ΧΤΥΠΑ, ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ, Αναδημοσίευση από τον Β.Ι.Λένιν

Χτύπα, αλλά όχι μέχρι θανάτου

του Β. Ι. Λένιν

Δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από ένα όχι τόσο γνωστό κείμενο του Λένιν, που γράφτηκε στις αρχές του 1901, δηλαδή πριν 106 χρόνια. Αναφέρεται σε ένα συμβάν που έγινε σε ένα αστυνομικό τμήμα της τσαρικής Ρωσίας. Μετά από κτυπήματα των αστυνομικών οργάνων δολοφονήθηκε ένας αγρότης. Οι τέσσερις αστυφύλακες που θεωρήθηκαν τότε ένοχοι καταδικάστηκαν από τα δικαστήρια σε 4 χρόνια καταναγκαστικών έργων. Σήμερα, 106 χρόνια μετά, τα όργανα της τάξεως τη γλιτώνουν με κάποια ΕΔΕ… Το πλήρες κείμενο μπορείτε να το βρείτε στα άπαντα του Λένιν, τόμος 4, σελ. 407-423.

 

Στις 23 του Γενάρη στο Νίζνι Νόβγκοροντ ειδικό τμήμα του δικαστηρίου της Μόσχας με τη συμμετοχή αντιπροσώπων των τάξεων εκδίκασε την υπόθεση του φόνου του αγρότη Τιμοφέι Βασίλιεβιτς Βόζντουχοφ, που στάλθηκε «για να ξεμεθύσει» στο αστυνομικό τμήμα και εκεί τέσσερις αστυφύλακες, οι Σελεμέτιεφ, Σούλπιν, Σιμπάγεφ και Ολχόβιν, καθώς και ο εκτελών καθήκοντα αστυνόμου υπαστυνόμος Πάνοφ, τον έδειραν τόσο πολύ, που την άλλη κιόλας μέρα πέθανε στο νοσοκομείο.

Αυτή είναι η όχι και τόσο περίπλοκη ιστορία της απλής αυτής υπόθεσης, που ρίχνει άπλετο φως στο τι γίνεται συνήθως και συνεχώς στα αστυνομικά μας τμήματα.

Απ’ ό,τι μπορούμε να κρίνουμε από τις εξαιρετικά σύντομες ειδήσεις των εφημερίδων, ολόκληρο το περιστατικό παρουσιάζεται έτσι: Στις 20 του Απρίλη ο Βόζντουχοφ ήρθε με αμάξι στο κυβερνείο. Τον δέχτηκε ο επόπτης του κυβερνείου, που κατέ-θεσε στο δικαστήριο ότι ο Βόζντουχοφ ήταν ξεσκούφωτος και πιωμένος, όχι όμως μεθυσμένος, και έκανε παράπονα για κάποια ατμοπλοϊκή υπηρεσία, που δεν του έδωσε εισιτήριο να ταξιδέψει. Ο επόπτης διέταξε τον αστυφύλακα της φρουράς Σελεμέτιεφ να οδηγήσει τον Βόζντουχοφ στο τμήμα. Ο Βόζντουχοφ ήταν τόσο λίγο πιωμένος, που συνομιλούσε ήρεμα με τον Σελεμέτιεφ και φτάνοντας στο τμήμα είπε καθαρά στον υπαστυνόμο Πάνοφ τ’ όνομά του και την κοινωνική του θέση.

Παρ’ όλα όμως αυτά, ο Σελεμέτιεφ –προφανώς εν γνώσει του Πάνοφ, πού μόλις είχε ανακρίνει τον Βόζντουχοφ– «σπρώχνει» τον τελευταίο όχι στο κρατητήριο, όπου βρίσκονταν κάμποσοι μεθυσμένοι, μα στο «θάλαμο της φρουράς» που βρισκόταν δίπλα στο κρατητήριο. Σπρώχνοντάς τον, σκοντάφτει με το ξίφος στο μάνταλο της πόρτας, κόβεται λιγάκι στο χέρι, νομίζει πώς το ξίφος το κρατάει ο Βόζντουχοφ, ρίχνεται πάνω του, και αρχίζει να τον χτυπά φωνάζοντας ότι τον τραυμάτισαν στο χέρι. Χτυπά μ’ όλη του τη δύναμη, χτυπά στο πρόσωπο, στο στήθος, στα πλευρά, τον χτυπά έτσι που ο Βόζντουχοφ σωριάζεται κάθε τόσο ανάσκελα, το κεφάλι του χτυπά αλλεπάλληλες φορές στο πάτωμα και ο ίδιος παρακαλεί να τον λυπηθούν. «Γιατί με χτυπάτε;» έλεγε, σύμφωνα με όσα κατάθεσε ένας μάρτυρας (ο Σεμάχιν), που ήταν κλεισμένος στο κρατητήριο. «Δε φταίω. Συγχωρείστε με, για όνομα του Χριστού!». Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου πάλι μάρτυρα, ο Βόζντουχοφ δεν ήταν μεθυσμένος, μεθυσμένος ήταν μάλλον ο Σελεμέτιεφ. Το γεγονός ότι ο Σελεμέτιεφ «νουθετεί» (έκφραση του κατηγορητηρίου!) τον Βόζντουχοφ το πληροφορούνται οι συνάδελφοι του Σελεμέτιεφ, ο Σούλπιν και ο Σιμπάγεφ, που τα κουτσόπιναν στην αστυνομία από την πρώτη κιόλας μέρα του Πάσχα (η 20 του Απρίλη ήταν Τρίτη, τρίτη μέρα του Πάσχα). Έρχονται στο θάλαμο της φρουράς μαζί με τον Ολχόβιν, που έφτασε από άλλο αστυνομικό τμήμα, και αρχίζουν να χτυπούν κι αυτοί τον Βόζντουχοφ με γροθιές και να τον τσαλαπατούν. Έρχεται και ο υπαστυνόμος Πάνοφ, τον χτυπά με ένα βιβλίο στο κεφάλι, του δίνει γροθιές. «Μα τον έδειραν τόσο πολύ, τόσο πολύ, –έλεγε μια γυναίκα κρατούμενη– που μ’ έπιασε πόνος στην κοιλιά απ’ την τρομάρα». Όταν η «νουθεσία» τέλειωσε, ο υπαστυνόμος διέταξε απαθέστατα τον Σιμπάγεφ να πλύνει τα αίματα από το πρόσωπο του χτυπημένου –όσο να ’ναι έτσι θα ’ναι ευπρεπέστερος, άξαφνα μπορεί να τον δουν και οι ανώτεροι!– και να τον ρίξουν στο κρατητήριο. «Αδέλφια!» λέει ο Βόζντουχοφ στους άλλους κρατούμενους, «βλέπετε πώς δέρνει η αστυνομία; Να ’στε μάρτυρες, θα κάνω μήνυση!». Μήνυση όμως δεν πρόλαβε να κάνει: την άλλη μέρα το πρωί τον βρήκαν σε κατάσταση αφασίας και τον έστειλαν στο νοσοκομείο, όπου και πέθανε ύστερα από 8 ώρες, χωρίς να συνέλθει. Η νεκροψία διαπίστωσε κάταγμα δέκα πλευρών, εκχυμώσεις σ’ όλο το σώμα και εγκεφαλική αιμορραγία.

Το δικαστήριο καταδίκασε τους Σελεμέτιεφ, Σούλπιν και Σιμπάγεφ σε 4 χρόνια καταναγκαστικά έργα και τους Ολχόβιν και Πάνοφ σ’ ένα μήνα κράτηση, θεωρώντας τους μόνο ενόχους «εξύβρισης»…

Απ’ αυτή την καταδικαστική απόφαση θ’ αρχίσουμε την ανάλυσή μας. Οι καταδικασθέντες σε καταναγκαστικά έργα κατηγορούνταν με βάση τα άρθρα 346 και 1490 εδάφιο 2 του Ποινικού Κώδικα. Το πρώτο από τα άρθρα αυτά προβλέπει ότι το κρατικό όργανο, που κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του προκαλεί τον τραυματισμό ή την αναπηρία ενός προσώπου, υπόκειται στο ανώτατο όριο της «προβλεπόμενης για το εν λόγω αδίκημα» ποινής. Και το άρθρο 1490 εδάφιο2 προβλέπει για το βασανισμό, που έχει σαν αποτέλεσμα το θάνατο, καταναγκαστικά έργα από 8 μέχρι 10 χρόνια. Αντί για το ανώτατο όριο, το δικαστήριο των αντιπροσώπων των τάξεων και των δικαστών του στέμματος ελαττώνει την ποινή κατά δύο βαθμούς (6ος βαθμός: καταναγκαστικά έργα 8-10 χρόνια, 7ος βαθμός: από 4 μέχρι 6 χρόνια), δηλαδή παρέχει τη μεγαλύτερη ελάττωση που επιτρέπει ο νόμος σε περίπτωση ελαφρυντικών, και εκτός απ’ αυτό επιβάλλει το κατώτερο όριο ποινής που προβλέπεται απ’ αυτόν τον κατώτερο βαθμό. Με μια λέξη, το δικαστήριο έκανε ό,τι μπορούσε για να ελαφρύνει την τύχη των κατηγορουμένων, και μάλιστα παραπάνω απ’ ό,τι μπορούσε, μια και ο νόμος για το «ανώτατο όριο ποινής» αγνοήθηκε. Δε θέλουμε, βέβαια, καθόλου να πούμε ότι η «ανώτατη δικαιοσύνη» απαιτούσε ακριβώς δέκα και όχι τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα – σημασία έχει ότι το δικαστήριο δέχτηκε πως οι δολοφόνοι είναι πραγματικά δολοφόνοι και τους καταδίκασε σε καταναγκαστικά έργα. Δεν μπορεί όμως να μη σημειώσουμε μια υπερχαρακτηριστική τάση του δικαστηρίου του στέμματος και των αντιπροσώπων των τάξεων: όταν δικάζουν αστυνομικούς υπαλλήλους, είναι πρόθυμοι να τους κρίνουν με κάθε επιείκεια, όταν όμως δικάζουν παραπτώματα ενάντια στην αστυνομία, δείχνουν, όπως είναι γνωστό, άτεγκτη αυστηρότητα (*).

Όσο για τον κύριο υπαστυνόμο… ε, πώς να μην του δείξεις επιείκεια! Αυτός υποδέχτηκε τον Βόζντουχοφ όταν τον φέραν, αυτός, προφανώς, διέταξε να μην τον κλείσουν αμέσως στο κρατητήριο, μα πρώτα –για νουθεσία– να τον περάσουν από το θάλαμο της φρουράς, αυτός πήρε μέρος στον ξυλοδαρμό και με τις γροθιές του και με το βιβλίο (σίγουρα θα ’ταν ο κώδικας νόμων), αυτός έδωσε εντολή να εξαλειφθούν τα ίχνη του εγκλήματος (να πλυθεί το αίμα), αυτός ανάφερε τη νύχτα της 20 του Απρίλη στον διοικητή αυτού του τμήματος Μουχάνοφ, όταν επέστρεψε, ότι «στο τμήμα που του έχουν εμπιστευθεί όλα είναι εντάξει» (επί λέξει!) – όμως αυτός δεν έχει καμιά σχέση με τους δολοφόνους, αυτός είναι ένοχος μόνο έργω εξύβρισης, μόνο απλής έργω εξύβρισης, που τιμωρείται με κράτηση. Είναι πολύ φυσικό, ότι αυτός ο τζέντλεμαν, ο κ. Πάνοφ, ο αθώος για το φόνο, υπηρετεί και σήμερα στην αστυνομία, στη θέση σταθμάρχη. Ο κ. Πάνοφ μετάφερε απλώς από την πόλη στο χωριό την επωφελή διοικητική του δράση «νουθεσίας» του κοσμάκη. Βάλε το χέρι στην καρδιά, αναγνώστη, και πες, μπορεί τάχα ο σταθμάρχης Πάνοφ να καταλάβει διαφορετικά την απόφαση του δικαστηρίου, παρά σαν συμβουλή: «Από δω και μπρος να κρύβεις καλύτερα τα ίχνη του εγκλήματος, να “νουθετείς” έτσι που να μη μένουν ίχνη. Έδωσες εντολή να πλύνουν τα αίματα από το πρόσωπο του ετοιμοθάνατου, αυτό ήταν πολύ καλό, όμως ά-φησες να πεθάνει ο Βόζντουχοφ. Αυτό, φίλε μου, είναι απερισκεψία – από δω και μπρος να είσαι πιο προσεχτικός, και χάραξε καλά στο μυαλό σου την πρώτη και τελευταία υποθήκη του ρώσου Ντερζιμόρντα (**): “χτύπα, αλλά όχι μέχρι θανάτου!”»…

Τις τελευταίες δεκαετίες μεγάλωσε και δυνάμωσε πολύ στις μάζες του απλού λαού το μίσος ενάντια στην αστυνομία. Η εξέλιξη της ζωής των πόλεων, η ανάπτυξη της βιομηχανίας, η διάδοση των γραμμάτων, όλα αυτά ξύπνησαν και στις αμόρφωτες μάζες τον πόθο για καλύτερη ζωή και τη συναίσθηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ενώ η αστυνομία παράμεινε το ίδιο αυταρχική και θηριώδικη. Στη θηριωδία της προστέθηκαν μόνο οι πιο ραφιναρισμένες μέθοδοι παρακολούθησης και δίωξης του καινούριου, του πιο φοβερού εχθρού: του καθένα, που φέρνει στις λαϊκές μάζες μια αχτίδα συνείδησης των δικαιωμάτων τους και πίστης στις δυνάμεις τους. Γονιμοποιημένο απ’ αυτή τη συνείδηση και απ’ αυτή την πίστη, το μίσος του λαού θα βρει διέξοδο όχι στην πρωτόγονη εκδίκηση, αλλά στην πάλη για τη λευτεριά.

 

(*) Με την ευκαιρία, να ακόμα ένα γεγονός για να κρίνουμε σχετικά με το βαθμό των ποινών που επιβάλλουν τα δικαστήριά μας για τα διάφορα αδικήματα. Λίγες μέρες μετά τη δίκη των δολοφόνων του Βόζντουχοφ, το περιφερειακό στρατοδικείο της Μόσχας δίκασε ένα στρατιώτη που υπηρετούσε σε μια ταξιαρχία πυροβολικού της περιφέρειας και είχε κλέψει από μια στρατιωτική αποθήκη 50 στρατιωτικές κιλότες και μερικά δερμάτινα είδη την ώρα που ήταν σκοπός σ’ αυτή την αποθήκη. Τον καταδίκασαν σε τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα. Η ζωή ενός ανθρώπου εμπιστευμένου στην αστυνομία αξίζει τόσο όσο ακριβώς 50 κιλότες και μερικά δερμάτινα είδη, εμπιστευμένα σ’ ένα σκοπό. Σ’ αυτή την πρωτότυπη «εξίσωση» καθρεφτίζεται, όπως ο ήλιος σε μια μικρή σταλαματιά νερό, ολόκληρο το καθεστώς του αστυνομικού μας κράτους. Το άτομο απέναντι στην εξουσία είναι μηδέν. Η πειθαρχία μέσα στο κράτος είναι το παν… ή μάλλον, συγγνώμη: είναι το «παν» μόνο για τους μικρούς. Ο μικρός κλέφτης στο κάτεργο, ενώ ο μεγάλος κλέφτης, όλοι αυτοί οι τρανοί, υπουργοί, διευθυντές τραπεζών, κατασκευαστές σιδηροδρομικών γραμμών, μηχανικοί, εργολάβοι κ.ά., που καταβροχθίζουν δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες από τη δημόσια περιουσία, αυτοί, στην πιο σπάνια και στην πιο χειρότερη περίπτωση, ξοφλάνε με εκτόπιση σε απομακρυσμένα κυβερνεία, όπου μπορούν να ζουν πλουσιοπάροχα με τα κλεμμένα χρήματα (κλέφτες τραπεζίτες στη Δυτική Σιβηρία) και απ’ όπου είναι εύκολο να το σκάσουν και στο εξωτερικό (συνταγματάρχης χωροφυλακής Μερανβίλ ντε Σεν-Κλερ).

 

(**) Από το όνομα του αστυνομικού Ντερζιμόρντα, προσώπου της κωμωδίας του Γκόγκολ «Ο επιθεωρητής»