Για τη συγκέντρωση στον πεζόδρομο της Βαλτετσίου ή περί αριστερής προσωπολατρίας, αριστερής κουλτούρας και αριστερού διδακτισμού, της Έλενας Πατρικίου

Πολλά γράφτηκαν και ακούστηκαν για τη συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε έξω από τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ στη Βαλτετσίου. Παρακάτω η Έλενα Πατρικίου σχολιάζει κάποια από αυτά.

H προσωπική αφήγηση. Όπως πλήθος άλλων αριστερών, έλαβα το Σάββατο 20/6 το τηλεφωνικό μήνυμα που καλούσε σε συγκέντρωση στη Βαλτετσίου το απόγευμα της Δευτέρας. Αρχικά το θεώρησα, λόγω της γενικής δυσθυμίας των ημερών, ίσως και λόγω της μόνιμης αριστερής καχυποψίας προς το αυθόρμητο, μάλλον υστερικό. Κι ύστερα ήρθαν οι διαδοχικές ανακοινώσεις, της Νεολαίας του Συνασπισμού, του Γραμματέα Ν. Χουντή και του Χ. Λάσκου, μέλους της Πολιτικής Γραμματείας. Και χάρη στις ανακοινώσεις, δηλαδή σε πείσμα των ανακοινώσεων, ξεπέρασα την αριστερή καχυποψία και αφέθηκα να παρασυρθώ από την αριστερή ανυποταξία. Μεταξύ δύο αριστερών παθογενειών, το μη χείρον βέλτιστον.

Βεβαίως, πήγα άκρως αμήχανη έως δύσπιστη, γιατί δεν ήξερα ποιους θα έβρισκα ούτε αν θα ήθελα να ταυτιστώ μαζί τους. Αλλά η αμηχανία μετατράπηκε γρήγορα σε σοβαρή ενόχληση, όταν διαπίστωσα πως πλείστοι όσοι μη ανήκοντες στην Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ κυκλοφορούσαν με ύφος αθλητικών παραγόντων στους εξώστες των γραφείων, ρίχνοντας (κυριολεκτικά, λόγω της υψομετρικής διαφοράς που μας χώριζε) υποτιμητικά βλέμματα στους κάτωθεν συγκεντρωμένους, που δεν είχαν μεν το θράσος να κινούνται εντός των διαδρόμων, είχαν όμως το θάρρος να μαζευτούν στον πεζόδρομο. Ερώτηση κρίσεως: με ποια λογική η άγραφη ηθική της «αριστερής κουλτούρας» επιτρέπει το περισπούδαστο σουλατσάρισμα εντός των διαδρόμων, ενώ απαγορεύει την συγκέντρωση επί των πεζοδρόμων; Τι καθιστά τον επιδεικτικό παραγοντισμό νόμιμο και συνάδοντα με την αγνότητα της «αριστερής κουλτούρας» και την αγωνία να μάθεις τι σου μέλλεται απάδουσα των λαμπρών ηθών και εθίμων της καθόλου Αριστεράς;

Τα ντοκουμέντα. Δεν θα συζητήσω το πολιτικό νόημα των τριών ανακοινώσεων. Θα περιοριστώ στο κατηχητικό και εντέλει απαγορευτικό ύφος τους, στον αριστερό διδακτισμό που αναδύεται από τις γραμμές τους.

1. Η κατηγορία των «σκοπιμοτήτων». «Η συζήτηση […] δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με θεσμικό και συντεταγμένο τρόπο […]. Οποιεσδήποτε αιτιάσεις ορθές ή λανθασμένες δεν μπορούν παρά να συζητούνται θεσμικά εκτός και εάν αποτελούν απλώς το μανδύα πολιτικών σκοπιμοτήτων. Σε αυτή ακριβώς την αναγκαία συζήτηση δεν συμβάλλει η συγκέντρωση […]». Εννοεί η Γραμματεία της Νεολαίας του ΣΥΝ πως οι σύντροφοι δεν επιτρέπεται να συζητούν τα κομματικά τεκταινόμενα στο σπίτι τους, στην κρεββατοκάμαρά τους, στη δουλειά τους, στο καφενείο, στο ταξί, όπου τέλος πάντων τους έρθει η διάθεση να το κάνουν; Ποιος καθοδηγητής δεν εξήγησε στην νεολαία ότι ο πολιτικός λόγος είναι αγοραίος, δημόσιος και του πεζοδρομίου (ή του πεζοδρόμου); Ποιος ιστορικός δεν της είπε ότι η απαγόρευση των συγκεντρώσεων είναι από τα πρώτα μέτρα που παίρνει κάθε δικτατορία που σέβεται τον εαυτό της; Ποιος άφρων παιδαγωγός τους έβαλε την ιδέα πως, ως νέοι αρχάγγελοι της επανάστασης, θα απαγορεύσουν στους αριστερούς να λένε το μακρύ τους και το κοντό τους όπου τους κάνει κέφι, κραδαίνοντας εναντίον τους την δαμόκλειο σπάθη της βέβαιης καχυποψίας των «πολιτικών σκοπιμοτήτων»; Τέκνα εμά, ποίον (ασύντακτο) έπος φύγεν έρκος οδόντων;

2. Η «κουλτούρα της Αριστεράς». «[…] η συγκέντρωση που οργανώνεται […], είναι έξω από την κουλτούρα της Αριστεράς, ανασύρει οδυνηρές μνήμες», λέει στη δική του ανακοίνωση ο Νίκος Χουντής.

Πρώτη ένσταση: αν οι βίαιες συγκεντρώσεις συντρόφων αγανακτισμένων εναντίον άλλων συντρόφων δεν συνάδουν με την «κουλτούρα της Αριστεράς», τότε γιατί κανείς ποτέ δεν απολογήθηκε, π.χ., για τα γεγονότα της Τασκένδης το 1956; Δεύτερη ένσταση: τι, είτε στο sms που κυκλοφορούσε, είτε στο ποιόν των αποστολέων και των αποδεκτών του (γιατί είμαστε λίγοι και γνωριζόμαστε) επέτρεπε να υποθέσει κανείς πως οι προτιθέμενοι να συγκεντρωθούν στη Βαλτετσίου διακατέχοντο από τη σκοτεινή επιθυμία να δαγκώσουν τα αυτιά ή άλλα μέλη των διαφορετικά φρονούντων συντρόφων τους; Στο κάτω-κάτω, η τμήση ανθρώπινων οργάνων προϋποθέτει μία εξοικείωση με τη σωματική βία, που ασφαλώς διέθεταν οι εν Τασκένδη μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, αλλά η οποία ευτυχώς δεν κληροδοτήθηκε στις επόμενες γενιές. Απόδειξη πως στα γεγονότα της οδού Σολωμού, όταν εξεδιώχθη βιαίως η Β Πανελλαδική από την επιχειρούμενη κατάληψη των γραφείων του Ρήγα Φεραίου, σημειώθηκαν πλείστα όσα τραυματικά, αλλά πάντως όχι ακρωτηριασμοί μεταξύ των αλληλοκαθυβριζομένων συντρόφων. Το πλήθος όμως των ανάλογων γεγονότων, των οποίων την οδυνηρή μνήμη κουβαλάμε όλοι, αποδεικνύει περίτρανα πως τέτοιες συγκεντρώσεις είναι ασφαλώς μέσα στην «κουλτούρα της Αριστεράς».

Επομένως, οποιαδήποτε διδακτική παραποίηση της ιστορίας της Αριστεράς δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και οποιαδήποτε ηθικολογική επίκληση της «κουλτούρας της Αριστεράς» στερείται νοήματος.

«Εμείς οι κομμουνιστές, άνθρωποι πλασμένοι από ξεχωριστή ύλη», έγραφε ο Στάλιν. Γιατί να κρυβόμαστε πίσω από νεολογισμούς μεταμοντέρνας εμπνεύσεως και να μην το λέμε με τον ευθύ και σχεδόν αθώο στην απροκάλυπτη κουταμάρα του τρόπο του Στάλιν; Το ίδιο πράγμα δεν εννοούμε; Οι μετέχοντες της «αριστερής κουλτούρας» έχουμε κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά που δεν τα έχουν οι υπόλοιποι άνθρωποι: είμαστε πρώτοι στα μαθήματα και πρώτοι στον αγώνα, φιλάμε με κλειστά τα μάτια (!), συγκρουόμαστε (ενίοτε και αλληλοδαγκωνόμαστε) εμφορούμενοι από αισθήματα συντροφικότητας, φιλαλληλίας και φιλανθρωπίας και ακούμε πάντα τον καθοδηγητή μας γιατί δεν θέλουμε ούτε να διαγραφούμε ούτε να μας πουν χαφιέδες και πράκτορες της Ιντέλιτζενς Σέρβις! Ας σοβαρευτούμε. Το γλωσσολογικό σύνταγμα «κουλτούρα της Αριστεράς» είναι κενό περιεχομένου. Στον βαθμό που περιγράφει ανθρώπινες συμπεριφορές είναι φαρισαϊκό και αυτάρεσκο. Στον βαθμό που ορίζει συλλογικές συμπεριφορές είναι χρήσιμο μόνον στον κοινωνιολόγο που θα μας κάνει αντικείμενο της έρευνάς του. Η «κουλτούρα της Αριστεράς» είναι η ίδια της η τραγωδία, οι αντιφάσεις της και οι εσωτερικές της συγκρούσεις. Όλα τα άλλα είναι χρηστομάθεια.

3. Περί προσωπολατρίας και προσώπων. «[…] οι συγκεντρώσεις υποστήριξης προσώπων  αντλούν την καταγωγή τους από τις χειρότερες παραδόσεις αρχηγισμού και μεσσιανισμού» καταλήγει στην δική του ανακοίνωση ο Χ. Λάσκος. Ώστε το αποφευκτέον ήταν η εκδήλωση προσωπολατρικής προσκολλήσεως στο πρόσωπο του Αλέκου Αλαβάνου; ΄Ωστε δεν συνάδει η «κουλτούρα της Αριστεράς» με την προσωπολατρεία; Ώστε δεν γράφτηκαν ποτέ ποιήματα υμνητικά στον Στάλιν, στον Ζαχαριάδη, στον Μάο, στον Χο, στον Γκεβάρα… Ώστε κανένας μας δεν έκλαψε ποτέ για τον θάνατο του Στάλιν, κανείς μας δεν πένθησε για τον θάνατο του Μπερλινγκουέρ; Από ποιον πλανήτη αριστερής παιδικότητας προσγειωθήκατε στους πεζοδρόμους της Αθήνας, σύντροφοι; Γιατί η ενήλικη πραγματικότητα της εν γένει Αριστεράς, από καταβολής Αριστεράς, μας διδάσκει πως η προσωπολατρεία υπήρξε μόνιμη συνοδός των αισθημάτων και των εκδηλώσεων των αριστερών, κομμουνιστικών και μη, κομμάτων, οργανώσεων, γκρουπούσκουλων, αυτοκρατοριών, δορυφόρων, δογματικών και διαφωνούντων.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, η ιστορία και η πραγματικότητα φτιάχνονται από ανθρώπους και όχι από αφηρημένες κουλτούρες. «Γιατί όταν στέλνουμε κάπου έναν πρέσβη που τυχαίνει να είναι και ωραίος έχουμε καλύτερα πολιτικά αποτελέσματα» ερωτήθη ο Αριστοτέλης. «Τυφλού η ερώτησις» απάντησε ο φιλόσοφος. Όταν θα ακούσετε να λέγεται ότι ο Αλαβάνος είναι καλύτερος ποιητής από τον Σαίξπηρ, καλύτερος ζωγράφος από τον Μιχαήλ Άγγελο, καλύτερος πατέρας από τον Αβραάμ, καλύτερος γλωσσολόγος από τον Στάλιν και ωραιότερος από τον έφηβο των Αντικυθήρων, τότε να αρχίσουμε να συζητάμε το πρόβλημα της προσωπολατρίας. Δυστυχώς, όσο συζητάμε μόνον το αν ο Αλαβάνος έχει πιο οργανωμένη και, κυρίως, πιο αριστερή σκέψη, το αν έχει την πιο έγκυρη, αποτελεσματική και, κυρίως, αριστερή παρουσία στο Κοινοβούλιο, το αν είναι αυτός που έχει την δυνατότητα να οραματιστεί με ρεαλιστικούς και πραγματοποιήσιμους όρους μία μεγαλύτερη και, κυρίως, αριστερότερη Αριστερά, το πρόβλημα δεν τίθεται με όρους προσωπολατρίας, αλλά με όρους πραγματικότητας. Και η πραγματικότητα είναι αμείλικτη.

Συμπέρασμα προσωρινό (διότι ουδέν μονιμότερον του προσωρινού). «Το τε φαύλον και το μέσον και το πάνυ ακριβές αν ξυγκραθέν μάλιστ’ αν ισχύειν» (και το φαύλο και το μέσο και το εξαιρετικά ακριβές αν συγκεραστούν μπορούν να έχουν τη μέγιστη ισχύ) είχε πει ο κατεξοχήν προσωπολατρεμένος των Αθηναίων «πολλών», το μόνο ίσως στην παγκόσμια ιστορία σοφό πολιτικό μειράκιον, ο Αλκιβιάδης. Το φαύλον το ξέρουμε όλοι: υπάρχει άραγε χώρος όπου οι άνθρωποι να συχαίνονται με τόσο ανιδιοτελές πάθος τους διπλανούς τους όσο στον χώρο της Αριστεράς; Φαύλον λοιπόν είναι όλοι οι «άλλοι». Το πάνυ ακριβές είναι προφανώς ο καθένας για τον εαυτό του. Ας είναι λοιπόν το μέσον ο Αλαβάνος (πολύ φτωχή παραχώρηση για έναν εκκολαπτόμενο «μεσσία»). Κι ας καταλάβουν οι ανακοινωσιάρχες πως η εποχή της προσωπολατρίας ίσως να μην έχει τελειώσει, αλλά η εποχή της πειθήνιας υποταγής και του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού έχει οριστικά αποτύχει. Αυτό άλλωστε δεν έδειξε η πρόσφατη εκ της κάλπης διάψευση των προσωπολατρικών δημοσκοπήσεων;