του Κονκέστ κυκλοφόρησαν πολύ νωρίτερα από τη Μαύρη Βίβλο και η επίθεση στον μπολσεβικισμό ότι αναπόφευκτα οδηγεί στην στέρηση της ελευθερίας είχε ξεκινήσει ήδη από την εποχή του Λένιν. Η ιστορία των επαναστάσεων του 20ού αιώνα δεν δέχεται μόνο την επίθεση του αναθεωρητισμού, αλλά έχει να αντιμετωπίσει και την απαξίωση μιας κληρονομιάς, την εγκατάλειψη μιας προοπτικής μέσα στην οποία εντάσσεται η πορεία και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Σήμερα γίνονται ελάχιστες εμπεριστατωμένες μελέτες με κριτικό πνεύμα από το προλεταριάτο, για την εμπειρία των επαναστάσεων του 20ού αιώνα.

Στη δοσμένη πολιτική και πολιτιστική συγκυρία, που αν δεν αντιμετωπιστεί, θα σημειωθούν ακόμη περισσότερα πισωγυρίσματα, το ζήτημα της κληρονομιάς των σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ού αιώνα, παρουσιάζεται σαν μείζον θέμα πρωτεύουσας σημασίας. Αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα στον τομέα της ιδεολογίας. Με την απουσία, τη σιωπή των κομμουνιστών, των μαρξιστών, επωφελείται η άλλη πλευρά που έχει συμφέρον να διατηρήσει και να ενισχύσει την ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων. Οι μαρξιστές διανοούμενοι πρέπει να διεκδικήσουν με νύχια και με δόντια αυτή την κληρονομιά. Βέβαια το να διεκδικείς μια κληρονομιά δεν σημαίνει κιόλας ότι θεωρείς πολύτιμο ό,τι αυτή περιλαμβάνει, για τον πρόσθετο λόγο πως, – αντίθετα με αυτά που θα επιθυμούσαν οι απλουστευτές που ψάχνουν ένα μονοσήμαντο πασπαρτού-δεν παρουσιάζεται μονόπλευρη και ομογενοποιημένη, αλλά γεμάτη ασυνέχειες, άλματα, ρήξεις στο εσωτερικό μιας μεταβατικής διαδικασίας.

Αλλά πρέπει να την αντιμετωπίζεις σφαιρικά, σαν κομμάτι της δικής σου ιστορίας με βάση την οποία θα μπορέσεις να προχωρήσεις στο δρόμο της χειραφέτησης. Μια ιστορία που πρέπει να μελετήσουμε αγωνιζόμενοι, με «κριτική συμπάθεια» πασχίζοντας να κατανοήσουμε την δύσκολη διαδρομή, με κριτικό πνεύμα χωρίς απολογητικούς δογματισμούς και πλαστές δικαιολογίες.



[i] Για τις πιο συνηθισμένες εκφράσεις, δες τις διευκρινίσεις του Άλντο Αγκόστι στο άρθρο του «Οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές και άρνηση του σοσιαλισμού», στην εφημ. Ερνέστο ν.3 του 2001, ειδικό ένθετο για τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», τον «αληθινό σοσιαλισμό», τον «σοσιαλισμό που υπάρχει πραγματικά»,τον «υλοποιημένο σοσιαλισμό», όλες αυτές είναι εκφράσεις που λανσάρισαν οι ηγεσίες των κομουνιστικών κομμάτων που ήταν στην εξουσία κατά τη μπρεζνιεφική περίοδο, και εντάχθηκαν στο πολιτικό λεξιλόγιο στα μέσα της δεκαετίας του 1970, δείγματα της πολεμικής που είχε ξεσπάσει με τον ευρωκομμουνισμό που πρότεινε τότε τον «τρίτο δρόμο» σαν εναλλακτική λύση ανάμεσα στο σοβιετικό μοντέλο και τη σοσιαλδημοκρατία, για να καταδειχτεί η πολιτική και κοινωνική κατάσταση των χωρών του σοσιαλιστικού μπλοκ, και θεωρούνταν από τότε συνώνυμα. Αλλά στην πραγματικότητα θα ήταν ενδιαφέρον να τις μελετήσουμε χωριστά, γιατί καθεμία έχει το δικό της νόημα, τη δική της φόρτιση ακόμη και αν δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο ηθελημένα»

[ii] Αρκετές σοβαρές απόπειρες προσέγγισης και μελέτης στο φως του μαρξισμού, των θεμάτων μετάβασης στον σοσιαλισμό και του σοσιαλισμού μέσα από την ιστορική εμπειρία των σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ού αιώνα, δυστυχώς περιορίστηκαν σε κλειστούς κύκλους διανοουμένων. Δες π.χ. την ανοιχτή συζήτηση που δημοσιεύτηκε στο Ιντερμαρξ, «ηλεκτρονικό περιοδικό υλιστικής ανάλυσης και κριτικής», ή το τεύχος του Ερνέστο που ήδη αναφέραμε, καθώς και το διεθνές συνέδριο του Ουρμπίνο, του μόνου που έγινε στην Ιταλία με την ευκαιρία της 80ής επετείου της οκτωβριανής επανάστασης, τα πρακτικά του οποίου περιέχονται στο βιβλίο ΕΣΣΔ, αποτίμηση μιας εμπειρίας, με επιμέλεια του Ντ. Λοζούρντο, εκδ. Κουάτρο βέντι, Ουρμπίνο, 1999.

[iii] Σ. Κουρτουά και άλλοι Η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού, εκδ. Λαφόρ, Παρίσι 1997.

[iv] Δες μερικές εισηγήσεις, ιδιαίτερα του Λουτσιάνο Κανφόρα και του Ντομένικο Λοζούρντο, καθώς και του συγγραφέα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Μανιφέστο και περιέχονται στο βιβλίο Για τη μαύρη βίβλο του κομμουνισμού, εκδ. Μανιφέστο, Ρώμη 1998.

[v] Ένα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα είναι μερικά άρθρα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Ρεπούμπλικα στις 21/1/2004 με την ευκαιρία της 80ής επετείου από τον θάνατο του Λένιν, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Το προπατορικό αμάρτημα», όπου ο Μάρτιν Άρνις, που παρουσιάζεται σαν «πνευματικός πατέρας του Νιου Λάμπουρ του Τόνυ Μπλαιρ» υποστηρίζει πως οι επαναστάσεις «τροφοδοτούν τη βία {…} είναι ωραίο στη θεωρία να λες πως η επανάσταση νικάει την τυραννία. Αλλά το αίμα και η βία σχεδόν πάντα φέρνουν άλλο αίμα και άλλη βία {…} το ξέσπασμα της επανάστασης στη Ρωσία το 1917 ήταν μια τραγωδία της οποίας η χώρα αυτή φέρει ακόμη τα σημάδια{…} Ο Λένιν κατάφερε χτύπημα στην πολιτισμένη κοινωνία, γιατί διέταξε την βάρβαρη θανάτωση του τσάρου και όλης του της οικογένειας, δημιούργησε ένα αστυνομικό κράτος, και με την απειλή της πείνας προσπάθησε να επιβάλει την καταπίεση» κ.λ.π., κ.λ.π.

[vi] Ο τίτλος του βιβλίου του Α. φον Χάγιεκ, «Η μοιραία αλαζονεία- τα σφάλματα του σοσιαλισμού», Εκδ. Ρουσκόνι, Μιλάνο, 1997, που αποτελεί λίβελο ενάντια στον σοσιαλισμό.

[vii] Με τον τίτλο αυτό, σε άρθρο του Ντ. Ιερβολίνο (στο περιοδικό Αριστερά, Σεπτέμβρης 1991) χαιρετίστηκε το αληθινό πραξικόπημα του Γέλτσιν τον Αύγουστο του 1991, με το οποίο έθεσε εκτός νόμου το ΚΚΣΕ.

[viii] Για μια συνολική ιδέα των αναλύσεων και ερμηνειών που επιχειρήθηκε να δοθούν στο τέλος του 20ού αιώνα, για την κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος, δες Α. Χέμπελ, «Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Τα αίτια της κρίσης και η ερμηνεία τους», στα Προβλήματα μετάβασης στον σοσιαλισμό στην ΕΣΣΔ, Εκδ. Τσιτά ντελ Σόλε, Νάπολη, 2004.

[ix] Ένα από τα ιδεολογικά μανιφέστα αυτού του νέου δόγματος ήταν το ντοκουμέντο «Άνθρωπος, Ελευθερία, Αγορά» που δημοσιεύτηκε με υπογραφές διάφορων οικονομολόγων στην εφημερίδα Ισβέστια στις 4 Σεπτέμβρη 1990, δυο χρόνια πριν τη διάλυση της ΕΣΣΔ.

[x] Δες 15 Θέσεις για το Συνέδριο της Ριφοντατσιόνε Κομμουνίστα του Φάουστο Μπερτινότι στην εφημερίδα Λιμπερατσιόνε 12/9/2004

[xi] Δες εφημερίδα Λιμπερατσιόνε της 20/1/2004