ΔΙΚΤΥΟ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ, τεύχος 5, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2008

Image

Για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών

Με αφορμή τις τυμπανοκρουσίες του υπουργείου στην αρχή της σχολικής χρονιάς για το “κατόρθωμα” να επιμορφώσει όλους του νεοδιόριστους και ένα μεγάλο αριθμό αναπληρωτών πριν από την έναρξη των μαθημάτων, καλό είναι να δούμε σοβαρά το ζήτημα της επιμόρφωσης που έχει διευρυνθεί και αποτελεί βασική προτεραιότητα του υπουργείου και να απαντήσουμε σε ορισμένα ερωτήματα: Από ποιον και γιατί η επιμόρφωση; Τι έχει δείξει η ιστορία; Τι εξυπηρετεί με τον τρόπο οργάνωσής της και ειδικά με το περιεχόμενό της; Είναι ουδέτερη; Γιατί ειδικά σήμερα αυτή η προτεραιότητα; Ποιος την προωθεί-χρηματοδοτεί; Έχει σχέση με την αξιολόγηση; Τι λέει η συνδικαλιστική μας ηγεσία;

Η επιμόρφωση διαχρονικά

Ιστορικά, οι διαδικασίες επιμόρφωσης στην Ελλάδα ακολουθούσαν, όχι πάντα οργανωμένα, την εκάστοτε εκπαιδευτική πολιτική και το μοντέλο εκπαίδευσης, με την έννοια της εμπέδωσης και της επιβολής στους εκπαιδευτικούς των όποιων “αναγκαίων” μεταρρυθμίσεων στη δομή και στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη μορφή υποχρεωτικής επιμόρφωσης (“μετεκπαίδευσης”) εφαρμόστηκε μέσω του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης στην Αθήνα, το 1910, με την εισαγωγή της ερβαρτιανής μεθόδου (δασκαλοκεντρική μέθοδος) στην Ελλάδα, και συνεχίστηκε η ίδια περίπου μέχρι το 1964 (που δημιουργείται το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο) και στους δασκάλους με “επιμορφωτές” τα Πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Η δικτατορία, αφού “έλεγξε” του συλλόγους διδασκόντων στα πανεπιστήμια της χώρας, δημιούργησε και εξάπλωσε τα “Διδασκαλεία Δημοτικής Εκπαίδευσης” σαν βασικό μηχανισμό “διάπλασης” των εκπαιδευτικών. Μετά τη μεταπολίτευση, καταργείται η έννοια της μετεκπαίδευσης και καθιερώνεται πλέον η επιμόρφωση κυρίως με τη δημιουργία των σχολών ΣΕΛΜΕ/ΣΕΛΔΕ (1978), περίοδος προετοιμασίας της μεγάλης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης από την κυβέρνηση Ράλλη. Την ίδια περίοδο, το συνδικαλιστικό κίνημα (ΟΛΜΕ), προσπαθώντας να απαντήσει στις επιβαλλόμενες εκπαιδευτικές μεθόδους μέσω των σχολών ΣΕΛΜΕ/ΣΕΛΔΕ, οργανώνει “προγράμματα αυτοεπιμόρφωσης” μέσω των τοπικών ΕΛΜΕ με τη μορφή διαλέξεων και σεμιναρίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το υπουργείο, με διαταγή του, απαγόρευσε τη συμμετοχή των καθηγητών, προφανώς γιατί ήθελε να διατηρήσει τον απόλυτο έλεγχο των σχετικών διαδικασιών. Το ΠΑΣΟΚ, στην προσπάθειά του να ελέγξει και να ενσωματώσει το συνδικαλιστικό κίνημα, με τον περίφημο νόμο 1566/85, επανιδρύει το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (που είχε καταργήσει η χούντα) και θεσμοθετεί τα σημερινά ΠΕΚ (Περιφερειακά Επιμορφωτικά Κέντρα), που θα λειτουργήσουν πολύ αργότερα, το 1992. Ουσιαστικά, το υπουργείο υιοθετεί με έξυπνο τρόπο το πάγιο πλέον αίτημα της ΟΛΜΕ για την οργάνωση και λειτουργία επιμορφωτικών κέντρων, έχοντας το πάνω χέρι και με βασικό περιεχόμενο τις “νέες” ευρωπαϊκές τάσεις στη διδακτική και στο περιεχόμενο σπουδών. Τα ΠΕΚ ξεκίνησαν τη λειτουργία τους με τη χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά κονδύλια (Ε.Κ.Τ) και συνεχίζουν μέχρι σήμερα στα πλαίσια των ΕΠΕΑΕΚ.

Το περιεχόμενο της επιμόρφωσης σήμερα

Το γεγονός αυτό, της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, διαμορφώνει πλήρως και τη μορφή και το περιεχόμενο των επιμορφώσεων (δεν τα δίνουν τσάμπα τα λεφτά!). Με αυτή την έννοια, δεν είναι καθόλου ουδέτερη διαδικασία. Εντάσσεται στον ευρωπαϊκό χώρο εκπαίδευσης και στις οδηγίες που έχουν επιβληθεί από την Ε.Ε. (Μπολόνια, 1988 – Λευκή βίβλος, 1993 – Έκθεση ΟΟΣΑ, 1995 – Λισαβόνα, 2000), όσον αφορά τις μεθόδους και το περιεχόμενο των σπουδών. Οι νεοδιόριστοι συνάδελφοι που περνούν από τις υποχρεωτικές εισαγωγικές επιμορφώσεις βρίσκουν απέναντί τους προϊστάμενους εκπαίδευσης, στελέχη, πανεπιστημιακούς, συμβούλους διαφόρων ειδικοτήτων (πολλοί απ’ αυτούς δεν έχουν διδακτική εμπειρία), που τους πιπιλάνε τις νέες μεθόδους διδασκαλίας, τα νέα αναλυτικά προγράμματα (τα λεγόμενα ΔΕΠΣ) και το νέο ρόλο που καλείται να παίξει ο εκπαιδευτικός. Όλα συγκλίνουν, ανεξαρτήτως βαθμίδας (δάσκαλοι, καθηγητές) και ανεξαρτήτου ειδικότητας, στην προπαγάνδα υπέρ του “νέου έξυπνου σχολείου”. Δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε πλήρως το περιεχόμενο της “νέας παιδαγωγικής”, ωστόσο μπορούμε να πούμε συνοπτικά ότι βασίζεται σε δύο πυλώνες: Στη μέθοδο project, ή του “μαθαίνω πώς να μαθαίνω”, και στην ομαδοσυνεργατική μέθοδο διδασκαλίας ή, αλλιώς, διαθεματικότητα. Οι υποστηρικτές του μοντέλου αυτού βάλλουν εναντίον του “παλιού παθητικού γνωσιοκεντρικού σχολείου” και επιχειρηματολογούν υπέρ του μαθητοκεντρικού σχολείου της “αποκάλυψης της γνώσης”. Χοντρικά σημαίνει να ξεφύγουμε από το “μάθε, παιδί μου, γράμματα” και να πάμε στο “απόκτησε, παιδί μου, δεξιότητες, αποσπασματικές και αδόμητες”. Είναι μια καθαρή οπισθοχώρηση στο ζήτημα της γνώση, ς στο όνομα της εξέλιξης και των νέων τεχνολογιών. Οδηγεί σ’ αυτό που έχουμε περιγράψει και παλιότερα, στο σχολείο της αμάθειας.

Επιμόρφωση και διά βίου εκπαίδευση

Το υπουργείο συνδέει άμεσα το ζήτημα της επιμόρφωσης με αυτό της διά βίου εκπαίδευσης. Ο Στυλιανίδης, σε μια από τις πρώτες του συνεντεύξεις σαν υπουργός Παιδείας (26/2/08), αναμασώντας βέβαια τη ρητορική της ευρωπαϊκής πολιτικής, είχε δηλώσει: “Δομείται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την αναβάθμιση της παρεχόμενης επιμόρφωσης, και της εισαγωγικής αλλά και της διά βίου, ώστε οι νέοι εκπαιδευτικοί, σε όποια βαθμίδα κι αν λειτουργούν, να μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της εποχής, να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις και να μεταλαμπαδεύσουν τη φρέσκια γνώση στα παιδιά μας”.

Γιατί πλασάρεται τόσο πολύ το διά βίου εκπαίδευση; Αν δούμε τη σημερινή κατάσταση σε σχέση με μια 15ετία πίσω, θα καταλάβουμε ότι υπάρχει μια μεθόδευση στην εμπέδωση της λογικής ότι “οι τεχνολογικές εξελίξεις επιβάλλουν συνεχή μετεκπαίδευση”. Με βάση αυτή τη λογική, έχουν διευρυνθεί από το υπουργείο τα σεμινάρια και οι ημερίδες και πέρα των εισαγωγικών και υποχρεωτικών επιμορφώσεων. Και αν το σκεφτούμε σοβαρά, είναι γελοίο να μιλάμε για τρομερές εξελίξεις που επιβάλλουν συνεχείς επιμορφώσεις στο επίπεδο της Α’βάθμιας και Β’βάθμιας. Πόσο έχουν αλλάξει τα Αρχαία, τα Νέα Ελληνικά, οι φυσικές επιστήμες; Εκτός από την ανάγκη της εκμάθησης χρήσης Η/Υ, δεν προκύπτει από πουθενά κάτι καινούργιο και φρέσκο. Οι εμπειρίες συναδέλφων σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο των επιμορφώσεων αυτών το αποδεικνύει. Δεν πλασάρεται η “νέα γνώση”, αλλά οι “νέοι τρόποι διδασκαλίας”, η “διαχείριση κρίσεων στην τάξη” (πού οφείλονται άραγε;), η λογική ότι είναι ευθύνη των συναδέλφων να τραβήξουν το χαμένο ενδιαφέρον των μαθητών σε ένα χώρο που βιώνουμε συνεχώς τη διάλυση. Το υπουργείο πατάει, τις περισσότερες φορές, πάνω ακριβώς σ’ αυτή την κοινή πορεία της αναζήτησης διεξόδου από μια εντελώς ασφυκτική κατάσταση στο σχολείο.

Επιμόρφωση και αξιολόγηση

Τελικά, ποιος είναι ο σκοπός των επιμορφώσεων πέρα από το να εμπεδωθεί μια “συλλογική ευθύνη” για την κατάσταση στο σχολείο; Είναι τυχαίο ότι η όλη ρητορική συνδέει την επιμόρφωνση με τη διά βίου εκπαίδευση και, μάλιστα, με τέτοιον τρόπο που προσδιορίζονται επακριβώς και οι στόχοι; (Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο έχει ξεχωριστό τμήμα με το όνομα “Τμήμα Αξιολόγησης και Επιμόρφωσης”). Σκοπός είναι οι συνάδελφοι να μπουν σιγά σιγά στη λογική του “μάζευε κι ας είν’ και ρώγες”. Η προσπάθεια να μπει χέρι στο εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών και στην άρση της μονιμότητας σημαίνει την προετοιμασία του εδάφους. Η αξιολόγηση έρχεται και πατάει στην επιμόρφωση, ακριβώς γιατί τα αποτελέσματα από την εφαρμογή της μπορεί να είναι μετρήσιμα. Η προσπάθεια ενεργοποίησης των σχολικών συμβούλων (ειδικά φέτος, με την εγκύκλιο για τον προγραμματισμό της ύλης) έχει να κάνει και μ’ αυτό.

Είναι πολλά τα λεφτά…

Η Ε.Ε. είναι πολύ γενναιόδωρη στη χρηματοδότηση των μηχανισμών επιμόρφωσης εκπαιδευτικών σχεδόν όσο και στην κατάρτιση ανέργων. Από τις αρχές της δεκαετίας ’90 μέχρι σήμερα, κυρίως μέσω των προγραμμάτων ΕΠΕΑΕΚ, έχουν χρηματοδοτηθεί το υπουργείο και το Π.Ι. για τις εισαγωγικές επιμορφώσεις των εκπαιδευτικών (μέσω του Οργανισμού Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών), πανεπιστήμια και κυρίως παιδαγωγικές σχολές για επιμόρφωση στελεχών και συμβούλων, επιμόρφωση ενηλίκων (π.χ. πρόγραμμα “ΗΡΩΝ”) και σχολές γονέων (goneis.gr). Έχει στηθεί ένα τρελό πανηγύρι κολεγίων, φροντιστηρίων, ιδιωτικών κέντρων κατάρτισης γύρω από το ποιος θα προλάβει να οργανώσει (πρόχειρα, τις περισσότερες φορές) τις επιμορφώσεις, για να τσεπώσει το ζεστό χρήμα. Χρηματοδοτούνται μέχρι και συνδικαλιστικά επιστημονικά ιδρύματα (ΚΕΜΕΤΕ/ΟΛΜΕ, ΙΠΕΜ/ΔΟΕ, Πολύκεντρο/ΑΔΕΔΥ, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) για τη διοργάνωση συνεδρίων, ημερίδων, επιμορφώσεων. Το τελευταίο εκπαιδευτικό συνέδριο της ΟΛΜΕ ήταν ευγενική χορηγία της POST BANK και του ΕΠΕΑΕΚ!

Μήπως αυτός είναι ο λόγος που η ΟΛΜΕ το προβάλλει σαν βασικό αίτημα του κλάδου; Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα για το συνδικαλιστικό κίνημα δεν είναι αν η επιμόρφωση είναι ετήσια ή όχι. Πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι είναι μηχανισμός χειραγώγησης των εκπαιδευτικών και επιβολής της πολιτικής του υπουργείου και σαν τέτοιος πρέπει να αντιμετωπιστεί. Και δεν μιλάμε για τα αυτονόητα, όπως για παράδειγμα να μάθουν όλοι οι εκπαιδευτικοί να χρησιμοποιούν Η/Υ, αλλά για την πλειοψηφία των προγραμμάτων που αφορούν τη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού που απαιτεί το σχολείο της αγοράς και της αμάθειας.

Χριστόφορος Σφακιανάκης, Ιεράπετρα