Για τον πόλεμο στην Ουκρανία

1.

Ο νέος πόλεμος στην καρδιά της Ευρώπης αναγγέλλει με ωμό τρόπο την είσοδο σε μια νέα κατάσταση. Σε μια νέα περίοδο μεγάλων αναστατώσεων, πολέμων και ανακατατάξεων, σκληρών στρατοπεδεύσεων γύρω από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, αστάθειας και αβεβαιότητας. Η επιχειρούμενη «πράσινη μετάβαση» προς τον «ψηφιακό καπιταλισμό» συναντιέται αναγκαστικά –πάνω στο έδαφος της πολυοργανικής κρίσης που βαθαίνει– με τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα. Οι ΗΠΑ, επικεφαλής του δυτικού κόσμου, επιχειρούν με πολλούς τρόπους να ανακόψουν την ιστορικών διαστάσεων αποδρομή τους, αφού βλέπουν να αμφισβητείται η πρωτοκαθεδρία τους χωρίς να έχουν βρει «γιατρικό» που να αποτρέπει την «δύση της Δύσης». Από την άλλη πλευρά, η ενίσχυση της Κίνας ως δεύτερης τη τάξει δύναμης στον κόσμο σε πολλά πεδία, και η αναδιοργάνωση της Ρωσίας, αμφισβητούν πλέον τη δυτική κυριαρχία και προχωρούν σε κινήσεις δημιουργίας ενός άλλου συσχετισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Ιδιαίτερα η Ρωσία έχει αποφασίσει να αναβαθμίσει την θέση της και να κατακτήσει (ακόμα και δια των όπλων) μια θέση ως μεγάλη κοσμοκρατορική δύναμη, σπάζοντας τον κλοιό και την περικύκλωση που η Δύση επιχειρούσε με συστηματικό τρόπο σε βάρος της.

2.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι άμεσο προϊόν του αμερικανορωσικού ανταγωνισμού, και δείχνει την αποφασιστικότητα της Ρωσίας όχι μόνο να υπερασπίσει τις δικές της «κόκκινες γραμμές» αλλά και να αναβαθμίσει τη θέση της ως παγκόσμια δύναμη. Η κλιμάκωση της ουκρανικής κρίσης εδώ και μήνες έδειχνε πως ΗΠΑ και ΝΑΤΟ έσπρωχναν τα πράγματα σε μια μεγάλη εμπλοκή, έριχναν λάδι στη φωτιά, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν επί του εδάφους στη Ρωσία. Η μεγάλη αδυναμία της Δύσης –συνέχεια της ιστορικής αποδρομής που διέρχεται– οδήγησε στην απόφαση του Πούτιν να επανακτήσει ό,τι υπήρχε μέχρι το 2014 στην Ουκρανία, και να διευρύνει πολλαπλά τη δύναμη της Ρωσίας στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο στερέωμα. Από την άλλη πλευρά η Δύση, αφού έπαιξε εμπρηστικό ρόλο εδώ και χρόνια με τις προσπάθειες περικύκλωσης και συρρίκνωσης της Ρωσίας, ειδικά με την ΝΑΤΟποίηση μιας σειράς χωρών γύρω από τη Ρωσία, δεν εκτίμησε την σφοδρή απάντηση της τελευταίας. Όμως ήδη αρχίζει να οικοδομεί ένα αντιρωσικό μέτωπο, μια μορφή αντιρωσικής υστερίας, με την οποία οι ΗΠΑ θα επιχειρήσουν να ευθυγραμμίσουν όλες τις δυνάμεις της Δύσης σε μια σκληρή στρατοπέδευση απέναντι στην Ρωσία, ακυρώνοντας στην πράξη κάθε δυνατότητα αυτόνομης πορείας της Ευρώπης. Η Ρωσία θα αναγορευτεί σε μεγάλο εχθρό, θα δαιμονοποιηθεί ο Πούτιν, θα στηθεί μια διεθνής πολιτική και ιδεολογική σταυροφορία συσπείρωσης της Δύσης απέναντι στους εχθρούς: τη Ρωσία και την Κίνα.

3.

Είναι απαραίτητο να τονιστεί πως οι επιχειρούμενοι στρατηγικοί σχεδιασμοί και οι συγκεκριμένες κινήσεις (πόλεμοι, οικονομικές κυρώσεις, εμπάργκο, ιδεολογικές σταυροφορίες κ.λπ.) που επιχειρούνται από βασικές Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής μας, προωθούνται σε μια στιγμή που όλες έχουν εγγενείς αδυναμίες και τρωτά σημεία –σε τέτοιο βαθμό που μπορούν να οδηγηθούν σε άλλα αποτελέσματα από εκείνα που κάθε δύναμη επιδιώκει. Η μεταβατική αβεβαιότητα και το έδαφος της πολυοργανικής κρίσης, στην οποία βρίσκονται μπλεγμένες και οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, θα δείξει πιο ανάγλυφα την ανισομετρία ανάμεσα στους σχεδιασμούς και την πραγματική δυνατότητα που υπάρχει να προωθηθούν οι σχεδιασμοί αυτοί. Δύο κεντρικές τάσεις θα καθορίσουν τις παγκόσμιες εξελίξεις και θα αλληλοεπηρεαστούν στενότατα:

α) Η τάση για νέα μοντέλα συσσώρευσης κεφαλαίου στη βάση της «πράσινης ψηφιακής μετάβασης» και της κούρσας αναδιαρθρώσεων και ανταγωνισμών που αυτή τροφοδοτεί σε όλα τα επίπεδα.

β) Η τάση για τον πόλεμο (είτε ως έκφραση κλασικών μορφών επίλυσης της κρίσης είτε ως μέσο επίλυσης προβλημάτων δια της ισχύος).

4.

Με τον πόλεμο στην Ουκρανία εισερχόμαστε σε μια νέα εποχή, η οποία φέρει και νέα ποιοτικά στοιχεία στη διεθνή ζωή, όπως τα εξής:

α) Θα τροφοδοτηθούν αναπότρεπτα μια σειρά από αλυσιδωτές εξελίξεις που θα αφορούν αναδασμούς μεγάλης κλίμακας, με παγκόσμιες διαστάσεις αλλά ιδιαίτερα εμφανείς στην Ευρώπη, τα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα, τη Ν.Α. Μεσόγειο.

β) Θα αλλάξει με γοργό τρόπο όλο το μοντέλο διεθνών σχέσεων και τα θεμέλια στις οποίες αυτές στηρίχθηκαν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έως σήμερα. Επανερχόμαστε στην εποχή των Μεγάλων Δυνάμεων, στην εποχή μονοπώλησης της διεθνούς σκηνής από την ισχύ των τριών μεγαλοκρατικών δυνάμεων.

γ) Θα ενταθεί η αντίθεση και η διάσταση ανάμεσα σε ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και πόλους με τις επιδιωκόμενες στρατηγικές στοχεύσεις των μεγάλων παικτών. Γεγονός που θα δημιουργήσει άλλα «σύνορα» και νέα σύνολα, χωρίς σαφή προς το παρόν πορεία. Δηλαδή οι επιβαλλόμενες σκληρές στρατοπεδεύσεις γύρω από τους μεγάλους παίκτες, σε πολλές περιπτώσεις δεν θα συμπίπτουν ή και θα στριμώχνουν μεγάλους οικονομικούς κολοσσούς που θα ήθελαν μια άλλη διευθέτηση.

δ) Θα τροποποιηθεί η θέση και ο ρόλος άλλων περιφερειακών δυνάμεων, αφού θα δουν στο νέο περιβάλλον ευκαιρίες αναβάθμισης και ανάληψης ιδιαίτερων ρόλων (π.χ. Τουρκία).

5.

Η χώρα μας, δια των ελίτ που κυβερνούν, τάχθηκε αμέσως –ως ο «πιο καλός μαθητής»– στο δυτικό αντιρωσικό στρατόπεδο, και διακήρυξε την προσήλωσή της στα ευρωατλαντικά σχέδια χωρίς να αναλογιστεί:

α) Την προστασία της ελληνικής ομογένειας στην εμπόλεμη περιοχή.

β) Το τι αλυσιδωτές συνέπειες θα έχει ο πόλεμος σε πολλά πεδία (ενέργεια, οικονομία, πρόσφυγες, κυριαρχία χωρών κ.λπ.).

γ) Τις ανάγκες ενίσχυσης και ανάκτησης βαθμών κυριαρχίας της χώρας, ως απάντηση στο κουρέλιασμα της χώρας, και αποτροπής των επεκτατικών σχεδίων της Τουρκίας κατά της Ελλάδας και της Κύπρου.

δ) Τη διαρκή και κυνική και ανθελληνική στάση των «συμμάχων» και τη χρησιμοποίηση της Ελλάδας ως πλατφόρμας και εφαλτηρίου των στρατιωτικών τους σχεδιασμών.

Όλες αυτές οι εξελίξεις πιέζουν για μια αλλαγή ρότας της χώρας μας. Σε πολλά επίπεδα. Πρώτα απ’ όλα επιβάλλεται να γίνει άμεσα ένα συνειδησιακό άλμα μέσα στην ελληνική κοινωνία, ιδιαίτερα για το ζήτημα του τι μπορεί να αναμένει από τις Μεγάλες Δυνάμεις και ποιος είναι ο ρόλος τους για τη ίδια την ύπαρξη και υπόσταση της χώρας. Συνειδησιακό άλμα που να οδηγήσει σε μια αλλαγή στάσης της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους κινδύνους που δημιουργούνται από τους αναδασμούς και τους πολέμους που διεξάγονται.

Αυτό το συνειδησιακό άλμα πρέπει να οδηγήσει σε μια ρεαλιστική πολιτική πρόταση επιβίωσης και διεξόδου της χώρας. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να περιμένουμε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να επιδείξουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ή να μας στηρίξουν π.χ. απέναντι στην Τουρκία και τις επεκτατικές βλέψεις που θα κλιμακωθούν. Δεν μπορούμε να περιμένουμε από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Ε.Ε. να επιδείξουν ευαισθησία και να σταματήσουν τη ληστρική τους οικονομική πολιτική σε βάρος της χώρας μας. Δεν μπορούμε να περιμένουμε από την «Νατοϊκή ασπίδα» να εγγυηθεί την κυριαρχία της χώρας –κυριαρχία την οποία οι ίδιοι έχουν εκμηδενίσει πολλαπλώς.

Αντίθετα, πρέπει να στηριχθούμε σε δύο αφετηριακές αρχές:

α) Να πάψουμε να έχουμε αυταπάτες για τον ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων, και άρα να κατακτήσουμε μια στάση αυτονομίας και απόστασης από τις τρεις κοσμοκρατορικές δυνάμεις και ιδιαίτερα από τον ανταγωνισμό τους.

β) Υιοθέτηση μέτρων και πολιτικής που να έχουν στο κέντρο τους την απόκτηση βαθμών κυριαρχίας της χώρας και την εκτίμηση φιλικών, εχθρικών ή ουδέτερων δυνάμεων απέναντί μας, στον βαθμό που οι σχέσεις αυτές ωφελούν ή βλάπτουν τον στόχο της κυριαρχίας της χώρας μας.

Αυτές οι δύο αφετηριακές αρχές προϋποθέτουν τη συγκρότηση ενός ενεργητικού και συνειδητού λαού γύρω από αυτόν τον προσανατολισμό, και φυσικά την καλλιέργεια όλων εκείνων των στοιχείων που μπορούν να συγκροτήσουν μια εθνική λαϊκή πολιτική συμμαχία ικανή να σηκώσει και να προωθήσει μια τέτοια κατεύθυνση.

Η Ελλάδα οφείλει να καταστεί παράγοντας ειρήνης στην περιοχή και στον κόσμο, κι όχι ουραγός των αμερικανονατοϊκών επιδιώξεων.

Η Ελλάδα οφείλει να αντέξει, μέσα από μια ενεργητική πολιτική κι ένα κοινωνικό συμβόλαιο που να απηχεί την εθνική λαϊκή πατριωτική ενότητα, για να μπορέσει να έχει κάποιο ρόλο σε μια μεγάλη αλλαγή στη διεθνή σκηνή υπέρ των λαών και των πόθων τους για ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη, ειρήνη, πραγματική δημοκρατία, χειραφέτηση, ανθρωποποίηση του ανθρώπου.

ΚΟΕ, 25 Φεβρουαρίου 2022