Για την «διπλή απάντηση» του καπιταλισμού στην κρίση του 29-31. Ο ναζισμός – φασισμός συνυπήρξε με τη δημοκρατία του «Νιου Ντηλ». Η αστική δημοκρατία πριμοδότησε τον φασισμό για να χτυπηθεί η ΕΣΣΔ. Νιου Ντηλ και ναζισμός σαν δίδυμα εργαστήρια αντιμετώπισης της κομμουνιστικής ανατροπής (σελ 89-94)
…Η περίοδος αυτής της «ατέλειωτης ζοφερής νύχτας» είναι η δεκαετία του 1930-1940. Είναι μια ενοχλητική περίοδος που πάνω της στα τελευταία 15-20 χρόνια έχουν πέσει με μανία οι αναθεωρητές της ιστορίας να την ξαναγράψουν -λες και γράφτηκε ποτέ- έξω απ’ τη λαϊκή μνήμη, για να αποδείξουν το δίδυμο κομμουνισμός-φασισμός και την άλλη όχθη τη «χαμογελαστή δημοκρατία του Νιου Ντηλ». Πρωτοπόροι στάθηκαν διάφοροι, διαφόρων ειδικοτήτων αγανακτισμένοι ή οργισμένοι νέοι της περιόδου εκείνης, που από «αριστερή» σκοπιά εκμηδένισαν το «σταλινικό» οικοδόμημα καθαγιάζοντας το αμερικάνικο παράδειγμα κι από «κοντά» σήμερα οι κάθε είδους τίκτοντες ή εγκυμονούντες βραδύκαυστα (για να έχουμε το νου μας) «κομμουνιστογενείς» κατά το «βενιζελογενείς» κλπ κλπ.
Η ιστορική περίοδος, που για συμβατικούς λόγους ονομάζεται περίοδος του 30, είναι εκείνη που ξεκινάει από το 1928-29 με δύο παγκόσμιας σημασίας γεγονότα: τη στροφή προς την εκβιομηχάνιση και κολλεκτιβοποίηση στην ΕΣΣΔ (ρήξη με τη γραμμή της σε αυτόνομες ράγες ανάπτυξης του σοσιαλισμού και της οικονομίας) και το «κραχ» του 1929 ή την έναρξη της μεγάλης κρίσης, που καταλήγει στην εισβολή των χιτλερικών στην ΕΣΣΔ το 1941.
Όπως σε κάθε μεγάλη ιστορική περίοδο -και είναι τέτοια παρά τις «αναθεωρήσεις» και παρά την αντιθετική κίνηση προόδου και υποχωρήσεων, επομένως της αντιθετικής ενότητας ιστορίας και λογικής- ας μας βρουν σ’ αυτή την «προϊστορία», που επιμένουμε να τη χαραχτηρίζουμε σαν τέτοια, της ανθρωπότητας, μια ιστορική περίοδο «καθαρούλα», «παστρική» από «μαυρίλα», ολόασπρη, πεντακάθαρη, πάλλευκη σαν το περιστέρι του αλήστου μνήμης σταλινικού Πικάσο.
Ο ιστορικός χρόνος ήταν ταχύτατος. Οι εναλλαγές διαδέχονταν η μία την άλλη. Από χρόνο σε χρόνο, από εξάμηνο σε εξάμηνο, συντελούνταν μεγάλης σημασίας μεταβολές, αμοιβαίες εναλλαγές θέσεων, συσπειρώσεις και αντισυσπειρώσεις. Η ταξική πάλη, όχι με τη στενή ταλμουδίστικη έννοια, οξυνόταν, και επειδή οι δυνάμεις που παρενέβαιναν σ’ αυτήν εξαντλούσαν όλες τις εφεδρείες τους μέσα σε λίγα χρόνια, οι συσχετισμοί δυνάμεων μεταβάλλονταν και δημιουργούσαν την εντύπωση πως κάποιος από τους αντίπαλους έχει πέσει «καταγής» και δεν πρόκειται να ξανασταθεί στα πόδια του και σε λίγο όλα αυτά τα δεδομένα ανατρέπονταν.
Μεγάλη κρίση, εκβιομηχάνιση-κολλεκτιβοποίηση, δύο κορυφαίοι σταθμοί. Εισβολή της Ιαπωνίας στη Μαντζουρία, αλλά και ένταση των εκστρατειών περικύκλωσης και εκμηδένισης από τον υποστηριζόμενο από το δυτικό ιμπεριαλισμό Τσαγκ Κάι Σεκ σε βάρος των Κινέζων κομμουνιστών (αυτά μέχρι το 1935). Δημοκρατία στην Ισπανία (1931). Εξέγερση του προλεταριάτου των Αστουρίων (1934), κατάπνιξη της εξέγερσης του προλεταριάτου της Βιέννης τον ίδιο χρόνο. Ο ναζισμός γίνεται εξουσία (1933), Η προβοκάτσια του Ράιχσταγκ. Ένταση του γερμανικού επανεξοπλισμού, ειδύλλιο Αμερικάνων-Βρετανών με τον Χίτλερ. Ένταση δύο φασισμών (1934), δολοφονία του φασίστα Ντόλφους στην Αυστρία (1934). Κι αυτά μονάχα στην πρώτη πενταετία. Από το 1935 μια στροφή στο κομμουνιστικό κίνημα (7ο συνέδριο ΚΔ). Πριν από τη στροφή, αλλά και με μεγαλύτερη ένταση μετά, πρωτοβουλίες της ΕΣΣΔ για τη συλλογική ασφάλεια στην Ευρώπη. Λαϊκό μέτωπο στη Γαλλία (1934), σύλληψη και αιχμαλωσία του Τσαγκ Κάι Σεκ στην Κίνα από εξεγερμένους στρατηγούς του, ΚΚ Κίνας και εθνικό μέτωπο (1935). Το 1936 το προνουντσιαμέντο του Φράνκο στην Ισπανία μετά τη νίκη του Λαϊκού Μετώπου. Έναρξη του τρίχρονου εμφύλιου (και όχι μονάχα) πόλεμου. Πολιτική κατευνασμού από Αγγλία, Γαλλία κλπ, προς τον Χίτλερ. Το «Νιου Ντηλ» στις ΗΠΑ: «απομονωτιστές» (απροκάλυπτα φιλοχιτλερικοί) και ο «αφελής» πασιφισμός του Ρούζβελτ. Το «ναζιστικό μοντέλο» εθνικοσοσιαλισμού και η πέμπτη φάλαγγα σε δράση στην Ευρώπη αλλά και ΗΠΑ και Ασία. Εξόρμηση του Ντούτσε (Αβησσυνία). Ανοχή της διεθνούς κοινότητας. Η πολιτική κατευνασμού και το Μόναχο, οι παραχωρήσεις στον Χίτλερ, το παιχνίδι του ταΐσματος του «θηρίου» για να στραφεί ανατολικά και αντιστροφή των πραγμάτων. Γερμανο-σοβιετικό σύμφωνο (1939), έναρξη του πολέμου, εισβολή στην Πολωνία κλπ. «Γελοίος πόλεμος» στη Δύση. Τέλος του «γελοίου πολέμου» (1940), εισβολή στη Νορβηγία, η ψεύτικη ουδετερότητα της Σουηδίας, σοβιετο-φινλανδικός πόλεμος. Εισβολή σε Βέλγιο, Ολλανδία και Γαλλία. Επίθεση Μουσολίνι στην Αλβανία (1939), στην Ελλάδα (1940), Γερμανική παρέμβαση (1941). Φιλοναζί εξέγερση στο Ιράκ κλπ κλπ.
Αυτά είναι μερικά ενδεικτικά σημεία αυτής της δεκαετίας, που σαν τέτοια δεν εξαντλούν, αλλά απλά επισημαίνουν τον «πλούτο» της αντιπαράθεσης σε πλήθος από μέτωπα αλλά και τις «μεταβολές» ή μεταβολές στις στρατηγικές επιδιώξεις των αντιμαχόμενων. Ποιοι ήταν οι αντιμαχόμενοι; Κράτη, συστήματα, μάζες, και τι είδους μάζες ήταν αυτές;
Μέσα σε 12 πάνω-κάτω χρόνια, δηλαδή σε ελληνικά σύγχρονα μέτρα από την κυβέρνηση Ράλλη μέχρι τη «μεσοβασιλεία» της Μητσοτακικής κυβέρνησης, το παγκόσμιο σύστημα δέχτηκε τρία πλήγματα: Οχτώβρης και τα επακόλουθα, κρίση του 1929, σχεδιασμένη σοσιαλιστική οικοδόμηση, ή όπως αλλιώς θέλετε να διαλέξετε απ’ όσα προσφέρουν οι κάθε είδους σχολές. Αυτά όμως είναι πλήγματα. Ο χιτλερισμός πήρε το πράσινο φως από το «λεκανοπέδιο του Ρουρ» και τους Πρώσσους γιούνγκερς να πάρει την εξουσία, αλλά όχι μονάχα απ’ αυτούς. Οικονομικά, η ανόρθωση της γερμανικής οικονομίας, δηλαδή ο επανεξοπλισμός, στηριζόταν σε ξένα και κύρια αμερικάνικα κεφάλαια. «Μεσολαβούσε» για τις επανορθώσεις που όφειλε να πληρώσει η Γερμανία, αλλά και δανειοδοτούσε, συνεργαζόταν κλπ. Με την κρίση του 1929 συνέβηκε η απόσυρση αμερικάνικων κεφαλαίων από τη Γερμανία κι όχι μονάχα απ’ αυτήν, αλλά η συνεργασία των γερμανικών κοντσέρν με τα αμερικάνικα τραστ ή κορπορέισον εξακολούθησε, ακόμα κι όταν ο φύρερ χλεύαζε τον Ρούζβελτ για τις ειρηνιστικές του «μπαρούφες». Και συνεχίστηκε παρά τα όσα συνέβησαν σε συνέχεια, αφού μέσα στον πόλεμο ο γνωστός Χ. Τρούμαν διατύπωσε την περίφημη θέση του: «Μας συμφέρει να υποστηρίζουμε τη μια από τις δύο δυνάμεις για να εξασθενεί η άλλη. Αν η πλάστιγγα γύρει υπέρ της Γερμανίας θα την υποστηρίξουμε ακόμα περισσότερο για να νικήσει τη Ρωσία». Και ήταν τότε οι ΗΠΑ ηγεμονική δύναμη, ήθελε να είναι ηγεμόνας των «ελεύθερων εθνών». Η άνοδος του ναζισμού, η «πολιτική κατευνασμού» δεν οφειλόταν στον αδύναμο ή συντηρητικό ανθρώπινο χαρακτήρα του Άγγλου πρωθυπουργού Τσάμπερλαιν ή των πριν απ’ αυτόν, αλλά σε μια εσκεμμένη πολιτική αντικατάστασης της «υγειονομικής» αντιμπολσεβίκικης «ζώνης» με τη χρησιμοποίηση του τραυματισμένου αλλά αναζωογονούμενου γερμανικού μιλιταρισμού, και κυρίως με την αξιοποίηση ενός μαζικού κινήματος με στολή βέβαια. Ο πρώτος μεγάλος πειραματισμός που το πρόπλασμα του είχε δώσει στην πράξη ο αδελφός και μέχρι κάποιο σημείο (1934) αντίπαλος μουσολινικός ιταλικός φασισμός.
Την κρίση στις ΗΠΑ το 1929 θα διαδεχτεί η ύφεση του 1938 -μεγάλη προειδοποίηση- που αυτή έκρινε την εισδοχή -όχι τόσο ανεμπόδιστα- των ΗΠΑ στον πόλεμο. Αλλά ο ναζισμός ή φασισμός δεν ήταν γερμανικό μονάχα φαινόμενο. Οι «δημοκρατίες» φλερτάριζαν μ’ αυτόν, όχι μονάχα σαν μια «κρατική δύναμη» (Γερμανία), αλλά και για «ιδία χρήση». Μιλάμε για τις προηγμένες χώρες, γιατί στις εξαρτημένες, όπως οι Βαλκανικές, ο φασισμός με διάφορα προσωπεία ήταν της μόδας νωρίτερα (με το φασισμό δεν φλερτάριζε και ο Ελ. Βενιζέλος σε μας και ο μεγάλος νταής -«κάτω ο παλαιοδημοκρατισμός και κοινοβουλευτισμός»- δεν έκανε το πραξικόπημα-οπερέτα το 1933 με φιλοφασιστικά συνθήματα;). Στη Γαλλία η «πρόβα τζενεράλε» του 1934 κατέληξε σε φιάσκο γιατί αναδύθηκε η μεγάλη αντιφασιστική ενότητα, αλλά η φιλοφασιστική στάση κομματιών του Λαϊκού Μετώπου (Νταλαντιέ κλπ) και η ρυμούλκηση των σοσιαλιστών από πολιτικές «κατευνασμού» (Μπλουμ) διάβρωσαν το Λαϊκό Μέτωπο και οδήγησαν στα αίσχη του Μονάχου (1938) και στην κατάρρευση της άλλοτε κραταιός Γαλλικής Δύναμης.
Πώς έγινε το πλήθος των υπό γαλλο-αγγλική προστασία κρατών της Κεντρικής και Ν. Ευρώπης να μετασχηματίζονται σε φασιστικά, φασιστοειδή καθεστώτα, να δυναμώνει η πέμπτη φάλαγγα στους ιθύνοντες κύκλους και να προβάλλεται το παράδειγμα της μουσολινικής Ιταλίας σαν πρότυπο; Πλήρωσε βέβαια τα «επίχειρα» της ταξικής της τύφλωσης η αστική Γαλλία με την απώλεια της επιρροής της, σε συνέχεια, όπως πλήρωσε τα «επίχειρα» της τύφλωσης της στο στρατιωτικό τομέα έχοντας για τότε θρυλικά ονόματα όπως των Γκαμελέν-Βεϋγκάν ή του ήρωα του Βερντέν, Πεταίν που έγινε ο γυαλιστής της μπότας του Χίτλερ. Όσον αφορά τη «γηραιά Αλβιόνα», πιο ευκίνητη, γιατί, όπως είχε πολλές φορές γράψει ο επάρατος Λένιν, ήταν «μανούλα» στην τεχνική των συμβιβασμών (αποτέλεσμα της πείρας των συμβιβασμών εσωτερικά ανάμεσα στη μεγαλοαστική τους τάξη και τους φεουδάρχες, μεγάλο πρότυπο της περεστρόικα αυτοί οι Άγγλοι Κρόμβελ και Σία αλλά ελεεινοί οι μαθητές), τα κατάφερνε καλύτερα με τη χρησιμοποίηση πότε του ενός πότε του άλλου, σκαρώνοντας συμμαχίες και «τοπικά» αργότερα με τους χιτλερικούς μέσα στη φωτιά του πολέμου όπως έκανε για τη δική μας περίπτωση.
Η πιο εξελιγμένη για τότε μορφή κοινωνικής και πολιτικής αντίδρασης, ο φασισμός-ναζισμός κινούσε μάζες. Ναζί SA στη Γερμανία, μελανοχίτωνες στην Ιταλία, ρεξιστές στο Βέλγιο, σιδηροφρουροί στη Ρουμανία (οι πιο επιτυχείς πειραματισμοί), «λευκοχερίτες» στη Σερβία, ουστάσι στην Κροατία (καλή ώρα τους), μαννερχαϊμικοί στη Φινλανδία κλπ κλπ. Τι ήταν αυτές οι μάζες; Άνεργοι, εξαθλιωμένοι, μαζί με ευγενικούς βλαστούς μεσαίων τάξεων. Οι παραδοσιακές μορφές «μαζικού τραμπουκισμού» στην υπηρεσία των ιθυνουσών τάξεων δεν εγκαταλείφθηκαν αλλά το προβάδισμα το πήραν οι νέες μορφές. Η κωμωδία, στην πραγματικότητα κωμωδία για τους «πάνω» και τραγωδία για τους «κάτω», εκκαθάρισης της «κόκκινης πανούκλας» στην Ιταλία από τις συμμορίες των φασιστών πριν την εδραίωση του Μουσολίνι στην εξουσία, θεωρήθηκε από «φωτεινούς εγκέφαλους» «ιταλική ιδιαιτερότητα». Ο συνδυασμός κρατικής-ναζιστικής βίας στη Γερμανία πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, απάντηση στη μπολσεβίκικη προκλητικότητα. Αν κάμποσοι απ’ αυτούς βρέθηκαν σε συνέχεια στα στρατόπεδα των ναζί τούτο δεν άρκεσε για να βγάλουν το «χούι» τους, γιατί βρέθηκαν οι υπερατλαντικοί προστάτες για να τους δικαιώσουν.
Η δεκαετία αυτή στα χρόνια του 1970 «αναθεωρήθηκε» από τους διάφορους χομεϊνικής υφής αυτόνομους της Ευρώπης σ’ ότι αφορά τις ΗΠΑ. Το υπέροχο συνδικαλιστικό κίνημα των ΗΠΑ. Και μέσα σ’ αυτό σωρηδόν οι προσπάθειες συγκρότησης ταξικών συνδικάτων με τα εργατοπατερίστικα συγκροτήματα μισο-μαφιόζων ή μαφιόζων απεργοσπαστών ή συντεχνιακών «γιούνιονς», που προδιέγραψαν μεθόδους που θα εφαρμόζονται σε πλανητική κλίμακα στη συνέχεια. Οι τύποι αυτοί ήταν οι πρωτοστάτες του κινήματος «Αμέρικα Φερστ» που μέχρι την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο έκαναν φιλοχιτλερική ζύμωση. Τα αντικομμουνιστικά, αντιμεταναστευτικά, ρατσιστικά αντανακλαστικά που εκφράζονταν και σε πογκρόμ ανακατεύτηκαν με άλλες απόπειρες και βέβαια η συμπάθεια πηγαίνει προς ότι ήταν αντισταλινικό κλπ.
Η πείρα της ταξικής πάλης στις ΗΠΑ στην περίοδο αυτή, αλλά και όλη η πείρα πριν και μετά την περίοδο αυτή: η μελέτη της άξιζε καλύτερης μεταχείρισης. Γιατί ο πιο προηγμένος καπιταλισμός από τα τέλη του περασμένου αιώνα (βλ. Σικάγο 1886, Πρωτομαγιά) και σε συνέχεια, εφάρμοσε αδίστακτα και αποφασιστικά χάρη στα ασύγκριτα -σε σχέση με άλλους καπιταλισμούς- μέσα του τις δύο ταχτικές, τη βία (κρεμάλες, δικαστικές παρωδίες, πογκρόμ -δηλαδή κίνηση «μαζών»- εξοστρακισμούς, δολοφονίες κλπ) και την «ενσωμάτωση», εξαγορά, δελεασμό με αποτελεσματικότητα. Στα δύο κύματα εξεγέρσεων, 1919 (και σε συνέχεια) 1929 (και σε συνέχεια), οι ταχτικές αυτές πιο τελειοποιημένες και χάρη στο συνδυασμό -σε υψηλότερο επίπεδο από αλλού- κρατικής και παρακρατικής βίας (χρησιμοποίηση των τραστ του εγκλήματος) μαζί με τις «ζαχαρένιες οβίδες» (δελεασμός, ιδεολογική διάβρωση μέσω «υλικών» χυδαίων αντισταθμισμάτων), οδήγησαν σε μια επανέκδοση του μπουχαρινισμού σε προωθημένο κι εδώ επίπεδο, του μπροουντερισμού στο κομμουνιστικό κίνημα.
Πρόκειται για ένα από τα προειδοποιητικά σήματα βέβαια, αλλά και για τα απτά υλικά δείγματα των στρατηγικών που επεξεργαζόταν ένα από τα δύο δίδυμα ίσως «εργαστήρια» αντιμετώπισης της ανατροπής (ναζισμός, Νιου Ντηλ) που θα παράδινε το ένα στο άλλο τη σκυτάλη.
Τι γοητευτική ήταν η «παλιά καλή αστική δημοκρατία»! Στη δεκαετία αυτή αυτοκαταδικαζόταν. Τα μεγαλύτερα μυαλά της κήρυσσαν την «υπέρβαση του κοινοβουλευτισμού», τη χρεωκοπία του (κάτι σαν προήχηση του σημερινού αντι-κρατισμού από μια όμως μονάχα άποψη) και εκείνοι που υπερασπίζονταν τις αστικοδημοκρατικές αξίες ήταν εκείνοι ακριβώς που ήταν θεωρητικά και πραχτικά οι νεκροθάφτες τους…
Για τον κεϋνσιανισμό, τον δρ Σαχτ της Γερμανίας και το Νιου Ντηλ. Ο κρατισμός σαν διαχείριση της εργατικής αναταραχής, σαν «ο μοναδικός τρόπος για να αποτραπεί η επανάσταση». Ακόμα κι έτσι το Νιου Ντηλ ήταν οριακό. Μοναδική διέξοδος ο πόλεμος. (σελ. 168-172)
Παρουσιάστηκαν στη δεκαετία του 30 δύο «θαύματα». Το θαύμα του δόκτωρα Σαχτ, που ανόρθωσε τη γερμανική οικονομία με νομισματικά μεγαλοφυή κόλπα και το «θαύμα» του Νιου Ντηλ, που με άλλα κόλπα έλυσε το πρόβλημα της ανεργίας. Από τότε έχουμε το χούι των «θαυμάτων». Οι κουλτουριστές βέβαια απεχθάνονται αυτές τις εκφράσεις και προτιμούν να κατασκευάζουν έννοιες. Η έννοια επομένως του κεϋνσιανισμού τότε κατασκευάστηκε. Αν ακολουθήσουμε αυτό τον τρόπο θα τα μπερδέψουμε κάπως. Γιατί η «Γενική θεωρία» του Κέυνς, άρα η «έννοια», εμφανίστηκε το 1936 (ακριβέστερα το 1935). Όμως η πραχτική εφαρμογή της «έννοιας» είχε ήδη προωθηθεί τότε. Ή ο Κέυνς γενίκευσε «εμπειρικό υλικό» και κατασκεύασε την έννοια ή ο κεϋνσιανισμός σαν έννοια δεν υπήρξε τότε αλλά πολύ αργότερα. Η άλλη πλευρά ή μοντέλο: Ο Σαχτ με μια μικρή διακοπή από το 1930 μέχρι το 1933 ήταν ο άνθρωπος της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας. Η κεντρική τράπεζα, το γενικό επιτελείο και βέβαια το μεγάλο χρηματιστικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, παρέμειναν άθικτα και συνεργάστηκαν με τη σοσιαλδημοκρατία μέχρι το 1925 που κρατούσε την προεδρεία. Ο Κέυνς από το 1919 είχε κηρυχτεί κατά της πληρωμής επανορθώσεων από τη Γερμανία. Το 1923 είχαμε τον ξέφρενο πληθωρισμό στη Γερμανία που ξετίναξε τους πολλούς και ωφέλησε τους λίγους. Ο Σαχτ θεωρήθηκε ο μαέστρος αυτής της υπόθεσης που απαξίωνε τις αξιώσεις τρίτων προς το κράτος. Το «κόλπο» αυτό, ήταν αδύνατο να συμβεί δίχως εγχώριες (ενδογερμανικές) και εξωτερικές συμβολές([*]).
Το «κόλπο» συνέτριβε τις λαϊκές μάζες στη Γερμανία, βοηθούσε τα κοντσέρν και συνδαύλιζε τη φωτιά του εθνικισμού. Ο «διαιτητής», αν και σύμμαχος, ήταν οι ΗΠΑ που πόνταραν στην ανάπτυξη και τη «συνάντηση» με τον «ηττημένο» σε βάρος των αντίζηλων Ευρωπαίων νικητών.
Το «φαγοπότι» της χρηματιστηριακής ευφορίας στις ΗΠΑ, που κόπηκε άγρια το 1929, επαναλαμβάνεται στη δεκαετία Ρήγκαν και «διορθώνεται» με τη «μπουγάδα»-κραχ του 1987, μέσα σε πλήρη ευφορία «περεστρόικας». Και το ένα από τα κοινά σημεία βρίσκεται, ανεξάρτητα από τις μεγάλες διαφορές, στο ότι κυρίαρχη θεωρία στις ΗΠΑ τότε ήταν ο λεγόμενος φιλελευθερισμός. Ο «κρατισμός» επομένως του Νιου Ντηλ έβαλε φρένο και δημιούργησε τους γνωστούς όρους.
Υπήρξε ολοκληρωμένο από τα πριν «πρόγραμμα» ή υπήρξαν μερικές οδηγητικές αρχές που στην πορεία εμπλουτίζονταν ή τροποποιούνταν;
Το μοντέλο του Νιου Ντηλ θεωρητικά διαιρείται σε δύο φάσεις;
Φάση Ι
1. Ποσοστώσεις στην παραγωγή που περιορίζουν την παραγωγή σε όγκο.
2. Προσωρινά περιορίζεται η διάρκεια της εργασίας.
3. Αύξηση των μισθών για υποκίνηση της ζήτησης.
4. Αύξηση της τιμής των εμπορευμάτων για να ανέβουν τα περιθώρια κέρδους, επομένως αύξηση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου.
5. Μεγάλα έργα. Πρόγραμμα της Κοιλάδας του Τεννεσή και για δημιουργία θέσεων εργασία; και για εκβιομηχάνιση μιας φτωχής περιοχής.
Φάση II
1. Δημιουργία συστήματος κοινωνικής προστασίας (συντάξεις, επιδόματα εργασίας).
2. Καθιέρωση κατώτατου μισθού και καθορισμός εργάσιμης εβδομάδας 44 ωρών.
3. Συνδικαλισμός. Προστατεύεται η δημιουργία ανεξάρτητων συνδικάτων.
Αφού κοινός, πρώτος και μεγάλος στόχος στις ΗΠΑ, όπως και στη Γερμανία, ήταν η αποτροπή της έκρηξης, η διαχείριση της ανεργίας ήταν η πρώτη προτεραιότητα. Στη Γερμανία βέβαια υπήρχε ένα ισχυρό ΚΚ και παραδίπλα η εστία της ανατροπής. Στις ΗΠΑ υπήρχε ΚΚ αλλά ούτε νικημένη χώρα ήταν, είχε πλουσιοπάροχα ευεργετηθεί από την παγκόσμια αλληλοσφαγή και η εστία της ανατροπής βρισκόταν μακριά. Οι ναζί είχαν την υποδομή έτοιμη, πριν πάρουν την εξουσία. Στις ΗΠΑ η «ιδιωτική» κλπ πρωτοβουλία είχε σπάσει σε πολλά κομμάτια και ο «σώζων ευατόν σωθήτω» κυριαρχούσε. Ύστερα όμως από μια δεκαετία ευτυχίας αλλά και ιησουητισμού και ψευτοπουριτανισμού (με πρόγευση για μελλοντικούς προγραμματισμούς) του τύπου της «ποτοαπαγόρευσης» (η πρώτη πράξη του Ρούζβελτ ήταν να την καταργήσει), έπρεπε κατά τη ρήση του Ντούτσε στην άλλη άκρη «να κοινωνικοποιηθούν» οι ζημιές κι επομένως η «κοινωνία», το κράτος σαν μεσολαβητής, να αναλάβει να ανοίγει δρόμους, να κλείνει δρόμους, να οργανώνει συσσίτια και να «διαχειρίζεται» την εξόφληση του «μάρμαρου» της ευτυχίας. Η φιλελεύθερη συνήθεια δολοφονιών ή αποπειρών κατά προέδρων ήταν το ντεμπούτο του Ρούζβελτ στο Σικάγο όπου «διέφυγε» το θάνατο.
Η κρίση έφερε και την ανατίναξη των διεθνών συναλλαγών και τη διαμάχη ΗΠΑ-Μ. Βρετανίας, πρώτα απ’ όλα, για τη μορφή που θα έπαιρνε το σύστημα του χρυσού κανόνα συναλλάγματος.
Η λίρα παραμένει βασικό όργανο στις διεθνείς συναλλαγές αλλά το «μάρμαρο» της μεταβολής του «χρυσού κανόνα» θα το πληρώσουν ιδιαίτερα οι μικρές χώρες, που κηδεμονευόμενες είδαν να γίνεται σ’ αυτές μια μετακύλιση σημαντικού μέρους της ζημιάς. Οι ΗΠΑ, στην κατάσταση που ήταν, δεν ήταν δυνατό τότε να κάνουν εκείνο που επέβαλαν αργότερα. Οι εργατικοί στην Αγγλία, για ένα σύντομο διάστημα, θα πάρουν την εξουσία για να «διαχειριστούν» την κρίση, δηλαδή την εργατική αναταραχή.
Μέσα σ’ αυτό το «κλίμα» ο κρατισμός -όπως λένε τώρα- ήταν η προσφυγή όλων των κυβερνήσεων και όλων των πολιτικών. Ο μοναδικός φερέγγυος συντελεστής στην καταρρέουσα οικονομία ήταν το κράτος. Επομένως η πίστη που θα αποκαθιστούσε ή η αξιοπιστία -όπως θέλετε-θα καθόριζε τα πάντα. Επομένως ο δόκτωρ Σαχτ, αφού το «ολοκληρωτικό κράτος» εγγυόταν τα πάντα, είχε την άνεση να κόβει χαρτονομίσματα επιβάλλοντας μια εσωτερική αφαίμαξη σ’ αυτούς που έδινε απασχόληση (με μειωμένους και τους ονομαστικούς μισθούς), επιβάλλοντας έναν «διαρκή εσωτερικό δανεισμό». Με άλλη μορφή, το ίδιο έκαναν και στις ΗΠΑ όπου βέβαια οι πόροι που υπήρχαν ήταν ασύγκριτα πολύ περισσότεροι. Ο μοναδικός εγγυητής ήταν η ομοσπονδιακή εξουσία. Και οι κεϋνσιανές ιδέες για χειρισμό του δημόσιου χρέους, για εθνικούς λογαριασμούς, για αναποδογύρισμα της έννοιας του προϋπολογισμού, για ελεγχόμενο πληθωρισμό (δηλαδή ότι έκανε και ο δρ. Σαχτ), εφαρμόστηκαν έτσι κι αλλιώς στις περισσότερες πιο αναπτυγμένες χώρες.
Όλες αυτές όμως οι ριζοσπαστικές αλλαγές αποτελούσαν μια πλευρά της υπόθεσης. Αυτές ήταν έτσι κι αλλιώς βραχυπρόθεσμες λύσεις. Το έλεγε άλλωστε κι ο ίδιος ο Κέυνς, που δεν έκρυβε πως ήταν ο μοναδικός τρόπος να αποτραπεί η επανάσταση. Πέρα απ’ αυτά όμως, ειδικά για τη Γερμανία, η εγγύηση των μεγαλύτερων δυνάμεων (ΗΠΑ-Αγγλία πρώτα απ’ όλα), στο βαθμό που πίστευαν πως θα χειρίζονταν τους ναζί αλλά και τους φασίστες της Ιταλίας, έδιναν την άνεση να εφαρμόζονται όλα αυτά τα ρηξικέλευθα που συντελούνταν στη Γερμανία.
Όμως το Νιου Ντηλ, ενώ έσωζε τον καπιταλισμό στις ΗΠΑ, μέσα από συγκρούσεις και στους κόλπους του για μια περίοδο, έφτασε στα όρια του γύρω στο 1938. Παρόλο που είχε απορροφήσει ένα μεγάλο μέρος των ανέργων σημειώθηκε μια υποτροπή. Στη Γερμανία εκδηλώθηκαν την ίδια περίοδο τα ίδια περίπου συμπτώματα. Ο δρ. Σαχτ φεύγει από την κεντρική τράπεζα. Παρά την επέκταση με τη Ρηνανία και το Άνσλους και το κλήριγκ που αναπτύσσεται στις εξαγωγές-εισαγωγές, η οικονομία «ασφυκτιά». Η μοναδική διέξοδος είναι το άνοιγμα σε «νέους χώρους», δηλαδή και στη μια και στην άλλη περίπτωση δεν μπορεί να συγκρατηθεί η αναδιάρθρωση που συντελέστηκε μέσα σε όρια που προσδιόρισαν οι συνθήκες του 1930. Τα δεδομένα βέβαια δεν είναι ίδια. Οι ΗΠΑ δεν πάσχουν απ’ αυτό που πάσχει η Γερμανία: πρώτες ύλες. Αλλά υπάρχει άμεσος ο κίνδυνος της συμφόρησης αν «φουλάρει» η μηχανή. Οι διέξοδοι έξω, αντί να διευρύνονται αρχίζουν να συρρικνώνονται και κύρια στον Ειρηνικό. Την ίδια περίοδο, 1934-1938, συρρέουν «εγκέφαλοι» από τη Γερμανία. Ο Ντούτσε «δωρίζει» τον Ενρίκο Φέρμι, που μαζί με τον Αϊνστάιν θα γίνουν οι σχεδιαστές και εκτελεστές αυτού που αργότερα θα ονομαστεί «Πρόγραμμα Μανχάτταν» (ατομική βόμβα). Και για να γίνει αυτό έπεσε γερή γκρίνια. Γιατί στις ΗΠΑ υπήρχαν ακόμα 5.000 κάτοχοι ντοκτορά άνεργοι. Να φέρουν κι άλλους απέξω; Τι θα γίνουν αυτοί που υπάρχουν; Η λύση βέβαια υπήρχε. Και έγινε κατορθωτή μονάχα όταν «φουλάρησε» η μηχανή.
Για τις δεκαετίες 60-70-80. Ο κεϋνσιανισμός σαν ιδεολογία «συγχώνευσης» των δύο συστημάτων (σοσιαλισμού, καπιταλισμού). Από την «παραφροσύνη» του ‘60 στην «ωρίμανση» του ’70. Ο ρόλος της κρίσης. Η «απομυθοποίηση» της ιστορίας και της πρακτικής του κομμουνιστικού κινήματος. (σελ. 338 – 341)
…στη δεκαετία του 60 «όλοι» (;;;) ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, στη δεκαετία του 70 άρχιζαν «όλοι» (;;;) να το σκέφτονται, γιατί είδαν πως δεν γίνεται και γι’ αυτό κριτικάρουν και απορρίπτουν τους ιδεολόγους και στρέφονται έτσι στην τρίτη περίοδο σε μια άλλη ιδεολογία, που μονάχα αυτή μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, στην επιστήμη και την τεχνολογία που «ανακαλύφθηκε» τότε γιατί απόδειξε τη «διαχρονικότητα» της και την «αλήθεια» της.
Αν μεταφράσουμε αυτή την κατάταξη σε πιο «υλικούς» όρους θα μπορούσαμε να την εκφράσουμε χυδαία: δεκαετία 60 μικρή ανεργία, δεκαετία 70 μεγαλύτερη ανεργία, δεκαετία 80 πολύ μεγαλύτερη ανεργία. Η δεκαετία 70, κράτος πρόνοιας = σοσιαλισμός, δεκαετία 70 το κράτος πρόνοιας αποδείχνεται εμπόδιο στην «φρενίτιδα» της ανάπτυξης της δεκαετίας του 60, δεκαετία 80 ζήτω η Θάτσερ, ο Ρήγκαν και ο Γκορμπατσώφ, κάτω ο κρατισμός.
Βέβαια το «τέλος των ιδεολογιών» είχε διακηρυχτεί σαν «σύνθημα προπαγάνδας» από τη δεκαετία του 60 και υπήρξε φιλονικία αν το διατύπωσε πρώτος ο Γάλλος Ρεϊμόν Αρόν ή ο Αμερικάνος Ντανιέλ Μπελ (τυχαία;) μετά το πρώτο μεγάλο κύμα της «αποσταλινοποίησης», για να γίνει «σύνθημα ζύμωσης» στη δεκαετία του 70 χαι «σύνθημα άμεσης δράσης» στη δεκαετία του 80. Έτσι ο κεϋνσιανισμός ιδεολογία-θρησκεία-πραχτική της δεκαετίας του 60, που προαναγγέλλει τη συγχώνευση των δύο συστημάτων, έγινε στόχος κριτικών ομοβροντιών και στη δεκαετία του 80, σαν «ιδεολογία» κι αυτός, εξωπετάχθηκε στο πυρ το εξώτερο, Η δεκαετία των ιδεολογιών ήταν το σημείο επαφής ανάμεσα στα «θαύματα» (ιταλικά, δυτικογερμανικά). Το «θαύμα» των ΗΠΑ είναι «το πρωταρχικό θαύμα» στις πρώτες ενδείξεις λαχανιάσματος. Τα θαύματα αυτά συμβάδιζαν με τους «δείκτες ευημερίας» και στις Ανατολικές χώρες, εκτός Κίνας και Αλβανίας. Η δεκαετία της αποϊδεολογικοποίησης είναι η ένταση του λαχανιάσματος και η απόκρυψη του «αγκομαχητού» της μηχανής με τη χρηματιστική επέκταση προς κάθε κατεύθυνση: ο «κακός δαίμονας» είναι βέβαια τα πετρελαϊκά σοκ. Αρχίζει η πρώτη φάση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης από τα τέλη της δεκαετίας ενώ ο «ανατολικός» κόσμος αγκομαχώντας πασχίζει να συμβαδίσει. Η δεκαετία της «ωρίμανσης» είναι η εποχή της κύριας φάσης της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης με επάνοδο «θεωρητική» στις αρχές της προ του 1929 εποχής, των μεγάλων συγχωνεύσεων και εξαγορών. Ο «ανατολικός κόσμος» μένει πολύ πίσω στην κούρσα και τα διλήμματα θα λυθούν στα τέλη της δεκαετίας με «ριζοσπαστικό» τρόπο, επιταχύνοντας την κατάργηση των εμποδίων που είχαν παραμείνει για την ολοκληρωτική και πλήρη επανένταξη στο παγκόσμιο σύστημα, αφού βέβαια προηγούμενα, γύρω στο 1979-80 είδε μπροστά του να ορθώνεται ένα δίλημμα-πρόκληση.
Στη δεκαετία του 60, «δεκαετία των ιδεολογιών», όχι άσχετα από τη διακήρυξη του «τέλους των ιδεολογιών», προωθείται η συνδιαχείριση και επομένως ανεβαίνει σε χρήση ο όρος «υπερδυνάμεις». Η συνδιαχείριση με σταθμούς τη συνάντηση Κοσύγκιν-Τζόνσον (1967), που προσδιορίζει τα όρια της κοινής παρέμβασης αλλά και της αντίθεσης, θα επεκταθεί στις αρχές της επόμενης δεκαετίας με τη συνάντηση Νίξον-Μπρέζνιεφ και με την τελειοποίηση του συστήματος συνδιαχείρισης σε πολλά επίπεδα.
Στη δεκαετία του 70 της «αποϊδεολογικοποίησης», με την τροπή των πραγμάτων στην Κίνα, επιχειρείται η αντι-υπερδυναμική παρέμβαση της Κίνας με τη «διπλωματία του πιγκ-πογκ» και την Κοινή Δήλωση της Σα-γκάης (1972) Τσου Εν Λάι – Κίσινγκερ. Το επιχείρημα «η Κίνα δεν θα γίνει ποτέ υπερδύναμη» εξισορροπούσε ακόμα τάσεις που αντιπαρατίθονταν για την πραγματική έννοια και τη σημασία της παρέμβασης- Η άνοδος της δεξιάς έβαλε τέλος σ’ αυτή την εξισορρόπηση και προχώρησαν ακάθεκτοι σε μια υπερδυναμολογία, όπου ύστερα από μια μικρή περίοδο «ισοδυναμίας στα χτυπήματα», τα κύρια «πλήγματα» θα στρέφονται στην υπερδύναμη που εντούτοις θεωρείται «πιο τρωτή», ενώ η «φυγή προς τα μπρος» του μπρεζνιεφισμού προσφέρει την πιο ακραία εκδήλωση με την υποκίνηση και ενίσχυση της βιετναμικής απόπειρας για ηγεμονία στην Ινδοκίνα. Από κει η εισβολή στην Καμπότζη και οι «απαντήσεις»-συγκρούσεις με την Κίνα στα τέλη της δεκαετίας. Ταυτόχρονα «εκκαθάριση» του Αφγανιστάν και αφρικανικές επεκτάσεις.
Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός αναδιπλώνεται μετά το φιάσκο στην : Ανατολική Μεσόγειο (Κύπρος, Μ. Ανατολή), αφού μετά τις μηχανορραφίες στην Ευρώπη και την ανατροπή της κυβέρνησης Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή και την τάξη στην Ν. Αμερική, αντιμετωπίζει στην πόρτα του τις εξεγέρσεις της Νικαράγουα και του Σαλβαντόρ. Στην Ιταλία ο «ιστορικός συμβιβασμός» μετά τη θύελλα του 1967-72.
Όπως βλέπουμε τα σχήματα «αποϊδεολογικοποίησης» κλπ κάπως κουτσαίνουν.
Τελικά, παρόλα αυτά στη δεκαετία της «ωρίμανσης» και μετά τα Ελσίνκια κλπ της εποχής Κάρτερ, επαναλαμβάνεται μια ιδιότυπη επανάληψη της «κρίσης πυραύλων» του 1962 σε παρατεταμένη περίοδο Κρουζ, Ες-Ες κλπ). Ενώ στη Γερμανία πρώτα και στην Ιταλία στη συνέχεια αναπτύσσεται ο «μπριγκαντισμός» και το «Αρχιπέλαγος της Αυτονομίας». Στη Γαλλία, μετά τις «εξαφανίσεις» και τη νομιμοποίηση ενός ομματίου της «Προλεταριακής Αριστεράς», ο αποχαιρετισμός στο προλεταριάτο. Η τραγωδία του Αλτουσέρ και η «μεταμόρφωση» του ακαδημαϊκού και πανεπιστημιακού μαρξισμού στο αντίθετο του.
Έτσι η «ωρίμανση του 80» ξεκινάει με ένα παραλίγο «κραχ» το 1982 Μεξικό). Τα «ανθρώπινα δικαιώματα» στο τιμόνι. Ο μουσουλμανισμός ε άνοδο (Περσία), «ρηγκανισμός», «θατσερισμός». Πόλεμος των ίστρων και καμώματα. Η μεταρρύθμιση Αντρόπωφ. Επιτέλους «περεστρόικα». Δέκα χρόνια μεταβάσεων από τη δικτατορία στη δημοκρατία Φιλιππίνες, Ακίνο). Το «κραχ» της Νέας Υόρκης (1987). Οι καρποί της περεστρόικα.
Από την «εποχή της παραφροσύνης» μέχρι την «εποχή της ωρίμανσης» σύμφωνα με το παραπάνω «τριαδικό» σχήμα, που η χρησιμοποίησή του εδώ αποβλέπει στο να φανεί καθαρότερα το σχήμα που προβάλλεται ώρα από «όλους» σχεδόν του πρωταγωνιστές της τωρινής περιόδου. Η παραφροσύνη» (δεκαετία του 60) ήταν το αποκορύφωμα της αλυσίδας των συνεπειών κάποιου «προπατορικού ή πρωταρχικού αμαρτήματος», ου ξεκίνησε στις αρχές του αιώνα. Η «παραφροσύνη» έδειξε το αδιέξοδο κι από κει αρχίζει πρώτα η ιδεολογική πτώση, για να έρθει ύστερα η εποχή της λογικής ή της ωρίμανσης. Και βαδίζουμε τώρα έτσι στη νέα εποχή του 2000, που αφού όλα αυτά πήραν τέλος, αντιμετωπίζουμε κάποιες «προσωρινές δυσκολίες» (δεν μπορεί να μην χρησιμοποιηθούν ορολογίες του σατανά) αλλά η νέα εποχή θα έρθει.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 70 είχαν διαφανεί ορισμένα πράγμα-χ που διαμόρφωναν καταστάσεις που αναδείχτηκαν αργότερα. Γινόταν ίο και πιο φανερό πως η κρίση σ’ όλα τα επίπεδα (οικονομικό, κοινωνικό. πολιτιστικό! Αγκάλιαζε όλους ή σχεδόν όλους. Πως η υποχώρηση των επαναστατικών θυελλών, παρά την αναδίπλωση των ΗΠΑ και την επέκταση («φυγή προς τα μπρος») της ΕΣΣΔ, που όμως η τελευταία αποκόμισε τους καρπούς που άφησαν πίσω τους τα κύματα των θυελλών δημιουργώντας την επίφαση της ισχυρότερης υπερδύναμης, θα ωθούσε σε μια δίχως προηγούμενο αναδιάρθρωση οικονομική και κατά συνέπεια και πολιτική, που θα «στεκόταν στο ύψος» της κρίσης και της παγκόσμιας αμφισβήτησης του συστήματος που είχε αναπτυχθεί πριν.
Αν είχε πάρει άλλη τροπή η εξέλιξη των πραγμάτων δε θα μπορούσε να γίνει λόγος για «σχήματα», «προοπτικές», «νέες εποχές» και τα παρόμοια. Η αναδίπλωση των ΗΠΑ από περιοχές, ελέγχους, οι συμβιβασμοί τους σε πολλές περιπτώσεις και περιοχές, και η διαρθρωτική κρίση που είχαν πέσει τις ώθησαν σε μια άλλου χαρακτήρα «φυγή προς τα μπρος» που είναι αυτή που ζούμε. Αλλά αυτό αποτελεί μέρος μιας άλλης ανάλυσης που θα έχει τη θέση της σε άλλο σημείο. Μπήκε ένα ερώτημα που μ’ αυτό έκλεισε το προηγούμενο κεφάλαιο και σ’ αυτό οφείλουμε να προσπαθήσουμε να δώσουμε μια απάντηση.
Η δεκαετία των «ιδεολογιών» του 60 ουσιαστικά ήταν η δεκαετία όπου αναδύθηκε η απαίτηση για «επιστημονική αυστηρότητα», η εποχή της «απομυθοποίησης», όχι βέβαια όλου του συστήματος των κοινωνικών σχέσεων αλλά της ιστορίας και πραχτικής του κομμουνιστικού κινήματος, η «έγχυση» στο σώμα του μαρξισμού ενέσεων αλλά και ακρωτηριασμών από την ανερχόμενη επιστημολογία ή τον ακάθεκτο επιστημονισμό, σε αντίθεση αλλά και αντιπαράθεση με έναν «παλιομοδίτη» μαρξισμό που με «αυστηρό τρόπο», περιφρονώντας τις αυστηρές απαιτήσεις των λογιότατων επιστατών του «πνεύματος», έθετε θεωρητικά και πραχτικά βασικά ζητήματα της ιστορικής εξέλιξης. Και τα ζητήματα αυτά πριν πέσουν, γιατί και αυτά δεν γλίτωσαν στα χέρια των λόγιων νέου στυλ, είναι εκείνα που είχε προωθήσει στην ημερήσια διάταξη όλη η προηγούμενη πραχτική δεκαετηρίδων του πραγματικά μαζικού επαναστατικού κινήματος, πραχτική που περιέκλεινε και τις ανεπάρκειες και τις ατέλειες και τα παραστρατήματα κάθε είδους. Σε μια πρώτη φάση ο επιστημονισμός αυτός ανέλαβε να απαλλάξει το μαρξισμό από το σταλινισμό. Το έκανε. Σε συνέχεια προσπάθησε να τον επιστημονικοποιήσει. Το έκανε κι αυτό. Πιο πέρα, χρονικά, υπέβαλε αυτό τον επιστημονικοποιημένο μαρξισμό σε αυστηρή επιστημολογική εξέταση. Διέλυσε το δικό του δημιούργημα όπως ήταν επόμενο…
Η κρίση σε Ανατολή και Δύση. Η σημασία της κατάργησης του συστήματος Μπρέττον – Γουντς. Η στάση του ρεβιζιονισμού. (σελ. 360-361)
…Ένα μεγάλο μέρος της πολεμικής στο κομμουνιστικό κίνημα και στα μεγάλα κινήματα στις χώρες του προηγμένου καπιταλισμού σχετιζόταν με τα ιδεολογικά ή υλικά κίνητρα, με τον «εξισωτισμό» στις μισθολογικές ιεραρχικές κλίμακες, με την «ενσωμάτωση» ή μη της εργατικής τάξης στο «σύστημα», που θα περάσουν σε άλλο επίπεδο στα χρόνια της «αποϊδεολογικοποίησης», θα τεθούν ακόμα τα ζητήματα της σχεδιοποίησης στις μεταβατικές κοινωνίες, του οικονομικού και νομισματικού υπολογισμού κ.α. Όλα αυτά θα «μετασχηματιστούν» σε συνάρτηση με την έκβαση αγώνων και συσχετισμών σε μια «μονοχρωμία» που τον τόνο τους θα τον δώσει η επιστημολογική ή όχι επάρκεια των προσδιορισμών.
Η «αποϊδεολογικοποίηση» θα συνδυαστεί «παράδοξα» με το ξέσπασμα της πολύμορφης κρίσης στη δεκαετία του 70. Ένας από τους «νεωτερισμούς» της εξέλιξης. Θα αποδοθούν όλα στις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες του ΟΠΕΚ για να σκεπαστούν οι βαθύτερες αιτίες και οι μηχανισμοί της κρίσης. Και τα «πετροδολάρια» και γύρω από τα «πετροδολάρια» θα εξαπολυθεί το μεγάλο χρηματιστικό όργιο των χρόνων εκείνων, όπου θα παγιδευτούν και χώρες πετρελαιοπαραγωγοί και φυσικά περισσότερο οι χώρες του «Τρίτου Κόσμου» που δεν παράγουν πετρέλαιο αλλά και το σύνολο των χωρών της ΚΟΜΕΚΟΝ.
Το «παράδοξο» της υποχώρησης των κινημάτων με την έκρηξη της κρίσης, θα προδιαγράψει αυτό που θα συμβεί στον επόμενο κύκλο σε πολύ πιο διογκωμένες διαστάσεις.
Η πιο ορατή εκδήλωση της κρίσης ήταν το τέλος των συναλλαγματικών ισοτιμιών, δηλαδή του συστήματος του Μπρέττον-Γουντς, το 1971, με την απόφαση του Νίξον μονομερώς να αποσυνδέσει το δολάριο από το χρυσό. Με την απόφαση αυτή που ήταν μια προσπάθεια να φορτωθούν σε άλλους οι δυσκολίες των ΗΠΑ, αλλά και να αποτραπούν απειλές για την κυριαρχική θέση τους, η θέση των χωρών που παρήγαγαν πρώτες ύλες, ανεξάρτητα από τη διαφορετική θέση που είχαν στο σύστημα, γινόταν χειρότερη. Επομένως τα «σοκ» ήταν μια κίνηση που συνδεόταν με την κούρσα επίρριψης των βαρών από την κρίση που άνοιξε των «μεν στους δε». Η ενεργειακή κρίση που άνοιξε με τη σειρά της, ευνοούσε την ανάδειξη μερικών ολιγαρχικών περιφερειακών δυνάμεων που άλλες θα σπάσουν τα μούτρα τους αργότερα (Σάχης του Ιράν λχ), ενώ άλλες θα επωφεληθούν (εκτός από τη Σαουδική Αραβία και τις πετρομοναρχίες, το Ιράκ, η Λιβύη κατά δεύτερο λόγο). Η ενεργειακή κρίση θα μπερδευτεί με το ηφαίστειο της Μ. Ανατολής, με τον πόλεμο το 1973, με την κρίση των ΗΠΑ στο πολιτικό πεδίο και με την άνοδο του μουσουλμανικού θεοκρατισμού.
Ο διεθνής ρεβιζιονισμός με όλες του τις μορφές, που συνέλεγε τους καρπούς που άφηνε η υποχώρηση τον κύματος των θυελλών, σαν «μεσολαβητής» ανάμεσα στη διεθνή «κοινωνία των πολιτών» και στη διεθνή «πολιτική κοινωνία», έχοντας καταφέρει η «μεσολάβηση» του να αποτρέψει μεταβολή στο συσχετισμό δυνάμεων γενικά και σε επιμέρους «καυτές ζώνες» και τομείς, περδουκλώθηκε παρά τον φαινομενικό του θρίαμβο στις σταθεροποιητικές και συνδιαχειριστικές του λειτουργίες. Έτσι η κρίση στις Ανατολικές χώρες, που προδρομικό σημάδι της ήταν τα γεγονότα της Πολωνίας του 1970 (ο πιο αδύνατος κρίκος, χάρη στις κατεστημένες πια δυαδικότητες), θα ενταθεί και με την εισχώρηση τους δυναμικά στην ενεργειακή κρίση με τις δύο πλευρές (διαχείριση της παραγωγής ενέργειας όχι μονάχα της ΕΣΣΔ αλλά και της ευρύτερης ζώνης) και στην κούρσα κατασκευής πυρηνικών αντιδραστήρων (the great is beautiful), αλλά και στα χρηματιστικά, απαντώντας θετικά στη χρηματιστική «φυγή προς τα μπρος» του σε κρίση συστήματος (μαζικός, συνεχής δανεισμός όλων των Ανατολικών χωρών που εγκρίνονταν γιατί ήταν οι πιο αξιόπιστοι πελάτες των πολυεθνικών τραπεζών) και με την απόπειρα κάλυψης «κενών» που άφηνε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός σε πολλά σημεία του κόσμου. Οι συνδιαχειριστές, έχοντας θέσει όρια που δεν έπρεπε να υπερβούν, από το ένα μέρος κινούνταν αποτρεπτικά σε επικίνδυνα σημεία τριβής, προχωρούσαν σε συνδιαπραγματεύσεις και ρυθμίσεις, ενώ άφηναν σε εκτεταμένες ζώνες να αναπτύσσεται μια δυναμική που υπολόγιζαν πως ήταν συμφέρον και για τους δύο να λειτουργήσει σε βάρος τρίτων (Κίνα, ευρωπαϊκές χώρες κλπ), ενώ συνομολογούσαν την ευχέρεια ενίσχυσης περιφερειακών αντίβαρων (λχ στη Μ. Ανατολή απέναντι στο Ισραήλ μετά τη στροφή Σαντάτ της Αιγύπτου, αντίβαρο Συρία, ενώ δίπλα στον «φιλογάλλο» Χασάν του Μαρόκου, Καντάφι, κι από κει η «λιβανοποίηση» του Λιβάνου)…
[*] Αποτέλεσμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου υπήρξε «η συγκέντρωσις ολοκλήρου σχεδόν του αποθέματος χρυσού της γης εις χείρας των Ηνωμένων Πολιτειών που έγιναν ο μοναδικός πιστωτής ολοκλήρου του κόσμου». Κατά «κατεστημένη» άποψη της εποχής «η Ευρώπη είχε πάψει να αποτελεί αυτάρκη ήπειρο». Έτσι έχουμε μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ανασύνθεση της παγκόσμιας οικονομίας: βιομηχανική, γεωργική ανάπτυξη χωρών όπως ο Καναδάς ή η Αυστραλία και ένταση της εξαγωγικής ικανότητας των ΗΠΑ. Στην πρώτη περίοδο η Γερμανία βρίσκεται έξω από την παγκόσμια αγορά, αλλά σε συνέχεια θα ξαναγυρίσει. Η πρώην Τσαρική Ρωσία, τώρα Σοβιετία, βρέθηκε έξω.
Στη συνθήκη των Βερσαλλιών, το κομμάτι περί επανορθώσεων προσδιορίζει το πώς θα οριζόταν από την επιτροπή επανορθώσεων που αποτελούνταν από αντιπροσώπους των συμμάχων μέχρι την 1η Μάη 1921. Συμφωνήθηκε στο Παρίσι στις 29/1/21 το ποσό να είναι 226 δισ. μάρκα και να πληρωθούν σε 42 ετήσιες δόσεις που το ποσό καθεμιάς θα ανέβαινε βαθμιαία μέχρι 6 εκατομμύρια και στο 12% της αξίας των γερμανικών εξαγωγών. Το Μάη του 1921 στέλνεται τελεσίγραφο των Συμμάχων να πληρώσει αμέσως η Γερμανία τα οφειλόμενα, 138 εκατομμύρια χρυσά μάρκα. Η Γερμανία βρίσκεται σε αδυναμία, στις αρχές του 1922 δίνεται αναστολή και ύστερα από τρεις μήνες ζητούνται απ’ αυτήν 720 εκατομμύρια χρυσά μάρκα σε χρήμα και 1 δις 450 εκατομμύρια μάρκα σε είδη. Και έγινε υπόδειξη να βρεθούν τα ποσά με φορολογία. Η Γερμανία αρνήθηκε. Όμως άρχισε να μεγαλώνει η σύγκρουση στους νικητές. Διαφωνία Αγγλίας με Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο. Η Αγγλία ζητάει τόσα «μόνο» όσα οφείλει στις ΗΠΑ για πολεμικά χρέη, ενώ οι άλλες δεν δέχονται να συνδεθούν οι επανορθώσεις με τα πολεμικά χρέη. Διαφωνούν για το αν η Γερμανία είναι σε θέση να πληρώσει σε είδος με ξυλεία και άνθρακα. Το Γενάρη του 1923, ύστερα απ’ αυτό, η Γαλλία μαζί με το Βέλγιο προχωρούν σε κατάληψη της περιοχής του Ρουρ. Οι Γερμανοί προβάλλουν παθητική αντίσταση. Καταβαραθρώνεται η οικονομία και το γερμανικό νόμισμα, έτσι που η ισοτιμία με το δολάριο το Δεκέμβρη του 1923 ήταν 1 δολάριο = 4,2 τρις μάρκα. Οι σύμμαχοι κάνουν πίσω. Το 1929 ανεβαίνει στην εξουσία στην Αγγλία το εργατικό κόμμα και με πρωτοβουλία του αναγκάζεται η Γαλλία να συμφωνήσει στο να εξεταστεί αν η Γερμανία έχει την ικανότητα να πληρώσει επανορθώσεις. Συστήνονται δύο επιτροπές εμπειρογνωμόνων γι’ αυτό.
Από τότε έχουμε σειρά εκπτώσεων και επιτροπών (Ντωζ) για να φτάσουμε στο σχέδιο Γιανγκ (1929).
Οι ΗΠΑ, από το ένα μέρος αποσύρουν κεφάλαια από την Ευρώπη και τη Γερμανία και από το άλλο, καρδαμώνουν τα σε ευρωστία γερμανικά κοντσέρν και παζαρεύουν με τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης για τα πολεμικά χρέη προς αυτές.