Αυθαιρέτως

Μίζων… ελληνικό λεξικό

Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της Siemens. (Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο).

Μιζοκακόμοιρος (ο): Πολιτικός για τον οποίο υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες, αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο, προκειμένου να πείσει για την αθωότητά του. (Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τσουκάτος βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του, λέει ο μιζοκακόμοιρος).

Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών, πρόθυμων να εμπλακούν. (Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα. Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής).

Μιζεκλίκι (το): Πρόγευση, μικρή προκαταβολή μίζας. (Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούριο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα).

Μιζονέτα (η): Πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης. (Είδες τη μιζονέτα του Άκη στο Πανόραμα; Έχει ένα wc λιγότερο από τη βίλα του Μητσοτάκη).

Μιζανπλί (το): Προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών, σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. (Βλέπεις την κοτρόνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του ΟΤΕ είναι…)

Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κ.λπ. και πέφτουν οι μεγάλες μίζες. (Γαμώ την ατυχία μου… Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;)

Μιζολαβητής (ο): Παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα, off-shore εταιρίες

Παροιμί(ζ)ες και παροιμι(ζ)ώδεις εκφράσεις

Μετά την… τεράστια επιτυχία του "Μίζων ελληνικού λεξικού", που με τα σχόλιά σας μετατράπηκε σε δίτομο έργο, προχωρώ στην έκδοση ενός λαογραφικού πονήματος… Μια συλλογή από παροιμί(ζ)ες και παροιμι(ζ)ώδεις εκφράσεις. Ελπίζω, με τη συνεισφορά σας, να εμπλουτισθεί κι αυτή η μεγαλειώδης εκδοτική προσπάθειά μας.

Θα φάει η μίζα σίδερο.

Δεν σηκώνει μίζα στο σπαθί του.

Όποιος έχει τη μίζα, μιζιάζεται.

Αγάλι αγάλι γίνεται η αγορά με μίζα.

Ανεμομιζώματα, ανεμοσκορπίσματα.

Πολιτικός αν μιζωθεί, τη μυρωδιά την έχει.

Βγάζει κι από τη μίζα ξίγκι.

Εκεί που μας χρωστούσανε, τους δώσαμε και μίζα.

(ακ)Άκιε… ο βραστήρας αυγών να είναι Siemens!

Στην αναβροχιά, καλός είναι και ο βραστήρας.

Φοβού τους Γερμανούς και μίζα φέροντας.

Πέσε μίζα να σε φάω.

Το έξυπνο πουλί από τη μίζα φτιάχνεται.

Θέλω ν’ αγιάσω, μα η Siemens δεν μ’ αφήνει.

Άμα δεν πάει η μίζα στον υπουργό, πάει ο υπουργός στη μίζα.

Αυτός θέλει και τη μίζα ολόκληρη και το κόμμα χορτάτο.

Από μίζα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν δοθεί.

Κάποιο λάκκο έχει η μίζα…

Σαν θέλει η Siemens κι ο υπουργός τύφλα να ’χει ο λαός.

Τα προηγούμενα σχόλια προέρχονται από το μπλογκ Allu Fun Marx, afmarx.wordpress.com