Ένα υστερόγραφο για την τέχνη που… ξεθύμωσε (ή ξεθύμανε), της Μαρίας Ξυλούρη

Στο προηγούμενο φύλλο παρουσιάζαμε μια κίνηση που συζητήθηκε αρκετά. Λόγω έλλειψης χώρου το ίδιο το ρεπορτάζ της κινητοποίησης δεν παρουσιάστηκε τότε. Αν επαναφέρουμε το θέμα, παρόλο που κάποιοι θα παρατηρήσουν (σωστά ίσως) ότι το βάρος της κίνησης δεν το δικαιολογεί, είναι γιατί τόσο οι αντιρρήσεις, όσο και τα θετικά σχόλια για τη Θυμωμένη Τέχνη έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον – αν, τουλάχιστον, και οι δύο πλευρές συμφωνούν (που μάλλον συμφωνούν) ότι τα πολιτιστικά πράγματα της χώρας μας είναι ένας βούρκος μέσα στον οποίο πνίγονται ακόμα και τα λιγοστά ίσως διαμάντια της.

Οι επικρίσεις -κακεντρεχείς ή καλοπροαίρετες- επικέντρωσαν στο αργοπορημένο της κίνησης, στην ανεπάρκειά της, αλλά και στο ότι δεν μπορεί κανείς να διαμαρτύρεται για χάλια για τα οποία και ο ίδιος έχει ευθύνη – πολύ περισσότερο μεταθέτοντάς την για άλλη μια φορά στους πολιτικούς, σα να θεωρεί την τέχνη ζήτημα ενός υπουργείου. Άλλη μια έλλειψη που διαπιστώθηκε είναι αυτή που γενικά καταλογίζεται στις διαμαρτυρίες: ότι, πέρα από διαπιστώσεις ότι η κατάσταση είναι άσχημη, δεν έχουν προτάσεις. Και, με δεδομένα όλα αυτά, αρκετοί συνέτειναν στο ότι οι καλλιτέχνες καλά θα κάνουν να αφήσουν τις πορείες και να αντισταθούν με το έργο τους.

Κανείς, ελπίζουμε, δεν είναι τόσο αφελής ώστε να πει ότι η 5η Φλεβάρη άλλαξε τα πράγματα. Σαφέστατα και η κίνηση από μόνη της μοιάζει ανεπαρκής – θα είναι, όντως, τέτοια, αν παραμείνει πυροτέχνημα, κάτι πολύ πιθανό. Σαφέστατα και οι συμμετέχοντες κρίνονται όλοι όχι μόνο βάσει των υπογραφών σε κείμενα διαμαρτυρίας αλλά και βάσει της γενικότερης στάσης και, φυσικά, του έργου τους. Σαφέστατα, επίσης, η τέχνη δεν είναι ζήτημα των πολιτικών ή ενός υπουργείου – ειδικά αυτών των πολιτικών και αυτού του υπουργείου: θα έλεγε κανείς ότι έχει φτάσει στα χάλια που βρίσκεται, ακριβώς επειδή είναι ζήτημα ενός υπουργείου.

Για ένα πουκάμισο αδειανό, για ένα νοίκι

Να όμως που αυτοί που εσύ κατηγορείς ότι καραδοκούν για τις επιχορηγήσεις και διαμαρτύρονται γιατί μένουν εκτός μοιρασιάς ή τέλος πάντων δεν παίρνουν όσα θα ήθελαν, αυτοί που εσύ κατηγορείς για παραχωρήσεις, θα γυρίσουν και θα σου πουν: Ωραία όλα αυτά, αλλά το νοίκι ποιος θα μου το πληρώσει; Εσύ, μήπως;

Εύκολο επιχείρημα; Όχι και τόσο. Για εμάς είναι μια χαρά αξιοπρέπεια να απαιτούμε συντάξεις, να κάνουμε και μια δουλειά που δεν μάς πολυαρέσει και μπορεί και ιδεολογικά να μη μάς κάνει – κάπως πρέπει να ζήσουμε και να πληρώσουμε το νοίκι. Ο άλλος πρέπει να είναι στα καλλιτεχνικά του υψίπεδα: ο άφραγκος και περιθωριακός καλλιτέχνης που ζει έξω από συμβάσεις, σε ένα δικό του φεγγάρι, και μιλά μόνο μέσω του έργου του. Εικόνα ρομαντική και ολίγον ακίνδυνη. Ο περιθωριακός που μιλά με το έργο του και δεν σε ενοχλεί έξω από τις τυπωμένες σελίδες του ή τα μέτρα φιλμ που γυρίζει είναι κομματάκι βολικός. Ένας γραφικός που, έξω από όλα αυτά, δεν υπάρχει.

Δεν μας νοιάζει πώς ζει, αρκεί να κατεβαίνει πού και πού από το βουνό ως άλλος Μωϋσής με τις δέκα εντολές της θείας δημιουργίας. Λες και θα πάμε στο θέατρο να τις ακούσουμε τις δέκα εντολές. Λες και θα ανοίξουμε το βιβλίο του να τις διαβάσουμε. Και μετά θα του τις επιστρέψουμε κιόλας: ρε φίλε, είσαι στα φεγγάρια σου εσύ, δεν καταλαβαίνω τι με λες, πολύ ακαταλαβίστικα είναι όλα αυτά και στην τελική δεν με αφορούν, εγώ θέλω κάτι ανάλαφρο. Αν πάλι αυτός δεν θέλει να ζει ως ασκητής (ποιος θέλει;) και το γυρίσει στη φτήνια της τιβί ή στη φτήνια των επιχορηγήσεων, θα τον κατηγορήσουμε ότι τα παίρνει κιόλας. Και αν αποφασίσει να βγει στο δρόμο και να διαμαρτυρηθεί, θα του πούμε αυτά δεν είναι για τους καλλιτέχνες, εσύ με το έργο σου να μιλάς, άλλο τέχνη, άλλο πολιτική. Φτου κι απ’ την αρχή, δηλαδή.

Απαιτούμε από τους καλλιτέχνες μια στάση -μια ορισμένη στάση, μια σωστή στάση, όπως εμείς την ορίζουμε- και θυμώνουμε όταν δεν την τηρούν. Μα, κι αυτοί άνθρωποι είναι. Είτε θα υπερβούν το βόρβορο είτε θα τσαλαβουτήσουν σε αυτόν είτε θα ορίσουν ως αξιοπρέπεια το να προσπαθήσουν να κρατηθούν, όσο γίνεται, στις άκρες του ή στην επιφάνεια, καταφεύγοντας σε δικαιολογίες και εκλογικεύσεις, όπως και οι περισσότεροι από εμάς. Γιατί, αλήθεια, μάς ξαφνιάζει αυτό;

Μια βαθιά απολίτιστη, εδώ και χρόνια, χώρα, θα διαμαρτυρηθεί για το λίγο των πνευματικών της ανθρώπων; Θα όφειλε. Αλλά αυτό το λίγο γεννιέται από την ίδια μήτρα με το δικό μας λίγο. Και ίσως είναι αυτός ο λόγος που ούτε οι καλλιτέχνες, ούτε κι εμείς καταφέρνουμε, τελικά, μια υπέρβαση πέρα από τη διαπίστωση ότι τα πράγματα είναι χάλια. Αυτή η υπέρβαση απαιτεί πολλά που δεν τολμάμε να μπούμε στη διαδικασία να τα δώσουμε. Και εντωμεταξύ η χώρα είναι ένας παράδεισος του greek souvlaki και των ατέλειωτων χιλιομέτρων παραλιών-σκουπιδότοπων υπό τους ήχους των παρακείμενων διασκεδαστηρίων και με την τηλεόραση πάντα ανοιχτή. Οι λίγοι που αρθρώνουν ένα διαφορετικό λόγο, όπως μπορούν, αναγκάζονται να πληρώνουν τα έξοδα της στάσης τους χωρίς κανένας να εξοργίζεται για αυτό. Κάποιοι μονάχα εξοργίζονται για μια ελαχιστότατη κίνηση. Οι ίδιοι τι αντιπροτείνουν;

Μαρία Ξυλούρη