Ανακοίνωση της ΚΟΕ – Σκέψεις
για το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου
Το εκλογικό αποτέλεσμα και η έκπληξη που προκάλεσε αναδεικνύουν πολλαπλά μηνύματα. Τα κόμματα, άλλα για να περισώσουν κάτι κι άλλα για να κατοχυρώσουν κέρδη, ρίχνονται στη «μάχη» των δεύτερων εκλογών χωρίς πολλά-πολλά. Η πραγματικότητα όμως πιέζει για βαθιά και ουσιαστικά συμπεράσματα. Στις γραμμές που ακολουθούν καταθέτουμε ορισμένες πρώτες σκέψεις και εκτιμήσεις. Θεωρούμε όμως δεδομένο ότι θα χρειαστεί στην πορεία να συνεκτιμηθούν κι άλλες πλευρές, να προκύψουν αρκετά ακόμα συμπεράσματα, αλλά και να καθοριστεί μια στάση στο έδαφος της νέας πολιτικής κατάστασης.
1.
Το εκλογικό αποτέλεσμα διέπεται από μια λογική, και αυτή πρέπει και μπορεί να εντοπιστεί. Η απώλεια ψυχραιμίας, η αγανάκτηση για τον λαό και το ανάθεμα σε αυτόν, όπως και οι κραυγές για «ορμπανοποίηση» και «ερντογανοποίηση», εκφράζουν την αδυναμία να εξηγηθεί η πραγματικότητα. Το 40% της Ν.Δ. και το 20% του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ορατό και δεν το είχε προβλέψει κανείς. Οι έξαλλοι πανηγυρισμοί όσων αύξησαν λίγο τα ποσοστά τους, αδιαφορώντας τελείως για τη συνολική εικόνα και τον «μπλε χάρτη», ή και οι αλληλοκατηγορίες (ΣΥΡΙΖΑ εναντίον ΠΑΣΟΚ, ΜέΡΑ25 εναντίον ΣΥΡΙΖΑ που «δεν ήθελε σύγκλιση» κ.λπ.), δείχνουν ακόμα μια φορά πως ουσιαστικά ΚΑΝΕΝΑ μήνυμα δεν εισπράττεται, κανένα συμπέρασμα δεν βγαίνει για το τι και γιατί συνέβη γιατί νίκησε συντριπτικά η Ν.Δ. και καταποντίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, και τι αντανακλούν τα δύο αυτά γεγονότα.
Ένα ερώτημα που έχει τη σημασία του είναι γιατί αυτό που συνέβη δεν ήταν ορατό τις παραμονές των εκλογών. Όσο και αν πάντα κρύβουν κάποιες εκπλήξεις οι κάλπες, το συγκεκριμένο αποτέλεσμα ήταν ιδιαίτερο και δεν προβλέφθηκε από κανέναν. Καταγράφει μια μεγάλη και συντριπτική αλλαγή συσχετισμού ανάμεσα στα συστημικά κόμματα, δίνει μια ηγεμονική θέση στη Ν.Δ., και δημιουργεί όρους μεγαλύτερης συρρίκνωσης του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν ήταν ορατό επειδή δεν είχαν εντοπιστεί και εκτιμηθεί σημαντικές διεργασίες στο κοινωνικό επίπεδο και στην κοινωνική συνείδηση. Κι αν είχαν επισημανθεί ορισμένες τάσεις, δεν είχε διαπιστωθεί η πολιτική τους σημασία. Είμαστε μπροστά σε βαθύτερες διεργασίες, που συντελούνται μεν μέσα από πολιτικά «επεισόδια», αλλά δεν ερμηνεύονται μόνο από αυτά. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα στην ανάλυση και τον εντοπισμό.
2.
Διαμορφώνεται η επαναφορά πιο κλασικών εκδοχών του πολιτικού συστήματος (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ), ενώ κλείνει πιο αποφασιστικά ένας σχεδόν 15ετής κύκλος. Ένας κύκλος αντιμνημονιακών αγώνων, ανάθεσης στον ΣΥΡΙΖΑ, δοκιμασίας της «παγκοσμιοποιητικής αριστεράς» σε κυβερνητική θέση και πλήρους ενσωμάτωσής της, και στη συνέχεια έλλειψης οποιασδήποτε ουσιαστικής αντιπολίτευσης απέναντι στη Ν.Δ. και τον Μητσοτάκη. Όχι μόνο έκλεισε ένας κύκλος αγώνων, αλλά βάθυναν τα χαρακτηριστικά της ήττας και της διάλυσης. Φάνηκε έτσι ξεκάθαρα η ΑΝΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ του ΣΥΡΙΖΑ (και στο όνομά του όλης της «αριστερής κουλτούρας» και των στερεοτύπων της αριστεράς), και πρόβαλε ως «μικρότερο κακό» για ευρύτερα στρώματα, ή ως λιγότερο ψευδεπίγραφη, η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ιδιότητα ενός κεντροδεξιού κόμματος υπό τον Μητσοτάκη. Ως μια υποτίθεται λιγότερο τρικυμιώδης και χαοτική εκδοχή από την (δοκιμασμένη κι αυτή) «Αλλαγή», τη «Δικαιοσύνη παντού», τις «κυβερνήσεις –αμφίβολης– συνεργασίας σοσιαλιστικού περιεχομένου με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ και πρωθυπουργό τον Τσίπρα» κ.λπ.
Σε βαθύτερο επίπεδο, μέσα στην κοινωνία (έστω αυτήν που ψήφισε) και σε συνθήκες ήττας ενός μεγάλου κύκλου (ήττας που πολλοί αριστεροί δεν θέλουν να καταλάβουν, ούτε να εξηγήσουν) μοιάζει «λογικό» να εκφραστεί στο επίπεδο αυτό μια πολιτική συντηρητικοποίηση (η οποία είναι κάτι διαφορετικό από την κοινωνική συντηρητικοποίηση). Πολιτική συντηρητικοποίηση εντός ενός μακρύτερου κύκλου υποχώρησης και ήττας, που ορισμένες στιγμές αποκτά χαρακτηριστικά παρακμής και γενικότερης διάβρωσης. Η πολιτική συμπεριφορά εκτείνεται σε πιο ρεαλιστικές, κυνικές, διαχειριστικές, προσαρμοστικές λογικές, και στρέφει την πλάτη στη λογοκοπία, στην αναξιοπιστία και την υποκρισία. Επιλέγει τελείως τακτικά και έξω από σκληρά ιδεολογικά ή πολιτικά πλαίσια. Τώρα επιλέγει ανάμεσα σε μια δοκιμασμένη διαχείριση και στο εγγυημένο χάος και την κοροϊδία συριζικού στιλ, τη στιγμή που στα ουσιαστικά θέματα οι πολιτικές των δύο δεν διαφέρουν. Η κοινωνική συντηρητικοποίηση θα σήμαινε πιο βαθιές και ιδεολογικές μετατοπίσεις προς την αντίδραση, επιθετικότητα, αγριότητα, ρατσισμό, συμμοριτισμό. Η Ν.Δ. δεν είναι ο Όρμπαν της Ουγγαρίας: το προφίλ της είναι κεντροδεξιό και παγκοσμιοποιητικό, ακραία φιλοδυτικό.
Ενώ, όμως, με το κλείσιμο του κύκλου που περιγράψαμε, επιστρέφουμε σε πιο κλασικές μορφές του αστικού πολιτικού συστήματος, δεν διαμορφώνεται άμεσα ένα δικομματικό τοπίο. Το θέμα είναι σοβαρό, επειδή στην Ελλάδα παραδοσιακά η ισορροπία του συστήματος εξασφαλίζεται μέσα από τον δικομματισμό ή διπολισμό με μια Δεξιά-Κεντροδεξιά και έναν κεντροαριστερό πόλο. Ο δεύτερος αυτός πόλος ήταν μέχρι τώρα απαραίτητος για τη συστημική ισορροπία και την απορρόφηση κραδασμών κάθε είδους. Μετά τη μεταπολίτευση είχαμε Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ, και μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και την κεντροαριστεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, η ισορροπία επήλθε με ΣΥΡΙΖΑ-Ν.Δ. Τώρα, ιδιαίτερα μετά και τις δεύτερες κάλπες με ενισχυμένη αναλογική, θα έχουμε έναν παντοδύναμο δεξιό πόλο και δύο πολύ μικρότερους σχηματισμούς στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Το γεγονός αυτό θα προκαλέσει εξελίξεις, μετακινήσεις και τακτικές κινήσεις σε πολλά επίπεδα, παρά το γεγονός ότι και τα τρία κόμματα κινούνται σε ένα καθορισμένο συναινετικό πλαίσιο.
3.
Μέσα σε αυτό το φόντο, χρειάζεται να επιμείνουμε στο τι συντελέστηκε σε κοινωνικό επίπεδο, στις βαθύτερες διεργασίες. Το μπλοκάρισμα κοινωνίας και χώρας –για το οποίο έχουμε κάνει αρκετά λόγο– έχει συνακόλουθα σε κοινωνικό επίπεδο που πρέπει να επισημανθούν. Δεν έχουν εξαχθεί ουσιαστικά συμπεράσματα για το τι δοκιμάστηκε από το 2010 και ύστερα, τι απέτυχε και γιατί. Η απάντηση στο τι είναι αναγκαίο για να αποτρέψουμε το μπλοκάρισμα δεν είναι εύκολη υπόθεση, και πάντως χρειάζονταν ορισμένες προϋποθέσεις που δεν υπήρξαν σε συνειδησιακό και πολιτικό επίπεδο. Επειδή, σε μια σύνθετη κατάσταση όπου συνυπήρχαν διαλυτικά στοιχεία σε κοινωνικό επίπεδο, διάχυτη και σκόρπια αντίσταση, θηριώδης χειραγώγηση αλλά και θηριώδης αποδόμηση και προβολή ενός μοντέρνου ατομοκεντρισμού (μέσω του ακραίου «δικαιωματισμού») από πολιτικό σύστημα, κυρίαρχα ΜΜΕ, κύκλους ΜΚΟ κ.λπ., ήταν ολοφάνερο ότι είναι υπεραναγκαίες ΒΑΘΥΤΕΡΕΣ ΑΝΑΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, ΒΑΘΥΤΕΡΕΣ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ιδεολογικές, πνευματικές, πολιτικές. Αναδιατάξεις και μεταστροφές που αφορούσαν ΟΛΟΥΣ τους δραστήριους ανθρώπους και τους λιγότερο δραστήριους, τη διανόηση, τα κινήματα και τα μετέωρα στρώματα. Αναδιατάξεις και στις δυνάμεις που θέλουν να παίξουν κάποιο ρόλο. Φυσικά και σε εμάς τους ίδιους, διότι δεν εξαιρούμαστε.
Αυτές οι αναδιατάξεις και μεταστροφές δεν μπορούσαν να συντελεστούν (στο παρόν επίπεδο συνείδησης και συγκρότησης –δηλαδή σχεδόν διάλυσης– του υποκειμενικού παράγοντα) μέσω ευκολιών, εξυπνακισμών, τρικ, εκλογικών σκοπιμοτήτων και άθλιας σκοπιμότητας, ούτε μέσω της ιδιώτευσης, του στρουθοκαμηλισμού, του μιθριδατισμού κ.λπ. ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΛΕΙΠΕΙ έπρεπε να επισημανθεί και να τονιστεί. Η κάλυψή του δεν μπορεί να γίνει χωρίς τις αναδιατάξεις και μεταστροφές που αναφέραμε. Η κατάσταση οδηγεί στο να αποδεχθούν, όσοι πραγματικά νοιάζονται για μια ουσιαστική στροφή, ότι ΟΙ ΛΥΣΕΙΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΝ ΣΧΕΔΟΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ. Όσο δεν καλύπτονται πιο βαθιές ανάγκες, δυστυχώς θα επαληθεύεται ο Σαββόπουλος που, ως προάγγελος του πολιτικού συντηρητισμού που καταγράφηκε, ευχήθηκε ως καλύτερη λύση την αυτοδυναμία της Ν.Δ.
4.
Σε πολιτικό επίπεδο, τους τελευταίους δύο μήνες παίχτηκαν πολλά, και το αποτέλεσμα δεν είχε προδιαγραφεί. Πολλές ποσοστιαίες μονάδες μετακινήθηκαν και κρίθηκαν μέσα στον στίβο της πολιτικής. Η αυτονομία της πολιτικής επιβεβαιώθηκε. Η πολιτική δεν είναι ευθεία αντανάκλαση των ταξικών διαχωρισμών και συμφερόντων ή της φτωχοποίησης και της οργής, ούτε ευθεία αντανάκλαση της οικονομίας. Έτσι, το 40-20 διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό μέσα σε αυτούς τους δύο μήνες, μέχρι και τις τελευταίες μέρες (π.χ. υπόθεση Κατρούγκαλου και πώς επέδρασε σε συγκεκριμένα στρώματα). Μετά τα Τέμπη η Ν.Δ. κατρακύλησε και βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση, που μόνο η πολιτική μπόρεσε να σταματήσει. Όχι απλώς η πολιτική της Ν.Δ.: ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και τα ΜΜΕ στρατεύτηκαν να αντιμετωπίσουν τη γενική κατακραυγή, και όλοι (συμπεριλαμβανομένου και του «ταξικού» ΚΚΕ) επέδειξαν κοσμιότητα, υπεύθυνη στάση. Κανένας δεν έθεσε ζήτημα «να φύγει ο Μητσοτάκης» και να προκηρυχθούν άμεσα εκλογές. Έτσι όμως δόθηκε χρόνος και ανάσα στη Ν.Δ. να αντιμετωπίσει τη ραγδαία πτώση, και με το κατάλληλο «μασάζ» να μπορέσει να πραγματοποιήσει μια εκλογική καμπάνια σχεδόν ανενόχλητη. Κι όχι μόνο. Η αναξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ και η ανικανότητά του ήταν κραυγαλέα ιδιαίτερα μέσα στο δίμηνο αυτό, και σε όλη την προεκλογική καμπάνια: Επιφανειακός αντιμητσοτακισμός, χωρίς προβολή καμίας εναλλακτικής, σε πλήρη αντίθεση με την κούραση του κόσμου από την αναξιοπιστία. Όταν η προηγούμενη θητεία του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε ξεχαστεί, δεν ήθελε και πολύ με Πολάκη, Γεωργούλη, Φίλη για εθνικά, Τσακαλώτο για οικονομία, Τσίπρα για κυβέρνηση συνεργασίας / ανοχής / ειδικού σκοπού, ψήφους Χρυσής Αυγής κ.λπ., και τέλος Κατρούγκαλο, να δυναμώσουν οι τάσεις ενίσχυσης της Ν.Δ. και απόλυτης πτώσης του ΣΥΡΙΖΑ (μείον 11 ποσοστιαίες μονάδες και 600.000 ψήφοι, και 20 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά από τη Ν.Δ.).
Εδώ να σημειώσουμε ότι παραμένει μεγάλος ο αριθμός των πολιτών που συνειδητά δεν πήγε να ψηφίσει επειδή δεν τον εκφράζει κανείς και νιώθει ότι όλοι τον κοροϊδεύουν, ή έχει εχθρική στάση προς το πολιτικό σύστημα γενικά. Η συμμετοχή στις εκλογές ήταν λίγο μεγαλύτερη από αυτήν των εκλογών του 2019. Μεγάλος είναι και ο αριθμός ψήφων και το ποσοστό που συγκεντρώνουν όλα τα ψηφοδέλτια που έμειναν εκτός Βουλής (16%), ενώ αύξηση είχαν και τα άκυρα ψηφοδέλτια.
5.
Η αυτονομία της πολιτικής επέδρασε και σε ένα άλλο επίπεδο, αυτό της προοπτικής κυβερνήσεων συνεργασίας. Πριν δύο μήνες η προοπτική αυτή ήταν με έντονο τρόπο στην ημερήσια διάταξη. Και τα τρία κόμματα προσαρμόστηκαν σε αυτό. Ο Μητσοτάκης έδειχνε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ (οι υποκλοπές όμως δημιούργησαν άλλους όρους), ο ΣΥΡΙΖΑ ανακάλυψε έναν σοσιαλδημοκράτη «φυσικό σύμμαχο» (κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ με κορμό το πρώτο κόμμα), το ΠΑΣΟΚ δήλωνε ευθέως ότι θα συνεργαστεί με το πρώτο κόμμα. Τόσο ο Μητσοτάκης όσο και ο Τσίπρας ήθελαν να αποφύγουν την παγίδευση σε μια κυβέρνηση συνεργασίας που θα τους απέκλειε και τους δύο ώστε να πριμοδοτηθεί μια άλλη προσωπικότητα. Στην πορεία, το ΠΑΣΟΚ απομακρύνθηκε από τη Ν.Δ., ζητούσε με οξύτητα κυβέρνηση από την πρώτη Κυριακή χωρίς Μητσοτάκη και Τσίπρα. Ο Τσίπρας προς το τέλος το «τερμάτισε» μιλώντας για κυβερνήσεις ανοχής ή και ειδικού σκοπού και ο Μητσοτάκης, μετρώντας όλα τα δεδομένα, έθεσε προς το τέλος με αποφασιστικότητα το θέμα της αυτοδυναμίας, που φάνταζε πριν δύο μήνες απραγματοποίητο. Αντιμετώπισε αποφασιστικά τους ακροδεξιούς σχηματισμούς περιορίζοντας τη ζημιά, και απευθύνθηκε στο τμήμα της κοινωνίας που δεν ήθελε «περιπέτειες». Τα επιδόματα και η προσαρμοστικότητα, με μπόλικο κυνισμό αφού δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική, τα απανωτά αυτογκόλ του επιφανειακού αντιμητσοτακισμού του ΣΥΡΙΖΑ και οι γνωστές μπανανόφλουδες του Βαρουφάκη, βοήθησαν για τη μέγιστη συσπείρωση της Ν.Δ. και το 20% της διαφοράς. Ο Μητσοτάκης έπαιξε καλύτερα το πολιτικό χαρτί, ισχυροποίησε τη θέση του, και θα είναι το βασικό κανάλι διαχείρισης για το «βαθύ σύστημα», η αναγκαία –για κάποιο διάστημα– διαμεσολάβηση σε πολιτικό επίπεδο. Το βαθύ σύστημα είχε προετοιμαστεί για όλα τα ενδεχόμενα, και δεν ένιωθε κάποια απειλή. Για παράδειγμα ο αμερικάνικος παράγοντας έδειξε «αυστηρή ουδετερότητα», ο ευρωπαϊκός παράγοντας έσπρωξε όσο μπορούσε τον Ανδρουλάκη, και ο Στουρνάρας δεν ανησυχούσε καθόλου…
6.
Όσα όμως παίχτηκαν το τελευταίο δίμηνο δεν αρκούν αν αφαιρέσουμε το πλαίσιο που είχε ήδη διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι δηλαδή μόνο κάποιες αστοχίες ή αυτογκόλ του ΣΥΡΙΖΑ που οδήγησαν στη σημερινή του κατάρρευση. Ή, διαφορετικά, αυτά λειτούργησαν όπως λειτούργησαν δεδομένου του τοπίου που διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια. Το πολιτικό σύστημα βρέθηκε στα πρόθυρα της κατάρρευσης μετά το δημοψήφισμα του 2015. Ήδη το ΠΑΣΟΚ είχε καταβαραθρωθεί, ενώ μετά το «Όχι» η αξιοπιστία όλων των μνημονιακών κομμάτων, αλλά και των κυρίαρχων ΜΜΕ, βρισκόταν στα τάρταρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ με την «κωλοτούμπα» (που έγινε και διεθνής πολιτικός όρος) του τρίτου μνημονίου οδήγησε στην αναστήλωση του πολιτικού συστήματος και ενός νέου συστημικού διπολισμού. Αυτό επικυρώθηκε από τις εκλογές εξομάλυνσης του Σεπτεμβρίου 2015 και στη συνέχεια, μέσα από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, «αναστήθηκε» η Ν.Δ. του Μητσοτάκη αξιοποιώντας όσα συνέβησαν – και ιδιαίτερα την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, την τραγωδία στο Μάτι και την αλαζονεία που έδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στον λαό. Αυτά οδήγησαν στη νίκη του Μητσοτάκη το 2019.
Ακολούθησε η διακυβέρνηση Ν.Δ. με δύο τεράστιας σημασίας γεγονότα το ένα ήταν η πανδημία Covid και η διαχείρισή της μέσα από ένα καθεστώς «έκτακτης ανάγκης», και το άλλο ο πόλεμος στην Ουκρανία, που επίσης διαμόρφωσε ένα ειδικό καθεστώς στη Δύση μέσα από ένα νέο ψυχροπολεμικό κλίμα. Και στα δύο αυτά γεγονότα υπήρξε μεγάλη σύμπνοια και συναίνεση ολόκληρου του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα. Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ψέλλισε τίποτα διαφορετικό για την πανδημία (μάλιστα στα ψηφοδέλτιά του φιγουράρισαν ορισμένοι από τους πιο ακραιφνείς υποστηρικτές ακραίων μέτρων διαχωρισμού και καταστολής), στο θέμα του πολέμου είχε μια καθαρά φιλοΝΑΤΟϊκή στάση χωρίς αστερίσκους, ενώ από την εποχή των Πρεσπών η κυβέρνησή του είχε καταγραφεί ως μια από τις πιο φιλικές προς τις ΗΠΑ στην περιοχή.
Αν η κατάσταση είχε διαμορφωθεί περίπου έτσι όπως περιγράψαμε, δεν είναι να πέφτει κανείς από τα σύννεφα για την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και για το γεγονός ότι αρκετοί πολίτες επέλεξαν τη «λιγότερο ψευδεπίγραφη» παράταξη, τον πιο αυθεντικό εκφραστή ενός συστήματος που μοιάζει όσο ποτέ ενιαίο. Τέλος, να σημειώσουμε ότι ειδικά η διαχείριση της πανδημίας και το ειδικό καθεστώς που τη συνόδευσε χρήζουν ακόμα περισσότερης μελέτης ως προς τις συνέπειες που είχαν, τόσο στο πεδίο της πολιτικής, όσο και σε βαθύτερα υποστρώματα της ψυχολογίας και της συμπεριφοράς των ανθρώπων σε μαζική κλίμακα.
7.
Υπάρχουν ουσιαστικές πλευρές που εσκεμμένα κρατήθηκαν, από όλους τους μετέχοντες στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, σε κατάσταση ελάχιστης ορατότητας. Το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας αποκρύπτεται. Δόθηκε μια πλαστή εικόνα καλυτέρευσης, στην οποία πρωταγωνιστούν παρασιτικά, νεοπλουτικά και παραδοσιακά αστικά και μεσοαστικά στρώματα, που καλοπερνούν και επιδεικνύουν τη χλιδή τους και τον καταναλωτισμό τους. Αποκρύφθηκαν τα σχέδια αναδασμών και εθνικών παραχωρήσεων στο Αιγαίο και την Κύπρο, που είναι στην ημερήσια διάταξη (η μόνη ροζ περιοχή στον εκλογικό χάρτη, η Ροδόπη, χτυπά κι αυτή, με έναν περίεργο τρόπο, το καμπανάκι…). Με αυτά τα ζητήματα θα αναμετρηθεί η νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Μόνο που αυτά τα ζητήματα απαιτούν άλλα και δύσκολα πράγματα: ένα κίνημα εθνικό και κοινωνικό ταυτόχρονα, και όχι με τις δύο αυτές σφαίρες σε διαζύγιο. Γι’ αυτή την απαίτηση και ανάγκη συνεχίζουν να αδιαφορούν τα πολιτικά κόμματα. Στο ντιμπέιτ φάνηκε κραυγαλέα η σιωπή για την εθνική διάσταση και τον κίνδυνο από τον τουρκικό επεκτατισμό. Πρωταγωνίστησαν μάλιστα οι κ.κ. Κουτσούμπας και Βαρουφάκης στην υποτίμηση κάθε τέτοιου κινδύνου. Για να μην μιλήσουμε για τον Ανδρουλάκη, που τα θεώρησε όλα ευρωπαϊκή υπόθεση, ενώ ο Τσίπρας δεν ψέλλισε ούτε λέξη για αυτά.
8.
Και ο μήνας που διανύουμε θα είναι ένας πολιτικός μήνας, αφού στην ιδιότυπη νέα προεκλογική περίοδο θα προωθηθούν πολιτικά σχέδια: της Ν.Δ. για πλήρη επικράτηση, του ΣΥΡΙΖΑ για αποτροπή περαιτέρω καθίζησης, του ΠΑΣΟΚ για μείωση της διαφοράς με τον ΣΥΡΙΖΑ, των ΚΚΕ και Ελληνικής Λύσης για διατήρηση δυνάμεων, και των κομμάτων που πλησίασαν το 3% για είσοδο στη Βουλή. Ο ανταγωνισμός θα εξελιχθεί στα γνωστά πλαίσια, με ένταση όμως διάφορων διλημμάτων. Όλα αυτά χωρίς να έχουν βγει ουσιαστικά συμπεράσματα, και συγκαλύπτοντας το ποια είναι τα κεντρικά προβλήματα της χώρας και της κοινωνίας. Η «στέγη» που προσφέρει μια αυτοδύναμη κυβέρνηση μπροστά στα ταρακουνήματα που θα έρθουν δεν είναι ασφαλής, ούτε δίνει κάποια προοπτική. Τα διλήμματα που θα προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ αφορούν μόνο στη διάσωσή του και τίποτα άλλο, ενώ λείπει η στοιχειώδης αυτοκριτική για όσα έκανε, πώς άνοιξε το δρόμο στη Ν.Δ., πώς διέλυσε και διάβρωσε την κοινωνική διαθεσιμότητα. Ούτε είναι φραγμός στη Ν.Δ. απλώς η είσοδος στη Βουλή όσων δεν τα κατάφεραν στις πρώτες εκλογές. Ο φραγμός στη Ν.Δ. και στο πολιτικό σύστημα, η αντιμετώπιση του υπαρξιακού προβλήματος της χώρας, η παρεμπόδιση του αναδασμού που είναι προ των θυρών σε Αιγαίο και Κύπρο, το περαιτέρω άδειασμα της δημοκρατίας, η επίλυση του κοινωνικού ζητήματος, απαιτούν άλλες, πολλές προϋποθέσεις για τις οποίες κάναμε λόγο. Αυτό που λείπει δεν αναπληρώνεται απλά με την ψήφο, και μάλιστα σε συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί όροι ηγεμονίας από τη Ν.Δ. και συνεχίζει να επικρατεί μια «γραμμή» άρνησης εξήγησης και αντιμετώπισης των κεντρικών ζητημάτων.
9.
ΞΑΝΑ: ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΛΕΙΠΕΙ – ΨΗΦΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ! Πριν τις εκλογές λέγαμε: «Ένα ερώτημα πολύ πιο κρίσιμο, και ίσως πιο πρακτικό και επιδραστικό για όλα όσα μας περιμένουν: Τι λείπει; Τι μας λείπει; Τι χρειαζόμαστε και δεν το έχουμε; Μας λείπει μια εναλλακτική πρόταση στο υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας και της κοινωνίας. Μια πρόταση, ένα σχέδιο εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει, με ενεργοποιημένο τον λαϊκό παράγοντα. Η ενεργοποίηση του λαϊκού παράγοντα είναι η κορυφαία ανάγκη. Χρειαζόμαστε ένα εθνικό και κοινωνικό ως προς τον χαρακτήρα του κίνημα, ένα πολιτικό κίνημα που να ξεπεράσει τις “παθογένειες” του μεταπρατικού ημιαποικιακού πολιτικού συστήματος της χώρας, τέτοιο που να βάλει τέλος στο ειδικό καθεστώς το οποίο έχει εγκαθιδρυθεί από το 2010 και δώθε. Χρειαζόμαστε ένα σχέδιο εθνικής κυριαρχίας με πραγματική δημοκρατία, με νέα πολιτεία, με κοινωνική δικαιοσύνη, με νέο παραγωγικό σύστημα προσαρμοσμένο στις ανάγκες της χώρας, με ειρήνη και αποτροπή κάθε εθνικής απειλής, με πολιτιστική και πνευματική αναγέννηση. Ψηφίζουμε την κάλυψη αυτής έλλειψης. Αγωνιζόμαστε με ό,τι μας λείπει για ένα καλύτερο αύριο, με επίγνωση και πάθος. Η ελευθερία και η χειραφέτηση δεν χαρίστηκαν ποτέ, σε κανέναν. Είναι διαρκής αγώνας, διαρκής διαδικασία».
Τώρα, μετά το εκλογικό αποτέλεσμα και μέσα σε νέα προεκλογική περίοδο, συμπληρώνουμε με έμφαση: Διαχωριζόμαστε αποφασιστικά από τη λογική της «ευκαιρίας», που διαπερνά κυρίως την αριστερά και χώρους που προέκυψαν από τον αντιμνημονιακό αγώνα και δεν νοιάζονται για το ξεπέρασμα του μπλοκαρίσματος της χώρας και της κοινωνίας, ούτε για τις συστηματικές προσπάθειες χειραγώγησης και κατακερματισμού-διάλυσης της κοινωνίας. Η λογική της ευκολίας, των στερεοτύπων, της γενικής αφηρημένης καταγγελίας, δεν δημιουργεί προϋποθέσεις για μια άλλη λύση. Είναι σήμερα αναγκαίο να σκεφτούμε με όρους δομικών προσδιορισμών, κριτηρίων και προϋποθέσεων ώστε να απαντηθούν τα κεντρικά προβλήματα. Δεν μπορούμε να υποβιβάσουμε το πρόβλημα στον συνδυασμό μιας κοινοβουλευτικής ευκαιρίας και της διάθεσης «μια νύχτα μαγική» να αλλάξουν όλα, ίσως και «σε 24 ώρες», από μια «καλή κυβέρνηση». Αυτός ο τύπος «ευκαιρίας» δεν είναι λύση, δεν προσθέτει. Αντίθετα, αφαιρεί όρους, δυσκολεύει, και πολλαπλασιάζει τους αρνητικούς όρους. Θέλουμε να πορευτούμε μαζί, μαζί με πολλούς, χωρίς όμως να ξεχνάμε ένα ιδιαίτερα δομικό κριτήριο: τι είναι σήμερα αναγκαίο για να δοθεί μια πραγματική διέξοδος με τον ίδιο τον λαό στο προσκήνιο, και με την αναγκαία σύζευξη του κοινωνικού με το εθνικό. Χωρίς τη συνείδηση αυτής της ανάγκης, απομακρύνονται οι όροι απάντησης των κρίσιμων ζητημάτων για τον λαό και τη χώρα.
24/5/2023