Για το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της 16ης Σεπτεμβρίου
Το κείμενο που ακολουθεί καταγράφει ορισμένες πρώτες επισημάνσεις και εκτιμήσεις για το εκλογικό αποτέλεσμα της 16ης Σεπτεμβρίου. Σαν τέτοιο μπορεί να εκληφθεί ως βάση για τις συζητήσεις που θα γίνουν άμεσα ετούτη την περίοδο. Είναι λογικό πως μετά την ολοκλήρωση της μελέτης των αποτελεσμάτων και της συζήτησης, να διευκρινιστούν περισσότερο αρκετά ζητήματα που θίγονται στο κείμενο αυτό ή να χρειαστεί να επισημανθούν άλλα.
Α. Τα ραγίσματα, οι δυσκολίες και οι εφεδρείες του δικομματισμού
Ο εκλογικός αιφνιδιασμός που έκανε η ΝΔ προκηρύσσοντας πρόωρες εκλογές κατακαλόκαιρο, με σύμφωνη γνώμη του ΠΑΣΟΚ θα οδηγούσε –αν όλα προχωρούσαν ομαλά- σε μια άνετη ανανέωση της κυβερνητικής εντολής προς τη ΝΔ από τη μια, και σε μια μικρή διαφορά ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο κόμμα από την άλλη. Η αναμεταξύ τους αντιπαράθεση ενόψει εκλογικής αναμέτρησης θα έπρεπε να διοχετευτεί εντός του δικομματικού πλαισίου και τα ποσοστά των δύο κομμάτων αθροιζόμενα να ξεπερνούσαν το 84-85%. Όμως τα πράγματα δεν πήγαν έτσι.
Η κάλπη καταγράφει μια σημαντική απώλεια και για τα δύο κόμματα, σε απόλυτους αριθμούς και σε ποσοστά, που είναι σημαντική και δεν μπορεί να κρυφτεί με τεχνάσματα και επικοινωνιακά κόλπα. (ΝΔ μείον 365.000 ψήφους και 3,52%, ΠΑΣΟΚ μείον 276.622 ψήφους και 2,45%. Συνολικά 641.622 λιγότεροι ψήφισαν τα δύο κόμματα, ποσοστό 5,97%. Η ΝΔ μαζί με το ΠΑΣΟΚ το 2004 συγκέντρωναν το 85,91% των ψήφων ενώ τώρα συγκεντρώνουν το 79,94%). Έχουμε μια κυβέρνηση με μειωμένη σημαντικά την κοινοβουλευτική της δύναμη και με πτώση 3,5 μονάδων σε ολόκληρη την χώρα. Αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί «ισχυρή εντολή» από το λαό για συνέχιση της αντιλαϊκής πολιτικής της. Έχουμε μια τραυματισμένη αξιωματική αντιπολίτευση, που μπαίνει σε μια μεγάλη κρίση. Δεν μπόρεσε να πείσει, αντίθετα τιμωρήθηκε και αυτή για τη στάση της και καταγράφει το πιο χαμηλό ποσοστό που πήρε το ΠΑΣΟΚ από το 1977 και δώθε.
Δε χωρά αμφιβολία πως ο δικομματισμός μειώθηκε, πήρε ένα ηχηρό μήνυμα, ανησύχησε σφόδρα πριν τα αποτελέσματα και είναι σε δύσκολη κατάσταση συνολικά μετά το αποτέλεσμα. Δε χωρά επίσης αμφιβολία ότι δε μειώθηκε όσο θα έπρεπε ή όσο θα ήταν δυνατόν μετά την καταστροφή των πυρκαγιών και την αποκάλυψη της πλήρους ανικανότητας του κρατικού μηχανισμού και τις τεράστιες ευθύνες που έχουν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ ειδικά στα θέματα προστασίας των δασών. Η επίτευξη αυτοδυναμίας από πλευράς της ΝΔ και η τεράστια κρίση στο ΠΑΣΟΚ επιτρέπουν στη δεξιά να παρουσιάζει το αποτέλεσμα σα «νίκη». Στην ουσία η πτέρυγα αυτή της αστικής τάξης κατόρθωσε σε δύσκολες συνθήκες να διατηρήσει τον έλεγχο της διακυβέρνησης, και αυτό πανηγυρίζει, και όχι κάποια «νίκη» επί ενός αντιπάλου. Ο αντίπαλος υπό κανονικές συνθήκες, δηλαδή η αξιωματική αντιπολίτευση, ήταν απών, το έδαφος καθαρίστηκε για τον Καραμανλή, και πιο συγκεκριμένα του δόθηκε η δυνατότητα να πάρει ανάσα τα κρίσιμα δύο-τρία 24ωρα των πυρκαγιών και ανασυντάχθηκε. Έτσι δε χρειάστηκε η προσφυγή σε μέτρα και ρυθμίσεις που είχαν κάνει την εμφάνισή τους λίγες μέρες πριν τις εκλογές: ούτε άμεση προσφυγή στις κάλπες, ούτε συνεργασία ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, ούτε εξαγορά κάποιων βουλευτών από το πιο κοντινό κόμμα προς τη ΝΔ ή άλλα τεχνάσματα για την εξασφάλιση αυτοδυναμίας και σχηματισμό κυβέρνησης.
Πίσω από την υποχώρηση – τιμωρία του δικομματισμού πρέπει να αναδειχθεί ο πυρήνας που τροφοδότησε αυτήν την αλλαγή εκλογικής συμπεριφοράς των ψηφοφόρων. Αυτός δεν είναι άλλος από τον εντοπισμό του νεοφιλελευθερισμού ως μιας επικίνδυνης για την κοινωνία πολιτικής. Αυτό έγινε όχι μέσα από τα προγράμματα και τις τηλεοπτικές συζητήσεις αλλά κυρίως μέσα από την πρακτική πείρα του κόσμου τα προηγούμενα χρόνια και ιδιαίτερα μέσα από τους αγώνες και τα κινήματα που υπήρξαν. Η εθνική καταστροφή του καλοκαιριού έδωσε μια άλλη διάσταση στην κριτική των νεοφιλελεύθερων πολιτικών του «λιγότερου κράτους», συντέλεσε στο να αποκαλυφθούν οι ευθύνες και των δύο αστικών κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες.
Το 41,8% της ΝΔ δεν είναι εκφραστής μιας κοινωνικής πλειοψηφίας, αλλά αντίθετα αποτελεί πολιτική έκφραση μιας κοινωνικής μειοψηφίας. Η πολιτική που θα ακολουθήσει θα είναι η συνέχιση των «μεταρρυθμίσεων» και θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί την κρίση στο ΠΑΣΟΚ για να επιταχύνει το βηματισμό της.
Η κρίση του ΠΑΣΟΚ ακουμπά στην ίδια βάση. Το ΠΑΣΟΚ πληρώνει την συνειδητοποίηση από πλευράς της βάσης του ότι ακολούθησε τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, ότι δεν άσκησε καμιά αντιπολίτευση στη ΝΔ, ότι συμπεριφέρθηκε ως συμπολίτευση. Ο αντιδεξιός τόνος των δύο τελευταίων εβδομάδων δεν μπορούσε να καλύψει την απουσία αντιπολίτευσης των τελευταίων χρόνων. Επομένως το ΠΑΣΟΚ πληρώνει σε μεγαλύτερο βαθμό την απονομιμοποίηση του νεοφιλελευθερισμού μέσα στα λαϊκά στρώματα για δύο λόγους: Πρώτον η άλωση του κρατικού μηχανισμού από τη ΝΔ έθιξε και θίγει πολλά «κεκτημένα» των πασοκικών χρόνων. Δεύτερον γιατί η εικόνα της ηγετικής ομάδας του δεν πείθει ότι δίνει κάποια μάχη για την οποία η βάση πρέπει να συσπειρωθεί. Έτσι χωρίς την κρατική μηχανή στα χέρια του και χωρίς πολιτική και ηγεσία ικανή να συσπειρώσει και να δώσει μια μάχη ήρθε αυτό το αποτέλεσμα.
Είναι αναγκαίο να εντάξουμε την ήττα του ΠΑΣΟΚ μέσα στο γενικό πλαίσιο της κρίσης που διαπερνά τα σοσιαλιστικά κόμματα στην Ευρώπη. Το γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα περνά μια ανάλογη και ίσως πιο οδυνηρή κρίση. Ο σοσιαλιστικός χώρος παντού πιέζεται να «μπλαιροποιηθεί», να αποβάλει από πάνω του κάθε ίχνος του παρελθόντος και να παρουσιαστούν σαν ανοικτά κόμματα του κεφαλαίου. Στις παρούσες συνθήκες πρέπει η «κοινωνική ευαισθησία» να μεταφράζεται όχι σε μέτρα και δικαιώματα του κοινωνικού κράτους, αλλά σε ευκαιρίες και δυνατότητες ιδιωτικής φύσης με ολίγη από φιλανθρωπία, με οργάνωση των πολιτών σε λόμπι και στις καλές «μη κυβερνητικές οργανώσεις».
Ο Γ. Παπανδρέου ανοικτός υπερασπιστής αυτών των αντιλήψεων αμερικανοποίησης της πολιτικής ζωής, οδήγησε το ΠΑΣΟΚ σε μια μεγάλη κρίση και συρρίκνωση. Οι προσπάθειες να περισωθεί το κόμμα αυτό από τους νέους επίδοξους ναυαγοσώστες θα γίνει αμφισβητώντας τη γενική πορεία του σοσιαλιστικού χώρου πανευρωπαϊκά ή θα πάρει άλλα χαρακτηριστικά και ποια; Ένας συγκερασμός αμερικανοποίησης, σημιτικού εκσυγχρονιστικού νοικοκυρέματος (και μάλιστα χωρίς την κρατική εξουσία) και ενός δημαγωγικού αντιδεξιού λόγου μπορεί να είναι αποτελεσματική απάντηση στην κρίση;
Στη νέα βουλή υπάρχει παρουσία και του ακροδεξιού ΛΑΟΣ που κατόρθωσε να εισπράξει μια δυσφορία από τη ΝΔ και θα «αντιπολιτευτεί» από τα δεξιά τη ΝΔ, ζητώντας πιθανά πιο σκληρά μέτρα σε διάφορους τομείς (δημόσια τάξη, μετανάστες) ενώ θα ασκεί δημαγωγικά μια πιο «εθνικοκεντρική» γραμμή. (ΛΑΟΣ συν 109.207 ψήφους και 1,61%). Θα πιέζει προς μια πιο συντηρητική ακροδεξιά έκφραση της ΝΔ, θα συνεργάζεται μαζί της, θα είναι το ανοικτό ακροδεξιό συμπλήρωμά της. Έτσι κι αλλιώς δεν είναι λίγες οι ακροδεξιές φωνές και μέσα στη ΝΔ. Ο ακροδεξιός χώρος σε ολόκληρη την Ευρώπη έχει συμπεριφερθεί με δημαγωγικό τρόπο, απευθυνόμενος σε καθυστερημένα πληβειακά στοιχεία της κοινωνίας ενισχύοντας τα ρατσιστικά – εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Ο αντιπλουτοκρατικός και αντιδικομματικός λόγος του δεν πρέπει να παραπλανά κανέναν. Ο κ. Καρατζαφέρης είναι ειλικρινής όταν προτείνει το χέρι σε όποιο κόμμα βγει πρώτο και κλείνει το μάτι στο σύστημα που τον έθρεψε και τον τροφοδοτεί πότε εκβιάζοντας, πότε σιωπώντας, πότε παρέχοντας υπηρεσίες προς όλες τις κατευθύνσεις. Το κόμμα αυτό θα λειτουργήσει συμπληρωματικά προς το δικομματισμό και σαν φυτώριο ψήφων και αντιδραστικών πολιτικών.
Παρά τα σημάδια κρίσης εκπροσώπησης που είναι ορατά στον ορίζοντα –και υπό την έννοια μιας αδύναμης κυβερνητικής πλειοψηφίας και με την έλλειψη μιας εναλλακτικής προοπτικής από μια σε κρίση αξιωματική αντιπολίτευση- η κυρίαρχη τάξη στην Ελλάδα έχει πολλά «εργαλεία» στα χέρια της για να μη νοιώθει μεγάλες απειλές στο άμεσο μέλλον. Πολιτικό κομματικό σύστημα και ΜΜΕ θα παίξουν το ρόλο τους ώστε να φτιασιδωθούν οι ρωγμές, να κατευθυνθεί σε ανώδυνα κανάλια η δυσφορία και η οργή, να εξατμιστούν. Τέλος η κρατική μηχανή με όλες της τις απολήξεις θα κάνει τη δουλειά της για το προχώρημα και την εμπέδωση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών σε όλους τους τομείς.
Όλα αυτά εκτός αν…
Β. Η άνοδος, η δοκιμή και οι προκλήσεις της αριστεράς.
Οι κάλπες έβγαλαν ενισχυμένη την Αριστερά. Η καταδίκη του δικομματισμού έγινε πρωτίστως από τα αριστερά και με μια μετατόπιση προς τα αριστερά με δύο τρόπους: είτε σαν ψήφος διαμαρτυρίας-τιμωρίας (και αυτό έγινε περισσότερο προς το ΚΚΕ) είτε σαν ψήφος επιδοκιμασίας μιας ενωτικής ριζοσπαστικής κινηματικής παρέμβασης (αυτό έγινε με το Σύριζα). Κοντά σε αυτές τις δύο κυρίαρχες μορφές εκδήλωσης προς τα αριστερά, πρέπει να προστεθεί και η ψήφος που συγκέντρωσε το ψηφοδέλτιο των Οικολόγων-Πράσινων και τα 4 ψηφοδέλτια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Αν όλα αυτά προστεθούν θα φανεί ένα αποτέλεσμα που πολλά χρόνια είχε να πάρει συνολικά η Αριστερά και ιδιαίτερα σε βουλευτική αναμέτρηση. (Τα ψηφοδέλτια της Αριστεράς συγκεντρώνουν 1.068.270 ψήφους και 14.91%, ενώ το 2004 συγκέντρωναν 705.333 ψήφους και 9,51%).
Αυτή η ενίσχυση της Αριστεράς –σε όλες της τις εκδοχές- είναι αποτέλεσμα του λόγου που ο νεοφιλελευθερισμός και ο δικομματισμός είχαν μια πτώση και μείωση. Ο πυρήνας είναι ίδιος: η κριτική και η καταγγελία του νεοφιλελευθερισμού έγινε από την Αριστερά (με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικό βαθμό) και η πειστικότητά της ήταν τέτοια που η καταγγελία και η φθορά του δικομματισμού – νεοφιλελευθερισμού να πάει προς τα αριστερά.
Στο χώρο της αριστεράς ξεχώρισε το εγχείρημα του Σύριζα γιατί με πολύ προσγειωμένο, ρεαλιστικό και καθαρό τρόπο έστειλε ένα μήνυμα συσπείρωσης, αντίστασης και υποστήριξης των κινημάτων και καταγγελίας του δικομματισμού και του νεοφιλελευθερισμού. Η άνοδός του είναι ένα συγκεκριμένο δείγμα επικρότησης αυτής της «πλατφόρμας» και επιτεύχθηκε ακριβώς γιατί στην πράξη, σε όλη τη χώρα έγινε κατορθωτή μια σημαντική συσπείρωση και ενεργοποίηση δυνάμεων. Η άνοδός του θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη αν ήταν απαλλαγμένος από δύο σημαντικά «βάρη» του
Ακόμα πιο σημαντική από την αριθμητική και ποσοστιαία αύξηση του Σύριζα είναι το γεγονός πως ο κόσμος της αριστεράς ξαναζεστάθηκε, ένιωσε σα δική του υπόθεση το εγχείρημα, δραστηριοποιήθηκε για την επιτυχία του. Οι προσδοκίες του κόσμου είναι μεγάλες και ασκούν μια πίεση συνολικά στο Σύριζα για το πώς θα συμπεριφερθεί μετεκλογικά.
Το ΚΚΕ κατέγραψε κι αυτό μια σημαντική αύξηση και μπόρεσε να αξιοποιήσει εκλογικά τη διαφορετικότητά του χωρίς να έχει τα προβλήματα και τις δυσκολίες που μπορεί να έχει ένα ενωτικό εγχείρημα. Εκμεταλλεύτηκε την εικόνα, διέδωσε μια ορισμένη εικόνα για τον εαυτό του και εισέπραξε κυρίως ψήφους διαμαρτυρίας και τιμωρίας του δικομματισμού. Ο στόχος όμως να εμφανιστεί σα μοναδικός και αποκλειστικός αριστερός φορέας και δύναμη δεν επιτεύχθηκε και τώρα πρέπει να συνηθίσει στην ιδέα της ύπαρξης μιας μαζικής ριζοσπαστικής αριστερής δύναμης, υπαρκτής μέσα στις αντιστάσεις και τα κινήματα, με λόγο μέσα στη νεολαία και τη διάχυτη αριστερά των ανοργάνωτων και των ανένταχτων. Έτσι δεν πρέπει να είναι πολύ ευχαριστημένο από την ειδική γραμμή που είχε σε κάθε χώρο και σε κάθε βήμα να καταπολεμά το Σύριζα επικαλούμενος υπαρκτά ή ανύπαρκτα ζητήματα της πολιτικής του
Το πιο σημαντικό είναι ότι αυτή η άνοδος της αριστεράς γίνεται παρουσία κινημάτων και αγώνων και έχει διπλή σημασία. Ειδικά στο χώρο της νεολαίας, τα ποσοστά και των δύο πλευρών της αριστεράς είναι διψήφια. Τα ποσοστά του δικομματισμού αρκετά χαμηλότερα από τα κανονικά. Αυτό δεν υπήρχε σε άλλες εκλογικές αναμετρήσεις. Δείχνει ότι ειδικά η νεολαία συνέδεσε τους μεγάλους αγώνες που έδωσε με την πολιτική κατάσταση και «χρέωσε» τους υπεύθυνους. Και δεύτερον δίνει το υλικό έδαφος (μια γενιά λιγότερο δεμένη στο άρμα του δικομματισμού) για άλλους συσχετισμούς, εκλογικούς και πολιτικούς, πιο ευνοϊκούς για την αριστερά. Αν η νεολαία έκανε ένα βήμα σε αυτές τις εκλογές, η αριστερά πρέπει να κάνει το δικό της βήμα μετά από αυτές τις εκλογές.
Η άνοδος της αριστεράς είναι σημαντικό στοιχείο της πολιτικής ζωής του τόπου και πρέπει να αξιοποιηθεί στην κατεύθυνση της δημιουργίας και συγκρότησης ενός αντίπαλου δέους προς την αστική πολιτική και το νεοφιλελευθερισμό. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει μέσα από σεχταριστικές αντιλήψεις, ούτε μέσα από σχήματα που δεν παίρνουν υπόψη τους τους συσχετισμούς και τις ανάγκες του κόσμου. Η πρόκληση για την αριστερά είναι μεγάλη. Η περιχαράκωση και η μικροκομματική διαχείριση της επιτυχίας είναι αναντίστοιχη με τις ανάγκες και τις αγωνίες του κόσμου της αριστεράς. Η γραμμή που εμφανίστηκε από το ΚΚΕ αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, «μην προσθέτετε ανόμοια πράγματα, άλλο τα δικά μας αποτελέσματα και άλλο πράγμα των υπολοίπων, δεν είμαστε «όλοι αριστερά», καθώς και η απωθητική έως αλαζονική επίκληση του «εμείς οι κομμουνιστές» σαν κάτι ιδιαίτερο και πάνω από κάθε άλλον αριστερό και αγωνιζόμενο άνθρωπο (ιδιαίτερα όταν γίνεται από την κ. Λ. Κανέλλη ή το Ν. Μπογιόπουλο που στον «κατακλυσμό του 90 φτιάξαμε την κιβωτό μας με τις αρχές μας και τα ιδανικά μας και σήμερα με το 8,2% αποδεικνύουμε ότι η ιστορία δεν έφτασε στο τέλος της»)…
Αν η αριστερά θέλει να αδράξει ευκαιρίες και να ξανασυνδεθεί με τον κόσμο της εργασίας και τη νεολαία και να αξιοποιήσει ένα καλό εκλογικό αποτέλεσμα, οφείλει να δίνει μια καθαρή εικόνα του εαυτού της και όχι μια ψεύτικη. Από την τυπική ανεξαρτησία από το δικομματισμό να προχωρήσει στην πραγματική ανεξαρτησία από αυτόν και να αφήσει ρητορείες και σαχλαμάρες για «κιβωτούς», «κοστούμια», «αρραβώνες», «αριστερούς και δεξιούς ψάλτες».
Ο στόχος «να αλλάξει το τοπίο» ή το «κύκνειο άσμα του δικομματισμού» δεν αφορά φωτογραφικές απεικονίσεις. Το τοπίο μπορεί να αλλάξει έχοντας αφετηρία ένα θετικό αποτέλεσμα για την αριστερά, αλλά δεν αρκεί αυτό. Χρειάζεται αυτή η επίμονη ενωτική πρόσκληση στις οργανωμένες και ανένταχτες δυνάμεις της αριστεράς. Χρειάζεται η επιμονή στο ότι η κρίση του ΠΑΣΟΚ οφείλεται στο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμά του και όχι στο ικανό ή στο ανίκανο της ηγεσίας του. Αλλά επίσης και ότι η κρίση του ΠΑΣΟΚ δεν σημαίνει αυτόματα το μεγάλο φαγοπότι για την αριστερά. Πολλοί στην αριστερά μπορεί να ονειρεύονται την καθίζηση αλά γαλλικά της σοσιαλδημοκρατίας στο 25%. Θέλει όμως άλλα πράγματα.
Στις παρούσες συνθήκες το ενωτικό αριστερό κάλεσμα προς όλες τις οργανωμένες και μη δυνάμεις της αριστεράς είναι επιτακτικό και αναγκαίο. Ο Σύριζα είναι ο μόνος χώρος που έχει δώσει δείγματα και έχει καταγραφεί σαν ένας ενωτικός πόλος συσπείρωσης. Επομένως σε αυτόν υπάρχουν μεγαλύτερες ευθύνες για τη συσπείρωση και έκφραση του κόσμου της αριστεράς. Η φράση που χρησιμοποίησε ο Αλέκος Αλαβάνος στη δήλωσή του αμέσως μετά το αποτέλεσμα ότι «είμαστε υπό δοκιμή» πρέπει να διαπερνά κάθε σκέψη και κάθε πρωτοβουλία που πρέπει να παρθεί. Ο Σύριζα οφείλει άμεσα να πάρει πρωτοβουλίες σε δύο κατευθύνσεις: Πρώτον στη συγκρότηση μετώπων και αντιστάσεων απέναντι στην επίθεση που θα συνεχιστεί από την κυβέρνηση Καραμανλή (προϋπολογισμός, ιδιωτικοποιήσεις, ασφαλιστικό, παιδεία, συνταγματική αναθεώρηση). Δεύτερον στη λειτουργία και οργάνωση του Σύριζα πανελλαδικά. Είναι η ώρα της ενεργοποίησης του τρίτου μέρους της διακήρυξης του Σύριζα.
Τέλος η ΚΟΕ εντάχθηκε και υπηρέτησε το εγχείρημα του Σύριζα με όλες της τις δυνάμεις. Είχε μια σημαντική πανελλαδική παρουσία σε όλα τα ψηφοδέλτια και κατέγραψε μέσα από τους υποψήφιούς της μια συγκεκριμένη αναγνωρισιμότητα σαν αριστερή μαχητική ελπιδοφόρα δύναμη μέσα σε ένα ενωτικό εγχείρημα. Μας έμαθε πολύς κόσμος, και εμείς μάθαμε πολλά από τον κόσμο της αριστεράς με τον οποίο ήρθαμε σε επαφή. Καταγραφήκαμε στη συνείδηση χιλιάδων αριστερών πολιτών σαν η πλέον σημαντική και αυξανόμενη οργανωμένη αριστερή δύναμη μέσα στο Σύριζα μετά το
Η Γραμματεία της ΚΟΕ θέλει να απευθυνθεί προς όλους τους αριστερούς/ές που μας βοήθησαν και μας υποστήριξαν, ευχαριστώντας τους και δηλώνοντας τους πως θα συνεχίσουμε στην ίδια κατεύθυνση με περισσότερη διάθεση, δύναμη και γνώση. Προς όλα τα μέλη της ΚΟΕ που ακούραστα έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους στη μάχη αυτή και ανέδειξαν τα μεγάλα προβλήματα του τόπου και της αριστεράς, γιατί με τη δράση τους ανοίγουν έναν ελπιδοφόρο δρόμο για την αριστερά και τον εργαζόμενο κόσμο και αποκτούν πιο στενούς δεσμούς με το λαό και τα προβλήματά του.
18/9/2007