Θα μπορούσε να είναι τίτλος ελληνικού μελό της δεκαετίας του ’60, αλλά δεν είναι. Είναι ο τίτλος από το δράμα της σημερινής Ελλάδας. Η κραυγαλέα και προκλητική διαφορά αντιμετώπισης ενός ζάμπλουτου εφοπλιστή, που δεν είχε φρουρούς και έπεσε θύμα απαγωγής, από μια καθαρίστρια, που τόλμησε να διεκδικήσει να μην είναι σκλάβα και το πλήρωσε με τη φωνή, την όραση και –παραλίγο– με τη ζωή της την ίδια.
Μάθαμε πόσο μεγάλο πρόβλημα είναι να βρει η σύζυγος του δισεκατομμυριούχου εφοπλιστή τα λύτρα σε ψιλά. Μάθαμε πόσο κοστίζει η ζωή ενός εφοπλιστή που, αφού θησαύρισε με τα δρομολόγια του εφοπλιστικού καρτέλ, τα πούλησε σε τιμή ευκαιρίας και τελικά απήχθη από στυγερούς απαγωγείς. Προβληματιστήκαμε γιατί οι απαγωγείς, αν και δεν το λένε, μάλλον συνδέονται με τα γεγονότα της εξέγερσης. Επίσης, αν και είναι Έλληνες, θα συνδέονται οπωσδήποτε με αλλοδαπούς. Επίσης, γονιμοποιήθηκε ο προβληματισμός μας γιατί στο έγκριτο "ΒΗΜΑ" του έγκριτου Ψυχάρη, ο εγκριτότατος Πρετεντέρης σιχάθηκε πια αυτόν τον αποτρόπαιο κύκλο βίας και παρανομίας: τις διαδηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, τις εξεγέρσεις της νεολαίας, τις σφαίρες στον αστυνομικό και την απαγωγή του εφοπλιστή. Έχοντας κάνει την προσωπική του αυτοκριτική, δεν συνέδεσε την Αριστερά με τη βία στα γήπεδα…
Πέρα από την αηδία που προκαλούν οι παπαρολογούντες διαλεκτικοί συνδέοντας την εξέγερση, τις σφαίρες και την απαγωγή, φουσκώνει η αγανάκτηση για το πόσο διαφορετικά ζυγίζουν οι ανθρώπινες ζωές στην ελληνική ισονομία και ισοπολιτεία. Πρέπει να συγκινηθούμε μέχρις δακρύων για το ζάμπλουτο επιχειρηματία που θησαύρισε από το εφοπλιστικό καρτέλ της εγχώριας ναυτιλίας. Να μάθουμε τα σοβαρότατα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο 74χρονος. Να εμπεδώσουμε ότι έπαιρνε… φάρμακα. Να συνειδητοποιήσουμε το ειδεχθές έγκλημα των απαγωγέων. Να θαυμάσουμε το δυνατό του χαρακτήρα. Και να μην πούμε ότι ο δισεκατομμυριούχος αγαπούσε τόσο τα δισεκατομμύρια που δεν προσέλαβε σεκιουριτάδες να τον φυλάνε. Όχι. Ήταν απλά γενναίος.
Στον αντίποδα, η 44χρονη καθαρίστρια Κωνσταντίνα. Δεν βρέθηκε ούτε λεπτό γι’ αυτή στα δελτία ειδήσεων, όπου τα σιτιζόμενα εκ της ΓΑΔΑ δημοσιογραφικά λαγωνικά έκρωζαν για την απαγωγή. Άλλωστε, τι να πουν; Ότι πίσω από τους δημόσιους οργανισμούς, τις ιδιωτικές εταιρίες, τα υπουργεία, τα νοσοκομεία και τα καλογυαλισμένα κτίρια των καναλιών κρύβεται ένα σύγχρονο δουλεμπόριο; Και ότι όσοι τολμήσουν να το αμφισβητήσουν θα πέσουν θύματα της τρομοκρατίας των δουλεμπόρων; Και ότι η εργοδοσία της Κωνσταντίνας, που την απειλούσε, έχει μείνει στο απυρόβλητο, καλυπτόμενη από χίλια δυο πέπλα; Και ότι οι δουλέμποροι καλύπτονται από την αδέκαστη αστυνομία, που εξακολουθεί να ψάχνει ερωτική αντιζηλία στη δολοφονική επίθεση ενάντια στην Κούνεβα;
Την ίδια μέρα που ο αστυφύλακας Διαμαντής έβγαινε από την εντατική (έχοντας δεχτεί ευχές και επισκέψεις από πρωθυπουργούς, κόμματα, δημοσιογράφους και έχοντας γίνει θέμα σε άπειρα αφιερώματα στα μεσημεριανάδικα), η κατάσταση της Κωνσταντίνας επιδεινώθηκε. Δεν έχει όμως καμιά σημασία. Δεν δάκρυσε γι’ αυτήν ο πρωθυπουργός. Δεν είπε κανείς ότι στο πρόσωπό της χτυπήθηκε η δημοκρατία. Δεν εξύμνησε κανείς τη φτώχεια και την αξιοπρέπειά της. Δεν μίλησε κανείς για την οικογένειά της και το ανήλικο παιδί της.
Όχι, η δημοκρατία μας έχει κριτήρια: Αν ήταν γκόμενα του οικοδόμου, που ήταν κολλητός του μπετατζή, που δούλευε στην οικοδομή απέναντι από τη βίλα του Παναγόπουλου, ίσως η Κωνσταντίνα Κούνεβα έβρισκε λίγα λεπτά προβολής στα κανάλια. Τώρα θα βρει μόνο συμπαράσταση στους δρόμους.
Χ.Κ.