Αρχές Πολιτικής Οικονομίας – 10ο κεφάλαιο (οι κρίσεις), του Λ. Σεγκάλ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ: ΟΙ ΚΡΙΣΕΙΣ


1. Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ

Η ανάλυση του προτσές της αναπαραγωγής και της κυκλοφορίας του κοινωνικού κεφαλαίου μας έφερε άμεσα στο ζήτημα των κρίσεων. Είδαμε, πως η κίνηση του κοινωνικού κεφαλαίου είναι γεμάτη από βαθιές αντιθέσεις, που είναι η έκφραση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού.

Η κίνηση αυτή δε συντελείται με κανονικό τρόπο. Η χαρακτηριστική της μορφή εκδηλώνεται με τις γρήγορες μεταπτώσεις που γίνονται με άλματα, προχωρώντας από την αναζωογόνηση στην κατάπτωση, στην κρίση, στη στασιμότητα.

«Η βιομηχανική ζωή γίνεται έτσι μια διαδοχή περιόδων μέσης δραστηριότητας, ευημερίας, υπερπαραγωγής, κρίσης και στασιμότητας» (Μαρξ, Κεφάλαιο, Ι).

Αυτοί οι κύκλοι της παραγωγής επαναλαμβάνονται περιοδικά. Η αποφασιστική στιγμή τους είναι η κρίση. Ακριβώς τη στιγμή, όπου η καπιταλιστική παραγωγή προχωρεί ολοταχώς, όπου παράγονται όλο και μεγαλύτεροι όγκοι εμπορευμάτων, όπου ανεβαίνουν οι τιμές και μαζί μ’ αυτές αυξάνονται τα κέρδη των καπιταλίστων, όπου η ανεργία περιορίζεται και το μεροκάματο ανεβαίνει, αυτή ακριβώς τη στιγμή ξεσπάει ξαφνικά η κρίση. Να πώς περιγράφει ο Ένγκελς τις κρίσεις:

«Το εμπόριο σταματάει οι αγορές είναι κατάφορτες, τα προϊόντα βρίσκονται εκεί σε όγκους και απούλητα, τα μετρητά γίνονται αόρατα, η πίστη εξαφανίζεται, τα εργοστάσια σταματούν οι εργατικές μάζες στερούνται τα μέσα ύπαρξης, γιατί παρήγαγαν πολλά απ’ αυτά, οι πτωχεύσεις ακολουθούν τις πτωχεύσεις, οι αναγκαστικοί πλειστηριασμοί τους αναγκαστικούς πλειστηριασμούς. Η έμφραξη βαστάει ολόκληρα χρόνια, παραγωγικές δυνάμεις και προϊόντα σπαταλούνται και καταστρέφονται κατά μάζες, ώσπου τα στοκ των συσσωρευμένων εμπορευμάτων ρευστοποιούνται τέλος με μεγαλύτερη ή μικρότερη υποτίμηση, ώσπου η παραγωγή και η ανταλλαγή ξαναπαίρνουν βαθμιαία την πορεία τους. Η κίνηση προοδευτικά επιταχύνεται, περνάει στο τροχάδην το βιομηχανικό τροχάδην γίνεται καλπασμός κι ο καλπασμός αυτός επιταχύνεσαι ξανά ως την αφηνιασμένη ταχύτητα ενός γενικού steeple chase1 της βιομηχανίας, του εμπορίου, της πίστης, της κερδοσκοπίας, για να καταλήξει, έπειτα από τα πιο επικίνδυνα πηδήματα, να ξαναβρεθεί …στην τάφρο του κραχ. Και πάντοτε η ίδια επανάληψη» (Ένγκελς, Αντι – Ντύρινγκ, ΙΙΙ)

Τέτοια είναι η γενική εικόνα των κρίσεων. Μιλώντας για τις κρίσεις, έχουμε υπόψη μας όχι οποιεσδήποτε ιδιαίτερες διαταραχές της κοινωνικής παραγωγής, δηλ. όχι ιδιαίτερες κρίσεις που μπορούν να θίξουν συμπτωματικά τον έναν ή τον άλλο κλάδο, αλλά τις γενικές κρίσεις που προσβάλλουν ολόκληρη την καπιταλιστική παραγωγή, όλους τους πιο σημαντικούς κλάδους της. Δεν έχουμε εδώ υπόψη μας τις διαταραχές της κοινωνικής παραγωγής, που προκαλούνται από φυσικές συμφορές, όπως π.χ. μια κακή συγκομιδή, ένας σεισμός κλπ., ή από καθόλου τυχαίες συμφορές, από κοινωνικά φαινόμενα όπως ο πόλεμος, έχουμε υπόψη μας όχι την υποπαραγωγή, αλλά τις κρίσεις γενικής υπερπαραγωγής, που ξεσπούν κανονικά στο καπιταλιστικό σύστημα.

Λένε συνήθως, πως οι κρίσεις προέρχονται από την αναρχία της παραγωγής. Αυτό δεν είναι σωστό. Αναρχία της παραγωγές επικρατούσε επίσης και στην απλή εμπορευματική οικονομία και όμως τότε δεν ξεσπούσαν κρίσεις.

 

Η ΑΝΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΑΠΛΗ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ

Σε μια κοινωνία μικρών παραγωγών εμπορευμάτων, ή σύνδεση ανάμεσα στους μικρούς απομονωμένους παραγωγούς δεν είναι οργανωμένη, πραγματοποιείται αυθόρμητα με την ανταλλαγή. Εδώ όμως, ο καταμερισμός της εργασίας είναι ακόμα πολύ λίγο αναπτυγμένος, σε σύγκριση με τον καταμερισμό της εργασίας στην καπιταλιστική κοινωνία. Τα ατομικά μέσα εργασίας μπαίνουνε σε κίνηση προσωπικά από κάθε παραγωγό εμπορευμάτων, βάση της παραγωγής είναι η εργασία με το χέρι, κάθε παραγωγός εργάζεται χωριστά, η εργασία είναι καταμερισμένη ανάμεσα στους ανεξάρτητους παραγωγούς εμπορευμάτων, στο εσωτερικό όμως των εργαστηρίων δεν υπάρχει καταμερισμός εργασίας. Επειδή γενικά η παραγωγή δεν ήταν μεγάλη και ο καταμερισμός της εργασίας ήτανε λίγο αναπτυγμένος, η έλλειψη οργανωμένης σύνδεσης μεταξύ των παραγωγών εμπορευμάτων δε μπορούσε να έχει μεγάλη σημασία, δεν οδηγούσε σε κλονισμούς ολόκληρης της κοινωνικής παραγωγής.

«Καθένας από τους σκόρπιους μικρούς παραγωγούς έκανε μαζί πολλές δουλειές και γι’ αυτό ήταν σχετικά ανεξάρτητος από τους άλλους: ο χειροτέχνης, που έσπερνε ο ίδιος το λινάρι, το έκλωθε και το ύφαινε, ήταν σχεδόν ανεξάρτητος από τους άλλους. Αυτό το καθεστώς των σκόρπιων μικρών παραγωγών και μόνον αυτό το καθεστώς δικαιολογούσε το ρητό: «καθένας για τον εαυτό του και ο θεός για όλους», δηλ. την αναρχία των διακυμάνσεων της αγοράς» (Λένιν, Άπαντα, Ι).

Ολότελα διαφορετική είναι η κατάσταση στο καπιταλιστικό καθεστώς. Σ’ αυτά η εργασία έχει γίνει κοινωνική. Κάθε εργάτης είναι ένα μέρος από το σύνολο των εργατών της επιχείρησης. Τα μέσα εργασίας είναι τέτοια, που ένας μόνο εργάτης δε μπορεί να τα βάλει σε κίνηση. Ο καταμερισμός της εργασίας υπάρχει όχι μόνο ανάμεσα στις επιχειρήσεις, μα και μέσα σε κάθε επιχείρηση. Η παραγωγή γίνεται σε μεγάλη κλίμακα. Ο καταμερισμός της. εργασίας έχει φτάσει στα ακρότατα όρια. Υπάρχουν πολλοί κλάδοι παραγωγής, που ο ένας εξαρτάται από τον άλλον.

Ο καπιταλισμός κοινωνικοποιεί την εργασία, όχι μόνο με την έννοια πως μέσα στην επιχείρηση κάτω από τη διοίκηση του κεφαλαίου, εργάζονται πολλοί εργάτες, αλλά και με την έννοια πως όλο και περισσότερο δυναμώνει η αλληλεξάρτηση των χωριστών επιχειρήσεων.

«Η κοινωνικοποίηση της εργασίας από την καπιταλιστική παραγωγή δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι άνθρωποι εργάζονται στην ίδια επιχείρηση (αυτό είναι μόνο ένα μέρος από το προτσές), αλλά στο γεγονός ότι η συγκέντρωση των κεφαλαίων συνοδεύεται από την ειδίκευση της κοινωνικής εργασίας, από την ελάττωση του αριθμού των καπιταλίστων σε κάθε κλάδο της βιομηχανίας και από την αύξηση του αριθμού των ειδικών κλάδων της βιομηχανίας» (Λένιν, στο παραπ. έργο).

Όσο πιο ειδικευμένη είναι η εργασία στην κοινωνία, τόσο περισσότερο το κάθε είδος εργασίας εξαρτάται από όλα τα άλλα, δηλ. όσο ο καταμερισμός της εργασίας είναι πιο πολύ αναπτυγμένος, τόσο πιο πολύ ή εργασία είναι κοινωνικοποιημένη. Σε τέτοιες συνθήκες, στις συνθήκες του καπιταλισμού, η αναρχία της παραγωγής έρχεται σε αντίθεση με τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής.

 

ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ

Έτσι, η αναρχία της παραγωγής, στην απλή εμπορευματική παραγωγή, έχει ασύγκριτα μικρότερη σημασία παρά όταν κυριαρχεί το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής.

Στο τρίτο κεφάλαιο δείξαμε πως η δυνατότητα των κρίσεων εμφανίζεται από το διχασμό του εμπορεύματος σε εμπόρευμα και σε χρήμα, πως οι κρίσεις, σ’ εμβρυώδικη μορφή, εμπεριέχονται στο εμπόρευμα γενικά.

Γι αυτό η δυνατότητα των κρίσεων υπάρχει κιόλας στην απλή εμπορευματική παραγωγή. Αλλ’ αυτό είναι ακόμα μόνο μία αφηρημένη δυνατότητα, δηλ. μια δυνατότητα τέτοια που, στις συνθήκες της απλής εμπορευματικής παραγωγής, δε μπορεί ακόμη να μετατραπεί σε πραγματικότητα.

Στην απλή εμπορευματική παραγωγή, σκοπός της παραγωγής είναι η ικανοποίηση των αναγκών των παραγωγών εμπορευμάτων και όχι το κέρδος. Η αγορά είναι περιορισμένη γιατί ο καταμερισμός της εργασίας δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί πλήρως. Στις πιο πολλές περιπτώσεις η αγορά είναι τοπική και εύκολα μπορεί κανείς να την παρακολουθεί. Εκτός απ’ αυτό, οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας είναι ακόμα πολύ λίγο αναπτυγμένες, η παραγωγή είναι ακόμα μια ατομική με το χέρι παραγωγή, δεν είναι μαζική παραγωγή, γίνεται σε περιορισμένη κλίμακα και δε μπορεί να επεκταθεί γρήγορα. Γι’ αυτό στην απλή εμπορευματική παραγωγή δεν υπάρχουν γενικές κρίσεις υπερπαραγωγής.

Η εμφάνιση της καπιταλιστικής παραγωγής οδηγεί σε μια μεγαλύτερη ενίσχυση της δυνατότητας των κρίσεων και δημιουργεί τις συνθήκες, όπου η δυνατότητα των κρίσεων μετατρέπεται στην αναγκαιότητα τους και όπου οι κρίσεις γίνονται αναπόφευκτες. Στο καπιταλιστικό σύστημα, η εμπορευματική παραγωγή παίρνει μια γενική επέκταση, κινητήρια δύναμη της παραγωγής είναι το κέρδος, κάθε καπιταλιστής προσπαθεί να επεκτείνει στο μάξιμουμ την παραγωγή για να πάρει το μάξιμουμ του κέρδους. Η παραγωγή γίνεται σε μεγάλη κλίμακα με μηχανές, γι’ αυτό μπορεί να επεκταθεί γρήγορα. Η πίστη αναπτύσσεται, συνενώνοντας σε μια μόνο αλυσίδα όλους τους καπιταλιστές. Με την ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας, εντείνεται η αναρχία της παραγωγής. Ταυτόχρονα ο καπιταλισμός κατεβάζει το βιοτικό επίπεδο των μαζών η εργατική τάξη εξαθλιώνεται. Η επέκταση της παραγωγής, που προκαλείται από την τάση του κεφαλαίου να παίρνει όλο και μεγαλύτερο όγκο υπεραξίας, παρεμποδίζεται από την περιορισμένη καταναλωτική δύναμη των μαζών. Όλοι αυτοί οι όροι κάνουν τις κρίσεις αναπόφευκτες.

Η απλή εμπορευματική οικονομία χαρακτηρίζεται από την αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνική εργασία και την ατομική εργασία, χωρίς σ’ αυτή να υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στον τρόπο παραγωγής και τον τρόπο ιδιοποίησης (βλ. κεφ. IV). Στο καπιταλιστικό σύστημα, η αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνική εργασία και την ατομική εργασία μετατρέπεται σε αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και την καπιταλιστική ιδιοποίηση.

«Η ιδιοποίηση από τους ιδιώτες του προϊόντος της κοινωνικής εργασίας της οργανωμένης από την εμπορευματική οικονομία, αυτή είναι η ουσία του καπιταλισμού» (Λένιν, Άπαντα, Ι).

Αφού η δυνατότητα των κρίσεων, που χαρακτήριζε κιόλας την απλή εμπορευματική παραγωγή, μετατρέπεται στην αναγκαιότητά τους μόνο πάνω στη βάση του καπιταλισμού, είναι φανερό ότι την αιτία των κρίσεων πρέπει να τη ζητήσουμε όχι άμεσα στην αναρχία της παραγωγής, αλλά βαθύτερα, δηλ. στη βασική αντίθεση του καπιταλισμού, που τον διαφοροποιεί από την απλή εμπορευματική παραγωγή. Σε τι συνίσταται η ίδια η ουσία της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού;

Δεν πρέπει να φανταστούμε την αντίθεση αυτή στην απλοποιημένη μορφή: από τη μια μεριά η κοινωνική παραγωγή, από την άλλη ο καπιταλιστής, από το ένα μέρος τα κοινωνικά προϊόντα, από το άλλο μέρος ο καπιταλιστής που τα ιδιοποιείται.

Η βασική αντίθεση του καπιταλισμού συνίσταται στο ότι η κοινωνική παραγωγή είναι υποταγμένη στην τάξη των καπιταλιστών. Η καπιταλιστική ιδιοποίηση δεν είναι μόνον η ιδιοποίηση των προϊόντων της εργασίας των εργατών από τους καπιταλιστές. Επειδή οι καπιταλιστές είναι ιδιοκτήτες των κοινωνικών μέσων παραγωγής, μπορούν να ιδιοποιούνται τα προϊόντα της κοινωνικής εργασίας. Συνεπώς, η βασική αντίθεση του καπιταλισμού βρίσκεται στην κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην κοινωνική εργασία.

Απ’ αυτό βγαίνει το συμπέρασμα, ότι η ίδια η κοινωνική παραγωγή υπάρχει όχι για την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας, αλλά για την ικανοποίηση των αναγκών του κεφαλαίου.

«Το πραγματικό όριο της καπιταλιστικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο, το γεγονός ότι το κεφάλαιο, με την αξιοποίησή του παρουσιάζεται σαν η αρχή και το τέλος, σαν η αιτία και ο σκοπός της παραγωγής, ότι η παραγωγή είναι παραγωγή για το κεφάλαιο, ενώ τα μέσα παραγωγής είναι όλο και περισσότερο μέσα συνεχούς επέκτασης του ζωτικού προτσές της κοινωνίας των παραγωγών» (Μαρξ, Κεφάλαιο, III).

 

Η ΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Η κοινωνική παραγωγή δεν είναι παρά ένα μέσο για να αυξάνει η άξια του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο προσπαθεί να επεκτείνει απεριόριστα την παραγωγή για ν’ αυξήσει όσο το δυνατό περισσότερο την υπεραξία, όπως και την αξία του κεφαλαίου (συσσώρευση).

Ακόμα, κάθε καπιταλιστής είναι αναγκασμένος, με κίνδυνο καταστροφής, να επεκτείνει και να τελειοποιεί την παραγωγή. Για να αντιμετωπίσει το συναγωνισμό, δηλ. όχι μόνο για ν’ αυξήσει το κέρδος του, αλλά άπλα για να μην εκτοπιστεί από την αγορά, κάθε καπιταλιστής προσπαθεί να πωλήσει όσο το δυνατό φτηνότερα. Πρέπει να τείνει συνεχώς στο να χτυπήσει τους ανταγωνιστές του, από φόβο μήπως χτυπηθεί απ’ αυτούς.

Για να χτυπήσει όμως τους άλλους καπιταλιστές με χαμηλές τιμές, πρέπει να κατεβάσει τα έξοδα παραγωγής, να παράγει πιο φτηνά κι αυτό μπορεί να το κατορθώσει με το ανέβασμα της παραγωγικότητας της εργασίας με την ένταση της εκμετάλλευσης, με την επέκταση της παραγωγής.

«Η ακαταμάχητη δύναμη, που ασκεί η αναρχία της κοινωνικής παραγωγής μετατρέπει τη δυνατότητα απεριόριστης τελειοποίησης των μηχανών της μεγάλης βιομηχανίας σε μια υποχρέωση που επιβάλλει με απειλή καταστροφής σε κάθε βιομήχανο καπιταλιστή να τελειοποιεί διαρκώς περισσότερο τα μηχανήματά του…» (Ένγκελς, Άντι-Ντύρινγκ, III).

Εκείνο, που έπειτα σπρώχνει τους καπιταλιστές να επεκτείνουν την παραγωγή τους και να ανυψώνουν την παραγωγικότητα της εργασίας πάνω στη βάση μιας ανύψωσης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, είναι η πτώση του μέσου ποσοστού του κέρδους, που η ίδια είναι αποτέλεσμα της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Όσο πιο χαμηλά είναι το μέσο ποσοστό του κέρδους, τόσο περισσότερο πρέπει να παράγει ο καπιταλιστής για να πάρει ένα μεγαλύτερο όγκο κέρδους. Αλλά η ανύψωση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου καταλήγει σε μια κατοπινή πτώση του μέσου ποσοστού του κέρδους, που με τη σειρά του σπρώχνει στην παραπέρα επέκταση της παραγωγής κλπ κλπ. Απ’ όλα όσα είπαμε:

«… προκύπτει, ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής τείνει στην απόλυτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ανεξάρτητα από την αξία και την υπεραξία που περικλείει, ανεξάρτητα επίσης από τις κοινωνικές συνθήκες όπου συντελείται η καπιταλιστική παραγωγή» (Μαρξ, Κεφάλαιο, III).

Οι καπιταλιστές, για να επιτύχουν το σκοπό τους, είναι υποχρεωμένοι να επεκτείνουν απεριόριστα την παραγωγή, σαν να ήταν το όριο γι’ αυτή την επέκταση οι ίδιες οι παραγωγικές δυνάμεις χωρίς να λογαριάζονται οι δυνατότητες ρευστοποίησης.

«Τα μέσα παραγωγής που υπάρχουν σαν κεφάλαιο πρέπει να λειτουργήσουν, αλλιώς παύουν να είναι κεφάλαιο. Με την ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής, η κλίμακα της παραγωγής καθορίζεται όλο και λιγότερο από την άμεση ζήτηση προϊόντων και όλο και περισσότερο από τη σπουδαιότητα του κεφαλαίου που διαθέτει ο καπιταλιστής» (Μαρξ, Κεφάλαιο, III).

Έτσι, το κεφάλαιο οφείλει να επεκτείνει αδιάκοπα την κοινωνική παραγωγή, που του είναι υποταγμένη και του χρησιμεύει μόνο σαν μέσο για να αυξάνεται. Μπορεί όμως πραγματικά να επεκτείνει αδιάκοπα την κοινωνική παραγωγή;

 

ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΝΑΙ ΟΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Η αξία και η υπεραξία δεν παράγονται ανεξάρτητα από την παραγωγή άξιων χρήσης. Για να αυξηθεί η υπεραξία, πρέπει να επεκταθεί η παραγωγή. Αλλά η παραγωγή τίνος; Η παραγωγή άξιων χρήσης (μέσων παραγωγής και ειδών κατανάλωσης), που πρέπει να καταναλωθούν από κάποιον.

Αλλά οι αξίες χρήσης που έχουν παραχθεί είναι εμπορεύματα (όχι απλά εμπορεύματα, αλλά εμπορεύματα που έχουν παραχθεί καπιταλιστικά), που εμπεριέχουν έναν ορισμένον όγκο υπεραξίας. Συνεπώς, αυτές οι αξίες χρήσης μπορούν να καταναλωθούν μόνον όταν πουληθούν, όταν συντελεστεί η μετατροπή του εμπορεύματος σε χρήμα και έτσι μετατραπεί το κεφαλαίο-εμπόρευμα σε κεφάλαιο-χρήμα.

Ένα μέρος από τις αξίες χρήσης (μέσα παραγωγής και ένα μέρος από είδη κατανάλωσης) αγοράζεται από τους καπιταλιστές, το άλλο μέρος πρέπει ν’ αγοραστεί από την εργατική τάξη. Αλλά μπορεί η εργατική τάξη στο καπιταλιστικό καθεστώς να καταναλώνει απεριόριστα; Όχι, η καταναλωτική της δύναμη καθορίζεται όχι από τις ανάγκες της, αλλά από την αγοραστική της δύναμη. Κι αυτή βρίσκεται μοιραία σε καθυστέρηση έναντι της αύξησης της παραγωγής, γιατί η εξαθλίωση της εργατικής τάξης είναι νόμος του καπιταλισμού.

Συνεπώς, αν το κεφάλαιο πρέπει ν’ αναπτύσσει απεριόριστα την παραγωγή, πρέπει επίσης αναπόφευκτα να περιορίζει την καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας. Η τάση για απεριόριστη ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγής σκοντάφτει στο όριο της καταναλωτικής δύναμης της αστικής κοινωνίας.

«Αλλά η καταναλωτική δύναμη δεν καθορίζεται ούτε από την απόλυτη παραγωγική δύναμη, ούτε από την απόλυτη καταναλωτική δύναμη, καθορίζεται από την καταναλωτική δύναμη που στηρίζεται σε μια ανταγωνιστική διανομή, που περιορίζει την κατανάλωση της μεγάλης μάζας της κοινωνίας σ’ ένα ελάχιστο, που κανονίζεται από περισσότερο ή λιγότερο στενά όρια» (Μαρξ, Κεφάλαιο, III).

Ο περιορισμός της κατανάλωσης της μεγάλης μάζας της κοινωνίας, δηλ. του προλεταριάτου, στο ελάχιστο κι ακόμα σ’ ένα ελάχιστο που μικραίνει όσο αυξάνει η κοινωνική παραγωγή, απορρέει άμεσα από τον ίδιο ο σκοπό του κεφαλαίου, από την ίδια την ουσία της καπιταλιστικής ιδιοποίησης. Γι’ αυτό, όταν λέμε ότι η τάση για απεριόριστη επέκταση της παραγωγής σκοντάφτει στην καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας σαν στο όριό της, ότι η καταναλωτική δύναμη των μαζών είναι το πλαίσιο αυτής της επέκτασης, αυτό σημαίνει, πραγματικά, ότι το ίδιο το κεφάλαιο αποτελεί το όριο στην επέκταση της παραγωγής. Γι’ αυτό ο Μαρξ λέγει ότι:

«το πραγματικό όριο της καπιταλιστικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο» (Μαρξ, Κεφάλαιο, III).

 

Η ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ

Ο σκοπός, που βάζει στον εαυτό του ο καπιταλισμός, η αύξηση της αξίας του κεφαλαίου, είναι πολύ περιορισμένο σχετικά με τα μέσα που πρέπει να εφαρμόσει, πολύ στενός για να επιτρέψει την απεριόριστη επέκταση της κοινωνικής παραγωγής. Με άλλα λόγια: οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής είναι πολύ στενές για την κοινωνική παραγωγή.

«Τα όρια, όπου μπορούν και οφείλουν να κινηθούν η διατήρηση και η αξιοποίηση της αξίας – κεφάλαιο, που στηρίζονται στην απαλλοτρίωση και την εξαθλίωση της μεγάλης μάζας των παραγωγών, βρίσκονται συνεχώς σε σύγκρουση με τις μέθοδες παραγωγής, που πρέπει να χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο για να πετύχει το σκοπό του και που επιδιώκουν την απεριόριστη αύξηση της παραγωγής, καθορίζουν σαν σκοπό της παραγωγής την ίδια την παραγωγή και, έχουν μπροστά τους τη χωρίς όρους ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγικότητας της εργασίας. Το τελευταίο αυτό μέσο βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση με τον περιορισμένο σκοπό, την αξιοποίηση του υπάρχοντος κεφαλαίου» (Μαρξ, Κεφάλαιο, III).

Η σύγκρουση αυτή ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και τον περιορισμένο σκοπό του κεφαλαίου, εκφράζεται στις κρίσεις υπερπαραγωγής. Εννοείται ότι πρόκειται μόνο για τη σχετική υπερπαραγωγή. Δεν πρόκειται για πλεόνασμα σε σχέση με κείνο, που η κοινωνία θα μπορούσε γενικά να καταναλώσει, αλλά σε σχέση με κείνο που μπορεί να καταναλώσει στο καπιταλιστικό καθεστώς. Η καταναλωτική δύναμη της εργατικής τάξης στο καπιταλιστικό καθεστώς δεν καθορίζεται από τις ανάγκες της, αλλά από την αγοραστική της δύναμη. Η αναρχία της παραγωγής και η εξαθλίωση της εργατικής τάξης απορρέουν από την αντίθεση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και του καπιταλιστικού χαρακτήρα της ιδιοποίησης. Οι αναπτυγμένες από το κεφάλαιο κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις ξεπερνούν τα πλαίσια της καπιταλιστικής ιδιοποίησης, που κυριαρχεί πάνω σ’ αυτές και αντιφάσκει προ αυτές. Έτσι, η αιτία των κρίσεων βρίσκεται στην αντίθεση μεταξύ της κοινωνικής παραγωγής και της καπιταλιστικής ιδιοποίησης.

Αφού η αντίθεση αυτή, που είναι η αιτία των κρίσεων, υπάρχει και δρα σταθερά, γιατί λοιπόν οι κρίσεις ξεσπούν μόνο από καιρό σε καιρό, γιατί η καπιταλιστική παραγωγή δε βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς κρίσης αντί να περνάει από τις φάσεις ανόδου, κρίσης, στασιμότητας, ανόδου κοκ;

Για ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό πρέπει να εξετάσουμε πώς γίνεται γενικά η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής.

 

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ

Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε, πως η γρηγορότερη παραγωγή μέσων παραγωγής σχετικά με την παραγωγή ειδών ατομικής κατανάλωσης είναι ένας νόμος της πλατειάς καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Αυτό όχι μόνον οξύνει τη δυσαναλογία μεταξύ των δύο τομέων της κοινωνικής παραγωγής και οδηγεί στις κρίσεις, αλλά είναι ταυτόχρονα η αιτία του γεγονότος ότι η αντίθεση μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και καπιταλιστικής ιδιοποίησης δεν προκαλεί μια σταθερή υπερπαραγωγή, αλλά μόνο μια περιοδική υπερπαραγωγή.

Η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου σημαίνει, πως ένα μέρος όλο και πιο σημαντικό της κοινωνικής παραγωγής καταναλώνεται σαν σταθερό κεφάλαιο, μπαίνει στην παραγωγική κατανάλωση (αντίθετα από τα είδη κατανάλωσης που χρησιμεύουν μόνο στην προσωπική κατανάλωση). Γι’ αυτό η γενική παραγωγή μπορεί να μεγαλώνει ως ένα όριο ανεξάρτητα από την κατανάλωση των μαζών. Αφού τα μέσα παραγωγής δεν είναι είδη προσωπικής κατανάλωσης του προλεταριάτου, η παραγωγική κατανάλωση, η κατανάλωση μέσων παραγωγής, δεν περιορίζεται από την αγοραστική δύναμη των μαζών.

Η αύξηση της κατανάλωσης των μέσων παραγωγής, που είναι συνέπεια της ανύψωσης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, δημιουργεί από μέρος των καπιταλιστών ζήτηση όλο και μεγαλύτερης ποσότητας μέσων παραγωγής, που βρίσκουν έτσι τοποθέτηση μέσα στην ίδια την παραγωγή.

Από την άλλη μεριά, σε σύνδεση με τούτο, αυξάνει επίσης η κατανάλωση της εργατικής τάξης. Όταν η παραγωγή επεκτείνεται χρειάζονται περισσότεροι εργάτες, το σύνολο των ημερομισθίων αυξάνει, καθώς και η αγοραστική δύναμη της εργατικής τάξης. Η κατανάλωση της εργατικής τάξης καθορίζεται, όπως ξέρουμε, από τις ανάγκες της συσσώρευσης του κεφαλαίου: όταν οι καπιταλιστές, για να επεκτείνουν την παραγωγή, παίρνουν νέους εργάτες και αναγκάζονται, κάτω από ορισμένους όρους, να αυξήσουν τα μεροκάματα, πλαταίνουν μ’ αυτό και την αγορά για τα είδη μαζικής κατανάλωσης.

Έτσι η ανάθεση μεταξύ της κοινωνικής παραγωγής και της καπιταλιστικής ιδιοποίησης μπορεί ν’ αναπτύσσεται ίσαμε ένα ορισμένο όριο χωρίς η ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγής να σταματάει στα στενά όρια, που της βάζει η καπιταλιστική ιδιοποίηση, δηλ. χωρίς κρίσεις.

Η αύξηση της κατανάλωσης των μέσων παραγωγής δημιουργεί για ένα χρονικό διάστημα τη δυνατότητα να επεκταθεί η παραγωγή, ανεξάρτητα από την αγοραστική δύναμη των μαζών. Άλλα μόνο για ένα χρονικό διάστημα, γιατί η τάση για απεριόριστη επέκταση της παραγωγής θα σκοντάψει αργά ή γρήγορα στα όρια που καθορίζει η καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας.

 

Η ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ

Πρέπει να σκεφθούμε ότι τελικά τα μέσα παραγωγής χρησιμεύουν για την παραγωγή ειδών κατανάλωσης. Τους καπιταλιστές γενικά δεν τους ενδιαφέρει ποια αξία χρήσης παράγουν. Γι’ αυτούς τα μέσα παραγωγής είναι ένα κεφάλαιο, δηλ. ένα μέσο για ν’ απομυζούν απλήρωτη εργασία από την εργατική τάξη. Για να παράγουν όμως υπεραξία, οι καπιταλιστές δε μπορούν ν’ αποφύγουν την ανάγκη να παράγουν αξίες χρήσης εντελώς συγκεκριμένες και όσα μέσα παραγωγής κι αν παραχθούν, κάθε μέσο παραγωγής τελικά πρέπει, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, να χρησιμεύει για την παραγωγή ειδών κατανάλωσης.

Η πιο γρήγορη αύξηση των μέσων παραγωγής πρέπει τελικά να φέρει μια δυσαναλογία μεταξύ των τομέων Ι και II της κοινωνικής παραγωγής. Είναι αναπόφευκτο να παράγονται πολύ περισσότερα μέσα παραγωγής, σε σύγκριση μ’ εκείνα που χρειάζονται για τον τομέα II. Στον τομέα Ι παρουσιάζεται υπερπαραγωγή. Αυτή όμως η υπερπαραγωγή ξεσπάει γιατί ο τομέας II, που παράγει είδη κατανάλωσης, δε μπορεί να επεκτείνει την παραγωγή του αρκετά γρήγορα για να μπορέσει να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα παραγωγής, που του προσφέρει ο τομέας Ι. Και δεν το μπορεί γιατί παρεμποδίζεται άμεσα από την περιορισμένη αγοραστική δύναμη των μαζών.

Η δυσαναλογία αυτή της παραγωγής απορρέει από την αντίθεση μεταξύ της κοινωνικής παραγωγής και της καπιταλιστικής ιδιοποίησης. Η αντίθεση μεταξύ της τάσης για απεριόριστη επέκταση της παραγωγής και της περιορισμένης αγοραστικής δύναμης των μαζών είναι επίσης άμεση συνέπειά της. Δεν είναι παρά δυο μορφές, πού μ’ αυτές εκδηλώνεται η βασική αντίθεση του καπιταλισμού.

Γι’ αυτό η δυσαναλογία μεταξύ των κλάδων της παραγωγής και η αντίθεση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης δεν πρέπει να θεωρούνται σαν αιτίες των κρίσεων. Η αιτία των κρίσεων είναι η αντίθεση μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και καπιταλιστικής ιδιοποίησης.

«Η βαθιά αιτία των οικονομικών κρίσεων υπερπαραγωγής, βρίσκεται στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα» (Στάλιν, Δύο απολογισμοί. Ζητήματα λενινισμού).

 

2. Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Η πολυπλοκότητα των μορφών, που παίρνει στο ξετύλιγμά της η κρίση, έχει για αποτέλεσμα ότι οι πραγματικές της αιτίες συσκοτίζονται. Ιδού μερικά παραδείγματα.

Η κρίση εκδηλώνεται στην αρχή όχι στον τομέα της παραγωγής, αλλά στον τομέα της πίστης και του εμπορίου. Γι’ αυτό δημιουργείται η εντύπωση, ότι η διαταραχή της πίστης και του εμπορίου είναι η αιτία της κρίσης.

Η βασική αντίθεση του καπιταλισμού καταλήγει στο γεγονός ότι η ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων σκοντάφτει στο εμπόδιο, που της βάνει η καπιταλιστική ιδιοποίηση με τη μορφή της περιορισμένης κατανάλωσης των μαζών. Συνήθως η κρίση αρχίζει όχι από τους κλάδους που παράγουν είδη κατανάλωσης, αλλά από κείνους που παράγουν μέσα παραγωγής. Γι’ αυτό σχηματίζεται η εντύπωση πως η υπερπαραγωγή δεν έχει καμία σχέση με την κατάσταση των προλεταριακών μαζών, δηλ. με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.

Όλα αυτά τα φαινόμενα, που παραμορφώνουν τους πραγματικούς δεσμούς αιτιών και αποτελεσμάτων, τα χρησιμοποιούν οι αστοί και σοσιαλδημοκράτες «θεωρητικοί» για ν’ αποδείξουν, πως η κατάργηση των κρίσεων είναι δυνατή και σ’ αυτό το καπιταλιστικό σύστημα.

Γι’ αυτό δεν πρέπει να περιοριστούμε μόνο στην εξήγηση των αιτίων της χρίσης, είναι επίσης αναγκαίο να εξηγήσουμε την πορεία της κρίσης.

 

Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Η κρίση ξεσπάει ακριβώς τη στιγμή που οι δουλειές πηγαίνουν θαυμάσια για τους καπιταλιστές. Η υπερπαραγωγή αποκαλύπτεται με μιας και η κρίση ξεσπάει επίσης ξαφνικά. Στην πραγματικότητα όμως η υπερπαραγωγή υπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση πριν από την κρίση. Η πίστη και το εμπόριο συντελούν σ’ αυτή την κατάσταση πραγμάτων.

Οι τράπεζες συγκεντρώνουν το κολοσσιαίο κεφάλαιο-χρήμα, που το βάζουν στη διάθεση των βιομηχάνων με τη μορφή δανείων. Η πίστη επιτρέπει στους καπιταλιστές να παράγουν, αν και τα εμπορεύματα που έχουν παραχτεί προηγούμενα δεν έχουν ακόμα πουληθεί. Λόγω της ύψωσης των τιμών, που παρατηρείται στις παραμονές της κρίσης, η πίστη επιτρέπει στους καπιταλιστές να δημιουργούν στοκ, περιμένοντας μια κατοπινή ύψωση των τιμών. Όσο οι δουλειές πάνε καλά, όσο η ζήτηση των εμπορευμάτων αυξάνει, όσο οι τιμές ανεβαίνουν κλπ., οι καπιταλιστές μπορούν να πωλούν ο ένας στον άλλον εμπορεύματα με πίστωση. Έτσι, η πίστωση επιτρέπει στην παραγωγή να ξεπερνάει το πλαίσιο της πραγματικής αγοραστικής δύναμης.

«Η τράπεζα και η πίστη γίνονται το ισχυρότερο μέσο για την επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής πέραν από τα ίδια της τα όρια και ένας από τους ενεργότερους φορείς των κρίσεων και της κερδοσκοπίας» (Μαρξ, Κεφάλαιο, III).

Η ζήτηση εμπορευμάτων στην περίοδο της ανόδου, που προηγείται από την κρίση, δεν είναι μόνο ζήτηση από τους άμεσους καταναλωτές, αλλά και κερδοσκοπική ζήτηση από τους εμπόρους καπιταλιστές: με την ελπίδα μεγάλων κερδών οι έμποροι αγοράζουν από τους βιομηχάνους ποσότητες εμπορευμάτων ανώτερες από τη ζήτηση των άμεσων καταναλωτών. Ο χωρισμός του κεφαλαίου-εμπόρευμα στη μορφή του ανεξάρτητου εμπορικού κεφαλαίου οδηγεί στο σχηματισμό μιας ανεξάρτητης εμπορικής ζήτησης. Κι αυτό έχει για αποτέλεσμα να σπρώχνει την παραγωγή πέραν από τα καθορισμένα από την πραγματική αγοραστική δύναμη της κοινωνίας όρια.

Έτσι δημιουργείται μια λανθάνουσα υπερπαραγωγή: η παραγωγή συνεχίζεται στα γιομάτα, οι τιμές ανεβαίνουν, μ’ όλο που η αγορά είναι κιόλας υπερφορτωμένη. Μόλις όμως συμβεί, σε κάποιο σημείο, ένα. σταμάτημα στις πωλήσεις, η υπερπαραγωγή, που ως τη στιγμή αυτή ήταν σε λανθάνουσα κατάσταση, εκδηλώνεται αμέσως με τη μορφή τεράστιου όγκου εμπορευμάτων που δε βρίσκουν αγοραστές.

Μ’ όλο που οι ρίζες της κρίσης βρίσκονται στην ίδια την παραγωγή, η κρίση ξεσπάει στην αρχή στον τομέα της πίστης και του εμπορίου.

Επειδή οι καπιταλιστές είναι συνδεμένοι ο ένας με τον άλλον μ’ ένα διακλαδωμένο δίκτυο πίστης, η επιβράδυνση στη ρευστοποίηση ενός εμπορεύματος, που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα στην αγορά, προκαλεί στους αντίστοιχους καπιταλιστές ανικανότητα για πληρωμή, που έχει άμεσο αντίκτυπο σ’ όλη την αλυσίδα της πίστης: όταν ο καπιταλιστής Α δε μπορεί ν’ ανταποκριθεί στα ληξιπρόθεσμα χρέη του προς τον καπιταλιστή Β, τότε κι αυτός δε μπορεί να πληρώσει τα δικά του χρέη στο Γ κλπ. Αφού η πίστη είναι συγκεντρωμένη στις τράπεζες, η αδυναμία πληρωμής των οφειλετών της τράπεζας απολήγει στην αδυναμία πληρωμής της ίδιας της τράπεζας. Οι πτωχεύσεις επακολουθούν. Οι καταθέτες, για να εξασφαλίσουν τις καταθέσεις τους, σπεύδουν να τις αποσύρουν από τις τράπεζες. Η ζήτηση πιστωτικού κεφαλαίου αυξάνει, ενώ η προσφορά του ελαττώνεται, γι’ αυτό υψώνεται πολύ το επιτόκιο.

Από τον τομέα της πίστης, η κρίση περνάει γρήγορα στο εμπόριο. Επειδή οι καπιταλιστές (βιομήχανοι και έμποροι) έχουν ανάγκη από κεφάλαια, κατεβάζουν τις τιμές των εμπορευμάτων τους με το σκοπό να τα πουλήσουν αυτό όμως οξύνει το συναγωνισμό και φέρνει μεγαλύτερη πτώση των τιμών. Αν και η πτώση των τιμών γίνεται άνισα στους διάφορους κλάδους, παίρνει όμως γενικό χαρακτήρα και γίνεται αιφνιδιαστικά.

Τέλος η κρίση ξεσπάει στον τομέα της παραγωγής. Έπειτα από τις πτωχεύσεις, την πτώση των τιμών, τα συσσωρευμένα στοκ και την ελάττωση των παραγγελιών, η παραγωγή αρχίζει να συστέλλεται. Τα εργοστάσια κλείνουν και εκείνα που εξακολουθούν να εργάζονται περιορίζουν την παραγωγή τους. Οι εργάτες διώχνονται κατά μάζες. Οι καπιταλιστές κάνουν επίθεση κατά των ημερομισθίων.

 

ΤΟ ΞΕΤΥΛΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Στην ίδια την παραγωγή η κρίση δεν αρχίζει αναγκαστικά από τους κλάδους που παράγουν είδη κατανάλωσης.

Δεν είναι καθόλου αναγκαίο για να αρχίσει η γενική κρίση υπερπαραγωγής να συσσωρευτούν πλεονάσματα εμπορευμάτων σ’ όλους ταυτόχρονα τους κλάδους. Φτάνει η υπερπαραγωγή ν’ αρχίσει στους κλάδους εκείνους της βιομηχανίας, που έχουν ουσιώδη σημασία για όλη την κοινωνική παραγωγή.

«Για να είναι μια κρίση και συνεπώς η υπερπαραγωγή γενικά, φτάνει να ενδιαφέρει τα κύρια είδη» (Μαρξ, Η θεωρία της υπεραξίας).

Στις αρχές του 19ου αιώνα, η υφαντουργία ήταν ο αποφασιστικός κλάδος της βιομηχανίας και η Αγγλία κατείχε αποφασιστική θέση στην παγκόσμια υφαντουργική βιομηχανία. Γι’ αυτό η υπερπαραγωγή στην αγγλική υφαντουργία μετατρεπότανε σε γενική κρίση υπερπαραγωγής όχι μόνο στην Αγγλία, αλλά και στις άλλες καπιταλιστικές χώρες. Από τον καιρό όμως που αναπτύχθηκαν οι μηχανολογικές βιομηχανίες, η μεταλλουργία και η εξορυκτική βιομηχανία, δηλ. η βαριά βιομηχανία, από τον καιρό που οι βιομηχανίες αυτές έγιναν οι αποφασιστικοί κλάδοι της παραγωγής, οι κρίσεις γενικής υπερπαραγωγής αρχίζουν συνήθως με την υπερπαραγωγή σ’ αυτούς τους κλάδους. Έτσι, π.χ. η τωρινή οικονομική κρίση, που άρχισε, το φθινόπωρο του 1929, χτύπησε πρώτα απ’ όλα τη μεταλλουργία και τη γαιανθρακοβιομηχανία και μονάχα πολύ αργότερα πέρασε στην ελαφριά βιομηχανία.

Στους κλάδους που παράγουν μέσα παραγωγής, η κρίση ενεργεί με πολύ μεγαλύτερη δύναμη παρά στους κλάδους που παράγουν είδη κατανάλωσης. Αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα στην τωρινή παγκόσμια οικονομική κρίση, που αγκάλιασε όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Έτσι, π.χ. στη Γερμανία, η παραγωγή μέσων παραγωγής στα 1932 ελαττώθηκε κατά 53,4% σε σύγκριση με τη μέση μηνιαία παραγωγή του 1928, ενώ η παραγωγή ειδών κατανάλωσης ελαττώθηκε μόνο κατά 26,4%. Η παραγωγή της γερμανικής υφαντουργίας στα 1932 περιορίστηκε κατά 16% σε σύγκριση με το 1929, η παραγωγή παπουτσιών κατά 24%, η μηχανουργία κατά 60%, η παραγωγή ατσαλιού κατά 60%.

Σ’ όλες τις καπιταλιστικές χώρες η παραγωγή μέσων παραγωγής στα 1932 περιορίστηκε κατά 50% σε σύγκριση με το 1928, οι ναυπηγήσεις κατά 90%, η υφαντουργική παραγωγή μόνο κατά 15%.

Η υπερπαραγωγή σ’ έναν κλάδο παραγωγής που δεν παίζει σημαντικό ρόλο δε μπορεί να μετατραπεί σε κρίση γενικής υπερπαραγωγής. Έτσι, π.χ. η βιομηχανία γραβατών ή άλλων εμπορευμάτων καλλωπισμού, με την παραγωγή της, τον αριθμό των εργατών που απασχολεί, τους δεσμούς της με τους άλλους κλάδους, δεν είναι ένας κλάδος που η υπερπαραγωγή του να μπορεί να προκαλέσει υπερπαραγωγή σ’ όλους τους άλλους κλάδους.

Διαφορετική είναι η κατάσταση στους κλάδους που παράγουν μέσα παραγωγής. Η μεταλλουργία, οι μηχανολογικές βιομηχανίες, η γαιανθρακοβιομηχανία εφοδιάζουν με μέσα παραγωγής όλους τους κλάδους της εθνικής οικονομίας, η παραγωγή τους αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος όλης της κοινωνικής παραγωγής, απασχολούν μεγάλες μάζες εργατών. Επειδή η παραγωγή αυξάνει πολύ γρηγορότερα στους κλάδους αυτούς παρά στων τομέα II, που παράγει είδη κατανάλωσης, η υπερπαραγωγή σ’ αυτούς θα αρχίσει ακόμα και όταν δεν υπάρχει έκδηλη υπερπαραγωγή στα είδη κατανάλωσης. Τα παραγμένα είδη κατανάλωσης μπορούν ακόμα να ρευστοποιηθούν, αλλ’ από τη στιγμή που ο τομέας ΙΙ δε μπορεί πια να επεκτείνει την παραγωγή του, τα μέσα παραγωγής που προσφέρονται σε αυξανόμενες ποσότητες από τον τομέα Ι βρίσκονται σε υπερπαραγωγή.

Επειδή οι κλάδοι που παράγουν μέσα παραγωγής απασχολούν πολλούς εργάτες, ο περιορισμός του αριθμού τους και το κατέβασμα του μεροκάματου εκείνων που εξακολουθούν να εργάζονται, περιορίζουν άμεσα και σημαντικά τη ζήτηση ειδών κατανάλωσης και τα είδη κατανάλωσης πού πριν δεν πλεόναζαν, βρίσκονται τώρα σε υπερπαραγωγή. Έτσι, η υπερπαραγωγή περνάει και στους κλάδους που παράγουν είδη κατανάλωσης. Επειδή και σ’ αυτούς τους κλάδους ο αριθμός των εργατών περιορίζεται και κατεβαίνει το μεροκάματο, η ζήτηση για είδη κατανάλωσης λιγοστεύει ακόμα περισσότερο. Αν πριν από την κρίση ο τομέας II δεν είχε αυξήσει τις παραγγελίες του στον τομέα Ι, τώρα τις περιορίζει και για τούτα η υπερπαραγωγή στον τομέα Ι εντείνεται περισσότερα κλπ.

Έτσι, βλέπουμε πώς η κρίση, στις εξωτερικές της μορφές, ξετυλίγεται με κατεύθυνση αντίθετη από την πραγματική σειρά των αιτιών και των αποτελεσμάτων της. Οι πτωχεύσεις και οι διαταραχές της πίστης, η πτώση των τιμών και τα στοκ έχουν για αιτία την υπερπαραγωγή, δηλ. το γεγονός ότι η καπιταλιστική παραγωγή βγήκε έξω από τα όρια, που της βάζουν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Στην αρχή όμως η κρίση ξεσπάει στον τομέα της πίστης και του εμπορίου και μονάχα ύστερα αγκαλιάζει την παραγωγή. Αυτό γίνεται γιατί το προτσές της καπιταλιστικής αναπαραγωγής περιλαβαίνει την παραγωγή και την κυκλοφορία. Η παραγωγική σύνδεση ανάμεσα στις επιχειρήσεις και η σύνδεση ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση πραγματοποιούνται με την κυκλοφορία. Για τούτο η κρίση εκδηλώνεται πρώτα-πρώτα στον τομέα της πίστης και του εμπορίου. Απ’ αυτό γεννιέται η εσφαλμένη εντύπωση πως η αιτία των κρίσεων υπερπαραγωγής είναι τάχα η έλλειψη πίστης και η πτώση των τιμών.

 

Η ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Η πτώση των τιμών των εμπορευμάτων απολήγει στην υποτίμηση του κεφαλαίου. Τα εμπορεύματα αποτελούν μια από τις μορφές του κεφαλαίου και συγκεκριμένα τη μορφή του εμπορευματικού κεφαλαίου. Γι’ αυτό η πτώση των τιμών αποτελεί υποτίμηση του εμπορευματικού κεφαλαίου. Η υποτίμηση όμως θίγει και το κεφάλαιο που είναι τοποθετημένο στην παραγωγή. Αυτό συμβαίνει γιατί τα μέσα παραγωγής (μηχανές και πρώτες ύλες) αντιπροσωπεύουν σημαντικόν όγκο από τα υπερπαραγμένα εμπορεύματα. Όταν η τιμή των υπερπαραγμένων εμπορευμάτων πέφτει στην αγορά, υποτιμούνται επίσης τα στοκ πρώτων υλών, μ’ όλο που οι βιομήχανοι τα είχαν αγοράσει προηγούμενα, όχι για κερδοσκοπία άλλα για την παραγωγή, σε μεγαλύτερες τιμές. Το ίδιο ισχύει και για τα μηχανήματα.

Όταν ένας καπιταλιστής κάνει πτώχευση, η επιχείρησή του πουλιέται για να πληρωθούν τα χρέη του σε χαμηλότερη τιμή από το κόστος της. Αν η επιχείρηση κόστισε ένα εκατομμύριο δραχμές και πουληθεί μόνο 800.000 δρχ., για τον καινούριο ιδιοκτήτη αυτό σημαίνει ελάττωση των παραγωγικών δαπανών, αν και δεν έγινε καμιά αλλαγή στην τεχνική της επιχείρησης. Ο καινούριος ιδιοκτήτης θα μπορέσει να πραγματοποιήσει και ν’ αποκτήσει κέρδος πουλώντας τα εμπορεύματα σε χαμηλότερες τιμές. Στις κρίσεις, οι επιχειρήσεις των καπιταλιστών που πτωχεύουν περνούν στα χέρια πιο ισχυρών και πιο σταθερών καπιταλιστών. Το προτσές της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου επιταχύνεται.

Η υποτίμηση του κεφαλαίου δεν είναι τίποτε άλλο παρά ελάττωση της αξίας του κεφαλαίου, που τα υλικά του στοιχεία (μηχανές, πρώτες ύλες κτλ.) δεν παθαίνουν καμιά αλλαγή ως προς το μέγεθός τους. Έχουμε επίσης μιαν άμεση καταστροφή εμπορευμάτων και μέσων παραγωγής. Η αδράνεια των εργοστασίων προκαλεί μη παραγωγική φθορά των μηχανών, των κτιρίων κτλ. Οι καπιταλιστές όμως καταφεύγουν επίσης στη συνειδητή καταστροφή των αξιών χρήσης. Όλος ο κόσμος ξέρει πως σε μερικές χώρες στις ατμομηχανές καίνε στάρι και καφέ, πως το γάλα χύνεται στη θάλασσα, πως τεράστιες ποιότητες βαμβάκι καταστρέφονται κτλ. Επιχειρήσεις γκρεμίζονται, ορυχεία πλημμυρίζουν. Έτσι, στα 1932 στο Χέμνιτς της Γερμανίας γκρέμισαν ολοκληρωτικά ένα μεγάλο μηχανουργικό εργοστάσιο, οργανωμένο σύμφωνα με την τελευταία λέξη της τεχνικής και που απασχολούσε πάνω από 20.000 εργάτες. Η υποχρέωση πληρωμής της γαιοπροσόδου στον ιδιοκτήτη της γης, όπου ήταν κτισμένο το εργοστάσιο που έμενε αργό, έκανε πιο συμφέρουσα την καταστροφή του εργοστασίου και την πώληση των υλικών του. Κι αυτό δεν είναι ένα μοναδικό γεγονός.

Στην περίοδο της κρίσης γίνεται μαζική καταστροφή εργατικής δύναμης, αυτής της βασικής παραγωγικής δύναμης της κοινωνίας. Η ανεργία, η πείνα, το κρύο, οι αρρώστιες, όλ’ αυτά καταστρέφουν την εργατική δύναμη, οι καπιταλιστές όμως έχουν άμεσο συμφέρον απ’ αυτή την καταστροφή γιατί η αυξανόμενη αθλιότητα διευκολύνει την πτώση των ημερομισθίων.

 

ΟΙ ΚΡΙΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΝΕΝΩΣΗ ΚΑΙ Η ΒΙΑΙΗ ΕΞΟΜΑΛΥΝΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

Ποια είναι η σημασία φαινομένων, όπως η πτώση των τιμών, η υποτίμηση του κεφαλαίου, η πτώση των ημερομισθίων, η συστολή της παραγωγής, η άμεση καταστροφή αξιών χρήσης, οι πτωχεύσεις των πιο αδύνατων καπιταλιστών και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου στα χέρια των πιο δυνατών: Όλα αυτά τα προτσές εξομαλύνουν βίαια την αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και την καπιταλιστική ιδιοποίηση, που έχει σαν αποτέλεσμα να σπρώχνει τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας πέραν από τα όρια που επιβάλλουν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και, συνεπώς, να φέρνει την κρίση. Με την υποτίμηση του κεφαλαίου, την καταστροφή των εμπορευμάτων, τη συστολή της παραγωγής κτλ., η κρίση εκμηδενίζει το «πλεόνασμα» των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας· απωθεί τις παραγωγικές δυνάμεις που πήραν πολύ σημαντικές διαστάσεις στα πλαίσια των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Όντας η ίδια η συνέπεια και η πιο χτυπητή έκφραση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού, η σύγκρουση δύο εχθρικών δυνάμεων της κοινωνικής παραγωγής και της καπιταλιστικής ιδιοποίησης, η κρίση εξομαλύνει στιγμιαία αυτή την αντίθεση.

«Πρέπει να βλέπουμε στις κρίσεις την πραγματική συγκέντρωση και το βίαιο συμψηφισμό όλων των αντιθέσεων της αστικής οικονομίας» (Μαρξ, Η θεωρία της υπεραξίας, II).

Με την καταστροφή μέρους των παραγωγικών δυνάμεων, την πτώση των ημερομισθίων, την υποτίμηση του κεφαλαίου και τη συγκεντροποίηση του, τα έξοδα παραγωγής ελαττώνονται, δηλ. δημιουργείται για τους καπιταλιστές η δυνατότητα να βγάνουν κέρδος ακόμα και πουλώντας τα εμπορεύματα σε χαμηλές τιμές. Κι επειδή το κέρδος είναι το μοναδικό ελατήριο της παραγωγής για τους καπιταλιστές, η ελάττωση των εξόδων παραγωγής δίνει μια νέα ώθηση για την επέκταση της παραγωγής.

Έτσι η κρίση λύνει στιγμιαία τις αντιθέσεις του καπιταλισμού, δημιουργώντας τους όρους για μια κατοπινή κίνηση της καπιταλιστικής παραγωγής ταυτόχρονα, η κρίση δημιουργεί τη δυνατότητα για μια κατοπινή κίνηση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού.

«Οι κρίσεις δεν είναι ποτέ παρά στιγμιαίες και βίαιες λύσεις των αντιθέσεων που υπάρχουν, βίαιες εκρήξεις που αποκαθιστούν για μια στιγμή τη διαταραγμένη ισορροπία» (Μαρξ, Κεφάλαιο, III).

Ύστερα από μια μεγάλη πτώση των τιμών και τη συστολή της παραγωγής, αρχίζει η ύφεση, που όσο διαρκεί τα στοκ των εμπορευμάτων κατά ένα μέρος καταστρέφονται, κατά άλλο πωλούνται, σιγά-σιγά «απορροφούνται». Ύστερα από μια, λίγο-πολύ, μακρόχρονη ύφεση, αρχίζει σιγά-σιγά μια άνοδος, πού έχει για βάση της την ανανέωση του πάγιου κεφαλαίου της βιομηχανίας2.

Οι καπιταλιστές, που βγήκαν άθικτοι από την κρίση, προσπαθούν να λιγοστέψουν τα έξοδα παραγωγής για να πετύχουν μεγαλύτερα κέρδη όσο κι αν πουλούν σε χαμηλές τιμές. Γι’ αυτό, έκτος από το κατέβασμα του μεροκάματου, εισάγουν μια σειρά τελειοποιήσεις, νέες μηχανές, εφαρμόζουν νέες μέθοδες εργασίας κτλ. Οι παλιές, λιγότερο τελειοποιημένες μηχανές, αντικατασταίνονται με νέες πολύ πριν φθαρούν (και πάλι καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων). Το πάγιο κεφάλαιο αντικαθίσταται.

«Ο συναγωνισμός, ιδίως όταν πρόκειται για σημαντικές αποφασιστικές ανατροπές, αναγκάζει τους καπιταλιστές ν’ αντικαθιστούν πριν από την προθεσμία τα παλιά μέσα εργασίας με νέα. Κυρίως οι καταστροφές, οι κρίσεις κλπ. επιβάλλουν στις παραγωγικές εγκαταστάσεις μια τέτοια πρόωρη ανανέωση σε πλατειά κοινωνική κλίμακα» (Μαρξ, Κε­φάλαιο, II).

Η αντικατάσταση όμως του πάγιου κεφαλαίου πριν από το «φυσικό του θάνατο», δημιουργεί την ανάγκη τοποθέτησης νέου κεφαλαίου. Αυτό προκαλεί αυξανόμενη ζήτηση μέσων παραγωγής και επέκταση της παραγωγής στους κλάδους που παράγουν τα μέσα παραγωγής, άρα τη νέα πρόσληψη των εργατών στη βιομηχανία και την αύξηση της ζήτησης ειδών κατανάλωσης, άρα την επέκταση της παραγωγής στους κλάδους που παράγουν είδη κατανάλωσης κλπ. Έτσι αρχίζει μια νέα αναζωογόνηση, έπειτα μια νέα άνοδος. Η αντικατάσταση λοιπόν του πάγιου κεφαλαίου που προκαλεί η κρίση είναι η βάση μιας νέας ανόδου.

 

Η ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ

«Η κρίση αποτελεί πάντοτε την αφετηρία μεγάλων επιχειρήσεων και, σε συνέχεια, αν θεωρήσουμε ολόκληρη την κοινωνία, περισσότερο ή λιγότερο μια νέα ολική βάση για τον προσεχή κύκλο περιστροφών» (Μαρξ, Κεφάλαιο, II).

Η νέα άνοδος που ακολουθεί την κρίση, γίνεται τώρα στη βάση ενός πιο συγκεντροποιημένου κεφαλαίου, που έχει πιο υψηλή οργανική σύνθεση από πριν. Συνεπώς, μετά την κρίση οι παραγωγικές δυνάμεις είναι ισχυρότερες από πριν. Έτσι η κρίση συντελεί στην ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων, αλλά με μέσο την καταστροφή τους.

Αφού μετά την κρίση το κεφάλαιο είναι πιο συγκεντροποιημένο και έχει πιο υψηλή οργανική σύνθεση, η κοινωνική παραγωγή μπορεί να αναπτυχθεί πολύ πιο γρήγορα παρά πριν από την κρίση. Αυτό όμως σημαίνει πως η αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και την καπιταλιστική ιδιοποίηση γίνεται, έπειτα από κάθε κρίση, οξύτερη από πριν, πως η τάση για απεριόριστη επέκταση της παραγωγής θα βρει πάλι εμπόδια και μάλιστα πολύ πιο δυνατά στην περιορισμένη από το κεφάλαιο καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας. Μια πιο δυνατή και πιο καταστρεπτική κρίση θα επακολουθήσει.

Η αναζωογόνηση αρχίζει σε σύνδεση με την ανανέωση του πάγιου κεφαλαίου, δηλ. από τον τομέα Ι της κοινωνικής παραγωγής (παραγωγή μέσων παραγωγής) στον τομέα II η άνοδος ακολουθεί την άνοδο στον τομέα Ι. Η αύξηση της κατανάλωσης της εργατικής τάξης, σε σύνδεση με τη νέα χρησιμοποίησή της στην παραγωγή, δεν είναι πάλι ο σκοπός αλλά η συνέπεια της επέκτασης της παραγωγές. Και πάλι, λόγω της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού, θα βρίσκεται σε καθυστέρηση έναντι της επέκτασης της παραγωγής. Μόλις αρχίσει η άνοδος, μεγαλώνει η ζήτηση εμπορευμάτων και οι τιμές ανεβαίνουν. Στο προτσές αυτό, η ζήτηση εμπορευμάτων αυξάνει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις ίδιες τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής η ζήτηση διογκώνεται τεχνητά από το εμπόριο, την πίστη, και την κερδοσκοπία. Έτσι, η αντίθετη δεν αίρεται από την κρίση, μόνο εξομαλύνεται προσωρινά, μα η κρίση μονάχα «για μια στιγμή αποκατασταίνει τη διαταραγμένη ισορροπία» για να την παραβιάσει πάλι ευθύς αμέσως.

«Πώς η αστική τάξη ξεπερνάει αυτές τις κρίσεις; Από τη μια μεριά με τη βίαιη καταστροφή ενός όγκου παραγωγικών δυνάμεων από την άλλη μεριά, με την κατάκτηση νέων αγορών και την πιο εντατική εκμετάλλευση των παλιών. Που καταλήγει αυτό; Στο να προετοιμάζει κρίσεις πιο γενικές και πιο τρομερές και στο να λιγοστεύει τα μέσα που θα μπορούσανε να τις προλάβουνε» (Μαρξ – Ένγκελς, Το κομμουνιστικό μανιφέστο).

Πραγματικά, από τα 1825 ο καπιταλιστικός κόσμος πέρασε μια σειρά κρίσεις, που επαναλαμβάνονταν κατά μέσο όρο κάθε δέκα χρόνια και ύστερα κάθε έξι-εφτά χρόνια. Κρίσεις ξέσπασαν στα 1825, στα 1836, στα 1847, στα 1857, στα 1866 και στα 1877. Στα 1880 και στις αρχές του 1890 υπήρχε ένας μαρασμός στην παραγωγή των κυριότερων καπιταλιστικών χωρών. Έπειτα αρχίζει μια άνοδος, που καταλήγει στην κρίση του 1900-1901. Ύστερα ακολουθούν οι κρίσεις 1907, 1913, 1921 και 1929-1935. Αυτή η τελευταία κρίση είναι η τρομερότερη απ’ όλες τις κρίσεις που πέρασε ο καπιταλισμός (θα μιλήσουμε γι’ αυτή ειδικά στο τελευταίο κεφάλαιο).

Κάθε νέα κρίση ξεσπάει στη βάση ενός ανώτερου επίπεδου των παραγωγικών δυνάμεων από την προηγούμενη για τούτο οι κρίσεις έχουν κάθε φορά βαθύτερο χαρακτήρα.

Οι κρίσεις υπερπαραγωγής είναι λοιπόν κρίσεις περιοδικές, επαναλαμβάνονται αναπόφευκτα σε ορισμένα χρονικά διαστήματα. Η ίδια η αιτία που προκαλεί γενικά την κρίση είναι επίσης η αιτία της περιοδικότητας των κρίσεων. Η αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και την καπιταλιστική ιδιοποίηση, που είναι αιτία των κρίσεων, βρίσκει στην κρίση μια προσωρινή λύση, μια τέτοια όμως λύση που κάνει αναπόφευκτη μια νέα κρίση. Οι κρίσεις απορρέουν από την ίδια τη φύση του καπιταλισμού, γι’ αυτό και δε μπορούν να εξαφανιστούν παρά μόνο με την κατάργηση της κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις ή με την κατάργηση του καπιταλισμού.

 

3. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ

Οι κρίσεις αποτελούν την πιο χτυπητή εκδήλωση των αντιθέσεων του καπιταλισμού. Στην περίοδο της κρίσης γίνεται ολοφάνερη η ασυμφιλίωτη αντίθεση μεταξύ της κοινωνικής παραγωγής και της καπιταλιστικής ιδιοποίησης.

Ο καπιταλισμός μετατρέπει την κοινωνική παραγωγή, που είναι προορισμένη να ικανοποιεί τις ανάγκες των παραγωγών, σε εμπόδιο για την ικανοποίηση αυτών των αναγκών. Η εργατική τάξη ζει στην αθλιότητα όχι γιατί, δεν παρήγαγε αρκετά είδη κατανάλωσης, αλλά γιατί παρήγαγε πάρα πολλά.

«Οι εργάτες στερούνται κάθε μέσο ύπαρξης επειδή ακριβώς έχουν παράγει τα μέσα αυτά σε πάρα πολύ μεγάλη ποσότητα» (Ένγκελς, Άντι-Ντύρινγκ, III).

Αν οι εργάτες δεν έχουν δουλειά αυτό συμβαίνει όχι γιατί δεν υπάρχουν μέσα παραγωγής, αλλά γιατί υπάρχουν πάρα πολλά. Ανάμεσα στους εργάτες και στα μέσα παραγωγής υψώνεται το κεφάλαιο, που εμποδίζει τη συνένωσή τους.

Τη στιγμή ακριβώς που η ανεργία, η αθλιότητα και η πείνα φτάνουν στο ανώτατο σημείο τους, τα μέσα παραγωγής και τα είδη κατανάλωσης που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ωφέλιμα για να καταπολεμηθεί η ανεργία, η αθλιότητα και η πείνα, καταστρέφονται από τους καπιταλιστές.

 

ΟΙ ΚΡΙΣΕΙΣ ΕΚΦΡΑΖΟΥΝ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Ο χαρακτήρας των κρίσεων, κρίσεων αφθονίας, αθλιότητας ένεκα του πλούτου, δείχνει ξεκάθαρα πως οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις είναι ασυμβίβαστες, ασυμφιλίωτες με την ύπαρξη της κοινωνίας. Οι κρίσεις δείχνουν ξεκάθαρα ότι η ύπαρξη της κοινωνίας απαιτεί την κατάργηση του καπιταλισμού, την απελευθέρωση της κοινωνικής παραγωγής από την κυριαρχία του κεφαλαίου.

Σε σύγκριση με τους παλιούς τρόπους παραγωγής, ο καπιταλισμός ήταν μια κοινωνική μορφή, που ανάπτυξε γρήγορα τις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις. Οι κρίσεις δείχνουν, πως ο καπιταλισμός ανάπτυξε τις παραγωγικές δυνάμεις σε τέτοιο σημείο, που γίνεται πια εμπόδιο στην παραπέρα ανάπτυξή τους και όταν τις αναπτύσσει αυτό γίνεται μόνο με τεράστιες καταστροφές των παραγωγικών δυνάμεων.

«Στις κρίσεις βλέπουμε την αντίθεση μεταξύ της κοινωνικής παραγωγής και της καπιταλιστικής ιδιοποίησης να φτάνει σε μια βίαιη έκρηξη» (Ένγκελς, Αντί – Ντύρινγκ, III).

Η κοινωνική παραγωγή βγαίνει έξω από το πλαίσιο των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων και παραλύει όλος ο μηχανισμός της καπιταλιστικής παραγωγής.

Η κρίση είναι η σύγκρουση δυο εχθρικών δυνάμεων, στην πλήρη σημασία της λέξης.

Η κοινωνική παραγωγή, όπως λέει ο Ένγκελς, εξεγείρεται ενάντια στην καπιταλιστική ιδιοποίηση.

Η εξέγερση αυτή εκφράζεται στο γεγονός ότι ολόκληρος ο μηχανισμός της καπιταλιστικής παραγωγής λυγίζει κάτω από το βάρος των παραγωγικών δυνάμεων, που ο ίδιος δημιούργησε.

Οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας σκοντάφτουν στο εμπόδιο που αποτελούν οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις και σε περίοδο κρίσης

«…παρασύρουν στην ανωμαλία ολόκληρη την κοινωνία και απειλούν την ύπαρξη της αστικής ιδιοκτησίας. Το αστικό σύστημα έχει γίνει πολύ στενό για να χωρέσει τα πλούτη που δημιουργήθηκαν μέσα σ’ αυτό» (Μαρξ-Ένγκελς, Το κομμουνιστικό μανιφέστο).

 

Η ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Στην περίοδο της κρίσης οι ταξικές αντιθέσεις οξύνονται στο έπακρο. Κάνε κρίση περικλείει μια απειλή επανάστασης.

«Μια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που θα ελάττωνε τον απόλυτο αριθμό των εργατών, δηλ. θα έδινε πραγματικά σ’ όλο το έθνος τη δυνατότητα να πραγματοποιεί την ολική παραγωγή του σε μικρότερο χρονικό διάστημα, θα προκαλούσε μιαν επανάσταση, γιατί θα καταδίκαζε την πλειοψηφία του πληθυσμού σε ανεργία. Αυτή η σύγκρουση εκδηλώνεται μερικά στις περιοδικές κρίσεις» (Μαρξ, Κεφάλαιο III).

Γι’ αυτό ο Μαρξ, ο Ένγκελς και ο Λένιν, πριν από την προσέγγιση κάθε κρίσης, μελετούσαν προσεκτικά τις προοπτικές της επανάστασης.

Μια από τις κύριες αίτιες, που η αστική τάξη βρήκε ίσαμε τώρα διέξοδο από τις κρίσεις και που η δυνατότητα της επανάστασης που δημιουργούσε κάθε κρίση δε μετατράπηκε σε πραγματική επανάσταση, βρίσκεται στο γεγονός ότι το προλεταριάτο δε γίνεται αμέσως μια συνειδητή και οργανωμένη τάξη, ικανή να απελευθερωθεί από την κυριαρχία του κεφαλαίου: μόνο το μακρόχρονο σχολειό της ταξικής πάλης του δίνει αυτή τη συνείδηση και οργάνωση.

Αν κάθε περιοδική κρίση κλείνει μέσα της μια δυνατότητα επανάστασης, αυτό δε θα πει πως η επανάσταση μπορεί να ξεσπάσει μόνο στην περίοδο μιας κρίσης υπερπαραγωγής. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού οδηγεί σε τέτοια όξυνση των αντιθέσεων, που κάνει την επανάσταση δυνατή και αναπόφευκτη ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι κρίση υπερπαραγωγής.

 

4. ΟΙ ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΡΙΣΕΙΣ

Οι κρίσεις δείχνουν με μεγαλύτερη κάθε φορά δύναμη, πως το καπιταλιστικό σύστημα έπαψε ν’ ανταποκρίνεται στον ιστορικό του ρόλο, πως από μορφή ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων έγινε φραγμός τους. Οι κρίσεις, κάθε φορά και με περισσότερη δύναμη, απειλούν την ύπαρξη του καπιταλισμού.

Γι’ αυτό ακριβώς η αστική πολιτική οικονομία προσπαθεί, με όλες τις δυνάμεις της, ν’ αποδείξει ότι οι κρίσεις είναι ένα τυχαίο φαινόμενο, ότι δεν πηγάζουν από την ίδια τη φύση του καπιταλισμού, ότι ο καπιταλισμός μπορεί να εξαφανίσει τις κρίσεις. Η πιο διαδομένη στην αστική πολιτική οικονομία θεωρία για τις κρίσεις επιχειρεί να αποδείξει ότι οι κρίσεις απορρέουν από την έλλειψη πιστωτικού κεφαλαίου. Αν κατορθωνότανε να ρυθμιστεί η πίστη, τότε θα εξαφανίζονταν τάχα για πάντα οι κρίσεις. Είδαμε παραπάνω, ότι οι κρίσεις αρχίζουν στον τομέα της πίστης, αν και οι ρίζες τους βρίσκονται στην παραγωγή. Η πιστωτική κρίση είναι μονάχα μια ένδειξη. Ένα σύμπτωμα της κρίσης που πλησιάζει. Η αστική όμως «επιστήμη» μένει πιστή στη φύση της και γλυστράει στην επιφάνεια των φαινομένων.

«Η [αστική] πολιτική οικονομία αποκαλύπτει τον επιπόλαιο χαρακτήρα της μ’ αυτό το απλό γεγονός, ότι θεωρεί σαν καθοριστική αιτία του βιομηχανι­κού κύκλου την επέκταση και τη συστολή της πίστης, δηλ. το απλό σύμπτωμα των εναλλασσομένων περιόδων» (Μαρξ, Κεφάλαιο, Ι).

Η θεωρία που παραδέχεται τις κρίσεις σαν τυχαία και που μπορούν να εξαλειφθούν φαινόμενα έπαθε τέτοια χρεοκοπία, που από κάμποσα χρόνια η αστική πολιτική οικονομία εγκατέλειψε γενικά κάθε απόπειρα να εξηγήσει τις κρίσεις και ασχολείται άπλα με την περιγραφή τους.

Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες και θεωρητικοί δε μπορούν απλά να επαναλαμβάνουν τους ισχυρισμούς των αστών οικονομολόγων τους σκεπάζουν κάτω από μια μαρξιστική φρασεολογία.

Οι δύο πιο διαδομένες θεωρίες για τις κρίσεις ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες είναι: 1) η θεωρία της δυσαναλογίας και 2) η θεωρία της υποκατανάλωσης.

Έχουμε δείξει παραπάνω ότι η δυσαναλογία στους κλάδους της παραγωγής και η περιορισμένη κατανάλωση των μαζών πηγάζουν από τη βασική αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και την καπιταλιστική ιδιοποίηση και ότι ούτε η δυσαναλογία, ούτε η περιορισμένη κατανάλωση των μαζών δε μπορεί να θεωρηθούν σαν οι αιτίες των κρίσεων: αιτία των κρίσεων είναι η βασική αντίθεση του καπιταλισμού.

Οι σοσιαλδημοκράτες θεωρητικοί βλέπουν την αιτία των κρίσεων άλλοτε στη δυσαναλογία και άλλοτε στο χαμηλό επίπεδο της κατανάλωσης. Άλλοι βεβαιώνουν, ότι η αιτία των κρίσεων βρίσκεται στη δυσανάλογη ανάπτυξη των κλάδων της παραγωγής και ότι οι κρίσεις δεν έχουν τίποτε το κοινό με την κατάσταση των προλεταριακών μαζών άλλοι ισχυρίζονται, ότι αιτία των κρίσεων είναι η υποκατανάλωση των μαζών. Οι εκπρόσωποι των δυο αυτών αντιλήψεων είναι φαινομενικά πιστοί στη μαρξιστική θεωρία: πράγματι ο Μαρξ μίλησε για τη δυσαναλογία και για την υποκατανάλωση. στην πραγματικότητα όμως και οι δυο αυτές θεωρίες είναι ολότελα αντίθετες με το μαρξισμό.

 

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΙΑΣ

Ο κυριότερος εκπρόσωπος της θεωρίας της δυσαναλογίας είναι ο Χίλφερντιγκ, που δανείστηκε τη θεωρία του από τον Τουγκάν – Μπαρανόφσκι. Ο Τουγκάν – Μπαρανόφσκι ισχυρίζεται, πως διατηρώντας την αναλογία μεταξύ των κλάδων της παραγωγής είναι δυνατή μια ανάπτυξη του καπιταλισμού δίχως κρίσεις, ακόμα και στην περίπτωση που η προσωπική κατανάλωση θα έφτανε στο μηδέν. Γι’ αυτό αιτία της κρίσης είναι μόνο η παραβίαση της αναλογίας, δηλ. η δυσαναλογία.

Έχουμε διαπιστώσει παραπάνω (κεφ. Χ, παρ. 3) όλη την ηλιθιότητα αυτής της κούφιας φράσης, δηλ. πως είναι δυνατή η αναλογία ανάμεσα στην παραγωγή μέσων παραγωγής και στην παραγωγή ειδών κατανάλωσης, ανεξάρτητα από την κατάσταση και τις διαστάσεις αυτής της δυσαναλογίας. Γι’ αυτό δεν θα αναλύσουμε περισσότερη τη θεωρία της δυσαναλογίας. Ας θυμηθούμε μόνο, πως η δυσαναλογία της παραγωγής είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού.

«Η αναρχία της παραγωγής», «η έλλειψη σχεδίου στην παραγωγή» τι εκφράζουν λοιπόν όλ’ αυτά; Εκφράζουν την αντίθεση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και του ατομικού χαρακτήρα της ιδιοποίησης» (Λένιν, Άπαντα, ΙΙ).

Ο Χίλφερντιγκ με το να αρνείται τη σημασία του χαμηλού καταναλωτικού επιπέδου των μαζών, αρνείται μ’ αυτό και τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού που δημιουργεί ένα εμπόδιο στην ανάπτυξη της παραγωγής με τη μορφή της περιορισμένης καταναλωτικής δύναμης της κοινωνίας. Αυτή όμως η άρνηση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού, σαν αιτίας των αναπόφευκτων κρίσεων, χρειάζεται στους σοσιαλδημοκράτες για ν’ αποδείξουν πως οι κρίσεις μπορούν ν’ αποφευχθούν μέσα στον καπιταλισμό, αν μόνο εξαλειφθεί η δυσαναλογία ανάμεσα στους κλάδους της παραγωγής, τους χρειάζεται για να δώσουν μία βάση στη θεωρία του «οργανωμένου καπιταλισμού».

 

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΥΠΟΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ

Ο κυριότερος εκπρόσωπος της δεύτερης σοσιαλδημοκρατικής θεωρίας, της θεωρίας της υποκατανάλωσης, είναι ο Τάρνωφ, που τον αναφέραμε και παραπάνω (κοιτ. Σελ. 127). Και τούτη η θεωρία δεν είναι καινούρια, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο ανάγεται στις αρχές του 19ου αιώνα, όπου διατυπώθηκε από τον ελβετό μικροαστό οικονομολόγο Σισμόντι. Ο Σισμόντι ισχυριζόταν πως εφόσον οι κρίσεις προέρχονται από την υποκατανάλωση, οι κρίσεις είναι αδύνατο να εξαλειφθούν. Απ’ αυτό ο Σισμόντι έβγαζε το συμπέρασμα πως είναι ανάγκη να ξαναγυρίσουμε πίσω, στη μικρή παραγωγή.

Η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία, στο πρόσωπο του Τάρνωφ και άλλων, πήρε τη θεωρία αυτή έβγαλε ένα ολότελα αντίθετο συμπέρασμα: μια και η κρίση προέρχεται από την υποκατανάλωση, μια και οι καπιταλιστές υποφέρουν από τις κρίσεις όχι λιγότερο από την εργατική τάξη, οι καπιταλιστές ενδιαφέρονται άμεσα για να καταναλώνουν οι εργάτες περισσότερο. Αρκεί λοιπόν να πληρώνουν οι καπιταλιστές μεγαλύτερα μεροκάματα στους εργάτες και οι κρίσεις θα εξαφανισθούν για πάντα. Και ο Τάρνωφ βαυκαλίζει τους εργάτες με τα παραμύθια για τη δυνατότητα μιας αύξησης των ημερομισθίων από τους ίδιους τους καπιταλιστές. Γι’ αυτό δε χρειάζεται παρά ένα μονάχα: οι εργάτες να εργάζονται περισσότερο!

Αν ο Σισμόντι, διαπιστώνοντας την υποκατανάλωση των μαζών, έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός δεν είναι προοδευτικός και κηρύσσει την επιστροφή στη μικρή παραγωγή, ο Τάρνωφ και άλλοι κάνουν αντίθετα την απολογία του καπιταλισμού, προσπαθώντας να αποδείξουν ότι οι καπιταλιστές ενδιαφέρονται για την αύξηση των ημερομισθίων και ότι η αύξηση αυτή θα βάλει τέλος στις κρίσεις στο καπιταλιστικό καθεστώς.

Οι σοσιαλδημοκρατικές συνταγές για το ξεπέρασμα των κρίσεων μέσα στον καπιταλισμό είναι τόσο λίγο πρωτότυπες όσο και οι εξηγήσεις τους για τις κρίσεις.

Το θαυματουργό μέσο για το ξεπέρασμα των κρίσεων με την αύξηση του μεροκάματου, το είχε ανακαλύψει από το τέλος ακόμα του περασμένου αιώνα, ο γερμανός αστός οικονομολόγος Ζόμπαρτ για να εξαπατήσει τους εργάτες.

Για ν’ αντιληφθούμε ότι η αύξηση των ημερομισθίων δε μπορεί ν’ αποτρέψει την κρίση, αρκεί να δούμε ότι στις παραμονές της κρίσης, δηλ. στην περίοδο βιομηχανικής ανόδου, τα μεροκάματα συνήθως ανεβαίνουν. Το ανέβασμα του μεροκάματου στην περίοδο της ανόδου είναι μόνο το προμήνυμα της κρίσης.

Αλλά, μπορεί να πει κανείς, τι σημασία έχει λοιπόν η αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση στο καπιταλιστικό καθεστώς, αντίθεση που πρόβαλε ο Λένιν στους αστούς απολογητές, που αρνούνταν τη σχέση που έχουν οι κρίσεις με το χαμηλό καταναλωτικό επίπεδο των μαζών;

Η αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση στο καπιταλιστικό καθεστώς που αποκάλυψαν ο Μαρξ και ο Λένιν, δεν έχει τίποτε το κοινό με τη θεωρία της υποκατανάλωσης.

«Η υποκατανάλωση (που μπορεί τάχα να εξηγήσει τις κρίσεις) υπήρχε στα πιο διαφορετικά οικονομικά συστήματα, οι κρίσεις όμως είναι το διακριτικό σημείο ενός μόνο συστήματος, του καπιταλιστικού» (Λένιν, Άπαντα, ΙΙ).

Δεν πρόκειται λοιπόν απλά για την υποκατανάλωση, δεν πρόκειται για την αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση, αλλά για το χαρακτήρα αυτής της αντίθεσης, σαν μορφής που εκδηλώνεται η βασική αντίθεση του καπιταλισμού. Αυτό είναι που δεν μπορούσε να δει ο ιδεολόγος της μικροαστικής τάξης Σισμόντι, αυτό είναι που δε θέλουν να δούνε οι σοσιαλδημοκράτες απολογητές του καπιταλισμού.

Πρόκειται για το γεγονός ότι ο καπιταλισμό, για τις ανάγκες του της συσσώρευσης, τείνει σε μια απεριόριστη επέκταση της κοινωνικής παραγωγής και, ελαττώνοντας την κατανάλωση των μαζών, βάζει ο ίδιος ένα εμπόδιο σ’ αυτή την επέκταση. Πρόκειται λοιπόν για την αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και την καπιταλιστική ιδιοποίηση. Όπως η θεωρία της δυσαναλογίας, έτσι και η σοσιαλδημοκρατική θεωρία της υποκατανάλωσης αρνείται αυτή την αντίθεση για ν’ αποδείξει πως οι κρίσεις μπορούν να καταργηθούν στο καπιταλιστικό σύστημα.

 

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΡΟΖΑΣ ΛΟΥΞΕΜΠΟΥΡΓΚ

Η θεωρία για τις κρίσεις της Ρόζας Λούξεμπουργκ απορρέει από την θεωρία της για τη συσσώρευση. Παραπάνω δείξαμε πως και η Λούξεμπουργκ ακριβώς όπως και ο Σισμόντι, θεωρεί ότι είναι αδύνατη η πραγματοποίηση του προϊόντος σε μια καθαρά καπιταλιστική κοινωνία. Λόγω του χαμηλού καταναλωτικού επιπέδου των μαζών, σε καθαρά καπιταλιστικό σύστημα, θα έπρεπε να υπάρχει σ’ αυτό σταθερή υπερπαραγωγή, διαρκής κρίση. Η πραγματοποίηση του καπιταλιστικού προϊόντος είναι τάχα δυνατή μόνο στην «εξωτερική». Μη καπιταλιστική αγορά των «τρίτων προσώπων», η κρίση γίνεται αναπόφευκτη.

Ο Λένιν έδειξε, ότι η θεωρία του Σισμόντι για την υποκατανάλωση εξηγεί τις κρίσεις όχι με τις εσωτερικές αντιθέσεις της καπιταλιστικής παραγωγής, αλλά με εξωτερικά φαινόμενα. Η θεωρία του Σισμόντι εξηγεί τις κρίσεις

«με την αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση της εργατικής τάξης, η δεύτερη [δηλ. η θεωρία του Μαρξ] με την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και τον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης. Η πρώτη, συνεπώς, βλέπει τη ρίζα του φαινομένου έξω από την παραγωγή… η δεύτερη τη βλέπει ακριβώς στους όρους της παραγωγής» (Λένιν, Άπαντα, II).

Τα λόγια αυτά του Λένιν εφαρμόζονται πλήρως και με την ίδια ισχύ και στη Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, με το να αρνείται τη δυνατότητα της πώλησης του συσσωρευμένου τμήματος του υπερπροϊόντος μέσα στα όρια του καπιταλιστικού συστήματος και με το να εξηγεί τις κρίσεις με τον περιορισμό ή την έλλειψη ζήτησης από τα «τρίτα πρόσωπα», εξηγεί ταυτόχρονα τις κρίσεις όχι με τις εσωτερικές αντιθέσεις του καπιταλισμού, αλλά με τις σχέσεις του καπιταλισμού με το εξωτερικό περιβάλλον του. Συνεπώς, ή Ρ. Λούξεμπουργκ απομακρύνεται στην ουσία από τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού.

 

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗΣ – ΛΕΝΙΝΙΣΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΡΙΣΕΙΣ

Βλέπουμε, πως κάθε απόπειρα να εξηγηθούν οι κρίσεις όχι με τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού, είναι στην ουσία άρνηση αυτής της αντίθεσης κι έτσι οδηγεί άμεσα ή έμμεσα στην απάρνηση της προλεταριακής επανάστασης. Η μεγάλη επαναστατική σημασία της μαρξιστικής – λενινιστικής θεωρίας για τις κρίσεις συνίσταται στο γεγονός ότι δείχνει, πως οι κρίσεις απορρέουν από την ίδια τη φύση του καπιταλισμού και, συνεπώς, δε μπορούν να καταργηθούν παρά μαζί με τον ίδιο τον καπιταλισμό.

Στις κρίσεις αποκαλύπτονται κάθε φορά πιο δυνατά, όλες οι αντιθέσεις του καπιταλισμού, καθώς και η ανικανότητά του να διευθύνει την κοινωνική παραγωγή. Οι κρίσεις βάζουν κάθε φορά σ’ όλη του την έκταση το ζήτημα της ανάγκης της κατάργησης του καπιταλισμού, της ανάγκης της προλεταριακής επανάστασης.

«Από τη μια μεριά, συνεπώς, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αποκτάει την πεποίθηση για την ίδια του την ανικανότητα να διευθύνει τις παραγωγικές δυνάμεις. Από την άλλη μεριά, οι ίδιες οι παραγωγικές δυνάμεις σπρώχνουν με όλο και αυξανόμενη δύναμη στο να δοθεί τέλος σ’ αυτή την αντίθεση και ν’ απελευθερωθούν από την ιδιότητά τους σαν κεφάλαιο, τόσο ώστε ν’ αναγνωριστεί αποτελεσματικά ο χαρακτήρας τους σαν κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις» (Ένγκελς, Αντι-Ντύρινγκ, ΙΙΙ).

Η επαναστατική σημασία των κρίσεων υπογραμμίστηκε ιδιαίτερα από τον Λένιν.

«Η στρατιά του προλεταριάτου δυναμώνει σ’ όλες τις χώρες. Η συνείδησή του, η συνοχή του και η αποφασιστικότητά του μεγαλώνουν με καταπληκτική ταχύτητα. Και ο καπιταλισμός φροντίζει με επιτυχία να κάνει πιο συχνές τις κρίσεις, που θα χρησιμοποιήσει η στρατιά αυτή για να καταργήσει τον καπιταλισμό» (Λένιν, Άπαντα, XII).

Η λενινιστική θέση του ζητήματος της σημασίας των κρίσεων συνδέεται πολύ στενά με την αδιάλλακτη πάλη, που ο Λένιν έκανε ενάντια στους κριτικούς της μαρξιστικής θεωρίας της αναπαραγωγής και των κρίσεων, ενάντια στις προσπάθειες ερμηνείας της μαρξιστικής θεωρίας αποκλειστικά σαν μιας θεωρίας της δυσαναλογίας ή μιας θεωρίας της υποκατανάλωσης.

Σ’ αυτή την πάλη ο Λένιν, αποκαλύπτοντας όλο το βάθος της μαρξιστικής θεωρίας των κρίσεων, συνέχισε τη διδασκαλία του Μαρξ που σύμφωνα μ’ αυτήν η βασική αντίθεση του καπιταλισμού είναι η αιτία των κρίσεων. Ακόμα επεξεργάστηκε περίλαμπρα τις άλλες πλευρές της μαρξιστικής θεωρίας των κρίσεων. Ο Λένιν έδειξε, πως για τον Μαρξ η δυσαναλογία των κλάδων της παραγωγής και η αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση ήταν δυο όψεις της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και την καπιταλιστική ιδιοποίηση.

Στην πάλη ενάντια σε όλους τους απροκάλυπτους αντιπάλους του μαρξισμού και ιδιαίτερα ενάντια στους «μαρξιστές» εκείνους, που κάτω από τη μαρξιστική φρασεολογία διαστρέβλωναν και παραποιούσαν πραγματικά το μαρξισμό, ευνουχίζοντάς τον από το επαναστατικό του περιεχόμενο, ο Λένιν ανάπτυξε τη διδασκαλία του Μαρξ για τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού σαν αιτία των κρίσεων. Και ενώ ο οπορτουνισμός, προσπαθούσε να παρασύρει την εργατική τάξη από το δρόμο της επαναστατικής πάλης ενάντια στον καπιταλισμό, στο δρόμο της «καθαρά οικονομικής» πάλης, στο δρόμο του ρεφορμισμού και της συμφιλίωσης με την αστική τάξη, επινοώντας τις «θεωρίες» για τη δυνατότητα της κατάργησης των κρίσεων στο καπιταλιστικό καθεστώς, ο Λένιν έβαλε μπροστά στο προλεταριάτο, μ’ όλη του τη βαρύτητα, το καθήκον της επαναστατικής ταξικής πάλης για την ανατροπή του καπιταλισμού» που θα δώσει τέλος και στις κρίσεις.

«Η κρίση δείχνει, πως οι εργάτες δε μπορούν να περιοριστούν στην πάλη για να πετύχουν αυτές ή εκείνες τις απομονωμένες παραχωρήσεις από τους καπιταλιστές… η πτώχευση έρχεται και οι καπιταλιστές όχι μόνο παίρνουν πίσω όλες τις παραχωρήσεις που έκαναν, αλλά και επωφελούνται από την αδυναμία των εργατών για να κατεβάσουν ακόμα πιο πολύ τα μεροκάματα. Και θα είναι μοιραία έτσι, ως τη μέρα που οι στρατιές του σοσιαλιστικού προλεταριάτου θ’ ανατρέψουν την κυριαρχία του κεφαλαίου και της ατομικής ιδιοκτησίας» (Λένιν, Άπαντα, IV).

 

5. ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ ΔΕN ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΟΥΝ ΚΡΙΣΕΙΣ

Η προλεταριακή επανάσταση καταργεί την εξουσία του κεφαλαίου πάνω στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και έτσι αίρει την αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και την καπιταλιστική ιδιοποίηση και εξαφανίζει την ίδια την αιτία των κρίσεων. Ενώ το κεφάλαιο τείνει στο να αποστραγγίζει τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα υπεραξίας και μ’ αυτό στο να επεκτείνει απεριόριστα την παραγωγή με σκοπό τη συσσώρευση, ενώ αύτη η συσσώρευση καθορίζει την περιορισμένη αγοραστική δύναμη της κοινωνίας, που στέκεται εμπόδιο στην ανάπτυξη της παραγωγής, αντίθετα στην ΕΣΣΔ η αύξηση της αγοραστικής δύναμης προσπερνάει την αύξηση της παραγωγής. Οι παραγωγικές δυνάμεις χρησιμεύουν στην ικανοποίηση των αναγκών των μαζών, αλλά οι ανάγκες των μαζών πρέπει ν’ αυξάνουν αδιάκοπα. Αυξάνουν και πρέπει ν’ αυξάνουν συνεχώς γιατί δεν περιορίζονται από το κεφάλαιο. Έτσι, η αύξηση της παραγωγής δε βρίσκει φραγμό στην περιορισμένη αγοραστική δύναμη των μαζών ανάθετα, η κατανάλωση σπρώχνει μπροστά την παραγωγή.

«Σε μας στην ΕΣΣΔ, η αύξηση της κατανάλωσης (αγοραστικής δύναμης) των μαζών προσπερνάει αδιάκοπα την αύξηση της παραγωγής, χρησιμεύοντας σ’ αυτή σαν διεγερτικό… Η συστηματική καλυτέρευση της υλικής κατάστασης των εργαζομένων και η αδιάκοπη αύξηση των αναγκών τους (αγοραστικής δύναμης), αποτελούν ένα διεγερτικό όλο και πιο ισχυρότερο για την επέκταση της παραγωγής, προασπίζουν την εργατική τάξη από τις κρίσεις υπερπαραγωγής, την αύξηση της ανεργίας κλπ.» (Στάλιν, Δυο απολογισμοί. Ζητήματα λενινισμού).

Μ’ όλο που η ΕΣΣΔ δε χωρίζεται με σινικά τείχη από τον καπιταλιστικό κόσμο, μ’ όλο που έχει εμπορικές σχέσεις με τις καπιταλιστικές χώρες που παραδέρνουνε μέσα στο σίφουνα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η κρίση αυτή δε μπόρεσε να μεταδοθεί στη σοβιετική οικονομία γιατί το ίδιο το σύστημα αυτής της οικονομίας αποκλείει τη δυνατότητα των κρίσεων. Τα κύματα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που κατακλύσανε ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο, σπάνουν πάνω στο σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα. Το γεγονός αυτό είναι τόσο ολοφάνερο, που όλοι οι εχθροί της ΕΣΣΔ αναγκάζονται να το αναγνωρίσουν.

Ο Τρότσκι ισχυριζόταν, πως η οικονομία της ΕΣΣΔ βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας και πως οι κρίσεις στις καπιταλιστικές χώρες θα επεκτείνονταν και στην ΕΣΣΔ. Ο ισχυρισμός αυτός συνδέεται στενότατα με τη σοσιαλδημοκρατική θεωρία του Τρότσκι, ότι είναι αδύνατη η ανοικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και ότι η σοβιετική οικονομία αποτελεί ένα σύστημα κρατικού καπιταλισμού. Άλλα η οξυνόμενη κρίση στις καπιταλιστικές χώρες και η θυελλώδικη ανάπτυξη της σοσιαλιστικής παραγωγής στην ΕΣΣΔ, ανατρέπουν ολόκληρη τη «θεωρία» του Τρότσκι και ξεσκεπάζουν τον αντεπαναστατικό της χαρακτήρα.

Οι δεξιοί οπορτουνιστές πήραν επίσης θέση στο ζήτημα της δυνατότητας των κρίσεων στην ΕΣΣΔ. Ξεκινώντας από τη θεωρία τους για την ολοκλήρωση του κουλάκου στο σοσιαλισμό, αρνούμενοι την ανάγκη της κολλεχτιβοποίησης και του γρήγορου ρυθμού της εκβιομηχάνισης, οι δεξιοί στο πρόσωπο του παλιού ηγέτη τους και θεωρητικού Μπουχάριν, πρόβαλαν μια θεωρία, πως ο γρήγορος ρυθμός της εκβιομηχάνισης δημιουργεί μια δυσαναλογία στη σοβιετική οικονομία (δηλ. ανάμεσα στη βιομηχανία και στη γεωργία), διαταράσσει «την ισορροπία των τομέων» στη σοβιετική οικονομία και πως αυτό θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε κρίση. Είναι αλήθεια, πως ο Μπουχάριν ισχυριζόταν ταυτόχρονα, πως αυτή θα είναι μια ιδιόμορφη κρίση, όχι μια κρίση υπερπαραγωγής, αλλά μια κρίση «από την ανάποδη». Αυτό όμως δεν αλλάζει καθόλου την ίδια την ουσία της θεωρίας των δεξιών, που καταλήγει στο ότι ο γρήγορος ρυθμός της εκβιομηχάνισης προκαλεί «την παραβίαση των βασικών οικονομικών αναλογιών μέσα στη χώρα» (Μπουχάριν, Σημειώσεις ενός οικονομολόγου).

Η αντίληψη αυτή απορρέει από το «νόμο της δαπάνης της εργασίας» των δεξιών οπορτουνιστών που αναλύσαμε παραπάνω (κοίτ. σελ. 57) και από τη θεωρία της «ισορροπίας».

Ο Μπουχάριν θεωρούσε τη μαρξιστική θεωρία για την υπερπαραγωγή σαν μια θεωρία ισορροπίας και εφάρμοζε επίσης αυτή τη θεωρία της ισορροπίας στο ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στη βιομηχανία και τη γεωργία στις συνθήκες της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης. Για τη σοσιαλιστική ανοικοδόμηση είναι, κατά το Μπουχάριν, αναγκαία μια ισορροπία ανάμεσα στον ιδιωτικό τομέα της αγροτικής οικονομίας και στο σοσιαλιστικό βιομηχανικό τομέα.

Ο σ. Στάλιν ξεσκέπασε ολότελα αυτή τη θεωρία της ισορροπίας των οπορτουνιστών της δεξιάς και στην πάλη του ενάντια στους δεξιούς ανάπτυξε τη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία για την αναπαραγωγή σύμφωνα με τα καθήκοντα της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης. Η πλατιά σοσιαλιστική αναπαραγωγή είναι απραγματοποίητη δίχως πλατειά αναπαραγωγή στην αγροτική οικονομία. Αλλά η μικρή αγροτική οικονομία, λέει ο σ. Στάλιν

«… όχι μόνο δεν πραγματοποιεί, στο σύνολο, μια πλατειά ετήσια αναπαραγωγή, μα αντίθετα δεν έχει πάντα τη δυνατότητα να πραγματοποιεί ακόμα και την απλή αναπαραγωγή.., Μπορεί άραγε, σε μια περίοδο λίγο ή πολύ μακρόχρονη, να στηρίζουμε τη σοβιετική εξουσία και τη σοσιαλιστική ανοικοδόμηση πάνω σε …δυο διαφορετικές βάσεις, στη βάση της ενοποιημένης μεγάλης σοσιαλιστικής βιομηχανίας και στη βάση της εξαιρετικά τεμαχισμένης και καθυστερημένης εμπορευματικής αγροτικής οικονομίας; Όχι, αυτό είναι αδύνατο. Αυτό θα έφερνε, μια ωραία πρωία, την πλήρη κατάρρευση όλης της Εθνικής οικονομίας» (Στάλιν, Η κολλεχτιβοποίηση του χωριού. Ζητήματα λενινισμού).

Η αξίωση των δεξιών να διατηρηθεί η ισορροπία των τομέων είναι στην ουσία αξίωση να διατηρηθούν στην εθνική οικονομία οι αναλογίες, που καθιερώθηκαν μέσα στον καπιταλισμό.

Πώς όμως μπορεί ν’ ανοικοδομηθεί ο σοσιαλισμός χωρίς να τροποποιηθούν αυτές οι «αναλογίες»; Μια που οι αναλογίες αυτές εκφράζουν τη χαμηλή κατανάλωση των μαζών, έχουν καθοριστεί από τις ανάγκες του κεφαλαίου και όχι από τις ανάγκες της κοινωνίας. Είναι δυνατό ν’ ανοικοδομηθεί ο σοσιαλισμός χωρίς τη γρήγορη εκβιομηχάνιση, που είναι το μόνο μέσο για να κοινωνικοποιηθεί η μικρή αγροτική οικονομία; Δε μπορεί με κανένα τρόπο. Για τούτο η «θεωρία της ισορροπίας» και ο «νόμος της δαπάνης της εργασίας», δεν εκφράζουν τίποτα άλλο από τη συνθηκολόγηση μπροστά στις δυσκολίες της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης, την αποχή απ’ αυτή την ανοικοδόμηση, τη διαιώνιση της μικρής εμπορευματικής παραγωγής και του καπιταλισμού, που αυτή εγκυμονεί. Η κρίση, η πλήρης καταστροφή της εθνικής οικονομίας θα επέρχονταν αναπόφευκτα αν διατηρούνταν η περίφημη «ισορροπία» των τομέων. Η γρήγορη εκβιομηχάνιση και η κολλεχτιβοποίηση της οικονομίας, που πραγματοποίησε το κόμμα και που οι δεξιοί τις θεωρούσαν σαν «παραβίαση της ισορροπίας», όχι μόνο δεν προκάλεσαν κρίση στη σοβιετική οικονομία, μα αντίθετα αποτέλεσαν τη βάση για τη γρήγορη ανάπτυξη της παραγωγής και της ευημερίας των μαζών, τον καιρό που στον καπιταλιστικό κόσμο με την «ισορροπία» του μαίνεται μια κρίση με ανήκουστη δύναμη.

«Αρκεί μονάχα ν’ ανασύρουμε από το θησαυροφυλάκιο του μαρξισμού τη θεωρία της αναπαραγωγής και να την αντιπαραθέσουμε στη θεωρία της ισορροπίας των τομέων, για να μη μείνει ούτε ίχνος από την τελευταία αυτή θεωρία» (Στάλιν, στο ίδιο έργο).

 

 

1. Ελεύθερη ιπποδρομία. Αλληλοκυνηγητό (σημ. μετ.).

2. Η τωρινή οικονομική κρίση στις καπιταλιστικές χώρες και η τωρινή ύφεση παρουσιάζουν ορισμένες χαρακτηριστικές ιδιομορφίες. Κοίτ. Σχετικά το επόμενο κεφάλαιο.