Άμεση εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος – Φραγμό στη στήριξη της πλουτοκρατίας, του Σπύρου Παναγιώτου

Μέτρα για την πλουτοκρατία, φτώχεια για το λαό. Αυτή η γενική αρχή βρίσκει την απόλυτη πραγμάτωσή της στις μέρες της κρίσης που διανύουμε. Δισεκατομμύρια ευρώ δίνονται προκλητικά για τη σωτηρία του κεφαλαίου και των golden boys. Καθημερινά κοινωνικοποιούν όλο και περισσότερες ζημιές αυτών που ευθύνονται για την κρίση και που τα προηγούμενα χρόνια κατέγραφαν υπερκέρδη. Η κυβέρνηση Καραμανλή χαρίζει προκλητικά 28 δισ. ευρώ στους τραπεζίτες, την ώρα που θα μπορούσε να αγοράσει όλες (ναι όλες) τις τράπεζες με μόλις 14,9 δισ. ευρώ. Η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος (που “τρομάζει” το δικομματισμό, αλλά και πολλούς… αριστερούς) αποτελεί ώριμο και απόλυτα ρεαλιστικό στόχο. Η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος αποτελεί καθοριστική παράμετρο για να μην πληρώσουν οι εργαζόμενοι την κρίση και μπορεί να αλλάξει συνολικά τους όρους, δίνοντας διέξοδο και αποτελώντας τη βάση για μια άλλη προοπτική.

Οι τράπεζες ουδόλως ενδιαφέρονται για την επιχειρηματική δραστηριότητα και την τόνωση της ζήτησης. Πιο σωστά, ενδιαφέρονται για τα παραπάνω στο βαθμό που μέσω αυτής της χρηματοδότησης εξασφαλίζουν τα συμφέροντα των μετόχων τους και την υψηλή κερδοφορία τους.

Σήμερα που η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει απλωθεί δραματικά στην πραγματική οικονομία, που η παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή και το εμπόριο υποχωρούν δραματικά, που ολόκληρες χώρες βρίσκονται υπό κατάρρευση, που η καταστροφή του πλεονάζοντος παραγωγικού δυναμικού, η ανεργία και η επέκταση της μερικής απασχόλησης προβάλλεται σαν αναγκαία επιλογή αντιμετώπισης της κρίσης, είναι παραλογισμός να περιμένει κανείς ότι οι τράπεζες θα διαθέσουν κεφάλαια, ακόμα κι αυτά που τους προσφέρονται δωρεάν, για να στηρίξουν τον οικονομικό κύκλο συνολικά. Είναι πιο ασφαλές να προηγηθεί η ολοκληρωτική αποτίμηση της έκτασης της κρίσης, να ολοκληρωθεί η φάση της “καταστροφής”, να αναδειχθούν οι νέες ισορροπίες και οι όροι μιας νέας κερδοφορίας, για να συνεχίσουν απρόσκοπτα τη δράση τους.

Προκλητικά στήριξη της πλουτοκρατίας

Θα μπορούσε, λοιπόν, να υποστηρίξει κάποιος ότι το σχέδιο τροφοδότησης της οικονομίας με ρευστό μέσω των τραπεζών είναι ουτοπικό. Όχι, είναι κάτι περισσότερο. Αποτελεί μέτρο προκλητικής διάσωσης της πλουτοκρατίας.

Ας ρίξουμε μια ματιά στα στοιχεία. Οι ελληνικές τράπεζες, σύμφωνα με το διοικητή της ΤτΕ Γ. Προβόπουλο, έχουν ήδη αντλήσει από την ΕΚΤ δάνεια ύψους πάνω από 35 δισ. ευρώ. Ακόμα, μέχρι στιγμής, έχουν χρησιμοποιήσει 4 δισ. ευρώ από το πακέτο των 28 δισ. για την ενίσχυση της ρευστότητάς τους. Στην πραγματικότητα, οι τράπεζες δεν αντιμετωπίζουν τώρα πρόβλημα ρευστότητας, και απόδειξη είναι η σημαντική μείωση των επιτοκίων καταθέσεων. Τα χρήματα αυτά δεν βρίσκουν, βέβαια, διέξοδο στην αγορά ή δανείζονται με ουσιαστικά τοκογλυφικούς όρους. Στην πραγματικότητα, οι τράπεζες χρησιμοποιούν το δημόσιο χρήμα για να “φτιάχνουν” τους βασικούς μετόχους τους. Ρυθμίζουν, δηλαδή, τα δάνεια του Μπόμπολα, του Αγγελόπουλου, των εταιριών του Λάτση, τις τεράστιες ζημιές του εφοπλιστικού κεφαλαίου, που συμμετέχει στη μετοχική τους σύνθεση, και παράλληλα παρακρατούν τεράστιους πόρους για να αναχρηματοδοτήσουν, με κρατική εγγύηση, τις δικές τους επισφάλειες από τα δάνεια και τις τοποθετήσεις που έκαναν στην αγορά την προηγούμενη περίοδο.

Έτσι, το πακέτο χρηματοδότησης δεν είναι παρά μια προκλητική στήριξη της πλουτοκρατίας και του συστήματός της. Ουσιαστικά διοχετεύουν τον κοινωνικό πλούτο στον κόσμο του πλούτου για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης που ο ίδιος προκάλεσε, για να συνεχίσει στην ίδια ρότα, αν ξεπεραστεί η κρίση αύριο. Βέβαια, έτσι γινόταν πάντα, αλλά πρώτη φορά γίνεται με τόσο προκλητικό τρόπο.

Δυνατή η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος

Είναι προκλητικό και μόνο το γεγονός ότι το ποσό των 28 δισ. ευρώ για τη στήριξη της ρευστότητας των τραπεζών είναι σχεδόν διπλάσιο από την τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία των μεγαλύτερων ιδιωτικών και δημόσιων τραπεζών, που σήμερα φθάνει στα 14,6 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με την απόφαση της κυβέρνησης, το πακέτο στήριξης των τραπεζών προβλέπει να δοθούν 5 δισ. ευρώ ρευστό έναντι προνομιούχων μετοχών 15 δισ. ευρώ, με τη μορφή εγγυήσεων του δημοσίου για δάνεια που συνάπτουν οι τράπεζες, και 8 δισ. σε ομόλογα, που θα εκδώσει το δημόσιο και το προϊόν τους θα το διαθέσει στις τράπεζες. Από το πακέτο έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί κεφάλαια ύψους 9,2 δισ. ευρώ.

Όπως φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί: Για παράδειγμα, η Alpha έχει χρηματιστηριακή αξία 1,7 δισ. περίπου και λαμβάνει σαν στήριξη ρευστό ύψους 1 δισ. ευρώ από το κράτος και άλλα 1,6 δισ. με τη μορφή εγγυήσεων. Μέχρι στιγμής, το πακέτο στήριξης φθάνει στα 2,64 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 153% της χρηματιστηριακής αξίας. Το ίδιο προκλητική είναι η ενίσχυση της Eurobank. Καρπώνεται αθροιστικά κεφάλαια 2,47 δισ. ευρώ, μεγαλύτερα κατά 125% της χρηματιστηριακής αξίας της. Να σημειωθεί ότι ο Λάτσης έχει το 40% του κεφαλαίου. Δηλαδή, το δημόσιο βάζει στην τράπεζα 332% περισσότερα απ’ ό,τι ο Λάτσης, αλλά αφήνει τη διοίκηση σ’ αυτόν. Και σπεύδει να ετοιμάσει νομοθετική ρύθμιση που θα εξασφαλίζει ότι η κρατική ενίσχυση δεν θα σημάνει αλλαγές για τη διοίκηση της τράπεζας. Είναι σαφές, από αυτά τα στοιχεία, που κατά παράδοξο τρόπο αποσιωπούνται από πολλούς, ότι το δημόσιο θα μπορούσε να εξαγοράσει το πλειοψηφικό μετοχικό πακέτο των ιδιωτικών τραπεζών, διαμορφώνοντας νέα δεδομένα στο τραπεζικό σύστημα. Η σημερινή αντικειμενική δυνατότητα θα σήμαινε μια τεράστια αλλαγή των οικονομικών δεδομένων, αν στηριζόταν σε έναν άλλο πολιτικό συσχετισμό, που θα τολμούσε να προχωρήσει σε ρήξεις με το καθεστώς της οικονομικής ολιγαρχίας και του συστήματος. Δεν θα είχε καμιά σχέση με τις εθνικοποιήσεις που αναγκάζονται να κάνουν οι Μπράουν, Ομπάμα, Σαρκοζί και Μέρκελ. Ο δημόσιος έλεγχος του τραπεζικού συστήματος θα μπορούσε να περιορίσει δραστικά, να εξαλείψει τα κερδοσκοπικά παιχνίδια του τραπεζικού συστήματος και το χρηματιστηριακό τζόγο, να αξιοποιήσει τα πλεονάζοντα κεφάλαια για την ανασυγκρότηση του ανατιναγμένου παραγωγικού μηχανισμού της χώρας, να βάλει φραγμό στην πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, να επανεθνικοποιήσει κρίσιμους τομείς της βιομηχανίας που οδηγούνται σε λουκέτο, να στηρίξει τις μικρές επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Θα ήταν μια πραγματική ανακούφιση για τους εργαζόμενους, για τη στήριξη των μισθών και της εργασίας τους, για την αύξηση των κοινωνικών δαπανών σε Υγεία, Παιδεία, Ασφάλιση, στέγη. Θα ήταν μια ασφαλής συνταγή για να μην πληρώσουν τις συνέπειες της κρίσης οι εργαζόμενοι. Την περίοδο που ανοίγεται μπροστά μας, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ένα τέτοιο ενδεχόμενο κάθε άλλο παρά ουτοπικό φαντάζει.

Κίνδυνος κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος

Ο τράπεζες, μπλεγμένες και οι ίδιες βαθιά στα γρανάζια της κρίσης, βρίσκονται αντιμέτωπες με δύο σημαντικούς κινδύνους. Η κατάρρευση της χρηματιστηριακής τους αξίας, καθώς όλο και περισσότερο αποσύρονται κεφάλαια που είχαν επενδυθεί σε αυτές το προηγούμενο διάστημα για να καλύψουν ζημιές ή υποχρεώσεις των διεθνών επενδυτικών οργανισμών, περιορίζει τα διαθέσιμα κεφάλαια και κατά συνέπεια τη φθηνή χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους. Το σημαντικότερο είναι ότι βρίσκονται μπροστά σε τεράστιες επισφάλειες, καθώς ο όγκος των δανείων που είχαν ρίξει στη διεθνή και εσωτερική αγορά είναι βέβαιο ότι δεν θα εξυπηρετηθεί κανονικά, εξανεμίζοντας τεράστιους χρηματικούς πόρους.

Έτσι οι τράπεζες, στην Ελλάδα και διεθνώς, είναι “υποχρεωμένες”, από τη μια πλευρά, να δυσχεραίνουν όλο και περισσότερο τα κριτήρια δανεισμού επιχειρήσεων και καταναλωτών και άρα να στερούν το ρευστό από την αγορά και, από την άλλη, να αυξάνουν αλματωδώς τις προβλέψεις τους, τα χρήματα, δηλαδή, που βάζουν στην άκρη για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα από τα δάνεια που καθυστερούν να αποπληρωθούν, μειώνοντας έτσι σημαντικά τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους και άρα την κεφαλαιακή τους βάση. Οι κίνδυνοι όμως δεν προέρχονται αποκλειστικά από την εσωτερική αγορά.

Η έκθεση των ελληνικών τραπεζών στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αποτελούν μια τεράστια πηγή κινδύνου για ολοκληρωτική κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος. Σύμφωνα με στοιχεία της στατιστικής της Τράπεζας της Ελλάδος, οι ελληνικές τράπεζες είχαν το Νοέμβρη του 2008 δώσει δάνεια ύψους 89 δισ. ευρώ, ενώ οι αντίστοιχες καταθέσεις ανέρχονταν σε 79 δισ. ευρώ, καθιστώντας το ισοζύγιο αρνητικό κατά 10 δισ. ευρώ. Σήμερα υπολογίζεται ότι το ισοζύγιο δανείων – καταθέσεων έχει φθάσει στα -27 δισ. ευρώ. Η εξυπηρέτηση αυτών των δανείων γίνεται όλο και πιο δυσχερής λόγω της οικονομικής κρίσης, που στην περιοχή εκφράζεται με σημαντική κάμψη της βιομηχανικής παραγωγής, με δραματική αύξηση της ανεργίας, με υποτίμηση των εθνικών νομισμάτων ακόμα και με κίνδυνο ολοκληρωτικής κατάρρευσης ορισμένων χωρών, όπως η Ουκρανία, η Ρουμανία και οι χώρες της Βαλτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ελληνικές τράπεζες πιέζουν για τη διοχέτευση του πακέτου των 28 δισ. ευρώ στις θυγατρικές τους και παράλληλα έχουν αυξήσει τις προβλέψεις για τα δάνεια που έχουν διαθέσει στις χώρες της Αν. Ευρώπης στο 3,5-4% έναντι 0,9% τον περασμένο χρόνο. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε κεφαλαία ύψους περίπου 3,56 δισ. ευρώ, με τα σημερινά δεδομένα.

Σπύρος Παναγιώτου

 


Η τραπεζική πρόκληση – Τα ποσά σε εκατομμύρια ευρώ (9/3/2009)


Τράπεζα

1.Προνομιούχες μετοχές (ρευστό) 5 δισ.

2.Εγγυήσεις δημοσίου 15 δισ.

3.Κρατικά ομόλογα 8 δισ.

Σύνολο 1+2+3

Χρηματιστηριακή αξία στις 13/3/2009 (σε εκατ. ευρώ)

ΕΘΝΙΚΗ

350

 

 

350

4.996

EUROBANK- ERGASIAS

950,13

500

1.025

2.475

1.984

ALPHA

1.000

500

1.138

2638

1.710

ΠΕΙΡΑΙΩΣ

370

 

865

1235

1.371

MARFIN*

 

 

 

 

996

ΚΥΠΡΟΥ

 

 

 

 

1.068

ΑΓΡΟΤΙΚΗ

675

 

807

1.482

933

ΑΣΠΙΣ

 

 

 

 

41

ΑΤΤΙΚΗΣ

100,20

 

200

300

269

ΤΑΧ.ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ

255

 

 

225

515

PROTON

80

 

 

80

31

ΕΜΠΟΡΙΚΗ*

 

 

 

 

620

ΓΕΝΙΚΗ

 

 

 

138

108

Σύνολο

3.800

1.000

4.400

9.299

14.642

Οι τράπεζες MARFIN και Κύπρου δεν συμμετέχουν στο πρόγραμμα. Σημαντικά ποσά έχουν λάβει και μικρότερες ιδιωτικές τράπεζες, όπως η Πανελλήνια (28,3 εκατ. ευρώ), η FBB (60 εκατ. ευρώ), η Millenium (98 εκατ. ευρώ) και η PROBANK (88 εκατ. ευρώ).