Mια διευκρίνιση, επειδη δεν ήταν δυνατό να επεξηγώ το όλο σύστημα, χρονιές, βαθμολογίες κλπ., όλοι οι προσδιορισμοί στα ελληνικά δεδομένα (βαθμολογία 10, γυμνάσιο-λύκειο, τάξεις κλπ.) είναι σχετικά.
Η εκπαίδευση στη Μεγάλη Βρετανία.
Το πρώτο χαρακτηριστικό του εκπαιδευτικού συστήματος της Βρετανίας είναι ότι διαφοροποιείται από το κλασσικό ευρωπαϊκό μοντέλο στο ότι κινείται πιο γρήγορα προς το αμερικάνικο, λόγω και της κοινής παράδοσης του αγγλοσαξονικού μοντέλου, το οποίο αρχίζει να κυριαρχεί και να υποσκελίζει το γαλλογερμανικό λόγω της μεγαλύτερής τoυ συγγένειας με την πραγματικότητα και τις ανάγκες της αγοράς. Ακριβώς αυτή η διάσταση του Βρετανικού συστήματος, σαν του πιο «αμερικανοποιημένου» εκπαιδευτικού μοντέλου στην Ευρώπη το καθιστά ένα επίκαιρο παράδειγμα για μελέτη και γνώση, μιας και πολλά από όσα δοκιμάζονται στην κυρίως Ευρώπη στη Γηραιά Αλβιόνα είναι ήδη κατεστημένα.
Δύο γενικά χαρακτηριστικά που κάποιος μπορεί να διαπιστώσει είναι:
Την σχεδόν ολοκληρωμένη παράδοση τις εκπαίδευσης στους κανόνες της αγοράς.
Και τις εξαιρετικά πoλλαπλές ταχύτητες και κατακερματισμούς στο σύνολο της εκπαίδευσης, που αγγίζει τόσο μαθητές – φοιτητές όσο και εκπαιδευτικό προσωπικό.
Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Οι πολλαπλές ταχύτητες στην δευτεροβάθμια παίρνουν τη μορφή της κατακερματοποίησης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (ιδιωτικά, κρατικά, εσώκλειστων, θυλέων, αρρένων, θρησκευτικά, θεωρητικών, επαγγελματικών κλπ.), της επακόλουθης διαφοροποίησης του εκπαιδευτικού προγράμματος και των παρεχόμενων αντικειμένων από σχολείο σε σχολείο, της πληθόρας των πιστοποιητικών που αυτά δίνουν και κατά συνέπεια την περιπλοκοποίηση του τρόπου εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Επίσης αυτά συνοδεύονται και από πολλές ταχύτητες στην πλευρά του εκπαιδευτικού προσωπικού, που σημαίνει ελαστικοποίηση επαγγελματικών σχέσεων, αξιολόγηση, κλπ. Δεν είναι ασυνήθιστα συμβόλαια περιορισμένου χρότου μικρότερου από το ακαδημαϊκό έτος, με αποτέλεσμα παιδιά να αλλάζουν δασκάλους και καθηγητές στο μέσο της σεζόν. Επίσης το πώς κάποιος γίνεται καθηγητής έχει ενδιαφέρον. Αν έχει κάποιο προηγούμενο πτυχίο ή εμπειρία (χωρίς πτυχίο, αλλά αποδεδειγμένη επαγγελματικά) μπορεί να σπουδάσει, αν πλοιροί τα κρητίρια των πανεπιστημίων που προσφέρουν τα αντίστοιχα προγράμματα, για έναν χρόνο κάνοντας παράλληλα και πρακτική στους εκπαιδευτικούς χώρους σαν κομμάτι των σπουδών του. Επίσης η δυνατότητα εισαγωγής εκπαιδευτικού προσωπικού από άλλες αγγλόφωνες χώρες (Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, αλλά και Νότια Αφρική, Καραϊβική κλπ.) χρησιμοποιείται για να καλύψει κενά και ανάγκες, ελαστικοποιώντας και προσκαιροποιώντας ακόμα περισσότερο τη διδασκαλία και μάθηση.
Αυτό που κρατάει τα πράγματα στη θέση τους είναι ακριβώς κάποιοι ενιαίοι, και αυστηροί απέναντι στο εκπαιδευτικό προσωπικό, κώδικες εκπαιδευτικής λειτουργίας και πρακτικής και βασικά το σύστημα της αξιολόγησης, όπου συμπυκνώνονται αυτοί οι εκπαιδευτικοί κώδικες σαν μετρήσιμα μεγέθη.
Αυτό το δεύτερο κομμάτι της αξιολόγησης έχει πολλαπλές συνέπειες στον καθορισμό του τοπίου της εκπαίδευσης και στην ουσία αποτέλεσε την εισαγωγή καθαρών λογικών αγοράς στο σύνολο των σχέσεων που αναπτύσσονται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πρώτων εισάγει τη λογική της αποτελεσματικότητας εκφρασμένης σε βαθμούς και διαγωγή σαν κριτήριο όχι για τους μαθητές μόνο αλλά και για τους εκπαιδευτικούς, και για όλο το σχολείο. Έτσι λοιπόν όπως μπορεί ένας εκπαιδευτικός να κριθεί και να απολυθεί, το ίδιο κι ένα σχολείο που οι μαθητές του στο μέσο τους όρο εμφανίζουν σταθερά κάτω από ένα ελάχιστο όριο απόδοση, μπορεί να κλείσει, αν η αλλαγή διεύθυνσης και κάποια έκτατκα μέτρα δεν αποδόσουν. Επίσης ανάλογα με την απόδοση του σχολείου, και όχι με τις ανάγκες τους με βάση κοινωνικά κριτήρια, καθορίζεται και το ποσοστό της χρηματοδότησής τους από το κράτος. Προκειμένου λοιπόν σχολεία κι εκπαιδευτικοί να επιτύχουν υψηλά σκορ στη λίστα των σχολείων που δημοσιεύεται κάθε χρόνο, ενθαρρύνουν, άμεσα ή έμμεσα, τους μαθητές τους (βασικά στα επιλογής μαθήματα και σ’ αυτό που θα λέγαμε Λύκειο) να διαλέγουν εύκολα αντικείμενα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μειώνονται με γρήγορους ρυθμούς όσοι διαλέγουν τις κατευθύνσεις των θετικών επιστημών και ξένων γλωσσών, επηρεάζοντας άμεσα τις αντίστοιχες βιομηχανίες, βασικά τη χημική βιομηχανία και υγεία, που ζητούν επιστημονικό δυναμικό, ιατρούς και νοσοκομειακό προσωπικό αντίστοιχα αλλά και το πεδίο των επιχειρηματικών επενδυτών που ζητούν πολύγλωσσους για τις υπεράκτιες επενδύσεις και επεκτάσεις τους. Ξανά η δυνατότητα εισαγωγής εργατικού δυναμικού από χώρες της Ευρώπης και της πρώην κοινοπολιτείας (ανάλογα με το πεδίο), όπως και η εκμετάλλευση των μη λευκών βρεταννών πολιτών δεύτερης και τρίτης γενιάς έρχεται να καλύψει το κενό.
Μια τελευταία εξέλιξη που δένει ακόμα πιο άμεσα την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην αγορά είναι ο πρόσφατος νόμος για αυτό που πειραματικά δοκιμάστηκε (με φαιδρά αποτελέσματα) τα τελευταία χρόνια με το όνομα ακαδημίες, όπου σχολεία λειτουργούν με ευθύνη του δήμου και σπόνσορα από τον οποίο αντλούν έσοδα. Ένα μείγμα «αυτοδιοικητικής – ιδιοτικής» εκπαίδευσης που στην ουσία σημαίνει πλήρης μεταβίβαση του κόστους των σχολείων από την κεντρική εξουσία στους δήμους και την παροχή ενός θεσμικού πλαισίου για την άμεση εταιριοποίηση και ιδιοτικοποίηση του σχολείου με την υπενοικίασή τους, υπό τη μορφή χορηγών/διεύθυνσης, στο ιδιοτικό κεφάλαιο ή σε οργανωμένες ομάδες κοινών συμφερόντων, όπως π.χ. θρησκευτικές οργανώσεις, εθνοτικές ομάδες κλπ. Στην τελευταία περίπτωση η επιλογή μαθητών με ομοιογενή χαρακτηριστικά ενισχύει τον κίνδυνο μεγαλύτερης διάσπασης και διαραγής της επικοινωνίας διαφορετικών πολιτισμικά ομάδων, τη στιγμή που ο χώρος της εκπαίδευσης ήταν προνομιακός και από τους ελάχιστους απομείναντες που παρείχαν τη δυνατότητα συνεύρεσης και διαλόγου μεταξύ τους.
Πριν περάσουμε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση λίγα περιληπτικά λόγια σχετικά με το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Λόγω των πολλών τύπου βαθμών και πιστοποιητικών της δευτεροβάθμιας, έχει θεσπιστεί ένα ενιαίο σύστημα που βασικά μεταφράζει τους διαφορετικού τύπου βαθμούς σε πόντους σε μια ενιαία κλίμακα. Έτσι ο κάθε μαθητής συλλέγει πόντους ανάλογα με τα μαθήματα πο έχει πάρει, βασικά, τα τελευταία δύο χρόνια του στο λύκειο. Από εκεί και πέρα το κάθε πανεπιστήμιο ή ακόμη καλύτερα το κάθε τμήμα, εντελώς ανεξάρτητο από τα υπόλοιπα, καθορίζει ανάλογα με τους στόχους του το επίπεδο των πόντων εισαγωγής σε αυτό. Η μόνη κοινή απαίτηση που καθορίζεται από ένα κοινό σώμα (UCAS, νομίζω Ομοσπονδία Πανεπιστημίων και Κολλεγίων), είναι να έχει κάποιος ας πούμε το αντίστοιχο 10 σε αγγλικά και μαθηματικά (στη Δευτέρα λυκείου). Βέβαια κι αυτό είναι σχετικό μιας και στην πράξη τα πανεπιστήμια στο τέλος βάζουν κόσμο προκειμένου να πληρώσουν της θέσεις στόχους που έχουν ορίσει με βάση οικονομικά κριτήρια, μιας και κάθε θέση είναι 3.000 λίρες ετησίων. Παρενθετικά τα μαθήματα συνεχίζουν ή όχι να λειτουργούν ανάλογα με τα έσοδα και τα κέρδη που αποφέρουν είτε από δίδακτρα είτε από έρευνα.
Ξαναγυρνώντας στον τρόπο εισαγωγής. Κατά τη διάρκεια του έτους τα πανεπιστήμια έχουν αυτό που λένε «ανοιχτές μέρες», όπου βασικά καλούν υποψήφιους σπουδαστές να δουν τις υποδμές τους, να μιλήσουν με διοικητικό κι εκπαιδευτκό προσωπικό και να μάθουν για τα τμήματα που τους ενδιαφέρουν κλπ. Με λίγα λόγια το κάθε τμήμα/πανεπιστήμιο οργανώνει μέρες παζαριού όπου διαφημίζει τα προϊοντα/υπηρεσίες που πουλάει σε υποψήφιους αγοραστές/χρήστες. Οι υποψήφιοι πηγαίνουν ή ανεξάρτητα ή γίνονται νομίζω και συμφωνίες με σχολεία. Οπότε κατανοεί κανένας ότι ανοίγεται με τη νέα δυνατότητα υιοθετήσεων σχολείων η δυνατότητα καθετοποίησης της βιομηχαμίας της εκπαίδευσης όπου συγκεκριμένα σχολεία θα προωθούν τους μαθητές τους σε συγκεκριμένα συνδεόμενα με αυτά πανεπιστήμια, χώρια που θα έχουν διαμορφώσει αντίστοιχα και τα εκπαιδευτικά τους προγράμματα.
Μαθητές που αποφασίζουν ότι ενδιαφέρονται να γραφτούν στο τάδε τμήμα μπορούν να κάνουν αίτηση όπου το πανεπιστήμιο καπαρώνει μια θέση γι’ αυτούς υπό την προϋπόθση ότι θα επιτύχουν συγκεκριμένους πόντους, βάζοντας και κάποια ποιοτικά κριτήρια όπως αν πρόκειτα για θετικές επιστήμες ή γλώσσες να έχουν πόντους από ένα ή δύο σχετικά με το πεδίο μαθήματα. Οι μαθητές λοιπόν «επιλέγουν» θεωρητικά το πανεπιστήμιο που θέλουν να σπουδάσουν μέσα από την πληθώρα προσφοράς στην εκπαιδευτική αγορά και μπορούν να κάνουν αίτηση μέχρι και σε έξι πανεπιστημιακά ιδρύματα και μετά να διαλέξουν μια από τις έξι (δεινητικά) προσφορές που μπορεί να έχουν. Μόλις ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των εξετάσεων τους γνωρίζουν αν έχουν πιάσει τους βαθμούς – προϋποθέσεις για την προσφορά που είχαν από το πανεπιστήμιο που διάλεξαν, κι αντίστοιχα τα πανεπιστήμια ξέρουν πόσοι έπιασαν το όριο εισαγωγής. Για τις κενές θέσεις και αυτούς που δεν έπιασαν τους πόντους τότε αρχίζει αυτό που λέγεται «καθάρισμα» (clearing) ή καλύτερα σκούπα που κρατάει για έναν περίπου μήνα. Τα πανεπιστήμια βγάζουν στο σφυρί τις εναπομείναντες θέσεις και οι μαθητές τηλεφωνούν το επόμενο πανεπιστήμιο επιλογής τους για να δουν αν μπορούν να γραφτούν σε αυτό. Τα πανεπιστήμια ανάλογα με την προσφορά και ζήτηση μπορούν αν αλλάξουν μέχρι και την τελευταία μέρα τα κριτήρια εισαγωγής προς τα κάτω προκειμένου να καλύψουν όλες τους ή την πληθώρα των θέσεών τους.
Σχετικά με την κατάσταση των μαθητών στα σχολεία τρία βασικά πράγματα.
Ότι το επίπεδο της εκπαίδευσής τους εξαρτάται πλήρως από το σχολείο που πηγαίνουν, και σε γενικές γραμμές είναι χειρότερο από ό,τι το ελληνικό, λόγω της υπερεξειδίκευσης του προς το τι ζητάει η αγορά. Έτσι οποιοδήποτε κοινωνικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης έχει περιοριστεί. Η ταξικότητα της εκπαίδευσης που κάποιος λαμβάνει είναι έκδηλη. Ένα παράδειγμα μόνο. Δημόσια στην Βρετανία λέγονται τα ιδιωτικά σχολεία και όχι τα κρατικά, γιατί είναι τα πρώτα που δίνουν συνολική εκπαίδευση για τους λειτουργούς της (πρώην) αυτοκρατορίας. Τα κρατικά χωρίζονται στα «επαγγελματικά» κάτι σαν τα ΤΕΛ (πλειοψηφία) και στα «γενικά» κάτι σαν τα παλιά κλασσικά (μειοψηφία) τα οποία είναι και για τους πιο προνομιούχους.
Τα φαινόμενα «ανομίας» κλπ. είναι διευρυμένα στη δευτεροβάθμια εκαπίδευση, όπου οι μαθητές βρίσκονται από τις 8.30/9.00 το πρωί μέχρι τις 3.30/4.00 το απόγευμα. Επίσης αυτή η πλευρά της άνομης συμπεριφοράς χρήζει ειδικής αναφοράς σε άλλη τοποθέτηση μιας και συνδέεται με βαθιά κοινωνικά αίτια και συγκεκριμένες πολιτικές περιθωριοποίησης και ποινικοποίησης μεγάλου κομματιού της νεολαίας. Ακόμα και η στροφή των μουσουλμάνων νέων προς τη θρησκευτική τους ταυτότητα δεν θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί χωρίς αυτή την πολλαπλή κοινωνική τους περιθωριοποίηση.
Το ξέσπασμα του αντιπολεμικού κινήματος βιόθηκε με ιδιαίτερα έντονο τρόπο στα σχολεία για πολλού λόγους. Γενικά σε μια χώρα όπου η πολιτική ενασχήληση δεν έχει την ίδια αίγλη με την Ελλάδα, ή γίνεται σε πολύ πιο περιορισμένα πλαίσια / καλούς τρόπους / μέση οδός κλπ. την πρώτη ημέρα του πολέμου για την οποία είχε προκαλεστεί πορεία – απεργία – αποχές οι μαθητές κατά χιλιάδες άφησαν τα σχολεία τους (ριψοκινδυνεύοντας ποινικές κυριολεκτικά ποινές για κοπάνα) και ήταν η πλειοψηφία αυτής της πορείας. Επίσης σχημάτισαν τότα ομάδες κατά σχολεία κλπ. και αποτέλεσαν ιδιαίτερο θέρμα που τύπος και κυβέρνηση προσπάθησνα να συνετίσουν πιέζοντας και κατηγορώντας εκπαιδευτικούς ότι ενθάρρυναν τους μαθητές να την κοπανίσουν. Ήταν η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο συνέβη στην Βρεταννία τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια.
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Ήδη έχουν αναφερθεί κάποια στοιχεία στο προηγούμενο κομμάτι που δίνουν έναν τόνο. Θα ξεκινήσω όμως δύνοντας μια πολύ σύντομη ιστορική διαδρομή του Βρετανικού (Αγγλικού βασικά) πανεπιστημίου της μεταπολεμικής εποχής. Ο λόγος είναι ότι ένα βασικό χαρακτηριστικό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι ο διαχωρισμός των ανώτερων ιδρυμάτων μεταξύ παλιών/elit πανεπιστημίων και νέων/πρώην polytechnics που είναι τα πιο πολλά. Ο ανταγωνισμός μεταξύ τους διαπερνάει και το είδος των εκπαιδευτικών πολιτικών σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι τις πρόσφατες αλλαγές. Ένα δείγμα για να κατανοηθεί το βάθος αυτού του διχασμού είναι η αντανάκλασή του στο συνδικαλιστικό κίνημα των καθηγητών της τριτοβάθμιας. Υπάρχουν δύο ομοσπονδίες, μια αυτή των παλιών πανεπιστημίων και μια των νέων. Στις πρόσφατες περσινές κοινές τους απεργιακές κινητοποιήσεις για αυξήσεις, που κράτησαν καιρό και πίεσαν την κυβέρνηση ώστε να τείνει προς το να δώσει αυξήσεις αρκετά κοντά σε αυτά που ζητούσαν οι καθηγητές, την τελευταία στιγμή το συνδικάτο των παλιών πανεπιστημίων υπόγραψε συμφωνία με πολύ μικρότερο ποσοστό αυξήσεων, μιας και γενικότερα είναι πιο καλοπληρωμένοι, ξεπουλώντας τους συναδέφλους τους των νέων πανεπιστημίων. Η διάκριση αυτή μεταξύ νέων / παλιών πανεπιστημίων εκφράζεται και σε επίπεδο αποροφητικότητας, απασχόλησης και αμοιβών των τελειόφοιτων της μιας ή της άλλης κατηγορίας, με τους των elit πανεπιστημίων να παίρνουν φυσικά και τις top δουλειές. Με αυτόν τον τρόπο συντηρείται ένα κλειστό ταξικό σύστημα που έχει την καταγωγή του στην αριστοκρατική εκπαίδευση της Βικτωριανής εποχής και η δημοκρατικοποίησή του έγινε αργά, επίπονα, όχι πλήρως και τώρα αποδιαρθρώνεται μέσω της επιχειρηματικοποίησης των πανεπιστημίων με την ανάπτυξη στην ουσία όχι εκπαιδευτικού συστήματος αλλά μιας εκπαιδευτικής βιομηχανίας.
Αν θέλαμε να περιγράψουμε σύντομα το ιστορικό της πορείας αυτής θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από τα τέλη του πενήντα όταν δημιουργούνται τα πρώτα νέα πανεπιστήμια απαντώντας στο αίτημα για μια πιο μαζική τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μια άλλη καινοτομία εκείνης της εποχής είναι ότι μαζί με τα νέα πανεπιστήμια αρχίζει και η μεγαλύτερη εξειδίκευση των επιστημονικών πεδίων. Έτσι αντί να στηθούν οι νέες σχολές στα πρότυπα των παλιών πιο γενικών διαχωρισμών, δημιουργούνται ειδικά τμήματα ανά θεματική περιοχή. Γενικά αυτές οι σχολές θα συνυπάρχουν με τα Polytechnics, που υπάρχουν από το τέλος του προ-προηγούμενου αιώνα κύρια τεχνικής φύσης, και τα οποία θα αρχίζουν να εμπλουτίζουν το πρόγραμμά τους με νέα αντικείμενα των κλασσικών / θεωρητικών σπουδών. Νομίζω ότι είναι τη δεκαετία του 70 που αναγνωρίζονται τελικά όλα σαν πανεπιστήμια και που δημιουργείται έτσι μια ενιαία τριτοβάθμια βαθμίδα της εκπαίδευσης, παρά το γεγονός ότι τα προνόμια των elit πανεπιστημίων δεν σβήνουν. Μπορεί όμως να πει κανείς ότι κάτω από την πίεση και ριζοσπαστικοποίηση των χρόνων 60-70, αυτά περιορίζονται και ανοίγει ο δρόμος για τα παιδιά της εργατικής τάξης στα πανεπιστήμια. Στα πλαίσια αυτής της μαζικοποίησης της εκπαίδευσης, που συνάδει και με τα «τριάντα ένδοξα χρόνια» ανάπτυξης του καπιταλισμού, και κάτω από τους συγκεκριμένους κοινωνικούς συσχετισμούς η εφαρμονή πολιτικών κράτους πρόνοιας σημαίνει ότι θεσπίζονται φοιτητικές επιδοτήσεις για τους οικονομικά ασθενέστερους φοιτητές, ενώ τα δίδακτρα καταργούνται.
Παραδόξως, στα πανεπιστήμια δεν είναι η Θάτσερ που θα επιφέρει τη μεγάλη αλλαγή, παρά το ότι είχε αρχίσει την όλη συζήτηση, αλλά η κυβέρνηση των Νέων Εργατικών του Μπλερ. Η πολιτική της συνδυάζει τι διεύρυνση του αριθμού των νέων βρετανών που εισάγονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με την πλήρη ιδιοτικοποίησή τους και το πέρασμα των εκπαιδευτικών υπηρεσιών στην αγορά. Αυτοί οι επιφανειακά προσλαμβανόμενοι αυτοαποκλειόμενοι στόχοι, επιτυχάνονται με τις παρακάτω πολιτικές.
Ενώ οι Νέοι Εργατικοί είχαν δεσμευτεί ότι δεν θα επαναφέρουν τα δίδακτρα, όχι μόνο τα επαναφέρουν αλλά μετατρέπουν και τα επιδόματα (που ήταν ενισχύσεις χωρίς υποχρέωση επιστροφής) σε φοιτητικά δάνεια που παίρνεις από ιδιωτικές τράπεζες χωρίς επιτόκιο και τα επιστρέφεις σε μηνιαίες δόσεις όταν οι αποδοχές σου, αφού εννοείται πιάσεις δουλειά, ξεπερνούν ένα ορισμένο ετήσιο όριο. Αυτό λοιπόν είχε σαν αποτέλεσμα οι περισσότεροι να τελειώνουν τις σπουδές τους έχοντας στην πλάτη τους κατά μέσο όρο επίσημα γύρω στις 14.000 χρέος ενώ το πραγματικό νούμερο πλησιάζει τις 20.000. Η καλύτερη αρχή για να βγεις στη ζωή και στην αγορά εργασίας. Ένας επιπρόσθετος λόγος φυσικά είναι ότι στη Βρετανία οι μόνοι που έχουν υποστήριξη των γονέων για τις σπουδές τους είναι είτε όσοι προέρχονται από μεταναστευτικές οικογένειες (άλλα ήθη και αξίες), είτε οι γόνοι μέσο – και μεγάλο-αστικών οικογενειών. Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι το κράτος πλήρωνε τα δίδακτρα, όλα ή κάποιο ποσό, όσων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα ήταν κάτω από 25.000 λίρες ή όσων ήταν πάνω από 25 και αυτοσυντήρητοι. Επίσης υπήρχαν και πολλά επιδόματα για γονείς, και άλλες κοινωνικές κατηγορίες.
Το δεύτερο μέτρο είναι ότι εισάγεται, ξεχωριστή εξωακαδημαϊκή διοίκηση στα πανεπιστήμια, όπου τεχνοκράτες της αγοράς διοικούν τα πανεπιστήμια σαν παραγωγικές μονάδες σε συνθήκες ημι-ελεύθερου ανταγωνισμού. Έτσι όταν κάποιος λέει κρατικά πανεπιστήμια στη Βρετανία, αυτό δε σημαίνει τίποτα διαφορετικό από τα ιδιωτικά. Ή καλύτερα όλα τα ιδρύματα λειτουργούν πλέον σαν ιδιωτικά ανώτατα ιδρύματα.
Το σχέδιο λοιπόν ήταν να δοθεί επιχειρηματικό κίνητρο στα πανεπιστήμια ώστε να λειτουργούν «αυτόνομα» μέσα σε μια αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών από όπου θα αποκομίζουν τα κεφάλαιά τους και θα επενδύουν αναπτυσσόμενα. Το αποτέλεσμα φυσικά ήταν η μετατροπή κυρίως των νέων πανεπιστημίων που πολλά συγχωνεύτηκαν με τα polytechnics, για να κάνουν μεγαλύτερες μονάδες και να παίξουν με καλύτερους όρους στην αγορά, σε polytechnics στην ουσία παρά το ότι σε επίπεδο ονόματος τα πράγματα δείχνουν το αντίθετο, ότι δηλαδή τα polytechnics έγιναν πανεπιστήμια. Και δηλαδή σαν το ζήτημα της ανοτατοποίησης των ΤΕΙ τη στιγμή που στην ουσία τα ΑΕΙ έχουν εδώ και τουλάχιστον μία 15ετία μετατραπεί σε μεγάλο βαθμό σε ΤΕΙ. Άλλες συνέπειες αυτής της κίνησης ήταν ακριβώς και η διαμόρφωση ενός ιδιόμορφου καθεστώτος δύο κύκλων. Αντί για το ευρωπαϊκό μοντέλο 3-2 ή 2-2 χρόνια στη Βρεταννία υπάρχει το 3-1 ή 4-1. Δηλαδή παίρνει κανείς το πτυχίο του σε 3 ή 4 χρόνια και μετά πρέπει να κάνει έναν χρόνο μεταπτυχιακό, ή ειδίκευση κλπ. Η διαφορά ανάμεσα σε πτυχίο και μεταπτυχιακό είναι τεράστια, όσον αφορά την οικονομική και κοινωνική του αξία, όχι όμως ιδιαίτερη σε επίπεδο σπουδών αφού είναι απλά μια συνέχειά τους στην ουσία. Όσο δε για τα διδακτορικά οι Άγγλοι σε θεωρούν διάνοια αν έχεις κάνει ένα, που δείχνει γενικά και την αίγλη και κοινωνική αξία που δίνεται στην εκπαίδευση από έναν πληθυσμό όπου αυτά μοιάζουν άπιαστα, και όπου το βιομηχανικό παρελθόν και το κράτος πρόνοιας δεν έχει απιτρέψει την ανάπτυξη μιας συνείδησης «να σπουδάσω το παιδί μου».
Παρ’ όλ’ αυτά υπάρχουν δύο ή μάλλον τρεις λόγοι για τους οποίους μειονόταν μέχρι τώρα μια αύξηση του αριθμού των φοιτητών.
Ο πρώτος σχετίζεται ακριβώς με τις οικονομικές πολιτικές και στόχους της Βρετανίας στη μετα-βιομηχανική της φάση. Η αποβιομηχάνηση που χαρακτήρισε τα χρόνια της Θάτσερ έδωσε την σκυτάλη στα εκμοντερνιστικά σχέδια των Νέων Εργατικών να φτιάξουν τη Βρετανία ένα σύγχρονο έθνος, που να συνδυάζει το ένδοξο παρελθόν με το δυναμισμό του μέλλοντος της τεχνολογικής εποχής. Έτσι λοιπόν το κέντρο βάρους από την παραγωγή και τον βιομηχανικό βορά περνάει στις υπηρεσίες και το πολιπολιτισμικό Λονδίνο που μετατρέπεται σε έναν κόμβο παγκόσμιων υπηρεσιών όχι μόνο λόγο City-χρηματιστηριακή αγορά, αλλά και σαν επίκεντρο παραγωγής κουλτούρας τουριστικού προορισμού κλπ. Τα πανεπιστήμια λοιπόν και η μαζικοποίηση σχετίζεται με την ανάπτυξη νέων τμημάτων που θα υποστήριζαν όλη αυτή την κίνηση από Media, τέχνες και νέες τεχνολογίες, μέχρι εναλλακτικές θεραπείες, τουρισμό κλπ. Κοντά σε αυτά πρέπει να προστεθεί και η παγκόσμια διάσταση της Βρεττανικής οικονομίας που σημαίνει ότι πάμπολλα προγράμματα που σχετίζονται με κάθε είδους ανάπτυξη (διαλέξτε επιθετικό προσδιοριμό και βάλτε – αστική, περιβαλλοντολογική, αυτοδύναμη, τουριστική, εναλλακτική κλπ) που στην ουσία λειτουργούν σαν το μακρύ χέρι και εφαρμοστές των διεθνών προγραμμάτων «υποστήριξης» (δήθεν) των χωρών της περιφέρειας, κοντά με την επέκταση πιο κλασσικών παιδιών στα διεθνή ύδατα, όπως διαθνείς ή Ευρωπαϊκές σχέσεις, δίκαιο, χρηματοπιστωτική κλπ.
Αυτή η παγκόσμια διάσταση, και οι μπούκες που κάνουν τα πανεπιστήμια μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων έχει και μια άλλη πλευρά. Την επέκταση του κύκλου εργασιών τους στην διεθνή αγορά. Αυτό γίνεται με δύο τρόπους. Ένα με επενδύσεις, δηλαδή άνοιγμα σχολών σε ξένες χώρες, που όμως ήταν το κλασσικό μοντέλο που πια δε συμφέρει, λόγω μικρής απόδοσης κέρδους, κι έτσι έχει αντικατασταθεί με συνεργασίες ή επιβλέψεις του έργου άλλων «ντόπιων» πανεπιστημίων. Ο δεύτερος τρόπος που είναι ο πιο συμφέρον και καθορίζει εξελίξεις στις περί την εκπαίδευση αποφάσεις, είναι η προσέλκηση ξένων φοιτητών στα πανεπιστήμια της χώρας. Η ενιοποίηση της Ευρωπαϊκής Αγοράς από το 1992 και μετά τροποποίησε σημαντικά τις αγορές στόχους των πανεπιστημίων. Ενώ μέχρι τότε ήταν χώρες της νότιας – ανατολικής κλπ Ευρώπης σταδιακά καθώς οι πολίτες αυτών των χωρών που έμπεναν στην ΕΕ αποκτούσαν τα ίδια δικαιώματα με τους Βρεττανούς σαν Ευρωπαίοι σήμαινε ότι αντί να πλοιρούν δίδακτρα σαν διεθνείς σπουδαστές, δηλαδή ακόμη και εφταπλάσια αυτών των Βρεττανών, πλήρωναν τώρα το ίδιο με αυτούς. Έτσι λοιπόν τα μεγάλα κέρδη βρίσκονταν αλλού και τώρα σε Ιαπωνία, Νοτιο-Ανατολική Ασία, ΗΠΑ (για τους οποίους αμερικάνους είναι πιο φθηνά να σπουδάζουν στη Βρεττανία, ακόμη και στα elit πανεπιστήμια, χώρια την αίγλη της εκπαίδευσης της Γηραιάς Ευρώπης) αλλά βασικά η μεγάλη αγορά για ξεζούμισμα είναι τώρα η Κίνα. Χώρια που με τον τρόπο αυτό αναπτύσονται σύνδεσμοι και εκπαιδεύονται τα μελλοντικά στελέχη/εκπρόσωποι/πράκτορες του Βρεττανικού ιμπεριαλισμού. Έτσι υπάρχουν ιδρύματα όπως τα πασίγνωστα LSE (London School of Economics),
Ένα τρίτο στοιχείο που συνηγορεί στην αύξηση ήταν ότι σε αντίθεση με τους Βρεττανούς οι μετανάστες αγωνίζονται να σπουδάσουν τα παιδιά τους κουβαλώντας τις αντιλήψεις τις πατρίδας τους και το όνειρο για ένα καλύτερο μέλλον. Έτσι έχει αλλάξει και η δημογραφία του φοιτητικού πληθυσμού, όπου υπάρχει και μια ορισμένου τύπου εθνικοποίηση ολόκληρων κλάδων. Π.χ. ιατρικά επαγγέλματα, υπολογιστές και σε μεγάλο βαθμό οικονομικά κυριαρχούνται από Ινδούς/Πακιστανούς/Μπαγκλαντεσιανούς, ενώ στα τμήματα μόδας μπορεί να βρεις πολλούς Ιάπωνες και Afrocaribeans.
Ας έρθουμε λοιπόν στο τελευταίο πακέτο μέτρων στην τριτοβάθμια που άρχισε να εφαρμόζεται από το Σεπτέμβρη. Βασικά επικεντρώνεται γύρω από το ζήτημα των διδάκτρων. Στα πλαίσια όσων αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με τους στόχους των πανεπιστημίων, κάποια elit πανεπιστήμια άρχισαν να ζητούν την απελευθέρωση των διδάκτρων, που μέχρι τώρα ορίζονταν από την κυβέρνηση. Όταν η κυβέρνηση άρχισε να ενδίδει στις πιέσεις, όχι ότι αντιστάθηκε ποτέ, άρχισαν τα πανεπιστήμια αυτά να πιέζουν για πλήρη απελευθέρωση και δίδακτρα 10.000 λιρών το χρόνο από 1.300, ενώ η κυβέρνηση πάλεψε για μια μεταβαρική περίοδο πριν την πλήρη απελευθέρωση. Από την πλευρά της κυβέρνησης το ζουμί ήταν να κόψει τις δαπάνες της για δίδακτρα (που πλήρωνε σαν κάθε είδους επιδοτήσεις προς τα ιδιωτικά πλέον πανεπιστήμια) και από την άλλη ικανοποιώντας τα πανεπιστήμια μα βρει έναν τρόπο να παρουσιάσει τα νέα μέτρα σαν φιλολαϊκά. Έτσι λοιπόν τη στιγμή που ενέδιδε ορίζοντας σαν ανώτερο πλαφόν για τρία χρόνια της 3.000 λίρες το χρόνο (όσο δηλαδή σχεδόν κόστιζε μέχρι τώρα όλο το πτυχίo) και μετά σταδιακή απλευθέρωση ως τις 10.000, ανακοίνωσε πως έφτασε σε συμφωνία με τα πανεπιστήμια να στήσουν από κοινού (δηλαδή και με κρατική επιχορήγηση αλλά βάζοντας και ίδια κεφάλαια, κομμάτι της προσαύξησης των διδάκτρων) ένα σύστημα υποτροφιών κι επιχορηγήσεων για τους χαμηλόμισθους και με βάση διάφορα κοινωνικά κριτήρια, αλλά και ακαδημαϊκής επίδοσης. Έτσι λοιπόν ενώ εισήγαγε το στοιχείο της ανταποδοτικότητας στις σπουδές, έκανε καραμέλα το ότι αυτό δίνει τη δυνατότητα σε παιδιά των χαμηλότερων τάξεων να σπουδάσουν ενώ μέχρι τώρα αποκλείονταν. Στην ουσία φυσικά το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο. Αποκλείονταν από την τριτοβάθμια εκπαίδευση τα μικροαστικά και χαμηλότερα μεσοαστικά στρώματα που τώρα για αυτούς γίνονταν πολύ δαπανειρά τα δίδακτρα, ενώ από την άλλη το ποσοστό αυτών που δικαιούνταν υποτροφίες σαν γόνοι χαμηλόμισθων μειώνονταν. Έτσι από την πρώτη χρονιά κιόλας υπάρχει καταγεγραμένη μια πρώση περίπου 4% (15.000 λιγότεροι) των εγγεγραμμένων στην τριτοβάθμια αυτή τη χρονιά. Αυτό φυσικά δε σημαίνει τίποτα για τα πανεπιστήμια που πέτυχαν τριπλασιασμό σχεδόν των διδάκτρων που τσεπώνουν ανά φοιτητή. Χώρια που δεν έχουν πια και τόσο ανάγκη τους εγχώριους μιας και το ζουμί/χρήμα βρίσκεται στους «διεθνείς/υπερατλαντικούς» φοιτητές που θα καλύψουν τις κενές θέσεις. Επίσης αυτή η κατάσταση υπολογίζεται ότι θα σημαίνει ότι οι φοιτητές θα αποφοιτούν με επίσημα πλέον 20.000 λίρες χρέος προς τις τράπεζες, που σημαίνει ότι η πραγματική χρέωσή τους θα κυμαίνεται πάνω από 25.000.
Στην πλειοψηφία του (2/3) ο Βρετανικός λαός θεωρεί ότι η αύξηση των διδάκτρων θα επιφέρει αποκλεισμό μεγάλων κομματιών της Βρετανικής κοινωνίας από την τριτοβάθμια και την επιστροφή μιας ελιτίστικης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Είναι αλήθεια ότι οι αλλαγές αυτές ευξάνουν τις ταχύτητες μέσα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Όχι μόνο ανάμεσα σε παλιά και νέα πανεπιστήμια, αλλά και σε ανταγωνισμούς ανάμεσα σε κοινά τμήματα που ανταγωνίζονται να προσελκύουν ένα πιο μικρό ντόπιο κοινό ή και μέσα στο ίδιο ίδρυμα για μεγαλύτερο κομμάτι των υποτροφιών κι επιδοτήσεων του κράτους. Χώρια που ήδη από την πρώτη χρονιά φαίνεται ότι το σύστημα των υποτροφιών όχι μόνο δυσλειτούργησε, αλλά τα κονδύλια που διατέθηκαν από τα ίδια κεφάλαια των πανεπιστημίων ήταν πολύ χαμηλότερα του αναμενόμενου, που τώρα μιλάνε για την ανάγκη μεγαλύτερης στήριξης από την κυβέρνηση. Ένα παράδειγμα γύρω από την πλήρη αποδιάρθρωση των πανεπιστημίων και της παρεχόμενης αλλά και παραγόμενης γνώσης που θα απόφέρουν τα νεοφιλελεύθερα μέτρα του Μπλερ, είναι αυτό που σχετίζεται με την χημική βιομηχανία της χώρας και τα αντίστοιχα τμήματα πανεπιστημίων. Ίσως η χημική έρευνα να είναι από τους λίγους τομείς που είναι πλήρως παραγωγικοί και γίνεται ακόμη μέσα σε πανεπιστημιακές σχολές. Ίσως επειδή η βιοχημική βιομηχανία είναι σταθερά τα τελευταία 20-30 χρόνια η μόνη αναπτυσσόμενη βιομηχανία σε κάθε επίπεδο. Το αποτέλεσμα είναι ότι με τη γενικότερη τάση προς τις υπηρεσίες και το τέλος της κλασσικής έννοιας της παιδείας του 20ου αιώνα όλο και λιγότεροι ήθελαν να σπουδάσουν σε τομείς των θετικών επιστημών. Και αν πια δεν ενδιαφέρει τους Βρετανούς το τμήμα της Γεογραφίας η χημεία λόγω ακριβώς του ρόλου της τους παραενδιαφέρει. Έτσι λοιπόν έχοντας εντοπίσει άνθρωποι της βιομηχανίας αλλά και των σχολών που συνεργάζονται μαζί τους τις συνέπειες των διδάκτρων στο έτσι κι αλλοιώς πτωτικό αριθμό των εγγεγραμμένων κάνανε το ζήτημα του κόστους που αυτό θα έχει στην βιομηχανία πρώτο θέμα, περιγράφοντας την προοπτική να φύγουν κομβικά σημεία της έρευνας πια στο Τρίτο κόσμο λόγω υποχρηματοδότησης κι ελλέιψεις ειδικευμένου δυναμικού. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα αντίστοιχα τμήματα ενισχύθηκαν με ειδικό κονδύλι για μεγαλύτερο αριθμό υποτροφιών για τους φοιτητές τους. Οι τελευταίου επίσης με το καινούριο σύστημα ανάμεσα σε όσα είχαν αν συνυπολογίσουν γύρω από το πού θα σπουδάσουν τώρα έχουν να ψάχνουν και πιο πανεπιστήμιο ή τμήμα δίνει πιο πολλά λεφτά ή επιδοτήσεις κλπ. προκειμένου να πάρουν τι σωστή απόφαση. Έτσι λοιπόν εκπαιδεύονται από μικροί στη λογική και πρακτική βασικά μιας επιτύχημένης καταναλωτικά απόφασης.
Το φοιτητικο κίνημα
Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα καλά και οι φοιτητές τι κάνουν; Δεν αντιδρούν; Ίσως κάποιοι να έχουν ακούσει για τις μαζικές πανεθνικές πορείες, από 15 έως 20.000, που γίνοντας μια φορά το χρόνο, άντι δύο, ενάντια στις αυξήσεις των διδάκτρων. Η ιστορία όμως θέλει λίγο περισσότερο ξεψάχνισμα και αφορά το επίπεδο και το είδος και οργάνωση αυτού που κατ’ ευφημισμόν και μόνο αποκαλείται φοιτητικό κίνημα. Το πρώτο που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι η μαζικότητα των κινητοποιήσεων δείχνουν ακριβώς ότι ο πλατύς κόσμος που νοιώθει στο πετσί και στην τσέπη του τη κοροϊδία και το κόστος των μέτρων αυτών είναι πάντα διαθέσιμος να κατέβει στο δρόμο. Το ζήτημα είναι τι ρόλο βαράει το φοιτητικό κίνημα και βασικά αν υπάρχει τέτοιο πράγμα, ή τι μορφή έχει.
Λίγα για την ιστορία των διδάκτρων. Η αντίστοιχη ΕΦΕΕ παραδοσιακά και μόνιμα ελέχγεται από τους εργατικούς. Όταν λοιπόν αφού ξαναήρθαν στην εξουσία προωθούσαν την πλήρη επαναφορά των διδάκτρων, την περικοπή των επιδοτήσεων και την εισαγωγή του συστήματος των δανείων η Βρετανική ΕΦΕΕ ήταν υπέρ των μέτρων. Οπότε είναι λίγο δύσκολο κάποιος να πιστέψει πως 10 χρόνια μετά θα άλλαζε τόσο ριζικά χαρακτήρα, ώστε να κινητοποιήσει ακόμη και με τα δεδομένα της Βρετανίας τον φοιτητόκοσμο. Παρ’όλ’ αυτά η πίεση είναι τόση ώστε επίσημα, μέσω των φοιτητικών εντύπων των σχολών και με αυτές τις εθιμοτυπικές πορειούλες εκδήλωνε την αντίθεσή της στην αύξηση των διδάκτρων χωρίς όμως να κάνει τίποτα για μια κίνηση μέσα στις σχολές. Γενικά ξαναλέω ότι το κλίμα υπάρχει. Αλλά πρέπει να πάρουμε υπόψη χρόνια αδράνειας, ανυπαρξίας συν όλες τις αλλαγές και πολλαπλού είδους κατακερματισμό στο χώρο της εκπαίδευσης όπου κυριολεκτικά υπάρχουν ελάχιστα που να θυμίζουν πολιτική και κοινωνικό ακτιβισμό. Για το φοιτητικό κίνημα όμως θα πω σε λίγο. Μόλις λοιπόν είδε ότι η μάχη είχε χαθεί, αφού δηλαδή τα μέτρα είχαν ψηφιστεί και πήγαιναν για εφαρμογή (συμειωτέον ανακοινώθηκαν δύο χρόνια πριν την εφαρμογή τους, όταν δεν έπιαναν κανέναν από όσους ήταν στο πανεπιστήμιο, αφού αφορούν μόνο από τους φετινούς νεοεισερχόμενους και μετέπειτα) συνέχισε αυτές τις πορειούλες αυξάνοντας λίγο τους τόνους και κάνοντας αποδεκτό το αίτημα για κατάργηση των διδάκτρων κι επαναφορά των επιδοτήσεων, θέση που υιοθέτησε επίσημα μόλις στο τελευταίο (ετήσιο) συνέδριο της βρετανικής ΕΦΕΕ. Φυσικά η βαρύτητα του φοιτητικού κινήματος είναι αμελητέα στην ουσία. (Μια διευκρίνιση: Η Σκοτία σίγουρα και ίσως η Βόρεια Ιρλανδία έχουν δικά τους εκπαιδευτικά συστήματα και νομοθεσίες).
Ας δούμε λοιπόν τι είδους φοιτιτικό κίνημα ή οργανώσεις υπάρχουν. Για να ξεμπερδεύουμε με την αριστερά υπάρχουν βασικά οι ελάχιστες και όχι πολύ φανερά δυνάμεις του SWP και άλλων τροτσκιστικών πολύ μικρών ομάδων από τη μία και από την άλλη ένα διάχυτο, επίσης ελάχιστο πια δυναμικό που αναφέρεται πιο πολύ σε κοινωνικά κινήματα/αυτονομία/αναρχία (αλλά βρετανικού τύπου, καμιά σχέση με τα δικά μας). Το τελευταίο δημιούργησε κάποια γεγονότα τη δεκαετία του ’90 αλλά από τότε και μετά έχει πέσει σε κρίση. Κάτι που μάλλον το ενίσχυσε πρόσκαιρα και η προσπάθεια του SWP με το Globalise Resistance να καρπωθεί την αίγλη που το κίνημα τις αντιπαγκοσμιοποίησης είχε προκαλέσει στη νεολαία.
Αυτά όμως δεν εμφανίζονται με πολιτικές ομάδες/οργανώσεις όπως στην Ελλάδα. Οι μεν κινηματικοί (ας τους πούμε έτσι) καταλαμβάνουν κτίρια και τα διαχειρίζονται για κάποιους μήνες πριν εκκενωθούν από την αστυνομία σαν κοινωνικά κέντρα, οι δε άλλοι έχουν φτιάξει την Κοινότητα των Φοιτητών του Respect (το κόμμα που εξέλεξε τον Galoway και υποστηρίζει το SWP και άλλες αριστερές δυνάμεις – και μειονότητες, βασικά μουσουλμάνοι).
Ας γυρίσουμε όμως στην οργάνωση του φοιτητικού κινήματος που ναι παρά το ότι είναι άφαντο είναι φοβερα οργανωμένο. Υπάρχει η ήδη προαναφερθείσα Εθνική Ένωση Φοιτητών όπου συμμετέχουν οι κατά σχολή Ενώσεις Φοιτητών. Οι τελευταίες είναι οργανωμένες, με δικά τους γραφεία, οικονομικό προϋπολογισμό (που προβλέπει το πανεπιστήμιο για το Students Union) και στελεχικό δυναμικό που εκλέγεται ετησίως από τους φοιτητές αλλά πληρώνεται αδρά (καλύτερα από πολλούς απλούς εργαζόμενους στην Βρετανία ώστε να γίνεται ελκυστική θέση για (πολλούς φοιτητές). Βασικά πληρώνονται ο πρόεδρος, ο υπέυθυνος τύπου και δημοσίων σχέσεων, και ίσως κάποιος ακόμη, ενώ υπάρχει μια πλειάδα άλλων θέσεων σας αντιπρόσωποι του πανεπιστημίου, των διαφόρων κοινοτήτων κλπ. που κάποιοι πληρώνονται είτε μερικώς είτε πλήρως. Επίσης οι ενασχολούμενοι, ακριβώς επειδή γνωρίζουν καλύτερα πώς λειτουργεί το πανεπιστήμιο είναι προτιμητέοι σε διάφορες δουλειές προβολής του πανεπιστημίου κλπ. Οι εκλογές γίνονται μια φορά το χρόνο, με λίστα ονομάτων για κάθε θέση ή για γραμματές της κάθε κοινότητηας (θα εξηγήσω πιο κάτω γι’ αυτές) και εκπροσώπους στο ετήσιο συμβούλιο της ΕΦΕΕ, θέση που κυρίως στοχεύουν οι υποψήφιοι της αριστεράς μιας και δεν μπορούν να βγουν πρόεδροι κλπ. Η αλήθεια είναι ότι χειάζεσαι σε ένα πανεπιστήμιοι με 15.000 φοιτητές καμιά 200-250 ψήφους για να βγεις, οπότε κανείς καταλαβαίνει και το μέγεθος της συμμετοχής στις εκλογές (βασικά η καμπάνια είναι για να πας να ψηφίσεις προταρχικώς και μετά για το ποιον) και για την επιροή της αριστεράς στους φοιτητές. Για τις πληρωτέες θέσεις φυσικά γίνεται χαμός με τις προσωπικές επιθέσεις και ανταγωνισμούς να δίνουν και να παίρνουν. Χώρια που μετράνε και στο βιογραφικό σου μετά και σου εξασφαλίζουν έστω για ένα χρόνο δουλεία στο διοικητικό κομμάτι του πανεπιστημίου μετά την αποφοίτησή σου. Πρόκειται λοιπόν για πλήρη γραφειοκρατικοποίηση κι ενσωμάτωση, όχι απλά με το κράτος αλλά με την επιχείρηση πανεπιστήμιο που θα χρηματοδοτήσει το Students Union για να ανοίξει έναν ραδιοφωνικό σταθμό ή ό,τι άλλη ενέργεια αυξήσει το prestige του στην αγορά και προσελκύσει φοιτητές. Βασικά η δουλειά του Students Union είναι αυτή με τη διοργώνωση party και συναυλιών κατά τη διάρκεια της χρονιάς, την έκδοση περιοδικού (που κάποιες φορές γράφεται και κάτι καλό ή ενδιαφέρον – αλλά βασικά είναι ένα νεολαιίστικο life style έντυπο), τη συλλογή πληροφοριών και επίβλεψη όλων αυτών των ενεργειών του στη μηνιαία συνεδρίαση με διοικητικό και καθηγητικό προσωπικό (συνδιοίκηση) με τη συμμετοχή και των εκπροσώπων των διαφόρων κοινοτήτων. Έτσι το Students Union είναι κομμάτι της μηχανής που καταπιέζει τους φοιτητές, κρατώντας λαδομένα τα γρανάζια ώστε να κυλάει ομαλά. Δεν είναι αφύσικη κατά συνέπεια η αποστασιοποίηση των φοιτητών, η αδιαφορία τους αλλά και η απόσταση που έχουν όσοι ασχολούνται, βασικά γίνονται μια κλίκα παρέα στο τέλος που αλληλοτρώγεται, με τον πολύ κόσμο.
Ας έρθουμε λοιπόν στις κοινότητες. Αυτές είναι οι μόνες ομάδες που λειτουργούν κάπως στους φοιτητικούς χώρους. Κάθε 20 άτομα με κοινό ενδιαφέρον μπορούν να κάνουν μια κοινότητα αναγνωρισμένη από το πανεπιστήμιο. Αυτή μπορεί να διοργανώνει κάθε δραστηριότητα μέσα στους χώρους του πανεπιστημίου να έχει πρόσβαση στις υποδομές του Students Union για τις ανάγκες της σε φωτοτυπίες κλπ. να γράφει στο περιοδικό κλπ. Κάθε κοινότητα έχει το προεδρείο της και παίρνει μέρος στις γενικότερες συνδιοικητικές συνελεύσεις. Κοινότητες μπορεί να υπάρχουν με βάση αθλήματα, hoby, ενδιαφέροντα, θρησκείες, εθνότητες, και ό,τι μπορείς να φανταστείς. Η μόνη κοινότητα που δεν αφέθηκε σε πανεπιστήμιο του κεντρικού Λονδίνου (SOAS) να λειτουργήσει ήταν των αυνανιστών, γιατί λέει θα μπορούσε να προκαλέσει την αντίδραση ή να ενοχλήσει κάποιους. Μέσα σε αυτό το τοπίο της πολυδιάσπασης ένα ειδικό θέμα, όπου κάποιος μπορεί να μετέχει σε μετρητές κοινότητες αλλά φυσικά η πλειοψηφία τους είναι ή ανενεργές και βραχύβιες, υπάρχου κάποια ενδαφέροντα στοιχεία. Στο ίδιο πανεπιστήμιο που απαγόρεψε τους αυνάνες να συνδικαλιστούν, υπάρχουν οι πιο πολιτικοποιημένες κοινότητες και βασικά η Παλαιστηνιακή. Αντίστοιχα αυτές που δείχνουν άνοδο και σταθερότητα τα τελευταία χρόνια είναι οι Μουσουλμανικές κοινότητες (ενισχυόμενες και από το κλίμα των καιρών και εξωπανεπιστημιακά όμως, με υλικά και εμπειρία), που έχουν και ειδικούς χώρους μέσα στις σχολές για να προσεύχονται κατά τη διάρκεια της μέρας. Φυσικά αυτή η πολυδιάσπαση από τη μία εμποδίζει συνεύρεση και συγκρότηση ταυτοτήτων ή αντίληψης με βάση γενικότερες κοινές αναφορές, άρα και την προϋπόθεση κοινών ενεργειών, και από την άλλη ό,τι κοινονικοποίηση πετυχαίνει γίνεται στη βάση της λογικής της αγοράς (ενδιαφέροντα, γούστα, κλπ.) που καθορίζει ακόμη και κοινότητες που φτιάχνονται στη βάση πιο κοινωνικών χαρακτηριστικών, μουσουλμανική, gay, africaribean, klp.
Χ.Γ.