ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΣΥΠ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, 23/11/2006

ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΣΥΠ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

 

ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ

 

Μετά τις προτάσεις για την Τριτοβάθμια, το ΕΣΥΠ παρουσίασε τις αντίστοιχες για την Β/θμια εκπαίδευση. Σε γενικές γραμμές κινούνται στα ίδια μονοπάτια, αλλά με διαφορετικό ρυθμό και τρόπο. Αν στην Τριτοβάθμια είναι «δικό τους» ένα προσωπικό που έχει ενστερνιστεί τους νόμους της αγοράς και τον ανταγωνισμό, στην δευτεροβάθμια τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Δηλαδή ενώ στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση, ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας της αφορά ένα μέρος της νεολαίας, εδώ βρίσκεται η πλειοψηφία και ταυτόχρονα το ότι είναι κατοχυρωμένη στη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων η εκπαίδευση για όλους.  Οι κατευθύνσεις λοιπόν που θα ακολουθηθούν θα παίρνουν σοβαρά υπόψη αυτό το δεδομένο.

Στο κείμενο των «σοφών» δηλώνεται ότι η πρότασή τους έχει ρεαλιστικό χαρακτήρα και ότι πρόκειται για ένα τεχνοκρατικό κείμενο. Λαμβάνοντας υπόψη τους ότι η υποχρηματοδότηση είναι βασικός παράγοντας που καθορίζει και τα όρια των προτάσεών τους, γνωρίζουν ότι πολλά από αυτά δεν πρόκειται να γίνουν. Και αυτό φυσικά το γνωρίζει και το Υπουργείο. Και αυτά που δεν πρόκειται να γίνουν είναι όσα προσδίδουν ένα διαφορετικό τόνο και δημιουργούν μια ωραιοποιημένη εικόνα για το σχολείο. Εκεί που θέλουν να προχωρήσουν ζητήματα, όπως είναι η αξιολόγηση, η στροφή προς την ΤΕΕ τα χρήματα είναι άφθονα και μάλιστα με ευρωπαϊκή συμμετοχή.

 

Οι βασικές προτεραιότητες είναι οι εξής:

1.Μεταφορά μιας σειράς αρμοδιοτήτων σε επίπεδο σχολικής μονάδας.

2.Η αξιολόγηση

3.Δημιουργία κλίματος ώστε να στραφεί σημαντικό τμήμα του μαθητικού δυναμικού προς την ΤΕΕ.

4. Αυτονόμηση του Λυκείου από την υπόλοιπη εκπαίδευση και προτάσεις για το πώς θα γίνεται η εισαγωγή στα ΑΕΙ-ΤΕΙ.

5.Το σχολείο – επιχείρηση

 

ΤΟ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

 

Απέναντι στο συγκεντρωτικό σχολείο, που μας έχει κουράσει, μας ενοχλεί με την γραφειοκρατία του, μας εμποδίζει σε δημιουργικές πρακτικές, μας περιορίζει την παιδαγωγική πράξη, μας οριοθετεί τους στόχους, μας παρουσιάζουν το αποκεντρωμένο σαν πανάκεια.

Η αποκέντρωση του σχολείου δεν σημαίνει ότι αυτό απελευθερώνεται από την κεντρική εξουσία. Αντίθετα μια σειρά μηχανισμοί ελέγχουν κάθε πτυχή του.

 

-Ίδρυση επιμορφωτικών Ακαδημιών και Ινστιτούτων για την εισαγωγική επιμόρφωση.

-Κέντρο Αποτίμησης και Ελέγχου Εκπαιδευτικών Διαδικασιών (ΚΑΕΕΔ) που θα συγκεντρώνει στοιχεία για το περιβάλλον της εκπαιδευτικής διαδικασίας, το επίπεδο γνώσεων των μαθητών κλπ ώστε να ασκείται μια έγκυρη εκπαιδευτική και κοινωνική πολιτική

-Συμβούλιο Πληροφορικής για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση που θα χαράσσει την εκπαιδευτική πολιτική στα θέματα των ΤΠΕ σε όλα τα επίπεδα.

-Μηχανισμός Επαγγελματικού Προσανατολισμού.

-Διαχειριστική Υπηρεσία που θα αναλαμβάνει τη διαχείριση της σχεδίασης και υλοποίησης του κάθε έργου από σκοπιά εκπαιδευτική και παιδαγωγική.

 

Όσον αφορά το αναλυτικό πρόγραμμα χωρίζεται σε 2 μέρη. Το ένα είναι κοινό και καθορίζεται κεντρικά από το Υπουργείο. Το δεύτερο (το 1/3 του ΑΠΣ) είναι διαφοροποιημένο και ο σύλλογος των καθηγητών έχει τον πρώτο λόγο για την διαμόρφωσή του. Αυτή είναι όμως η απατηλή εικόνα. Γιατί δίνοντας την δυνατότητα στον εκπαιδευτικό να δράσει κατά την προσωπική του άποψη σε ένα μέρος του αναλυτικού προγράμματος, τον συνθλίβει με την πλήρη αποδοχή του κεντρικά σχεδιασμένου. Και όταν λέμε τον συνθλίβει εννοούμε ότι αναγκάζει τον εργαζόμενο μέσα από σειρά εξεταστικών διαδικασιών και αξιολογήσεων να μην το αμφισβητήσει. Πως μπορείς να αναπτύσσεται ένα θέμα σε όλες τις κοινωνικές διαστάσεις  (πχ ανεργία) την στιγμή που τα γραπτά πιθανόν να ελέγχονται από κάποιον άλλον. Αυτό που επιδιώκεται είναι ο προσεταιρισμός εκείνου του κομματιού της εκπαίδευσης που αμφισβητεί τη σχολική πραγματικότητα, που αρνείται το σχολείο σαν χώρο παραγωγής τυποποιημένων προϊόντων και αναζητά τη διαφορετικότητα και τη χαμένη χαρά της ανακάλυψης της γνώσης.

 

Προοδευτικές πρακτικές και έννοιες

Η προώθηση των μεταρρυθμίσεων στηρίζεται πέρα από την επίκληση της παγκοσμιοποίησης σε σειρά προοδευτικών πρακτικών και εννοιών. Η εκπαιδευτική αριστερά στην αντιπαράθεσή της με τις νεοφιλελεύθερες επιλογές, επικαλείται τη σωστή χρήση τους. Έτσι πχ το ολοήμερο σχολείο είναι σωστό αλλά η κυβέρνηση δεν το χρηματοδοτεί, χρησιμοποιεί ωρομίσθιους κλπ. Το τι έρχεται να «λύσει» το ολοήμερο σήμερα στον καπιταλισμό και στην αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης δεν  αποτελεί μέρος της κριτικής.

Τα επιχειρήματά τους είναι ισχυρά: σύνδεση με την τοπική κοινωνία (και άρα με τα προβλήματά της;), οι ιδιαιτερότητες της τάξης και το εναλλακτικό(;)-ευέλικτο πρόγραμμα, ενώ εμείς με την από καθέδρας διδασκαλία, βιβλία με νέα (;) και trendy θέματα που αφορούν (;) τον μαθητή και εμείς με Ρίτσο και Βάρναλη, νέες παιδαγωγικές μέθοδοι που στοχεύουν στο να τραβήξουν την προσοχή των νέων και εμείς με τον παραδοσιακό τρόπο παράδοση – εξέταση – πίνακας.

Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα γίνουν προσπάθειες από εκπαιδευτικούς για να ασχοληθούν με τα πραγματικά προβλήματα της τοπικής κοινωνίας, το ουσιαστικό είναι να δούμε για ποιο σχολείο μιλάμε.

 

Οι ιδιαιτερότητες της τάξης.

Η τάξη είναι ένα κοινωνικό σύνολο που προσδιορίζεται από την οικονομική κατάσταση των γονιών των μαθητών, την περιοχή που βρίσκεται το σχολείο κλπ. Επομένως, χωρίς να είναι ακόμα ανταγωνιστικές οι σχέσεις μεταξύ των μαθητών, καθορίζονται από άλλους παράγοντες. Μέσα στο χώρο της τάξης υπάρχει διαστρωμάτωση, που είναι τόσο περισσότερο μεγάλη, όσο περισσότερο έντονες είναι και οι κοινωνικές αντιθέσεις στην τοπική κοινωνία. Όταν λοιπόν, μιλάμε για τις ιδιαιτερότητες της τάξης, αυτές αντιπροσωπεύονται από αυτές τις κοινωνικές αντιθέσεις.

Ένα παιδί χωρισμένων και φτωχών γονιών έχει ιδιαιτερότητες, αλλά διαφορετικές από ένα παιδί χωρισμένων αλλά όχι φτωχών γονιών. Αυτό σημαίνει ότι είναι αναγκαία μια διαφορετική προσέγγισή τους. Ποιος θα την κάνει αυτήν; Ο εκπαιδευτικός στην τάξη των 25 και 30 μαθητών και ενώ «τρέχει» το μάθημα σκοντάφτει απλώς στις διαφορετικές αντιδράσεις και αντιστάσεις του μαθητή που οφείλονται ακριβώς στην ιδιαιτερότητά του και όχι στο ίδιο το πρόβλημα. Πως λοιπόν θα δώσει απαντήσεις σε αυτή την κατάσταση της τάξης; Διαφοροποιώντας τις απαιτήσεις του από κάθε μαθητή, όχι όμως για να μπορέσει να φέρει σε μια ίδια ταχύτητα το σύνολο, αλλά για να διαιωνίσει την υπάρχουσα κατάσταση.

Πιο συγκεκριμένα. Μέσα από το ΑΠΣ της ευέλικτης ζώνης και της διαθεματικότητας επιτρέπεται η κατάταξη των μαθητών σε επίπεδα. Δηλαδή γενικεύεται ένας «θεσμός» που έγινε πράξη με τα επίπεδα φοίτησης στα αγγλικά. Αυτό πατάει σε μια «ανάγκη» των εκπαιδευτικών να αποσυμπιεστούν.

Προφανώς σε κάθε σχολείο υπάρχει μια κυρίαρχη ιδιαιτερότητα. Το μέσο επίπεδο είναι ήδη διαμορφωμένο και ο εκπαιδευτικός θα προσαρμόσει το μάθημα ανάλογα. Επομένως η κοινωνική θέση και ο κοινωνικός χώρος του μαθητή καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τμήμα της εκπαίδευσης που θα λάβει. Σήμερα στο 1/3 του ΑΠΣ, αύριο το σύνολο.

 

Τα «νέα» θέματα

Η θεματολογία που αναπτύσσεται κύρια στα φιλολογικά μαθήματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει ανάλογη «νέα» θεματολογία και στα υπόλοιπα (η αλλαγή των ΑΠΣ είναι συνολική) μοιάζει να βρίσκεται πιο κοντά στα ενδιαφέροντα των μαθητών, να είναι πιο προσιτά. Έτσι τα «βαριά» και δυσνόητα κείμενα ή ακόμα και η αναφορά σε «άλλες» εποχές (κατοχή, μετανάστευση, φτώχεια, χούντα κλπ) παρακάμπτονται. Στη θέση τους μπαίνουν τα πιο εύπεπτα θέματα που δεν κουράζουν ιδιαίτερα το μυαλό, δεν οδηγούν σε σοβαρό προβληματισμό, δεν εντάσσουν τον μαθητή σε μια κοινωνική πραγματικότητα.

Πως διαμορφώνονται τα ενδιαφέροντα των μαθητών; Ο μαθητικός πληθυσμός σήμερα «καταναλώνει» μαζικά τα προϊόντα που πουλά η αγορά. Λίγες φορές νοιώσαμε μέσα στην τάξη μόνοι σε θέματα κουλτούρας, πολιτισμού, ρατσισμού, θρησκείας κλπ; Δεν είναι τυχαίο ότι οι διαφημίσεις, οι συνταγές μαγειρικής αλλά τα ανούσια μέρη κειμένων και ποιημάτων έχουν την πρωτοκαθεδρία. Ο σκοπός δεν είναι η κριτική σκέψη. Είναι η απόκτηση δεξιοτήτων. Δηλαδή ο μαθητής πρέπει τελειώνοντας κάθε εκπαιδευτικό στάδιο να έχει τη δυνατότητα να συντάσσει μια σειρά τυποποιημένων κειμένων, βάζοντας πάντα την προσωπική του σφραγίδα.

 

Οι «νέες» παιδαγωγικές μέθοδοι και οι καινοτομίες

Γιατί τυποποιείται η διδασκαλία; Είμαστε εμείς υπεύθυνοι για το ότι το μάθημα γίνεται ανούσιο, βαρετό, χωρίς ενδιαφέρον; Είναι πράγματι οι εκπαιδευτικοί κατά της καινοτομίας γιατί τους βγάζει από την «ησυχία» τους και τον δημοσιουπαλληλισμό τους;

Προσπαθώντας να κάνουν το μάθημά τους οι εκπαιδευτικοί έρχονται αντιμέτωποι με το σχολικό περιβάλλον της απαξίωσης της γνώσης και της χρησιμοθηρικής της χρήσης (χρήσιμο είναι ότι ζητάει η αγορά – αγγλικά, πληροφορική κλπ – ή η πολύ συνηθισμένη έκφραση των μαθητών «που θα μου χρησιμεύσουν τα αρχαία και η φυσική;»). Για να τραβήξουν την προσοχή των μαθητών προχωρούν σε πειραματισμούς, αλλαγές και γενικά αποφεύγουν την εικόνα που θέλει να παρουσιάσει το κείμενο των «σοφών» για από καθέδρας διδασκαλία. Οι εκπαιδευτικοί της πράξης πολύ πιο νωρίς «καινοτόμησαν». Αλλά…

Υπάρχει η υλική πραγματικότητα των σχολείων. Όλα αυτά τα προγράμματα  που μας παρουσιάζουν πως θα γίνουν; Για παράδειγμα αν όλοι οι εκπαιδευτικοί χρησιμοποιούν τους υπολογιστές που θα κάνουν μάθημα; Πόσες «καινοτομικές» ώρες μπορεί να αντέξει ένας μαθητής που τρέχει από το πρωί μέχρι το βράδυ; Η εντατικοποίηση και το κατέβασμα της ύλης δεν δρα ανασχετικά στον όποιον πειραματισμό; Πως συμβαδίζει η καινοτομία με την επέκταση των αξιολογήσεων και την αύξηση των εξεταστικών διαδικασιών; Ο πειραματισμός δεν απαιτεί περιβάλλον ελεύθερο από χρονικούς και χωρικούς περιορισμούς; Ένα μάθημα στο φυσικό περιβάλλον και όχι στην τάξη είναι καινοτόμο ή όχι;

Με την είσοδο των καινοτομιών ουσιαστικά υποκρύπτεται κάτι πολύ σοβαρότερο. Χειροτερεύουν οι όροι στο σχολείο. Εντατικοποιείται η εκπαιδευτική διαδικασία. Αυξάνεται η πίεση στο σύνολο των φορέων της εκπαίδευσης (εκπαιδευτικοί, μαθητές, γονείς). Είναι φυσικό να υπάρξει ένταση της αδιαφορίας ενός μαθητικού δυναμικού που θα νοιώθει ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Εδώ ο εκπαιδευτικός είναι υπεύθυνος. Υπεύθυνος γιατί δεν μπορεί να κάνει τα συμφωνημένα σε επίπεδο συλλόγου διδασκόντων, τα συμφωνηθέντα με την τοπική κοινωνία κλπ.

Η ευελιξία στην παιδαγωγική πράξη αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιήσει ο εκπαιδευτικός για να κερδίσει την προσοχή των μαθητών και να προχωρήσει το μάθημα. Να σκαρφιστεί τρόπους, να γίνει μέχρι και καραγκιόζης, να… προκειμένου να γίνει «αποτελεσματικός».

Με λίγα λόγια. Παίρνουμε εισάγουμε την έννοια των νέων παιδαγωγικών μεθόδων. Δεν βάζουμε όρια. Θέλετε την παιδαγωγική κάποιου προοδευτικού; Είστε ελεύθεροι. Αλλά αυτό που θα διδάξετε θα αξιολογηθεί «εκ του αποτελέσματος» και ανεξάρτητα από την κοινωνική κατάσταση του σχολείου. Ανεξάρτητα από την πίεση του υπόλοιπου σχολικού προγράμματος που θα τρέχει. Ανεξάρτητα από τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα που θα έχουν μετά το σχολείο οι μαθητές. Αυτό που θα πετύχει η καινοτομία θα είναι η πλήρης τυποποίηση σε εκείνες τις παιδαγωγικές που θα παράγουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Η οικειοποίηση επομένως, πρωτοποριακών παιδαγωγικών μεθόδων είναι το περιτύλιγμα για να κερδηθεί ο εκπαιδευτικός κόσμος και ιδίως εκείνος της εκπαιδευτικής αριστεράς που νοιώθει μεγαλύτερη την πίεση της καθημερινότητας της τάξης. Για μια ακόμα φορά η απονεύρωση εννοιών και θέσεων του προοδευτικού κινήματος και των μεταβατικών κοινωνιών μεταβάλλονται σε προωθητικές δράσεις της αναδιαρθρωτικής κίνησης του κεφαλαίου.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ – ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ

 

Η αξιολόγηση έχει διαφορετική προσέγγιση από τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις. Επιδιώκεται να φανεί μια αποσύνδεσή με την μισθολογική εξέλιξη. Ότι αφορά, απλά και μόνο, στην προσπάθεια να βελτιωθεί ο εκπαιδευτικός στην παιδαγωγική πράξη. Αποφεύγεται η δημιουργία ενός μηχανισμού που θα αξιολογεί, τη στιγμή που ζητείται η γενναία αύξηση των σχολικών συμβούλων. Οικειοποιείται ενστάσεις του εκπαιδευτικού κόσμου για την απουσία των σχολικών συμβούλων από την τάξη. Πολλαπλασιάζει τους ανθρώπους που θα κάνουν αξιολόγηση. Ο ίδιος ο εκπαιδευτικός έχει λόγο και μπορεί να αξιολογεί κάθε δραστηριότητα της σχολικής μονάδας.

Η αξιολόγηση καταλαμβάνει περίπου το 1/3 του συνολικού κείμενόυ. Αξιολόγηση εκπαιδευτικού, σχολικής μονάδας, εκπαιδευτικού έργου, μαθητή, αυτοαξιολόγηση, ετεροαξιολόγηση, εξετάσεις σε νομαρχιακό, περιφερειακό και πανελλαδικό επίπεδο, έλεγχος για την ανταπόκριση των εκπαιδευτικών στις καινοτομίες, στις νέες τεχνολογίες, ατομικοί φάκελοι καθηγητών και μαθητών.

Από κοντά και η επιμόρφωση ώστε να ανταποκριθεί ο εκπαιδευτικός στο νέο ρόλο του. Ξεκινά με την εισαγωγική και την είσοδό του σε ακαδημίες και ινστιτούτα, την πρακτική του και τις εργασίες του, ώστε να μπει σε σειρά προτεραιότητας για διορισμό. Ακολουθεί η περιοδική και κυρίαρχο ρόλο παίζει η ενδοσχολική επιμόρφωση. Βασικός σκοπός της επιμόρφωσης είναι να καινοτομήσει ο εκπαιδευτικός.

Μια ξεχωριστή πρόταση είναι οι φάκελοι υλικού των καθηγητών και των μαθητών. Εκεί θα συγκεντρώνεται το «έργο» τους κατά τη διάρκεια της σχολικής τους παρουσίας. Ο φάκελος θα αποτελεί τον αξιολογητικό κριό του καθηγητή και του μαθητή. Αλλά αν για τον καθηγητή φαίνεται ότι είναι εύκολη και ίσως αβίαστη η άρνηση, δεν γίνεται το ίδιο για τον μαθητή. Εξάλλου το να αξιολογείται ο μαθητής είναι κάτι δεδομένο στην μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών. Όπως μειοψηφική είναι και η αντίθεση στις εξετάσεις. Ο φάκελος όμως αποτελεί ένα νέο στάδιο. Καταρχήν είναι από την ιδεολογική φόρτιση που συνοδεύει τον όρο «ατομικός φάκελος». Πέρα όμως από αυτό, επειδή οι αναφορές σε  επιχειρηματική ορολογία είναι έντονη μέσα στο κείμενο, θα λέγαμε ότι ο φάκελος ισοδυναμεί με το βιογραφικό.

Η αξιολόγηση του μαθητή γίνεται πιο περίπλοκη και δεν αφορά μόνο το τι λέει και γράφει. Η συμπεριφορά του, οι δεξιότητές του, η εξέλιξη των επιδόσεών του αποτελούν μέρος της. Αξιολογούνται οι στόχοι που έθεσε ο μαθητής και το τι κάλυψε (το πλάνο του;). Ο ίδιος ο μαθητής αυτοαξιολογείται. Μεγάλη σημασία αποκτά η εργασία σε «διαθεματικό σχέδιο δράσης» του μαθητή (και μιλάμε και για το γυμνάσιο).

Ο φάκελος θα συνοδεύει τον μαθητή και θα τον χαρακτηρίζει πριν τον γνωρίσουν οι καθηγητές του. Με δεδομένο ότι ο προγραμματισμός θα γίνεται στην αρχή της χρονιάς με βάση την εικόνα που θα έχουν οι εκπαιδευτικοί από τους φακέλους, πως μπορεί ένας «κακός» μαθητής να αλλάξει την εικόνα του. Πολύ περισσότερο πως μπορεί ένα «κακόφημο» σχολείο με πολλούς τέτοιους «κακούς» μαθητές να αλλάξει πρόσωπο. Και επειδή η ταξική θέση καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τον «καλό» ή «κακό» μαθητή, ο φάκελος θα είναι η με αποδείξεις απόρριψή του  τελευταίου.

 

Η ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΤΕΕ

 

Κατά τους «σοφούς» του ΕΣΥΠ υπάρχει πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία με τον μονομερή προσανατολισμό της προς την ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση. Χρειάζεται να πειστεί ώστε να στραφεί μεγάλο τμήμα της νεολαίας προς την ΤΕΕ. Φαίνεται όμως ότι πέρα από τα ήδη ισχύοντα δεν έχουν «ισχυρές» προτάσεις που να μπορούν να ανατρέψουν το κλίμα. Πέρα από κάποιες βελτιωτικές κινήσεις στον ΣΕΠ ώστε να παίξει το ρόλο του προπαγανδιστή αυτής της στροφής, δεν υπάρχει καμιά «καινοτομία».

Προς αυτή την κατεύθυνση θα δράσουν ενισχυτικά άλλες διαδικασίες. Πχ οι εξετάσεις στο Γυμνάσιο, όπου όμως τα γραπτά θα διορθώνονται από διαφορετικούς από τον υπεύθυνο, καθηγητές, είτε ακόμα και με το να δυσκολέψουν την απόκτηση του απολυτηρίου του Γυμνασίου για τους ανεξεταστέους.

 

Η «ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ» ΤΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

 

Η αυτονομία του Λυκείου είναι η τελευταία λέξη στον επικοινωνιακό πόλεμο που επιχειρείται μετά την κατάρρευση όλων των τρόπων εισαγωγής στα πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ. Στο κείμενο ομολογείται ότι εδώ και 45 χρόνια δεν έχει γίνει καμιά αποτίμηση των συστημάτων εισαγωγής. Ρητά δηλώνεται ότι έχουν δοκιμαστεί όλες οι δυνατές παραλλαγές και όλες «ενισχύουν την παραπαιδεία, την στείρα απομνημόνευση και την υπερφορτωμένη ύλη» και ότι δεν μπορούν να βγουν «από αυτό το αδιέξοδο τετραγωνίζοντας τον κύκλο». Αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρχει παιδαγωγικά ορθός τρόπος που να μην τραυματίζει την μορφή του λυκείου και να μην ενισχύει την ολοένα αυξανόμενη παραπαιδεία.

Παρόλα αυτά προτείνεται η αυτονομία του λυκείου. Αλλά η αυτονομία που προτείνεται δεν αφορά την απεξάρτησή του από τις εξεταστικές διαδικασίες. Με τις νέες προτάσεις τους τις επαυξάνουν και προφανώς αυτός είναι και ο στόχος.

Το πρόβλημα όμως βρίσκεται στο ότι την άποψη της αυτονομίας ενστερνίζεται και ο μάχιμος εκπαιδευτικός. Ζώντας μέσα σε ένα σχολείο όπου η εντατικοποίηση και φροντιστηριοποίηση είναι οι βασικές επιλογές, προσβλέπει σε μια νέα κατάσταση. Έτσι η αυτονόμηση ως προς τις πανελλαδικές ωριμάζει στα μυαλά σαν μια καλή ιδέα. Όμως εκείνο που χρειάζεται να ειπωθεί είναι το τι πραγματικά είναι το λύκειο. Είναι χώρος εκπαίδευσης; Παρέχει μόρφωση και γνώσεις; Το λύκειο σήμερα είναι ένα εξεταστικό κέντρο προετοιμασίας. Απαξιώνει και μάλιστα επίσημα, ότι δεν εξετάζεται. Όλοι ομολογούν ότι δεν προσφέρει τίποτα και θα μπορούσε κάλλιστα ένας μαθητής να δώσει στο πανεπιστήμιο χωρίς να παρακολουθήσει καθόλου.

Μπροστά στην αδυναμία των επιχειρημάτων τους και στην αναποτελεσματικότητα να βρουν έναν τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, μια πρόταση από τη μεριά μας θα μπορούσε να αρχίσει να καλλιεργείται. Η ελεύθερη είσοδος στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αναιρεί όλο το σκηνικό που έχει στηθεί. Είναι μια πρόταση που έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την «την παραπαιδεία και την στείρα απομνημόνευση». Είναι μια πρόταση που ενισχύει τον δωρεάν και δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης, ενώ βάζει επί τάπητος το θέμα της μόρφωσης.

 

ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ

 

Το σχολείο αλλάζει. Θυμίζει περισσότερο επιχειρηματικό τοπίο. Χώρο που πιστοποιεί προϊόντα (εδώ δεξιότητες) και όχι χώρο που παράγει γνώση. Διαβάζοντας το κείμενο νομίζεις ότι έχεις ανοίξει  τις σομόν σελίδες των εφημερίδων. Εκφράσεις όπως το «παραγόμενο προϊόν», η «απόδοση του εκπαιδευτικό έργου», η «οικονομική διαχείριση», «προάγει το επίπεδο των μετόχων του σχολείου», «διαχείριση των αναγκών», «διαχείριση της γνώσης» κλπ.

Η σύνδεση με την τοπική κοινωνία και τους «οικονομικούς και άλλους φορείς της» είναι δεδομένη και δεν χρειάζεται ούτε επεξήγηση, ούτε ανάλυση. Αυτό το έχουν διαβεβαιώσει σοφότεροι. Το σχολείο – επιχείρηση είναι μια επιχείρηση υπηρεσιών και σαν τέτοια έχει πολύ χαρτούρα.

Το να κρατάς φακέλους, να αξιολογείς μαθητές, εαυτόν, συναδέλφους, προϊστάμενους, υφισταμένους, το να συγκεντρώνεις τεστ, διαγωνίσματα, εξετάσεις, πιστοποιήσεις, το να επιδιώκεις τη σύνδεση με την τοπική κοινωνία και φορείς, το να λογοδοτείς στον πάσα ένα σημαίνει μεγάλη αύξηση του εργασιακού χρόνου. Ο εκπαιδευτικός μεταλλάσσεται σε έναν μισοδιοικητικό υπάλληλο και γι’ αυτό θα αξιολογηθεί.

Ένα τέτοιο σχολείο δεν έχει καμιά σχέση με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων. Δεν αποβλέπει ούτε κατ΄ επίφαση στον μορφωτικό του ρόλο. Έρχεται να πιστοποιήσει την απόκτηση δεξιοτήτων σε κάθε επίπεδο. Από κει προκύπτουν οι «αυτονομίες» του Γυμνασίου και του Λυκείου. Έτσι νομίζουμε ότι εξηγείται και το εύκολο ξεπέρασμα της παραπαιδείας, της υπερφορτωμένης ύλης κλπ. Είναι στοιχεία του ίδιου του σχολείου. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει το ρόλο του φροντιστηρίου σε ένα σχολείο αυτής της μορφής;

 

Το κείμενο αυτό ήταν εισηγητικό υλικό

στην Πανελλαδική Συνάντηση

του Δικτύου Κριτικής Γνώσης και Δράσης στην Παιδεία

 

Β.Λ. 23/11/06