ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΕΚΔΙΔΟΥΜΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΥΤΟ
Α.
Το βιβλίο που έχετε στα χέρια σας έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον για καθένα που νοιάζεται για τις τύχες του σύγχρονου κόσμου και ιδιαίτερα για όσους νοιάζονται για την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος. Είναι ένα βιβλίο με άποψη -σπάνιο και αυτό “στις μέρες μας – , όχι περιγραφικό, στο οποίο επιχειρείται η αναμέτρηση με δύο κομβικά ζητήματα. Το πρώτο αφορά την «εκκαθάριση λογαριασμών» με το παρελθόν, την κριτική τοποθέτηση απέναντι στη δράση και τη συνεισφορά του κομμουνιστικού κινήματος. Το δεύτερο αφορά την «ανάγνωση» της σύγχρονης πραγματικότητας, των μεγάλων ανατροπών που έχουν γίνει, την εκτίμηση των νέων δεδομένων και τη διερεύνηση των συνεπειών -σε θεωρητικό και πραχτικό επίπεδο- που όλα αυτά έχουν για όποιον θέλει ή «αναγκάζεται» να αγωνιστεί για ένα καλύτερο αύριο.
Η συγκεκριμένη τοποθέτηση γύρω από αυτά τα δύο κεφαλαιώδη ζητήματα είναι ήδη ένας σοβαρός λόγος για να δικαιολογήσει την ύπαρξη και την κυκλοφορία του συγκεκριμένου βιβλίου. Η χρονική απόσταση από τη συγγραφή του (1993) μπορεί να δώσει στον αναγνώστη μια σαφή ιδέα της διεισδυτικότητας του συγγραφέα ειδικά στο ζήτημα της ανάλυσης των τάσεων της σύγχρονης εποχής. Υπάρχει δηλαδή ένα μέτρο κρίσης που μπορεί να ακονίσει παραπέρα την σκέψη και να δημιουργήσει κριτήρια.
Φυσικά η «εκκαθάριση λογαριασμών» με το παρελθόν δε συνδέεται άμεσα με τη χρονική απόσταση από τη συγγραφή του βιβλίου (γιατί το θέμα έχει τεθεί εδώ και δεκαετίες ουσιαστικά), αλλά δείχνει κυρίως τη δύναμη και το βάθος της σκέψης του Γιάννη Χοντζέα που προσπαθεί να δώσει μια συνοπτική και κωδική απάντηση δημιουργώντας ένα σώμα τοποθέτησης άποψης για το ζήτημα, δίνοντας συγκεκριμένες συντεταγμένες για την παραπέρα αναζήτηση και ψηλάφηση πολλών ιστορικών ζητημάτων.
Πρόκειται επομένως για μια παρέμβαση σε δύο από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούν και θα απασχολήσουν θεωρητικά και πραχτικά τον προοδευτικό κόσμο και τους αγωνιζόμενους ανθρώπους.
Έχει όμως σημασία να σημειώσουμε προκαταβολικά την ουσία της άποψης του για τα δύο αυτά καίρια ζητήματα. Κατά την άποψη του ένα προσχέδιο προγραμματικών θέσεων (σαν τέτοιο θεωρούσε το διάβημα του):
οφείλει στις σημερινές συνθήκες να προχωρεί σε μια «εκκαθάριση λογαριασμών» με το παρελθόν για να επιχειρήσει να ανιχνεύσει το μέλλον. Από την άποψη αυτή θα πρέπει να σκιαγραφήσει στοιχεία διδάγματα από την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος με σεμνότητα αλλά όχι «σεμνοτυφία». Ορισμένα απ’ αυτά τέθηκαν στο εισηγητικό μέρος. Η πιο πέρα επεξεργασία της πείρας σε σχέση πάντα με αυτή την πραγματικότητα που διαμορφώθηκε αποτελεί μόνιμο καθήκον και απασχόληση (Γ. Χ., Για το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας, σελ. 225).
Για το Γ.Χ. «η πραγματικότητα που διαμορφώθηκε» έχει άμεση, οργανική σχέση με την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος. Τα δύο επίπεδα συμπλέκονται, αλληλοδιεισδύουν το ένα στο άλλο, αποτελούν μέσα στη σκέψη του ένα και ενιαίο ζήτημα.
Η πραγματικότητα, ο κόσμος, διαμορφώθηκε όπως διαμορφώθηκε μέσα από την αντιπαράθεση και τη δημιουργία, την υποχώρηση και την αποδόμηση αυτής της «παρένθεσης», όπως διακηρύχνουν, του κομμουνιστικού κινήματος. Επομένως δεν μπορεί να διαχωριστούν τα «μηνύματα των καιρών», όπως λένε, για το σήμερα και το αύριο από το τι έγινε και πώς έγινε χτες και προχτές (Γ.Χ., Το «τέλος» του κομμουνισμού. Επίλογος, σελ. 415).
Η Νέα Τάξη αναδύεται σαν επιδίωξη και πραγματικότητα μέσα από την άμεση συσχέτιση της διαλυτικής πορείας του κομμουνιστικού κινήματος και των διαδικασιών αναδιάρθρωσης:
Η συμφωνημένη πολιτική αναδιάρθρωση σε Δύση και Ανατολή περνάει από την αποδιάρθρωση της δεύτερης για να διαμορφωθεί δίχως διπλότητες αυτή η παγκόσμια αγορά. Και γι’ αυτό οι ίδιες θεωρίες, τα ίδια συνθήματα. Μια παγκόσμια αγορά, σφαιρικοποιημένη προϋποθέτει μια σφαιρικοποιημένη παγκόσμια «παλινόρθωση». Οτιδήποτε αποσπάστηκε σε όλους τους τομείς μετά το «βιασμό» της ιστορίας του 1917 και κύρια μετά το κραχ του 1929 και πιο κύρια μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πρέπει να σαρωθεί… Απ’ όπου η ανάγκη μιας «νέας τάξης» σαν οργάνωση κοινωνική και πολιτική με την ευρεία έννοια (όπ. π., σελ. 419).
Το ενδιαφέρον της τέτοιας τοποθέτησης του Γ. Χ. βρίσκεται στο ότι δεν εκτιμά πώς ήταν αναπότρεπτη και άρα αντικειμενικά αναπόφευκτη η πορεία προς την παγκόσμια «παλινόρθωση». Υπάρχει ένα απόσπασμα από ένα αδημοσίευτο κείμενο του το οποίο δίνει ανάγλυφα την ουσία της τοποθέτησης για τη σχέση της υποχώρησης του εργατικού κινήματος με τον αντικειμενικό ή καλύτερα «νομοτελειακό» χαρακτήρα της διαδικασίας αυτής όπως εκφράζεται από πολλούς θεωρητικούς. Αξίζει να παρακολουθήσουμε τη σκέψη του:
Η οπισθοχώρηση του εργατικού κινήματος 100 και πάνω χρόνια μετά την περίοδο που εγκαινίασε μια νέα περίοδο στο εργατικό κίνημα, αν κριθεί στο επίπεδο της αυτοκριτικής του κομμουνιστικού κινήματος είναι ένα άλλο πράγμα απ’ ό,τι αν κριθεί στο πεδίου του «αντικειμενικού», παρόλο που το πρώτο με το δεύτερο όπως και αντίστροφα συνδέονται οργανικά.
Το δεύτερο, το «αντικειμενικό» δεν μπορεί να κατανοηθεί δίχως το πρώτο, αλλά το πρώτο (η αυτοκριτική) δεν προσδιορίζεται από το δεύτερο, δηλαδή από την ύπαρξη κάποιων αντικειμενικών νόμων που κατέστησαν δίχως αντικείμενο και μάταιη την ύπαρξη και πάλη του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού (εργατικού) κινήματος (αδημοσίευτο χειρόγραφο για την ιστορία του εργατικού κινήματος, 1993).
Ο Γ. Χ. προσπαθεί να ξεκαθαρίσει ένα πολύ σοβαρό ζήτημα όσο αφορά τις συνέπειες του. Ξεκινά από το γεγονός πως η οπισθοχώρηση γεννά ουσιαστικά την απαίτηση της αυτοκριτικής του κομμουνιστικού κινήματος, χωρίς όμως να οδηγεί αυτή η διαδικασία στον ανακριβή, αντιεπιστημονικό, γεμάτο προλήψεις και προκαταλήψεις ισχυρισμό πως δεν είναι σήμερα αναγκαία η ύπαρξη του κομμουνιστικού κινήματος. Γιατί, αν το καλοεξετάσουμε, όλες οι κριτικές και οι επιθέσεις, όλων των αποχρώσεων και εντάσεων οδηγούν λίγο ως πολύ σε αυτό το συμπέρασμα. Το στηρίζει η επιστημονική κοινότητα -όχι χωρίς ανταλλάγματα-, όλο το πολιτικό προσωπικό, όλες οι προσωποποιημένες ενσαρκώσεις της νεκρής εργασίας, σχεδόν όλη η διανόηση.
Η επικαιρότητα του κομμουνισμού σαν θέσης και η ανάγκη του κομμουνιστικού κινήματος το οποίο θα πρόβαλλε αυτή τη θέση και θα αγωνιζόταν για την πραγμάτωση της, είναι σήμερα περισσότερο ώριμες και αναγκαίες από ποτέ. Προβάλλουν στην ημερήσια διάταξη πιο επίμονα, πιο καθολικά. Ο Γ.Χ. σχολιάζοντας το σύνθημα «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» γράφει:
Τα «προλετάριος» και «καταπιεζόμενοι» κ.λπ. αποχτάει πλουσιότερο και πιο άμεσο περιεχόμενο.
Γιατί απευθύνεται πραγματικά «σε όλη την γήινη σφαίρα», σε πολυπληθέστερα στρώματα που απορρίπτονται και γιατί το «ενωθείτε» είναι μια πολύ πιο περίπλοκη υπόθεση από ό,τι ήταν πριν και γιατί η «ένωση» αυτή έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από άλλοτε. Για την ίδια την επιβίωση και διαιώνιση του είδους (Γ. Χ., Για το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας, σελ. 67).
Ξαναγυρνώντας στη σχέση οπισθοχώρησης και «αντικειμενικού» θα δούμε πως για το Γ. Χ. δεν υπάρχει οπισθοχώρηση χωρίς ανάπτυξη και πρόοδο, όπως δεν υπάρχει επανάσταση χωρίς αντεπανάσταση:
Γιατί η οπισθοχώρηση δεν νοείται χωρίς προώθηση, πρόοδο, ανάπτυξη. Αν υπήρξε και υπήρξε τέτια [σ.τ.ε. οπισθοχώρηση], αυτή δεν οφειλόταν στην εγγενή προοδευτικότητα του συστήματος που από το 1890 στην κορύφωση της αποικιακής του πολιτικής, εξαπόλυσε έναν παγκόσμιο πόλεμο για να αποτρέψει την επανάσταση, που όταν τελικά δεν την απόφυγε (έστω αρχικά σε ένα τμήμα της γης), έκθρεψε «αντίδοτα» απροκάλυπτου χτηνώδικου τύπου ή «φιλελεύθερου – δημοκρατικού» χαρακτήρα, προχώρησε σε πόλεμο και τελικά εξαπόλυσε έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο σε 20 χρόνια μόλις μετά τον πρώτο, κι αναγκάστηκε ένα τμήμα του να συμμαχήσει με εκείνο τον «κόσμο» όπου κατεύθυνε τον «εχθρό» του και πρώην σύμμαχό του. Και στη συνέχεια αναγκάστηκε να προβεί σε «παραχωρήσεις» που τώρα, δηλαδή εδώ και 15-20 χρόνια τις παίρνει πίσω, αρχικά βαθμιαία και τώρα μαζικά και απροκάλυπτα με την επίκληση μιας οικονομικής λογικής που είναι απροκάλυπτα πολιτική ιδεολογική λογική.
Η ιστορική πείρα διδάσκει πως η «αντικειμενικότητα» καταρρέει όταν η «υποκειμενικότητα» προβάλλει απειλητική και θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη αυτών των «αντικειμενικών» νόμων που κυβερνάνε την οικονομία και τον κόσμο (αδημοσίευτο χειρόγραφο για την ιστορία του εργατικού κινήματος, 1993).
Το συμπέρασμα από αυτήν την «ανάγνωση» είναι αποφασιστικής σημασίας:
Επομένως η οπισθοχώρηση μπορεί να μετατραπεί στο αντίθετο της: έτσι αν η σημερινή εποχή είναι εποχή «μετάβασης», αυτή η «μετάβαση» έχει διαφορετική έννοια για την κυρίαρχη, θριαμβολογούσα αν και φοβισμένη στο έπακρο «νέα τάξη» και για όλους εκείνους που ανήκουν στον κόσμο της εργασίας, του μόχθου, στον κόσμο των εκμεταλλευομένων.
Δεν ανήκουμε, δεν πρέπει να ανήκουμε σ’ εκείνους που «θεώμενοι» από ύψους κάποιας αιώνιας σοφίας, θεωρούν αντικειμενικά μη αναστρέψιμη την πορεία προς τον υλικό και ηθικό εξανδραποδισμό που επιχειρείται με την επιβολή της “νέας τάξης”. Ούτε σε εκείνους που στρουθοκαμηλίζουν και θεωρούν πως όλα όσα συμβαίνουν είναι ένα κακό όνειρο ή μια περαστική κατάσταση, που εύκολα με «λίγα», «δυο τρία πράγματα» μπορεί να αντιστραφεί (όπ. π.).
Η άποψη και η θέση του Γ. Χ. είναι βαθιά επαναστατική, γι αυτό και είναι τοποθετημένη ενάντια σε κάθε «αντικειμενίστικη» ανάγνωση της ιστορίας και της εξέλιξης της κοινωνίας. Όχι με την έννοια ότι αρνείται την ύπαρξη των οικονομικών νόμων, ή της αντικειμενικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (βέβαια διακρίνει και την τεράστια καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων κάτω από τις υπάρχουσες καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις), ή την αντικειμενική υποχώρηση και τη δραματική τροποποίηση του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, αλλά με την έννοια πως ο ίδιος θεωρεί πως όλη η δομή της κοινωνίας και της παραγωγής καθορίζεται από την πορεία της ταξικής πάλης, πως αυτός ο καθορισμός πήρε καθολική μορφή από την στιγμή της εμφάνισης του προλεταριάτου και της συγκρότησης του σε τάξη και σε παγκόσμιο κίνημα·και αναζητά σε κάθε εποχή τον αντικειμενικό νόμο ανάπτυξης της ταξικής πάλης, θεωρώντας πως αυτό είναι το πρώτιστο καθήκον των επαναστατών με την πολύμορφη, πολυεπίπεδη και παγκόσμια πράξη τους. Στη σκέψη του δεν υπάρχει ίχνος οικονομισμού, αυτόματης κατάρρευσης, μεταρρυθμιτισμού, εξελικτικισμού που λαθεμένα αποδίδονται στην Κομμουνιστική Διεθνή, στο λεγόμενο «σοβιετικό μαρξισμό» ή ακόμα και στο μαρξιστικό λενινιστικό κίνημα.
Ο Γ. Χ. έχει πλήρη επίγνωση της πραγματικής κατάστασης του επαναστατικού κινήματος και της οπισθοχώρησης που έχει συντελεστεί. Υπογραμμίζει σε όλο το έργο των τελευταίων χρόνων της ζωής του πως είναι πλέον υπεραναγκαία μια «νέα συνείδηση». Προσδιορίζει -και επιμένει σε αυτό- τη σχέση που συνδέει το παρελθόν με το παρόν (κατά συνέπεια και το μέλλον) με τις διαδικασίες ωρίμανσης της νέας συνείδησης:
Για να ωριμάσει η νέα συνείδηση δεν αρκεί η “κάθοδος στα βάθη” στο παρελθόν, στην ιστορία, αλλά η ταυτόχρονη “κάθοδος” σε βάθος στην ήδη διαμορφωμένη πραγματικότητα (Γ.Χ., Το «τέλος» του κομμουνισμού, Επίλογος, σελ. 422).
Το παρόν βιβλίο είναι μια τέτοια «κάθοδος», είναι μια συγκεκριμένη τοποθέτηση κι όχι απλά η αναφορά στην ανάγκη της «καθόδου» ή μόνο στις προδιαγραφές της. Έτσι δικαιολογείται η ύπαρξη του.
Â
Β.
Ο δεύτερος λόγος συνδέεται με τις ακόλουθες εκτιμήσεις. Η σημερινή κατάσταση του κινήματος και γενικά του χώρου της Αριστεράς είναι τέτοια που απαιτεί να απαντηθούν πολλά και κρίσιμα ερωτήματα. Όχι μόνο το τι συνέβηκε στη χώρα μας τα τελευταία 25 πάνω-κάτω χρόνια, αλλά κυρίως τα γεγονότα και οι εξελίξεις στο διεθνή ορίζοντα, το τεράστιο πισωγύρισμα που σημειώθηκε, η δραματική αλλαγή του συσχετισμού δύναμης, όλα αυτά ζητούν απαντήσεις. Όπως και η αναγνώριση της σημερινής κατάστασης και η εκτίμηση όλων των αλλαγών που συντελούνται σε όλους τους τομείς και σφαίρες της κοινωνικής ζωής.
Η απάντηση όμως των ζητημάτων αυτών δεν μπορεί να γίνει μονόπλευρα, δεν είναι καθαρά ή κύρια ζήτημα διανοητικής προσπάθειας (παρόλο που χρειάζεται κι αυτή σε μεγάλο βαθμό). Μπορεί να γίνει και είναι αναγκαίο να γίνει ξεκινώντας, ή ακόμα ξαναξεκινώντας από το επίπεδο των αναγκών, της ταξικής πάλης, του βαθμού οργάνωσης και του συγκεκριμένου επίπεδου συνείδησης που σήμερα έχει διαμορφωθεί. Η διαρκής ενασχόληση με αυτά τα πεδία ορίζει μια πράξη πλούσια η οποία οφείλει, αν σέβεται τον εαυτό της, να πασχίζει να υπάρχει μια αξεδιάλυτη ενότητα ανάμεσα στη θεωρητική και πραχτική πλευρά της. Αυτό αποτελεί μια απαίτηση, αν έχουμε σκοπό την ανατροπή συσχετισμών και την εδραίωση, ανάπτυξη ενός κομμουνιστικού κινήματος στις σύγχρονες συνθήκες. Τα τελευταία 25 χρόνια, δεν ήταν χρόνια χωρίς κινήματα, χωρίς ευκαιρίες, χωρίς δυνατότητες να υπάρξει μια διαφορετική εξέλιξη από την πλευρά του κινήματος, τοπικά και διεθνώς. Αυτό το σημειώνουμε γιατί δεν σκύβουμε μοιρολατρικά μπροστά σε έναν συσχετισμό που διαμορφώθηκε, ούτε θεωρούμε πως ο σημερινός συσχετισμός δεν μπορεί να ανατραπεί. Όμως αν θελήσει κανείς να κρίνει το επίπεδο οργάνωσης και συνείδησης που έφεραν στην επιφάνεια τα ανταγωνιστικά κινήματα των δεκαετιών του ’80 και ’90, θα δει ότι ήταν πολύ πιο πίσω από τις απαιτήσεις που η ιστορική πορεία είχε θέσει. Η αιτία αυτής της καθυστέρησης, δεν μπορεί να εντοπιστεί σε όσους κινήθηκαν όπως κινήθηκαν (και είναι θετικό που υπήρξαν, που δήλωσαν την παρουσία τους, που δεν υποκλίθηκαν), αλλά εντοπίζεται, οφείλεται στη διάλυση και κρίση του κομμουνιστικού κινήματος την περίοδο αυτή. Το μεν τμήμα της επίσημης αριστεράς ενσωματωνόταν και γνώριζε μέρες «δόξας» με τα γκορμπατσωφικά ανοίγματα και ένοιωθε τον κυβερνητισμό, τη συμμετοχή στη διαχείριση και στην εξουσία σαν μια πολύ κοντινή εκδοχή, ή αλλού μεταλλασσόταν σε ανοικτά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ή και εθνικιστικά, δεξιά, ανοικτά φασιστικά κόμματα. Αφήνοντας την εργατική τάξη, τους εργαζόμενους και τους λαούς σε πλήρη σύγχυση, διάλυση του κινήματος τους, περιθωριοποίηση τους.
Το τμήμα της μη επίσημης αριστεράς, ό,τι συγκροτημένα κινήθηκε, δεν μπόρεσε να προωθήσει κάποιους συνολικότερους απολογισμούς ή ακόμα να εντοπίσει διεργασίες και τάσεις που να του δίνουν δυνατότητες πρόβλεψης, εκτίμησης, παρέμβασης με στόχο την τροποποίηση των συσχετισμών. Δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη γενική κρίση.
Το συνδυασμένο αποτέλεσμα αυτών των δύο καταστάσεων (που διαφέρουν ωστόσο ποιοτικά) ήταν, τα όποια ξεσπάσματα, μαζικά κινήματα, αντιστάσεις, αγώνες, εξεγέρσεις να έχουν βασικά αυθόρμητο χαρακτήρα. Με δυο λόγια και λόγω του διεθνούς συσχετισμού ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση και λόγω της έλλειψης ενός συγκροτημένου πόλου, ρεύματος, τόσο το κίνημα αντίστασης και στη δεκαετία του ’80 σε όλες τις διαδικασίες της αναδιάρθρωσης σε Δύση και Ανατολή, όσο και οι αυξανόμενες και εντεινόμενες εκδηλώσεις αντίστασης ενάντια στην Νέα Τάξη από τις αρχές του ’90, παραμένουν στο επίπεδο της παθητικής αντίστασης, όπου το κύριο χαρακτηριστικό είναι ο χαμηλός βαθμός συγκρότησης, ο αυθόρμητος χαρακτήρας, το ασυντόνιστο των αγώνων. Υπάρχει επομένως η απαίτηση να περάσουμε από τη φάση αυτή, της παθητικής αντίστασης, σε μια νέα φάση αυτή της ενεργητικής αντίστασης, στην οποία και τα λαϊκά κινήματα θα είναι σε διαφορετικό επίπεδο και το στοιχείο της συγκρότησης και οργάνωσης θα δίνει άλλο στίγμα και δυνατότητες, μονιμότητα στην λαϊκή αντίσταση και θα δίνει τη δυνατότητα να καταφέρονται κτυπήματα, να δημιουργούνται ρωγμές στη Νέα Τάξη. Θα τοποθετήσουμε την στρατηγική και την ταχτική στις υποκειμενικές πλευρές του κινήματος, ενώ -εδώ χρειάζεται προσοχή- το αυθόρμητο στοιχείο στις αντικειμενικές πλευρές. Η οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας, η ανάπτυξη του καπιταλισμού, η αποσύνθεση της παλιάς κυβέρνησης, τα αυθόρμητα ξεσπάσματα του προλεταριάτου και των τάξεων που το περιστοιχίζουν, η σύγκρουση των τάξεων -όλα αυτά είναι φαινόμενα, που η ανάπτυξη τους γίνεται ανεξάρτητα από τη θέληση του προλεταριάτου. Η στρατηγική δεν ασχολείται με αυτά τα προτσές, γιατί δεν μπορεί να τα σταματήσει ούτε να τα αλλάξει· το μόνο που μπορεί είναι να τα σταθμίσει και να στηριχθεί η ίδια πάνω σε αυτά. Συνεπώς αυτό που πρέπει να εκτιμηθεί στη σημερινή κατάσταση είναι ο λόγος των αντικειμενικών και υποκειμενικών πλευρών του κινήματος, και ιδιαίτερα σήμερα την περίοδο της παθητικής αντίστασης, στην οποία κυριαρχούν οι στοιχειώδεις, αυθόρμητες εκδηλώσεις και τα ξεσπάσματα των μαζών ενάντια στην επιβολή της Νέας Τάξης Πραγμάτων και ό,τι αυτή σημαίνει. Ίσως δηλαδή να έχουμε έντονη την παρουσία των αντικειμενικών πλευρών, αφού οι αυθόρμητες εκδηλώσεις αποτελούν φαινόμενα «φυσιολογικά», αποτελούν όρο της αντικειμενικής κατάστασης, που πρέπει να πάρει κανείς σοβαρά υπόψη του στον καθορισμό της ταχτικής και της στρατηγικής. Αν το ζήτημα είναι να περάσουμε σε ένα νέο στάδιο, αυτό της ενεργητικής αντίστασης, η διαδικασία αυτή θα είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων αλλαγών, παρεμβάσεων και δυνατοτήτων από την πλευρά του υποκειμενικού παράγοντα. Θα σημαδεύεται από μια τροποποίηση των στοιχείων της εδραίωσης λαϊκών κινημάτων, οργανώσεων, κομμάτων που με μόνιμο και σταθερό τρόπο θα είναι σε θέση να οργανώνουν την λαϊκή αντίσταση, θα στηρίζονται περισσότερο στη σχεδιασμένη παρέμβαση του υποκειμενικού παράγοντα. Το αυθόρμητο στοιχείο και τα ξεσπάσματα θα έχουν την παρουσία τους. Ποτέ δεν καταργήθηκε αυτή η πλευρά και ποτέ δεν είχαμε την πλήρη έκφραση της κοινωνικής δυναμικής μέσα από το οργανωμένο, συγκροτημένο κίνημα. Άλλωστε ισχύει πάντα η υπόδειξη του Λένιν σχετικά:
Η ιστορία γενικά, η ιστορία των επαναστάσεων μερικότερα πάντα είναι πιο πλούσια σε περιεχόμενο, πιο ποικιλόμορφη, πιο πολύπλευρη, πιο ζωντανή, πιο “πονηρή”, από ό,τι το φαντάζονται τα πιο καλά κόμματα, οι πιο συνειδητές πρωτοπορίες των πιο πρωτοπόρων τάξεων. Αυτό είναι κατανοητό, γιατί οι πιο καλές πρωτοπορίες εκφράζουν τη συνείδηση, τη θέληση, το πάθος, τη φαντασία δεκάδων χιλιάδων ενώ την επανάσταση την πραγματοποιούν, στις στιγμές της ξεχωριστής ανόδου και έντασης όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων, η συνείδηση, η θέληση, το πάθος, η φαντασία δεκάδων εκατομμυρίων από τις καταπιεζόμενες τάξεις.
Φυσικά ο Λένιν δεν καταλήγει στο συμπέρασμα πως αφού η ιστορία γενικά και οι επαναστάσεις μερικότερα είναι πολύ πιο πλούσιες, θα πρέπει απλά να παρακολουθούμε τη ροή τους ή να τις αναμένουμε. Αντίθετα συνεχίζει έτσι:
Από δω απορρέουν δύο πολύ σημαντικά πραχτικά συμπεράσματα: το πρώτο, ότι η επαναστατική τάξη, για την εκπλήρωση του καθήκοντος της πρέπει να κατέχει όλες, δίχως την παραμικρή αφαίρεση, τις μορφές είτε τις πλευρές της κοινωνικής δραστηριότητας. Δεύτερο, ότι η επαναστατική τάξη πρέπει να είναι έτοιμη για την πιο γρήγορη και αναπάντεχη εναλλαγή της μιας μορφής απ’ την άλλη.
Έτσι είναι αναγκαίο να παραμερίσουμε την πρώτη στρέβλωση που γίνεται συχνά μπροστά στα μάτια μας: η φράση «οι ανάγκες του κινήματος» δεν πρέπει να συνδέεται άμεσα και μόνο ή αποκλειστικά με τις ανάγκες και τα ζητήματα που τα αυθόρμητα κινήματα θέτουν. Όταν εμείς θα χρησιμοποιούμε αυτόν τον ταλαιπωρημένο όρο θα εννοούμε κάτι πολύ ευρύτερο και πλουσιότερο. Θα συμπεριλαμβάνουμε πάντα στην έννοια αυτή και τα καθήκοντα της υποκειμενικής πλευράς του κινήματος, δηλαδή κυρίως αυτά της στρατηγικής και της ταχτικής, γενικά του προγράμματος. Πόσο μάλλον που υπάρχουν φωνές και οργανώσεις που ταυτίζουν το κίνημα με τις αυθόρμητες εκφράσεις του ή ακόμα χειρότερα λειτουργούν με το σχήμα «κίνημα = ο χώρος» ή ακόμα «κίνημα = το κόμμα μου ή η οργάνωση μου».
Είναι επιτακτική η ανάγκη να συμφωνήσουμε με αρκετή ακρίβεια σε ποιο σημείο βρισκόμαστε. Από γενική άποψη βρισκόμαστε στο σημείο εκείνο, όπου είναι ασταθή τα στοιχεία της συγκρότησης, είναι εξαιρετικά αδύνατα τα στοιχεία και οι υποκειμενικές πλευρές του κινήματος και πρέπει μέσα από μια σύνθετη διαδικασία να δυναμώσουν, να ωριμάσουν και να επιταχυνθούν οι διαδικασίες συγκρότησης. Γι’ αυτό η κύρια προσοχή πρέπει να στραφεί στο να καταστήσουμε τα στοιχεία συγκρότησης σταθερά, να δυναμώσουμε τις υποκειμενικές πλευρές του κινήματος. Να δυναμώσουν δηλαδή τα στοιχεία της γνώσης και συνείδησης των δυνάμεων που πασχίζουν για μια διέξοδο, για το άνοιγμα ενός δρόμου, για να κατοχυρωθεί μια γενική γραμμή, να κατανοηθεί η ανάγκη της πάλης ενάντια στη Νέα Τάξη Πραγμάτων, να κατανοηθεί η ανάγκη γενικά της πολιτική επιστήμης, ειδικότερα της στρατηγικής και της ταχτικής, να δυναμώσουν τα στοιχεία του κομμουνιστικού προγράμματος. Η άποψη και η στάση του συγγραφέα είναι συγκεκριμένη. Πρώτο βήμα για να γίνουν όλα αυτά είναι να υπάρχει επιμονή και σταθερότητα, συγκέντρωση των κυρίων δυνάμεων στην κατεύθυνση αυτή, όχι περισπασμοί και προσχωρήσεις προς τον πολυποίκιλο εκτονωτισμό. Αποφυγή ψεύτικων προβλημάτων ψευτοδιλημμάτων. Ο ίδιος για παράδειγμα θεωρεί ψευτοδίλημμα την αντιπαράθεση γύρω από τη θεωρητική επάρκεια ή τη θεωρητική ανεπάρκεια, προωθώντας μια στοιχειώδη απαίτηση: τη στοιχειώδη θεωρητική-πραχτική ανταπόκριση με βάση ένα υλικό που η δράση του κινήματος έχει θέσει και μια πραγματικότητα που στην εξέλιξη της η δράση διαμορφώνει.
Η θεωρητική επάρκεια ή ανεπάρκεια σαν κρίσιμο σημείο διάστασης ανάμεσα σε όσους εφησυχάζουν και σε όσους ανησυχούν αποτελεί στην ουσία ένα ψευδοπρόβλημα. Το πραγματικό πρόβλημα είναι άλλο και αυτό το υπογραμμίζει η οξύτητα που μ’ αυτήν παρουσιάζεται σήμερα η ανάγκη θεωρητικής και πραχτικής ανταπόκρισης στις απαιτήσεις μιας όλο και πιο πολύπλοκης και περίπλοκης πραγματικότητας. Το «σήμερα» βέβαια έχει σχετική σημασία. Η έννοια του αφορά όχι μονάχα το σήμερα αλλά και την εικοσαετία που πέρασε.
Οι εφησυχάζοντες είναι όσοι θεωρούν ή υποτάσσονται στην «πραγματικότητα» ενός ανεπίστρεπτου παρελθόντος, που έχουν παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια ανατροπής των συσχετισμών που έχουν δημιουργηθεί σε διεθνή και εσωτερική κλίμακα μετά τις «εκτροπές από την τάξη» γεγονότων που σημάδεψαν τις προηγούμενες δεκαετίες με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση. Η πίεση τέτοιων συσχετισμών διαφοροποιεί και το «στρατόπεδο» των ανησυχούντων. Έτσι ενώ συσσωρεύτηκε στην τελευταία 30ετία ένα πλούσιο υλικό σε όλους τους τομείς, θεωρητικό, πολιτικό, οργανωτικό, η επεξεργασία του έχει αφεθεί στα «τρωκτικά των βιβλιοθηκών» με κίνδυνο που έχει κιόλας επαληθευθεί, να χρησιμοποιηθεί προς όφελος υπαρχόντων συσχετισμών… Το καθήκον του καθένα είναι στο μέτρο των δυνάμεων του να μετατρέψει την ανησυχία του σε πράξη. Κι αυτό με την πλήρη έννοια της λέξης. Να συμβάλει δηλαδή στην κάλυψη της ανάγκης για μια στοιχειώδικη ανταπόκριση στις απαιτήσεις της περίπλοκης και πολύπλοκης πραγματικότητας θεωρητικά-πραχτικά, πασχίζοντας να το κάνει αυτό σε αξεδιάλυτη ενότητα (αδημοσίευτο σημείωμα, 1990).
Στην ελλαδική περίπτωση είχαμε κυριαρχία στις δύο δεκαετίες ορισμένων καταστάσεων σε όσους κινήθηκαν (γιατί υπήρχαν και αυτοί που δεν κινήθηκαν και θεωρητικοποίησαν τη μη κίνηση ή την ενσωμάτωση τους κυρίως στο πασοκισμό, όπως για παράδειγμα το ρεύμα του ακαδημαϊκού μαρξισμού). Κύριο χαρακτηριστικό ήταν η θεωρητικοποίηση αδυναμιών, η αναπαραγωγή μυθολογικών αντιλήψεων, ο δογματισμός, ο ακολουθητισμός από διάφορα κέντρα. Σ’ αυτό το έδαφος εκδηλώθηκαν δύο μεγάλες διαστροφές:
Η «ψευτο-οργάνωση και η φανταστική συσσώρευση δυνάμεων» (Γ.Χ., Για το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας, σελ. 226), και τέτοιες δυστυχώς είχαμε πολλές. Όχι μία αλλά πολλές φορές στο όνομα διαφόρων «ιστορικών» αναγκών και «αποφασιστικής» σημασίας «μαχών», καθοδηγητικές ομάδες ή και καθοδηγητές ρίχνονταν σε περιπέτειες «διάσωσης» του κινήματος, ξεχνώντας κάθε σχέση με την πραγματικότητα και αποκτώντας ένα άλλο κουσούρι, ολέθριο για το κομμουνιστικό κίνημα: το διαζύγιο από την αυτοκριτική τοποθέτηση, από το να ξανα-εξετάζεις πλευρές της δράσης.
Η άλλη διαστροφή αφορούσε τη δικαιολόγηση της παθητικότητας και την παράκαμψη των καθηκόντων στο όνομα της μη συντελεσμένης συσσώρευσης. Οι φορείς της αντίληψης αυτής ισχυρίζονται πως δεν μπορούν σήμερα να απαντηθούν ζητήματα, προέχει η συσπείρωση δυνάμεων, η παρέμβαση και «μετά βλέπουμε», τη στιγμή κατά την οποία η μη απάντηση διαφόρων “προγραμματικών ζητημάτων καθιστούσε ουσιαστικά αναποτελεσματική, παρελκυστική, εκτονωτική, καταδικασμένη στην αποτυχία κάθε απόπειρα «σωτηρίας» με άλλα μέσα. Το χειρότερο είναι πως οι φορείς αυτής της όχι και τόσο παράδοξης -θα λέγαμε φυσιολογικής πλέον στάσης- αντιμετώπιζαν με εξαιρετική καχυποψία τη σκέψη και τη στάση του συγγραφέα. Αντιλαμβάνονταν ότι έρχεται σε ρήξη με τον κεντρικό πυρήνα της επιλογής τους. Ότι η ίδια η στάση του αμφισβητεί το ρόλο και την επιλογή τους. Ο ίδιος είναι σε διαρκή πόλεμο με την ακινησία της σκέψης ή την απουσία κάθε σκέψης, όταν δηλώνει πολύ συγκεκριμένα πως:
Έτσι δεν αρκεί η επανάληψη γενικών αληθειών δίχως να δοκιμάζονται οι αλήθειες αυτές μέσα στην αντιπαράθεση και την πάλη. Να επαναλαμβάνουμε τα ίδια που λέγονταν το 1960 λ.χ, δίχως να νοιαζόμαστε για το τί έχει συμβεί από τότε, είναι καλό αυτό ατομικά για τον καθένα, αλλά είναι ολέθριο αν εκφράζεται σα θέση ομάδας, κίνησης, οργάνωσης, κόμματος ( Γ. Χ., Για το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας, σελ. 142).
Φυσικά άβυσσος χωρίζει τις δύο αυτές τοποθετήσεις και στάσεις, τόσο σε επίπεδο μεθοδολογικό όσο και ουσίας. Άλλη εκδοχή αυτής της δεύτερης διαστροφής είναι η «δυστυχισμένη συνείδηση». Η μετριοκρατία, συναντιέται με ένα νεοελληνικό ωχαδελφισμό που χύνεται στο βάλτο της άποψης «τόσα μπορούμε, τόσα κάνουμε», «τα γράμματα μας είναι ολίγα», «όλοι είμαστε αποτυχημένοι» και άλλα παρεμφερή. Στην δεξαμενή αυτή μπορεί να συνευρεθούν άτομα και καταστάσεις με την πιο διαφορετική προέλευση. Κοινός παρανομαστής δεν είναι μόνο η αδιαφορία απέναντι στα προγραμματικά ζητήματα, αλλά και ο πόλεμος, ο χλευασμός, η ειρωνεία σε όποιον θέτει σαν κεντρικό ζήτημα την απάντηση τέτοιων ζητημάτων. Το παρόν βιβλίο έρχεται σε μια στιγμή που έχουν συμβεί μεγάλα γεγονότα στην περιοχή και ένα μεγάλο τμήμα ανθρώπων έχει κινηθεί τα δύο τελευταία χρόνια. Είχαμε δηλαδή μια μαζική κίνηση αντίστασης, καταγγελίας του πολέμου και του ιμπεριαλισμού τέτοια που είχε αρκετά χρόνια να εμφανιστεί. Στη μαζική αυτή κίνηση βαραίνουν τόσο οι συσχετισμοί που καταγράφονται είτε κάτω από τον κυνισμό και τις ισοπεδώσεις της Νέας Τάξης στην περιοχή είτε από τις επιτυχίες της αστικής πολιτικής και την ηγεμονία που κατορθώνει να εξασφαλίζει παρά τις μεγάλες λαχτάρες, τις αντιθέσεις και τις αμφισβητήσεις από τα κάτω. Βαραίνουν επίσης η αίσθηση της αναποτελεσματικότητας, η σύγχυση και η διαγραφόμενη περιθωριοποίηση της επίσημης Αριστεράς ή ακόμα και η κατάσταση πολυδιάσπασης της «μικρής αριστεράς».
Η έκδοση του βιβλίου αυτού γίνεται σε μια στιγμή που θεωρούμε εξαιρετικά αναγκαίο να στραφεί γύρω από τα προγραμματικά ζητήματα το ενδιαφέρον, η κίνηση, η αναζήτηση του δυναμικού της αριστεράς που θέλει να αγωνιστεί για την οικοδόμηση μιας ελπιδοφόρας προοπτικής. Αυτό θα δώσει άλλη πνοή και προοπτική στην αναγκαία πραχτική κίνηση και αντίσταση. Το βιβλίο προσφέρει πλούσιο και συγκεκριμένο υλικό για τη στροφή αυτή.
Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος που δικαιολογεί την ύπαρξή του.
Â
Γ.
Ο τρίτος λόγος είναι πιο ειδικός και αφορά τη συνολική προσπάθεια της Α/συνεχεια.
Στα 1993 και ενώ ο Γιάννης Χοντζέας συμμετέχει στην Α/συνεχεια, αναλαμβάνει να γράψει ένα κείμενο που να απαντά στις ανάγκες των προγραμματικών κατευθύνσεων της Α/συνεχεια, γιατί είναι κοινή πεποίθηση πως χρειάζεται το πέρασμα σε ένα νέο κύκλο ζωής και ύπαρξης της συλλογικότητας αυτής. Επομένως γράφει ένα «προσχέδιο προγραμματικών θέσεων» που αφορά μια συγκεκριμένη προσπάθεια και στοχεύει στον παραπέρα πολιτικό ιδεολογικό εξοπλισμό της.
Το έργο πρέπει να κριθεί και από τη διάσταση αυτή. Να κριθεί δηλαδή το αν είναι αναγκαία και απαραίτητα τέτοια κείμενα, αν οδηγούν στο στόχο που προσπαθούν να υπηρετήσουν, αν συμβάλλουν σε μια ουσιαστική συγκρότηση, αν συμβάλλουν στη θεμελίωση μιας προοπτικής και ενός προσανατολισμού. Η δημοσίευση του συμβάλλει στο να αποκτηθούν κριτήρια και από την πλευρά αυτή. Και ας μη νομιστεί εύκολο εγχείρημα η συγγραφή ενός κειμένου που αποσκοπεί όχι μόνο σε κωδικοποιημένη «κάθοδο» στο παρελθόν και στο παρόν, αλλά που προσπαθεί να μετουσιώσει αυτή την κάθοδο και τα συμπεράσματα της σε κατεύθυνση και σε στόχους μιας συλλογικής κίνησης. Γιατί έχει μεγάλη διαφορά να έχεις μια άποψη -όχι ότι αυτό είναι εύκολο- από το να υιοθετείται μια άποψη από ένα σύνολο και να εκφράζεται έτσι το επίπεδο ωριμότητας του συνόλου.
Όμως υπάρχει ακόμα μια πλευρά που η έκδοση του βιβλίου αυτού βοηθά να γίνει κατανοητή, ορατή. Από το θάνατο του Γ.Χ. έχουν περάσει αρκετά χρόνια και το κείμενο αυτό προσφέρει μια καθαρή βάση για την κριτική αποτίμηση της δραστηριότητας και των προσπαθειών που ακολούθησαν. Θελήσαμε να κινηθούμε με συνέπεια γύρω από τις κεντρικές ιδέες του βιβλίου αυτού που μάλιστα πρωτοκυκλοφόρησε σε φωτοτυπημένη μορφή στο εσωτερικό της Α/συνεχεια με τίτλο «για τις προγραμματικές κατευθύνσεις της Α/συνεχεια».
Τόσο ο αναγνώστης, όσο και όσοι παρακολουθούν από μέσα ή από κοντά τη δράση της οργάνωσης μας, μπορούν να κρίνουν και να διαμορφώσουν κριτήρια για τη δράση και τη στάση μιας οργάνωσης που θέλει να στέκεται με συνέπεια απέναντι σε στόχους που θέτει και δοκιμάζει. Κεντρικό ερώτημα για το διάστημα που μεσολάβησε είναι: κινήθηκε σε γενικές γραμμές η Α/συνεχεια στην τροχιά της προβληματικής και των κατευθύνσεων που διαγράφονται στο κείμενο αυτό; Η κυκλοφορία του βιβλίου είναι επομένως μια καλή ευκαιρία να ξαναδεί κανείς τη δράση του, να αναστοχαστεί πάνω σε αυτή, να εκτιμήσει κριτικά την πορεία του, να επιζητήσει την κριτική και τον προβληματισμό, να ανεβάσει συνολικά το επίπεδο της πολιτικής σκέψης του.
Στους χώρους της αριστεράς στην Ελλάδα, δεν είναι συνηθισμένη μια ανάλογη στάση. Σπάνια, ίσως και ποτέ δε θα δείτε να υπάρχει χρόνος για σκέψη, για κριτική, για δημιουργία κριτηρίων, για αυτοκριτική. Η Α/συνεχεια σεβόμενη πρώτα απ’ όλα τον εαυτό της και προσπαθώντας να είναι μια συμβολή στη μεγάλη υπόθεση της αναγέννησης του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, προσπαθεί να προχωρά βήμα το βήμα, εξηγώντας τις επιλογές της, τους σχεδιασμούς της, αναλύοντας τους λόγους που οδηγούν σε τροποποιήσεις ή αλλαγές. Ξαναδιαβάζουμε και εμείς την περίοδο αυτή το κείμενο και συζητάμε για την πορεία μας, όχι για να απομακρυνθούμε από τους στόχους αλλά για να τους πλησιάσουμε.
Â
ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΟ «ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ»
α. Ο Γιάννης Χοντζέας μια ξεχωριστή περίπτωση στο σύγχρονο κομμουνιστικό κίνημα.
Ο συγγραφέας του βιβλίου, είναι μια σπάνια και ξεχωριστή περίπτωση στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας και ιδιαίτερα στην κίνηση που προσπάθησε να αντισταθεί στον εκφυλισμό του κομμουνιστικού κινήματος. Όλη η ζωή του Γιάννη Χοντζέα ήταν μια επίμονη και επίπονη προσπάθεια σύνδεσης με την πραγματικότητα και τα βασικά προβλήματα της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού κινήματος.
Γεννήθηκε στην Κορώνη της Μεσσηνίας το 1930. Σε ηλικία μόλις 11 χρονών αποκτά τις πρώτες επαφές με την αντίσταση. Οργανώνεται στην ΕΠΟΝ και στο ΚΚΕ σε νεαρότατη ηλικία και αναπτύσσει πλούσια δράση στο χώρο των Ανατολικών Συνοικιών της Αθήνας, όπου είναι γνωστός σαν Αριστείδης. Η αγωνιστική του δράση και η κομμουνιστική του ταυτότητα τον έφερε αντιμέτωπο, όπως και χιλιάδες άλλους κομμουνιστές, με διώξεις, συλλήψεις, βασανισμούς, δίκες, εξορίες. Άντεξε σε όλα τα κολαστήρια, όπως αυτό της Μακρονήσου, με βαριές συνέπειες για την υγεία του. Στη δεκαετία του ’50 εξόριστος στον Αη-Στράτη, μαζί με τη μεγαλύτερη μάζα των κομμουνιστών αντιτάσσεται στην ανατροπή της επαναστατικής κατεύθυνσης στο ΚΚΕ.
Από τις αρχές της δεκαετίες του ’60 πρωταγωνιστεί στη δημιουργία του μαρξιστικού λενινιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του αφιερώθηκε σε μια πολυεπίπεδη ιδεολογική δουλειά γενικής προετοιμασίας, δίνοντας και μ’ αυτό το τρόπο το «παρών» του. Υπήρξε βασικός ιδεολογικός και πολιτικός διαμορφωτής της Α/συνεχεια. Πέθανε στις 24 Οκτώβρη του 1994.
Αυτό που προκαλεί εντύπωση, για όποιον μελετήσει την ζωή του, τα βιώματα του, τις γενικές συνθήκες ύπαρξης και δράσης του, το πολιτικό και πολιτιστικό του περιβάλλον, θα εκπλαγεί από το γεγονός που καταγράφεται σαν μια αντίθεση: πώς αυτός ο άνθρωπος που σε όλη τη ζωή του υπήρξε «ακραίος» ζώντας στο πετσί του όλα τα κόστη αυτής της στάσης σε ένα βαθμό που λίγοι γνώρισαν και άντεξαν, – και εδώ εννοούμε και τις διώξεις, τα βασανιστήρια, την παρανομία, τις δυσκολίες επιβίωσης και τα προβλήματα υγείας, αλλά και τη συκοφάντηση, το κυνήγημα από χτεσινούς συντρόφους, το στιγματισμό από καθοδηγήσεις, τη «δίαιτα», την απομόνωση, την αγνόηση- κατόρθωσε να διατηρεί την ικανότητα να βλέπει το καινούργιο, να αντιλαμβάνεται τις αλλαγές και να επιμένει να ορίζεται σε σχέση με τη μεταβαλλόμενη πραγματικότητα; Αρνήθηκε σε όλη τη ζωή του να επαναπαυτεί στις «σταθερότητες» και τα «σταθερά σχήματα» που πιθανά η πολυτάραχη ζωή του -και η ιστορία του αριστερού κινήματος- μπορούσε να προσφέρει, δεν επαναπαύτηκε ούτε εξαργύρωσε με οποιοδήποτε τρόπο τους αγώνες και τις θυσίες, δε συμπεριφέρθηκε σα βετεράνος, σαν άνθρωπος με αξιώματα, σαν άνθρωπος που έχει κάποια εξουσία. Ούτε θέλησε να γίνει επώνυμος ή συγγραφέας. Ούτε κλείστηκε στην αλήθεια του και στις μεγάλες διηγήσεις…
Ο Γ.Χ. είναι μια σπάνια και ξεχωριστή περίπτωση, γιατί απόκτησε την ικανότητα να «βλέπει», να εκτιμά, να έχει άποψη διεισδυτική, κριτική φρέσκια. Την ικανότητα να μη χάνει την επαφή με την πραγματικότητα, να μην ξεκόβεται από αυτήν. Όποιος μελετήσει την περίπτωση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος διαπιστώνει πως υπάρχουν σε αυτό πολλές ιδιομορφίες που κάθε φορά πρέπει να εντοπίζονται και να μελετιούνται. Για παράδειγμα, πώς έγινε και χιλιάδες άνθρωποι έδειξαν τέτοια απλοχεριά, δέθηκαν με το κομμουνιστικό κίνημα και έδωσαν ζωή σε μια λαμπρή δεκαετία (’40-’50) αλλά και άντεξαν τόσα και τόσα στη δύσκολη δεκαετία του ’50 (τρομοκρατία, διώξεις, εκτελέσεις), ενώ επικρατεί γενικά η άποψη ότι το κομμουνιστικό κίνημα της Ελλάδας ήταν από τα πιο καθυστερημένα και βασικά ετερόφωτο (για να χρησιμοποιήσουμε μια επιεική έκφραση των επικριτών του);
Πώς έγινε και σε αυτό το κόμμα, που όλοι χαρακτηρίζουν σαν ολόπλευρα εξαρτημένο από το ΚΚΣΕ, εκδηλώθηκε μια μεγάλη ανταρσία ενάντια στη σοβιετική επέμβαση στα μέσα της δεκαετίας του ’50, επέμβαση και αντίσταση που σημάδεψε όλη τη μετέπειτα ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα; Τί άνθρωπος ήταν τελικά ο κουκουές, ποια τα βασικά του χαρακτηριστικά, η διαμόρφωση του, η συγκρότηση του; Γιατί και πώς συμπεριφέρθηκε έτσι και όχι αλλιώς; Ο Γιάννης Χοντζέας είναι ένας τέτοιος κουκουές, γέννημα και θρέμμα της εποχής των θυελλών και των μεγάλων δοκιμασιών, όπως δεκάδες χιλιάδες άλλοι. Κουκουές της δεκαετίας του ’40-’50 αλλά και κουκουές που δεν αποδέχεται -όπως και χιλιάδες άλλοι – το «νέο πνεύμα» που φέρνει η νέα γραμμή που επιβάλλεται στο κομμουνιστικό κίνημα από τους Χρουτσώφ και λοιπούς. Το ιδιαίτερο και το σπάνιο σε αυτόν δεν είναι η συνέπεια και η αγωνιστικότητα ή ακόμα η μη αποδοχή του ρεβιζιονισμού. Αυτό που τον διαχωρίζει, αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει είναι πως έχει την ικανότητα να εκτιμά, να διαμορφώνει άποψη, να εμβαθύνει. Κατόρθωσε να μην μείνει εγκλωβισμένος σε σχήματα, παραδόσεις, τελετουργικά, μυθοπλασίες. Στα πάνω από 50 χρόνια συνειδητής δράσης του βρέθηκε πάντα χωρίς να λογαριάσει κανένα κόστος, στη σωστή όχθη. Αγωνίστηκε και πολέμησε όλο το καθεστώς της καταπίεσης και εκμετάλλευσης, τους ξένους καταχτητές και τους τοποτηρητές τους. Μπόρεσε να εξεγερθεί ενάντια στην προσαρμογή και τον εκφυλισμό του κομμουνιστικού κινήματος από τα χρόνια εκείνα που είχε γίνει ήδη κατάσταση κι όχι μετά το ’90. Συνέδεσε το όνομα του και τη δράση του με ό,τι πιο δημιουργικό, βαθύ, ουσιαστικό είχε να δώσει το μαρξιστικό λενινιστικό κίνημα στη χώρα μας. Για 15 και πάνω χρόνια, τα τελευταία της ζωής του μελετά την κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, την αναδιάρθρωση σε Δύση και Ανατολή, προσπαθεί να θέσει τις βάσεις για μια «γενική προετοιμασία» για ένα νέο ελπιδοφόρο ξεκίνημα. Όπως έδειξε σε όλη του τη ζωή ήταν βαθιά επαναστάτης και είχε αυτήν την καταπληκτική δύναμη να ξαναρχίζει από την αρχή κάθε φορά που αυτό ήταν αναγκαίο.
Ο Γιάννης Χοντζέας ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που έχουν άποψη, που έχουν βαθιές πεποιθήσεις. Η συγκρότηση του είναι τέτοια που δεν επιτρέπει διάσταση ανάμεσα στο θεωρητικό και το πολιτικό επίπεδο. Αν αυτά βρίσκονται σε διάσταση για καιρό σημειώνονται εκρήξεις, σημαντικές διαφωνίες, παρεκκλίσεις. Οι θεωρητικές του τοποθετήσεις δεν μπορούν παρά να έρχονται σε αντίθεση ή αντίφαση με τον τακτικισμό και το χειρισμό διαφόρων ζητημάτων, είτε για το «καλό του κόμματος» ή για τους αποκαλούμενους «τίμιους οπορτουνισμούς» που γίνονται τάχα για το καλό του κινήματος. Για το Γ.Χ. οι θεωρητικές και πραχτικές τοποθετήσεις πρέπει να βρίσκονται σε αξεδιάλυτη ενότητα ή να πασχίζουν για την ανταπόκριση αυτής της απαίτησης όταν οι όροι δεν το καθιστούν εφικτό. Δεν ανέχεται όμως τη θεωρητικοποίηση της αναντιστοιχίας θεωρητικών και πολιτικών επιπέδων, είναι σε διαρκή πόλεμο με την οπορτουνιστική άποψη «το κίνημα είναι το παν, ο σκοπός δεν έχει σημασία», είναι σε πόλεμο με τον πολιτικαντισμό, τον τακτικισμό (όλους τους «αιλουροειδείς» όπως τους ονόμαζε), την προσαρμογή στην αστική πολιτική, την απονεύρωση όλων των βασικών στοιχείων του επαναστατικού μαρξισμού. Αυτές οι ιδιότητες – αν μπορούμε να τις αποκαλέσουμε έτσι- έκαναν την συνύπαρξη του δύσκολη ή και αδύνατη με όσους δεν είχαν άποψη, χειρίζονταν τα ζητήματα, αδιαφορούσαν για τη στοιχειώδη θεωρητικο-πραχτική ανταπόκριση, ταλαντεύονταν διαρκώς, αναζητούσαν εύκολες λύσεις και «σταθερότητες» σε στιγμές που έπρεπε κανείς να κολυμπήσει στα βαθιά και να αναπτύξει μια ανεξάρτητη σκέψη. Με δυο λόγια ήταν εξαιρετικά δύσκολος για τους «δίπορτους».
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, πριν ακόμα ξεκινήσει η μεγάλη αντιπαράθεση στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος, ο Γ.Χ. έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το κομμουνιστικό κίνημα χρειάζεται μια βαθιά επαναστατική ανανέωση. Έχει εκφράσει πολλές φορές την άποψη του και έχει προχωρήσει σε πολλές κριτικές πριν φθάσουμε στη περίφημη «στροφή» του 1956. Πολλοί φαντάζονται ότι ο Γ.Χ. θα προσχωρήσει στη «νέα κατάσταση», αφού αυτός για χρόνια κρατούσε κριτική στάση σε πολλά ζητήματα. Ο ίδιος όμως αντιλαμβάνεται πως αυτή η «στροφή» δεν έχει καμιά σχέση με την βαθιά ανανέωση του περιεχόμενου του κομμουνιστικού κινήματος στη βάση της ιστορικής πείρας και των οριζόντων που ξανοίγονταν, αλλά αντίθετα σχετίζεται με το γκρέμισμα του επαναστατικού πνεύματος και των ηρωικών παραδόσεων και οδηγεί στον εκφυλισμό. Συνεπής όμως με την εκτίμηση του δεν ενδιαφέρθηκε για μια αποκατάσταση του παρελθόντος, δεν αντιμετώπισε το παρελθόν σαν κάτι υπεράνω κάθε κριτικής και χωρίς λάθη. Προχώρησε στη διαμόρφωση και προβολή μιας αντίληψης και μιας άποψης που προσπάθησε να διαποτίσει το μαρξιστικό λενινιστικό κίνημα της Ελλάδας.
Πραγματικά η “αποσταλινοποίηση” σήμαινε στην πράξη αποκομμουνιστικοποίηση. Και τούτο γιατί καπηλεύτηκε και μετασχημάτισε αυθεντικές και ώριμες απαιτήσεις για άλλου είδους διορθώσεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Και φυσικά αυτό θα είχε συνέπειες για όλα τα εθνικά, δημοκρατικά και κοινωνικά κινήματα και επομένως για την πορεία των πραγμάτων στον κόσμο (Γ.Χ., Το «τέλος» του κομμουνισμού, σελ. 310).
Από την άποψη του συμφέροντος της υπόθεσης του κομμουνισμού σαν κινήματος διεθνούς, μια άλλη στροφή θα είχε πολύ μικρότερο βραχυπρόθεσμα “κόστος” απ’ αυτή τη “στροφή” Και ήταν σε θέση πολύ πιο άνετα να τη σηκώσει το κίνημα σαν σύνολο. Η στροφή αυτή θα αφορούσε πρώτα απ’ όλα την υπέρβαση της αντίθεσης, για μια προηγούμενη περίοδο, του “εθνικού” και του “διεθνούς” (όπ. π.).
Ο Γιάννης Χοντζέας ήταν μοναδική ηγετική φυσιογνωμία του μαρξιστικού λενινιστικού κινήματος στην Ελλάδα, που ξεχώρισε για το βάθος της σκέψης του και για τη διεισδυτική του ικανότητα στην εκτίμηση ιστορικών φάσεων και περιόδων. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι η άποψη, η τοποθέτηση γύρω από σημαντικά και καίρια ζητήματα, είναι η διεισδυτική ματιά, και η αντοχή στο χρόνο διαφόρων τοποθετήσεων του. Αυτό τον ξεχώρισε, αυτό τον κατοχύρωσε στη συνείδηση του κόσμου που ακολούθησε τον δρόμο της πάλης ενάντια στο ρεβιζιονισμό, αυτό είναι το στοιχείο που του προσδίδει κύρος.
β. Η σιωπή γύρω από το έργο του και τις επιλογές του. Μια ερμηνεία.
Και όμως συμβαίνει ακόμα ένα παράδοξο: ενώ ο ίδιος δηλώνει την παρουσία του με το έργο του και τις παρεμβάσεις του, υπάρχει μια εκπληκτική και πολύμορφη σιωπή γύρω από αυτό. Ενώ ο ίδιος είναι αρκετά γνωστός στα πλαίσια του κομμουνιστικού κινήματος της Ελλάδας και οι τοποθετήσεις του έχουν και ουσία και κάτι ιδιαίτερο να δώσουν, στην πραγματικότητα ελάχιστοι ασχολούνται, διαβάζουν ή μελετούν τα έργα του. Μια ιδιότυπη καραντίνα περιστοιχίζει το έργο και τη σκέψη του. Για παράδειγμα το 1993 κυκλοφορεί το βιβλίο του «Το “τέλος” του κομμουνισμού» στο οποίο εκθέτει την άποψη του για όλα όσα συμβαίνουν εκείνη την περίοδο αλλά και για επίμαχα ζητήματα της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος. Εκτός από μια βιβλιοκριτική (Γιάννης Οικονόμου, περιοδικό Ουτοπία, 1995) τίποτα περισσότερο. Ακόμα και από όσους υποτίθεται ότι ακολούθησαν έναν παρεμφερή δρόμο εναντίωσης στο ρεβιζιονισμό, από «συγγενικούς» ας πούμε χώρους, υπάρχει απόλυτη σιωπή για το συγκεκριμένο βιβλίο.
Στην ουσία υπάρχει μια απόλυτη σιωπή για ολόκληρο το έργο του. Είναι σα να μην υπάρχει.
Εδώ γεννάται ένα ερώτημα: γιατί αυτή η στάση απέναντι στο έργο του; Όσο κι αν ψάξει κανείς για μια ουσιαστική απάντηση δεν μπορεί να βρει κάτι ικανοποιητικότερο από την αδιαφορία για τα προγραμματικά ζητήματα, την αδιαφορία για εμβάθυνση, αδιαφορία να κινηθεί κανείς έξω από αυτά που έχει συνηθίσει και τις «σταθερότητες» που τυχόν του παρέχουν, έξω από τις μικροεξουσίες που ακόμα η καθυστέρηση μπορεί να προσφέρει.
Από το χώρο της επίσημης αριστεράς είναι κατανοητή αυτή η «απαγόρευση». Ο χώρος όμως της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ενώ έχει μπροστά στα μάτια της την παρουσία ενός διανοητή και αγωνιστή που μπορεί να δώσει περιεχόμενα, που διαθέτει ένα άκρως γόνιμο μυαλό (περίπτωση σπάνια και ξεχωριστή, με πολλές θεωρητικές, πολιτικές και ιστορικές δυνατότητες) τον αντιμετωπίζει με το χειρότερο τρόπο. Απομακρυνόμενος ο χώρος αυτός από το κεντρικό καθήκον της ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος, κατατρώγεται με διάφορα υποκατάστατα και μονομανίες.
Όλη η ζωή του Γιάννη Χοντζέα ήταν μια επίμονη και επίπονη προσπάθεια σύνδεσης με την πραγματικότητα και τα βασικά προβλήματα της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού κινήματος. Η ματιά του ήταν διεισδυτική γιατί έθεσε το στόχο να υπηρετήσει με όλες του τις δυνάμεις την προσπάθεια σύνδεσης. Πάσχισε, μόχθησε, εμπνεύστηκε, θεώρησε τη ζωή του κομμάτι αυτής της προσπάθειας. Ήρθε επομένως αντιμέτωπος με πλήθος από διώξεις, κατατρεγμούς και σε σύγκρουση με θεωρίες, πόζες, καμώματα, ίντριγκες, διαστροφές, μαγαζακισμούς, υποκατάστατα κάθε λογής.
Ο Γιάννης Χοντζέας είναι ένας μεγάλος κομμουνιστής, κύρια γιατί κατάφερε, με πολύ κόπο και προσπάθεια και σε μεγάλο βαθμό μόνος του, να αναμετριέται με τα ζητήματα και τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν οι κομμουνιστές και το κίνημα τους. Το έργο του είναι στην ουσία και κατά βάση ενιαίο. Δεν μπορεί να διαχωριστεί, να κρατήσει κανείς ό,τι θέλει και το υπόλοιπο να το αγνοήσει, ή να νοιώθει ότι δεν χρειάζεται καν να τοποθετηθεί για αυτό. Η ουσία της άποψης του έχει διαμορφωθεί από τα χρόνια του ’50-’60. Σε καμιά στιγμή του έργου και της ζωής του δεν φαίνονται ασυνέχειες όσο αφορά την άποψη του. Από τη δεκαετία του ’80 και μετά δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη μελέτη της σύγχρονης πραγματικότητας, ιδιαίτερα της κρίσης και της αναδιάρθρωσης και εξετάζει όλα αυτά σε στενή συνάρτηση με τις εκτιμήσεις για τη στενή σχέση που έχουν οι διαδικασίες αυτές με την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος. Είναι μεγάλος κομμουνιστής γιατί κατόρθωσε να δει, να εκτιμήσει το κύριο και το βασικό στο σύγχρονο κόσμο, να εντοπίσει φάσεις και περιόδους που είναι αναγκαστικό να διανυθούν από το σύγχρονο κομμουνιστικό κίνημα. Η μεγάλη μάχη των τελευταίων 15 χρόνων του είναι αυτή που οδηγεί και στο συμπέρασμα, στο χαρακτηρισμό ότι υπήρξε ένας μεγάλος κομμουνιστής. Ο Γιάννης Χοντζέας δε σκέπτεται με βάση τους όρους που δημιουργούνται στο έδαφος της ελλαδικής περίπτωσης. Στηρίζεται σε γενικές εκτιμήσεις για την πορεία του κόσμου και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Το «υλικό» που συγκεντρώθηκε στα τελευταία 30 χρόνια (θεωρητικό, πολιτικό, οργανωτικό) δεν είναι ελλαδικό. Η ελλαδική πλευρά έχει τη σημασία της για τους κομμουνιστές της Ελλάδας αλλά τα προβλήματα είναι γενικότερα. Επομένως σε κάθε γωνιά του πλανήτη τα ζητήματα του κομμουνιστικού προγράμματος είναι στην πρώτη γραμμή. Οι όροι για τη θεωρητική και κυρίως πραχτική δοκιμασία των όποιων πορισμάτων, θέσεων φυσικά και ποικίλλει από χώρα σε χώρα, από περιοχή σε περιοχή. Όμως το στάδιο της αναγκαίας «εκκαθάρισης λογαριασμών» με το παρελθόν και της «καθόδου» σε βάθος στη σύγχρονη πραγματικότητα δεν μπορεί να υπερπηδηθεί. Όπου επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο, η ίδια η πραγματικότητα τιμώρησε τέτοια «άλματα».
γ. Το 1993 μια κομβική και αποδοτική χρονιά στη ζωή του.
Ο Γ.Χ. δεν έγραφε κείμενα με σκοπό να εκδοθούν και μάλιστα με τη μορφή βιβλίων. Σε όλη τη διάρκεια της συστράτευσής του με την κίνηση που αποτέλεσε την Α/συνεχεια, δηλαδή από το 1981 μέχρι το 1994, λιγότερο ή περισσότερο συχνά έδινε διάφορα κείμενα (μικρά ή μεγάλα) με σκοπό τον εξοπλισμό και τη συγκρότηση ενός δυναμικού. Ορισμένα από αυτά δημοσιεύονταν (ολόκληρα ή αποσπασματικά) με τη μορφή άρθρων στα έντυπα που εκδίδονταν, στους προλόγους βιβλίων, στις παρεμβάσεις που γίνονταν την περίοδο εκείνη. Ακόμα και το βιβλίο «Το “τέλος” του κομμουνισμού» που εκδόθηκε ενόσω ζούσε -με πολλούς δισταγμούς από μεριάς του- είχε το χαρακτήρα κειμένων που κατά δόσεις παραδίδονταν στην Α/συνεχεια (πράγμα άλλωστε που εξηγεί και ο ίδιος στον πρόλογο του βιβλίου). Το κείμενο που εκδίδουμε με το γενικό τίτλο «Για το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας» είναι ένα από τα τελευταία κείμενα του Γ.Χ. και πάντως το τελευταίο συνολικό κείμενο που μας άφησε πριν το θάνατο του. Από το καλοκαίρι του 1993 όταν ολοκληρώθηκε η συγγραφή του κειμένου αυτού μέχρι το τέλος της ζωής του μεσολαβούν άλλες δύο σημαντικές παρεμβάσεις. Η πρώτη είναι το κείμενο για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μάο Τσε Τουνγκ που αποτέλεσε την τοποθέτηση της Α/συνεχεια στο διεθνές σεμινάριο που έγινε με αφορμή την επέτειο αυτή στη Γερμανία (Γκέλσενκιρχεν, 6 & 7 Νοέμβρη 1993). Η δεύτερη είναι ένα κείμενο που υπαγόρευσε όντας πλέον βαριά άρρωστος τους πρώτους μήνες του 1994 που δημοσιεύτηκε με τίτλο «κριτική αποτίμηση του μαρξιστικού λενινιστικού κινήματος στην Ελλάδα» στην επετειακή -για τη συμπλήρωση 30 χρόνων από την κυκλοφορία της- αναδημοσίευση άρθρων από το περιοδικό «Αναγέννηση», έκδοση που επιμελήθηκε ο Γ.Χ. αλλά δεν πρόλαβε να δει δημοσιευμένη.
Το 1993 είναι μια πολύ σημαντική και αποδοτική χρονιά για το Γιάννη Χοντζέα. Το πέρασμα στην Νέα Τάξη Πραγμάτων είναι πρόσφατο. Ο πόλεμος στον Κόλπο και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας μόλις έχουν συντελεστεί και όλα δείχνουν ότι ετοιμάζεται ένας νέος γύρος. Παράλληλα σε όλο τον κόσμο έχει ξεκινήσει μια διαδικασία ανασύνταξης δυνάμεων και κινημάτων, ενώ πληθαίνουν οι κοινωνικές εκρήξεις και εξεγέρσεις σε όλο τον κόσμο. Στη χώρα μας πλάι στη νεολαιίστικη αναταραχή που εκδηλώνεται στις αρχές του ’90 με ιδιαίτερη μαζικότητα, έχουμε τον αγώνα της ΕΑΣ το καλοκαίρι του 1992, σημάδια όλα μιας αναγκαίας συνάντησης που για να πραγματοποιηθεί, απαιτεί ένα ειδικό εξοπλισμό: ιδεολογικό, πολιτικό, οργανωτικό. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε πως ο αγώνας της ΕΑΣ που με παραδειγματική συνέπεια παρακολούθησε και στον οποίο συμμετείχε ο Γ.Χ., τον παρακίνησε να τροφοδοτήσει την Α/συνεχεια με πολύ υλικό γύρω από τους αγώνες της εργατικής τάξης και τη δυαδική κοινωνία. Η ανάγκη ενός προγραμματικού κειμένου πήγαζε από το σχεδιασμό να περάσει όλη η μέχρι τότε δράση σε ένα ανώτερο επίπεδο ύπαρξης και συγκρότησης. Η «παραγωγή» και η «αποδοτικότητα» του Γ.Χ. είναι ίσως από τις πιο ανεβασμένες συγκρινόμενη με ολόκληρη την 15ετία. Γύρω του έχει διαμορφωθεί πλέον ένα κλίμα που συντελεί στο να είναι πιο παραγωγικός. Είναι η εποχή που και ο ίδιος ασχολείται πιο συστηματικά με όλα σχεδόν τα ζητήματα που απασχολούν την Α/συνεχεια και που μπαίνουν οι βάσεις σε διάφορους τομείς στους οποίους μέχρι τότε δεν είχαμε ξεκινήσει (π.χ. διεθνείς σχέσεις). Υπάρχει ένα «υποκείμενο» που όμως πρέπει να περάσει σε μια νέα φάση. Η «παρέμβαση» του Γ.Χ. είναι η συγγραφή και κατάθεση του κειμένου που έχετε στα χέρια σας. Το καλοκαίρι του 1993 το κείμενο είναι σχεδόν ολοκληρωμένο και κυκλοφορεί σε φωτοτυπημένη μορφή στο εσωτερικό της Α/συνεχεια. Με βάση αυτό γίνονται μέσα στο καλοκαίρι μια δυο συζητήσεις. Στη συνέχεια ο Γ.Χ. παραδίδει δύο ακόμα κεφάλαια που συμπληρώνουν το κείμενο αυτό. Το ένα αφορούσε το ζήτημα της «διεθνικοποίησης» και της «παγκοσμιοποίησης» [δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Α/συνεχεια, φύλλο 35, τον Σεπτέμβρη του 1993] και το άλλο αφορούσε το ζήτημα της διαμόρφωσης της εργατικής τάξης στις σύγχρονες συνθήκες. Δημοσιεύτηκε μαζί με παλιότερα κείμενα για το ίδιο ζήτημα σε βιβλίο με τίτλο «Η αναγνώριση της εργατικής τάξης»», εκδόσεις Α/συνεχεια, 1996. Η τέτοια κατάθεση άποψης μπορεί να θεωρηθεί και σα συμπύκνωση της άποψης, καταστάλαγμα όλου του έργου που έχει προωθήσει ο Γ.Χ. από το ’80 και μετά.
Στην πορεία όμως χρειάστηκε να τροποποιηθούν οι σχεδιασμοί: η αρρώστια του Γιάννη Χοντζέα που γίνεται αντιληπτή στις αρχές του ’94 και ο θάνατος του στις 24 Οχτώβρη του ίδιου χρόνου δημιούργησε ένα μεγάλο κενό και φυσικά οδήγησε σε άλλους ρυθμούς και τρόπους για το «πέρασμα» και τη δοκιμασία βασικών στοιχείων που αναπτύσσονται στο κείμενο.
δ. Πρόγραμμα και υποκείμενο.
Το «Για το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας» αποτελεί απόπειρα να συντεθεί ένα προγραμματικό κείμενο. Στο εγχείρημα αυτό καταγράφεται μια τεράστια προσπάθεια μυαλού και θέλησης που σπάνια συναντάμε στις μέρες μας· σίγουρα δεν έχουμε κάποιο άλλο ανάλογο παράδειγμα ή προσπάθεια από το χώρο όσων αναφέρονται -έστω και στα λόγια- στον κομμουνισμό και στην αντιρεβιζιονιστική πάλη. Ένα προγραμματικό κείμενο, δηλαδή μια συνολική τοποθέτηση γύρω από τα πιο ουσιαστικά και θεμελιώδη ζητήματα που αφορούν ένα συγκεκριμένο κίνημα, οφείλει να αξιολογεί με ακρίβεια τους αντικειμενικούς όρους μέσα στους οποίους οφείλει να δράσει καθώς και τους υποκειμενικούς όρους από τους οποίους ξεκινά κανείς και προσπαθεί να τροποποιήσει. Επομένως το κείμενο «προγραμματικές κατευθύνσεις της Α/συνεχεια» είχε να απαντήσει στο πρόβλημα του πώς, μέσα από ποιες προσπάθειες, με ποιο προσανατολισμό, με ποια μέσα θα αντιμετωπιστούν δύο ζητήματα που η σημασία τους δεν είναι πάντα η ίδια, ούτε το ειδικό τους βάρος είναι ίσο. Την ανάγκη απάντησης σε ζητήματα που η θεωρία και η πραχτική της επανάστασης – ή και της αντεπανάστασης αφού ποτέ ο ένας πόλος δεν υπάρχει χωρίς τον άλλο- έχουν θέσει· την ανάγκη οικοδόμησης μιας ζωντανής, δημιουργικής και μαχητικής κομμουνιστικής οργάνωσης. Στο μυαλό και στη συγκρότηση του συγγραφέα τα δυο αυτά επίπεδα σαν συγκεκριμένα καθήκοντα είναι συνδεδεμένα. Και πρόκειται για μια σπουδαίας σημασίας διαπίστωση που δεν μπορεί να προσπεραστεί χωρίς περίσκεψη. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που ο ίδιος αδιαφορεί για μια προσωπική θεωρητική ή πολιτική παρέμβαση και επιμένει με ιώβια υπομονή και εντυπωσιακή επιμονή στην ανάγκη συγκρότησης μιας ενιαίας νέας συνείδησης, που να οδηγεί «φυσιολογικά» στην υιοθέτηση ενός σχεδιασμού και στην υπηρέτηση συγκεκριμένων στόχων. Χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε όσο καλύτερα γίνεται το ζήτημα: αν πρόγραμμα είναι η σαφής και χωρίς πλατιασμούς τοποθέτηση γύρω από το στάδιο της κοινωνικής εξέλιξης, τις κινητήριες δυνάμεις που παίζουν προοδευτικό ρόλο, τα καθήκοντα που συνεπάγονται, τους στόχους και τους σκοπούς του προοδευτικού κινήματος, την ίδια στιγμή το πρόγραμμα είναι η διακήρυξη αρχών, στόχων, μέσων ενός συγκεκριμένου υποκειμένου, το οποίο μέσα από τη διακήρυξη του αυτή εκφράζει το βαθμό ωριμότητας και συγκρότησης του. Συνεπώς πρόγραμμα δεν είναι απλά η ακριβής περιγραφή των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο. Είναι και το σχέδιο, είναι και οι στόχοι, είναι οι άμεσοι και απώτεροι σκοποί ενός υποκειμένου. Αποτελεί μια επιστημονική καταγραφή των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων, αλλά από τη σκοπιά ενός υποκειμένου που έχει στόχους, έχει σταθμούς, αποσκοπεί στη μεταβολή και των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων. Γι αυτό η «ματιά» του προγράμματος πρέπει να είναι στραμμένη στο μέλλον.
Συνεπώς η έννοια «πρόγραμμα» δεν μπορεί να απογυμνωθεί από το υποκείμενο το οποίο αναφέρεται σε αυτό, το υποκείμενο φορέα του προγράμματος. Δεν μπορεί να νοηθεί κομμουνιστικό πρόγραμμα που δεν αναφέρεται σε ένα υποκείμενο με γενική ή ειδική έννοια. Ακόμα κι αν συνευρεθούν είκοσι ιδιοφυΐες για να ασχοληθούν με το «πρόγραμμα» απουσία ενός υποκειμένου ή χωρίς να νοιάζονται για αυτό, δε θα δώσουν ένα πραγματικό πρόγραμμα γιατί απλούστατα δε θα υπάρχει κάποιος που θα πρέπει να σηκώσει στις πλάτες του τα καθήκοντα που απορρέουν από τις διάφορες διαπιστώσεις.
Αξίζει τον κόπο να εκτιμηθεί η προσπάθεια του συγγραφέα να τοποθετηθεί λαμβάνοντας υπόψη του το «υλικό» που έχει δώσει σε θεωρητικό και πραχτικό επίπεδο η πορεία του κομμουνιστικού κινήματος, όπως και ολόκληρη η αστική κίνηση στις 2-3 τελευταίες δεκαετίες αλλά και να θέσει στόχους, καθήκοντα, επιδιώξεις σε ένα συγκεκριμένο υποκείμενο. Εδώ δε χωρούν πειραματισμοί ή υποβιβασμοί του προγράμματος στο επίπεδο ενός υποκειμένου. Οι επιδιώξεις πρέπει να αφορούν στόχους και καθήκοντα που απορρέουν από το συνυπολογισμό του συσχετισμού ανάμεσα στις δυνάμεις της επανάστασης και της αντεπανάστασης, του ειδικού σταδίου που βρίσκεται το εργατικό κίνημα στις μέρες μας και των αναγκαίων όρων για να βγει κανείς από αυτήν την κατάσταση και να οδηγήσει σε μια άλλη φάση-περίοδο όπου ο συσχετισμός θα είναι τροποποιημένος. Με δυο λόγια οι βασικοί άξονες του προγράμματος δεν μπορούν να νοηθούν από το τι μπορεί να δώσει για παράδειγμα η ελλαδική πραγματικότητα του κινήματος έτσι όπως είναι σήμερα – ιδιαίτερα η συνειδητή του πτέρυγα που είναι εξαιρετικά αδύναμη -, αλλά και δε θα λέει τίποτα αν δεν οδηγεί τη συνειδητή πτέρυγα σε μια καλύτερη κατάσταση από όλες τις πλευρές, αν δεν την προετοιμάζει για σημαντικότερες αναμετρήσεις. Έχοντας πλήρη επίγνωση αυτών των ζητημάτων ο συγγραφέας δε δίνει το «πρόγραμμα», αλλά δίνει ένα κείμενο που αφορά τις προγραμματικές κατευθύνσεις μιας συλλογικότητας που θέλει να αναμετρηθεί με τις επιπτώσεις που απορρέουν από τη θέση για την «επικαιρότητα του κομμουνισμού». Αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν συγκροτηθεί εξ αρχής μια κίνηση που θα έχει επίγνωση των καθηκόντων της, που θα δίνει σημασία στα προγραμματικά ζητήματα, που δε θα αφήνεται στη θαλπωρή των υποκατάστατων και του εμπειρισμού εκτονωτισμού. Οι προγραμματικές κατευθύνσεις οδηγούν αναγκαστικά στη συγκρότηση μιας γενικής γραμμής αλλά και στη συγκρότηση και οργάνωση ενός υποκειμένου.
ε. Ένα νόμιμο ερώτημα.
Εδώ φυσικά μπαίνει το ερώτημα -νόμιμο από πολλές πλευρές- τι γίνεται αν ο βαθμός ωριμότητας και το βάθος σκέψης ενός στοχαστή, ενός κομμουνιστή βρίσκεται σε αναντιστοιχία με αυτά που γεννά η γύρω του πραγματικότητα, ή αλλιώς διατυπωμένο, τι γίνεται αν τα συμπεράσματα, τα ερωτήματα, τα διαβήματα της σκέψης του δεν έχουν έναν υποδοχέα, αν όλο το εγχείρημα του πάει να στηριχτεί σε ένα σύνολο μη διαμορφωμένο, χωρίς πείρα, «άψητο» στις διαδικασίες της ταξικής πάλης. Το θεωρούμε νόμιμο το ερώτημα γιατί σε όλη την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος υπάρχουν πλήθος από τέτοια παραδείγματα.
Η απάντηση του ερωτήματος αυτού πρέπει να προχωρήσει τη διερεύνηση σε δύο επίπεδα:
αν η επιλογή του Γιάννη Χοντζέα είναι η ορθότερη μέσα στο σύστημα της σκέψης και της κοσμοθεωρίας που έχει ο ίδιος (το πρώτο επίπεδο)·
αν ο ίδιος αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο μιας αποτυχίας και ποια μέτρα παίρνει για να την αποτρέψει (το δεύτερο επίπεδο).
Η γνώση που έχει ο Γ.Χ. γύρω από την ιστορία και τις περιπέτειες του κομμουνιστικού κινήματος, το γεγονός ότι έχει εμβαθύνει σε πολλές πλευρές από τις αποτυχίες και τις ήττες του κινήματος αυτού, τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι χωρίς μια εφ’ όλης της ύλης και εμπεριστατωμένη τοποθέτηση που θα ξεκαθαρίζει ζητήματα και λογαριασμούς με το παρελθόν, τέτοια που θα μπορεί να αναλύσει τάσεις και διεργασίες του παρόντος και ικανή να προδιαγράψει μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες τάσεις, είναι αδύνατο να γίνει οποιοδήποτε αποφασιστικό βήμα. Μελετώντας την ιστορική πείρα βλέπει ότι ποτέ δεν έγιναν βήματα και στα προγραμματικά ζητήματα χωρίς τη συγκρότηση οργανώσεων, τάσεων, ρευμάτων, κινημάτων. Ο ίδιος προτείνει την συγκρότηση μιας κομμουνιστικής οργάνωσης που θα ανταποκρίνεται μέσα από πάλη και δοκιμασίες στα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένας ζωντανός πολιτικός οργανισμός, που θα ανανεώνεται, θα απορρίπτει καθετί που την κρατά αγκυλωμένη και καθηλωμένη, θα υιοθετεί νέες μορφές και θα ξέρει να διδάσκεται από την πείρα της.
Με κωδικό τρόπο στην αντίληψη του «πρόγραμμα» σημαίνει απάντηση τοποθέτηση σχετικά με τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους συν προσπάθεια οικοδόμησης οργάνωσης και κινημάτων αντίστασης που θα οδηγούν στην τροποποίηση των υποκειμενικών όρων αρχικά και στη συνέχεια μέσα από επαναστατικές μεταβολές και των αντικειμενικών όρων. Όλα αυτά θα φανούνε πιο καθαρά στο πώς πραγματεύεται το ζήτημα του στρατηγικού στόχου, ζήτημα που διαπερνά ολόκληρο το κείμενο από την αρχή μέχρι το τέλος, και στο οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω.
Φθάνοντας στο τέλος του κειμένου και πριν περάσει σε μια σύντομη σύνοψη, ο συγγραφέας, γράφει μια φράση που εξηγεί σχεδόν όλο το διάβημα του δίνοντας πολλές πληροφορίες για αυτό:
Η κατάθεση ενός κειμένου με εισαγωγικό – προλογικό μέρος, κύριο εισηγητικό και ένα σκαρίφημα «προσχεδίου θέσεων» που δεν έχει μια κανονική και ιεραρχημένη και «αυστηρή» παράθεση κι ούτε ενιαία γλώσσα, ίσως αποτελέσει το ερέθισμα για μια συζήτηση πάνω στα κύρια, ουσιαστικά, μεγάλα και «μικρά» από πρώτη ματιά προβλήματα που συνθέτουν την αληθινή προβληματική της εποχής αλλά και της «στιγμής». Και αυτό θα συντελέσει στην προώθηση μιας πολυεπίπεδης δραστηριότητας σε σημεία-στόχους ζωτικής -με βάση την παραπάνω προβληματική- σημασίας (Γ.Χ., Για το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας, σελ 231).
Η ενέργειά του να καταθέσει ένα κείμενο θεωρεί πως ίσως αποτελέσει το ερέθισμα για μια συζήτηση πάνω στα κύρια, ουσιαστικά προβλήματα που συνθέτουν την αληθινή προβληματική της εποχής αλλά και της στιγμής. Ο ίδιος επιδιώκει, θέλει, θεωρεί απαραίτητη, αναγκαία και κρίσιμη τη συζήτηση και την κατάληξη – όχι με την μορφή του κλεισίματος, αλλά με τη μορφή της προσωρινής κωδικοποίησης σε θέσεις που εκφράζουν το βαθμό ωριμότητας και ανταπόκρισης μιας συλλογικότητας- γύρω από τα καίρια ζητήματα, γιατί αυτό είναι απαραίτητο για την προώθηση μιας πολυεπίπεδης δραστηριότητας σε στόχους ζωτικής σημασίας.
Υπογραμμίσαμε δύο λέξεις: το «ίσως» και το «πολυεπίπεδη». Ίσως το κείμενο δώσει ερέθισμα για συζήτηση η οποία αν διεξαχθεί, θα οδηγήσει σε μια πολυεπίπεδη δραστηριότητα για στόχους που θα απορρέουν ακριβώς από τη συμφωνία σε βασικά σημεία της συζήτησης. Γιατί γράφεται αυτό το «ίσως»; Η αλήθεια είναι πικρή. Ο ίδιος ο συγγραφέας ήθελε όσο κανείς άλλος τη συζήτηση και την κατάληξη της συζήτησης σε ενιαίους στόχους ζωτικής σημασίας, αλλά η πείρα του δεν ήταν τόσο ενθαρρυντική στον τομέα αυτό. Είχε ζήσει όχι ένα, αλλά πολλά κλεισίματα της συζήτησης, ματαιώσεις συζητήσεων, χειρισμό σπουδαίων θεμάτων, απαγορεύσεις συζητήσεων. Είχε ζήσει πολλές φορές το σκηνικό να γράφει κείμενα που να τα ακολουθεί η σιωπή, η αδιαφορία, το πετσόκομμα, ο χειρισμός. Είχε ακόμα την ατυχία τα κείμενα, δηλαδή τη σκέψη του, να μην θέλουν να την ακολουθήσουν κοντινοί του άνθρωποι, χτεσινοί σύντροφοι και συνεργάτες του. Σε στιγμές πιο χαλαρές -ή πιο αυστηρές- τόνιζε ότι ο ίδιος τα τελευταία 30 πάνω κάτω χρόνια υποστήριζε τις ίδιες απόψεις για τα ζητήματα του παρελθόντος και της αυτοκριτικής του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά διαπίστωνε ότι ήταν δύσκολη ή και αδύνατη η συμφωνία στη βάση αυτών με άλλους ανθρώπους. (Για να μην αναφερθούμε στις επιθέσεις που έχει δεχθεί κατά καιρούς και στους χαρακτηρισμούς που του αποδόθηκαν, όπως αντισταλινικός, αντικινέζος, μαοϊκός, σταλινικός, αυτόνομος, ζαχαριαδικός αλλά και αντιζαχαριαδικός, πάντα στη βάση των απόψεων και των κριτικών που έχει αναπτύξει).
Την ίδια στιγμή όλες αυτές τις απογοητεύσεις -γιατί ο ίδιος δεν βίωνε ποτέ σαν προσωπική του επιτυχία την επιβεβαίωση θέσεων του ή εκτιμήσεων του για ανθρώπους και καταστάσεις-τις βίωνε οδυνηρά αλλά αυτό το γεγονός, όπως τόσες και τόσες δοκιμασίες που είχε περάσει σε όλη του την ζωή δεν έφτανε για να τον κάμψουν, να το λυγίσουν να τον απομακρύνουν από όσα θεωρούσε ότι ήταν σωστά. Κάθε αντιμετώπιση του Γ.Χ. που θα τον αποκόβει από την ένταξη του στο κομμουνιστικό κίνημα δεν μπορεί να ερμηνεύσει την στάση του. Εξίσου όμως και η αντιμετώπιση ότι τάχα είναι περιορισμένος ο ορίζοντας του ακριβώς από αυτήν την ένταξη -αποδίδοντάς του στοιχεία μεταφυσικής αντίληψης και προσκόλλησης- δεν μπορεί να εξηγήσει την στάση σύγκρουσης που είχε με πολλά που θεωρούνταν θέσφατα, ιερά και όσια. Αυτό μπορεί κάλλιστα να το διαπιστώσει ο αναγνώστης διαβάζοντας όλο το κεφάλαιο για το «κομμουνιστικό πρόγραμμα» στο παρόν βιβλίο ή και όλο το έργο «Το «τέλος» του κομμουνισμού».
Το «ίσως» του Γιάννη Χοντζέα δείχνει ότι ο ίδιος αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να μην έχει σημαντική τύχη άλλη μια προσπάθεια του. Φυσικά μπορεί να εξηγήσει τους λόγους της αδιαφορίας προς τέτοια ζητήματα, ή μπορεί να δει πού μπορεί να οδηγήσει ο παραγκωνισμός τους. Θα ήταν αφέλεια να σκεφτεί κάνεις πως ο ίδιος δε σκέφτεται για τις δυνατότητες και τους περιορισμούς που έχει μια υπό διαμόρφωση συλλογικότητα, στην οποία ο ίδιος εντάσσεται και προσπαθεί να συμβάλει στη μετεξέλιξη της προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια εκδήλωση αφέλειας ή αντιμέτωποι με ένα στοιχείο μιας ορισμένης εκτίμησης;
Το «ίσως» ορίζει με τον τρόπο του την απάντηση του ίδιου γύρω από το ερώτημα που διατυπώσαμε. Με όσες δυνάμεις διέθετε -παρά τις ταλαιπωρίες και τις δυσκολίες, σε αρμονία με γνωστό «οι κομμουνιστές είναι από άλλη πάστα»- θα συνέχιζε να προσπαθεί να διαμορφωθεί ένας κύκλος, μια συλλογικότητα, μια οργάνωση που θα είχε στοιχεία ενιαίας συνείδησης, που θα προσπαθούσε να κινηθεί για την απάντηση ζωτικών θεμάτων.
Η λέξη «πολυεπίπεδη» δραστηριότητα και ο τρόπος που εκθέτει τη σκέψη του για αυτό το ζήτημα ο Γ.Χ. στο κείμενο μας αποκαλύπτει έναν κομμουνιστή ζωντανό, έτοιμο να σκεφτεί, να προσαρμόσει λύσεις και προτάσεις στα νέα δεδομένα -όχι να προσαρμοστεί-, αντίθετο με κάθε μορφή οικονομισμού και περιορισμού του κομμουνιστικού κινήματος μόνο στις σχέσεις που δημιουργούνται στις διαδικασίες της παραγωγής αλλά που θεωρεί απαραίτητη, επιβαλλόμενη και ζωτική την επέκταση του κινήματος σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις και σε όλα τα κοινωνικά πεδία.
Σε ένα σημείο όπου μιλά για τη δράση της οργάνωσης και τους στόχους της, εξηγώντας το πολυεπίπεδο στις σημερινές συνθήκες θα γράψει:
Μπορεί να προβληθεί πως αυτό είναι ανακόλουθο ή αδόκιμο ή και απαράδεκτο από θεωρητική άποψη. Σε «αδόκιμες» και «ανακόλουθες» καταστάσεις γίνονται «αδόκιμα» και «ανακόλουθα» πράγματα και δημιουργήθηκαν τέτιες (Γ.Χ., Για το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας, σελ. 221).
Αφού δημιουργήθηκαν τέτοιες καταστάσεις, αφού βρεθήκαμε σε ένα τέτοιο σημείο, ο Γ.Χ. δεν προτείνει αντιγραφές, επιστροφές σε συνταγές του παρελθόντος αν – και δεν απορρίπτει διόλου την ιστορική πείρα, ούτε τον αναγκαίο εμπλουτισμό από το πραγματικό κίνημα- αλλά επιμένει πως ο τρόπος που ίσως χρειαστεί κανείς να προχωρήσει μπορεί να μην έχει το χαρακτήρα των «κλασσικών εικονογραφημένων» (προσφιλής του έκφραση), αλλά πρωτότυπων, «αδόκιμων», «ανακόλουθων» τρόπων. Ακόμα η έκφραση «μικρά» από πρώτη ματιά ζητήματα» που όμως συνθέτουν και αυτά την «αληθινή προβληματική της εποχής αλλά και της στιγμής», δείχνει ένα δημιουργικό τρόπο ενασχόλησης με τα ζητήματα. Απορρίπτει επομένως και τον εμπειρισμό όπως και την αποστέωση της σκέψης, το δογματισμό ή την απουσία κάθε σκέψης και την παραίτηση από τη σκέψη.
Τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του, ο Γιάννης Χοντζέας κινήθηκε με «αδόκιμο», «ανακόλουθο» τρόπο. Με δεδομένη την κατάσταση πραγμάτων και πνευμάτων στις αρχές της δεκαετίας του ’80, με δεδομένη τη διάλυση του μαρξιστικού λενινιστικού κινήματος, που μπορούσε να έχει άλλη τύχη αν ακολουθούσε άλλο δρόμο από αυτόν που ακολούθησε, με δεδομένο το επίπεδο προβληματισμού και εμβάθυνσης αλλά και με δεδομένη την άρνηση να συζητηθούν κομβικά ζητήματα από όσους «επέμεναν μαρξιστικολενινιστικά» (χρησιμοποιώντας τίτλους που δεν τους ανήκαν αλλά όντας σε πλήρη διάσταση μορφών και περιεχομένου), ο Γ.Χ. εκτίμησε πως για να υπάρξει κάποια αξιόλογη κίνηση στην Ελλάδα, ήταν αναγκαία η διεξαγωγή μιας πολυεπίπεδης ιδεολογικής δουλειάς γύρω από τα κομβικά ζητήματα. Εκτίμησε πως η προώθηση αυτής της δουλειάς με όλες τις μορφές (εκδόσεις, συζητήσεις, ανταλλαγές κειμένων, παρεμβάσεις) θα οδηγούσε στο σημείο να δημιουργηθούν οι όροι οικοδόμησης μιας αξιόλογης κίνησης. Αυτή η επιλογή ήταν «αδόκιμος» και «ανακόλουθος» τρόπος γιατί σήμαινε στην πράξη πως ο κεντρικός κρίκος ήταν μια πολύμορφη και πολυεπίπεδη ιδεολογική δουλειά «γενικής προετοιμασίας». Αυτή η εκτίμηση έρχονταν σε ρήξη με τον ακτιβισμό, τον εμπειρισμό, το δογματισμό, την προσκόλληση σε πρότυπα.
Ο ίδιος έκανε αυτήν την επιλογή όταν διαπίστωσε πόσο μόνος ήταν και πόσο ξένος ένιωθε στις συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί μετά τη διάλυση (στις αρχές της δεκαετίας του ’80) και φυσικά ρίχτηκε σε αυτή τη μάχη επιστρατεύοντας όλες τις δυνάμεις του. Στα 15 χρόνια που ακολούθησαν έδωσε πλούσιο έργο σε όλους τους τομείς και βοήθησε αποφασιστικά στην ιδεολογική και πολιτική διαμόρφωση μιας κίνησης. (Για περισσότερα βλ. Γ.Χ., ένας μεγάλος κομμουνιστής, από την κεντρική ομιλία στην εκδήλωση στις 14/11/94).
Φυσικά η «παραγωγή» του σχετιζόταν άμεσα από το πόσο κοντά ήταν και έβλεπε τις δυνατότητες κάποιας συλλογικής επεξεργασίας, έστω συζήτησης ή τροφοδότησης κάποιου προβληματισμού.
Η συνάντηση του επομένως με το δυναμικό που έδωσε ζωή στην Α/συνεχεια δεν ήταν τυχαία. Ο ίδιος δεν αρνήθηκε να έρθει σε επαφή και να συνεργαστεί με νέους σχετικά αγωνιστές που προέρχονταν από τη σπουδαστική οργάνωση του ΚΚΕ(μ-λ) και είχαν δώσει δείγματα ότι νοιάζονταν να ανοίξουν τη συζήτηση γύρω από σημαντικά θέματα. Αυτό είχε φανεί καθαρά και μέσα από το τότε περιοδικό της ΠΠΣΠ, το «Σάλπισμα», όπως και μέσα από τις διαδικασίες της πρώτης συνδιάσκεψης της ΠΠΣΠ όπου φάνηκε καθαρά ότι κάποιες ζωντανές δυνάμεις έψαχναν και ήθελαν μια διέξοδο. Αρνήθηκε όμως να έρθει σε επαφή, να νομιμοποιήσει, να ενισχύσει όσες καταστάσεις κι οργανώσεις εναντιώνονταν στην προώθηση της «γενικής προετοιμασίας». Μια συνάντηση λοιπόν όχι τυχαία, ακριβώς γιατί σιγά σιγά πείθονταν ένα δυναμικό ότι είναι αναγκαία μια δουλειά γενικής προετοιμασίας. Το στήσιμο του εκδοτικού της Α/συνεχεια κινιόταν ακριβώς στην τροχιά διεξαγωγής μιας γενικής προετοιμασίας και ενός εξοπλισμού γύρω από ζητήματα της σύγχρονης πραγματικότητας, όπως και γύρω από θέματα του κομμουνιστικού κινήματος. Καμιά συλλογικότητα, κανένας πολιτικός οργανισμός, καμιά ομάδα, ή ακόμα και μεμονωμένοι άνθρωποι δεν έχουν να επιδείξουν ανάλογο ενδιαφέρον κατά την περίοδο εκείνη. Συνεπώς η συνάντηση αυτή έδινε όσα έδινε μέσα σε συνθήκες δύσκολες, σε ένα αρνητικό περιβάλλον που αδιαφορούσε για όλα αυτά τα θέματα.
Χωρίς αμφιβολία το δυναμικό που συσπειρώθηκε ήταν νέο, χωρίς πείρα και αποκτούσε τις πρώτες βασικές του γνώσεις μέσα σε συνθήκες διάλυσης του κομμουνιστικού κινήματος. Εδώ προκύπτουν τρία ζητήματα:
γιατί συσπειρώθηκε ένα νέο δυναμικό και δεν συσπειρώθηκαν άνθρωποι με πείρα, συγκρότηση, θεωρητική επάρκεια;
γιατί ο Γιάννης Χοντζέας δεν έτυχε ίσως ποτέ στη ζωή του να έχει γύρω του ανθρώπους ικανούς, με ένα επίπεδο και κυρίως τέτοιους που θα μπορούσαν να βαδίσουν με έναν «αδόκιμο» και «ανακόλουθο» τρόπο; Ήταν προσωπική του αδυναμία; – πώς κινείσαι όταν το δυναμικό που συσπειρώνεται φέρνει το ίδιο τα χαρακτηριστικά μιας «αδόκιμης» και «ανακόλουθης» κατάστασης;
Η έμμεση απάντηση των ερωτημάτων.
Σε ένα σημείωμα προς τη σύντροφο της ζωής του, τη Ρόζα Οικονόμου, ο Γιάννης Χοντζέας στις αρχές της δεκαετίας του ’60 (παραμονές της πρωτοχρονιάς του 1962) γράφει:
Από πρώτη ματιά όλα συντελούν στο να γενικευτεί η χαμοζωή. Ο ρυθμός, η αγκούσα, έχει χωθεί ακόμα και στις δικές μας δουλειές. Η ανάγκη για έξοδο από αυτό το ρυθμό σπρώχνει στα ντοστογιεφσκικά φαινόμενα του διχασμού της προσωπικότητας. Άνθρωποι με βαριές θυσίες, με υψηλό φρόνημα στις δυσκολίες, αναζητούν τη «χαρά» μ’ όποιο τρόπο τους προσφερθεί. Και φυσικά με καθορισμένες από τα πριν τις συνέπειες.
Έτσι κλείνει ο κύκλος, ο χρόνος ώσπου κάποιο γεγονός να τον διαταράξει, να προβληθούν οι άλλες πλευρές, να περάσει το γεγονός και να ξαναγυρίσει ο κύκλος.
Αν δεν ανυψωθούμε πάνω απ’ αυτό τον κύκλο, δεν θα ξεμπλέξουμε με τη χαμοζωή. Και χαμοζωή σημαίνει ήττα από το χρόνο, αρτηριοσκλήρωση, γερατειά. Αυτά πρώτ’ απ’ όλα χτυπάνε στην αντίληψη, στον τρόπο σκέψης, αλλά και στην ίδια την πνευματική και ψυχική ζωτικότητα.
Αρχές της δεκαετίας του ’60. Η κορυφή του κινήματος, αλλά όχι μόνο αυτή, κτυπημένη από τη γενίκευση της «χαμοζωής». Το «νέο πνεύμα» ανακαλύπτει τις αλήθειες της ζωής, καταπολεμάει τον μικρό Στάλιν ή Ζαχαριάδη που έχει ο καθένας μέσα του, ανακαλύπτει ένα δακρύβρεχτο ανθρωπισμό της κακιάς ώρας. Απαρνείται το παρελθόν. Την ίδια περίοδο μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα υποβόσκει μια αντιπαράθεση αλλά και ετοιμάζονται επαναστατικές εκρήξεις και θύελλες σε διεθνές επίπεδο που θα είναι σε πλέρια αντίθεση με όλες τις εκτιμήσεις του «νέου πνεύματος».
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και σε αυτό το κλίμα ο Γ.Χ. ετοιμάζει μια μεγάλη τομή και απόπειρα εξόδου από τη χαμοζωή και τον κύκλο της:
Αν πριν 58 χρόνια ο Λένιν έλεγε ότι σχεδόν βάλλεται αυτή η ομάδα ανθρώπων από όλες τις μεριές, εξωτερικά σήμερα από ορισμένες απόψεις -τώρα που δεν είμαστε μια ομάδα- βαλλόμαστε χωρίς “σχεδόν”…
Φθάσαμε σ’ ένα σημείο ιστορικής σημασίας που αντιστοιχεί από άποψη συνεπειών για το μέλλον, με την περίοδο εκείνη. Το ερώτημα «τι να κάνουμε» έχει τεθεί. Την απάντηση θα την δώσει ίσως ο καινούργιος χρόνος; Ίσως…
Πολλά λέγονται για την επιστροφή στο πνεύμα του 1903 του Λένιν. Το πρόβλημα δεν είναι η επιστροφή αλλά το Άλμα. Ο κόσμος έχει μεγαλώσει πάρα πολύ και ταυτόχρονα έχει ανέβει η δυνατότητα για μια καθολικότερη εποπτεία από χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Αυτός ή αυτοί που θα αποδεσμεύσουν, που θα διευκολύνουν την αποδέσμευση αυτή και ταυτόχρονα θα τη «δέσουν» (αν μπορεί να ειπωθεί), αυτοί θα εκφράζουν το πνεύμα του 1961-1962 Ποιοι είναι; Ποιοι θα είναι; Θα δούμε.
Πριν δούμε όμως πρέπει να δουλέψουμε, να ζήσουμε, να είμαστε έτοιμοι για να δούμε. Ας πούμε καλημέρα στο 1962. Ας είμαστε έτοιμοι να το δεχτούμε σαν ένα αύριο που το τραγουδάμε γιατί το ετοιμάζουμε…
Φαίνεται πως μέσα του γίνεται μια μεγάλη προετοιμασία για μια μάχη που θα κρατήσει ουσιαστικά μέχρι το τέλος της ζωής του. Υπάρχει όμως μια νότα αισιοδοξίας στα γραφτά του χωρίς φυσικά να τρέφει αυταπάτες. Είναι φρέσκος, γεμάτος δύναμη για το εγχείρημα που θα ακολουθήσει. Στο μυαλό του το εγχείρημα δεν είναι μια επιστροφή αλλά ένα άλμα. «Ίσως» -πολύ διαφορετικό από το πιο ύστερο που είδαμε λίγο πριν-, «θα δούμε», «τραγουδάμε γιατί το ετοιμάζουμε». Όχι επιστροφή, όχι κλείσιμο αλλά τολμηρό βήμα, άλμα:
Μια φρέσκια άποψη του κόσμου είναι κάτι το χρειαζούμενο τώρα.
Μια φρέσκια του εαυτού μας.
Μια ανάλογη του άμεσου περιβάλλοντος μας.
Ξεκινάμε…
Τα γεγονότα που ήρθαν σχετικά γρήγορα επιβεβαίωσαν με πολλαπλό τρόπο την ανάγκη εξόδου από τη χαμοζωή, την ανάγκη να συναντηθεί κανείς και να συμβάλει στις επαναστατικές θύελλες που συγκλόνισαν τον κόσμο στα χρόνια ’60 ’70. Την ανάγκη αναγέννησης του κομμουνιστικού κινήματος. Αναλογιζόμενοι σήμερα τη στάση των κομμουνιστών και την επιλογή τους να αντισταθούν στον εκφυλισμό, να δώσουν το «παρών» στις νέες θύελλες που ήρθαν σχετικά γρήγορα και συγκλόνισαν τον κόσμο για πάνω από μια δεκαετία (’64-’76), μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στάθηκαν από την σωστή όχθη και προσπάθησαν να συνδεθούν με τις θύελλες αυτές. Έζησαν, βίωσαν στα γεμάτα μια επιλογή, συνδέθηκαν ή πρωτοστάτησαν σε αγώνες και κινήματα, συγκρούστηκαν, μάτωσαν, κυνηγήθηκαν, έδωσαν τη ζωή τους για την επιλογή αυτή. Η πραγματική αριστερά εκείνης της εποχής έδωσε το «παρών» της και δεν είναι πραγματικότητα η εικόνα που δίνεται σήμερα για αυτήν από διάφορες πλευρές.
Δεν είναι ο χώρος ενός συνολικού απολογισμού ο εκτεταμένος αυτός πρόλογος. Όμως είναι αναγκαίο να τονιστούν δύο μόνο πλευρές που εξηγούν καλύτερα τη στάση και τον προσανατολισμό του Γ.Χ..
Η πρώτη είναι πως όλο αυτό το εγχείρημα στη σκέψη του δεν είχε ποτέ το χαρακτήρα της επιστροφής σε ένα παρελθόν, της αποκατάστασης ενός παρελθόντος, αλλά πάντα τον ενδιέφερε η ανταπόκριση στις νέες συνθήκες και ο εμπλουτισμός του περιεχομένου της δράσης των κομμουνιστών. Η δεύτερη αφορά το τι πραγματικά οικοδομείται όταν κανείς αποφασίσει να κολυμπήσει στα βαθιά νερά και μάλιστα σε μια θυελλώδη και ταραγμένη περίοδο. Για παράδειγμα ο ακολουθητισμός και η προσκόλληση σε διεθνή κέντρα, που πάντα προωθήθηκε σαν η πιο επαναστατική στάση, στην ουσία τίναζε στον αέρα όλο το εγχείρημα, τη στιγμή που υπήρχαν πολλά στοιχεία που οδηγούσαν στην εκτίμηση της ανάγκης «να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις», να δημιουργούμε ένα ανεξάρτητο τρόπο σκέψης που να έχει σαν αφετηρία τα συμφέροντα της επανάστασης και την ανάπτυξη του κινήματος. Ο ακολουθητισμός οικοδομούσε «μαγαζιά» ταμπέλες, κόμματα-καρικατούρες που ενδιαφέρονταν κυρίως για την αναγνώριση από τα διεθνή κέντρα.
Για τον απολογισμό και την κριτική αποτίμηση αυτής της περιόδου έχει δώσει πολλά ο Γ.Χ. και γράφει αρκετά και στις σελίδες που ακολουθούν Ο ίδιος δεν μετάνιωσε ποτέ για τις επιλογές του αυτές. Κατόρθωσε να έχει μια αυτοκριτική ματιά. Να βγάζει συμπεράσματα. Για παράδειγμα θα υποστηρίξει πως αργά εκδηλώθηκε η αντιπαράθεση στο ρεβιζιονισμό, θα υποστηρίξει θέσεις που δείχνουν πώς θα μπορούσε να υπάρξει διαφορετική πορεία από αυτό που τελικά έγινε, δηλαδή την ανοικτή εμφάνιση του μαρξιστικού λενινιστικού κινήματος μόλις στα 1964 και άλλα. Όμως παρά το καθυστερημένο της εμφάνισης και άλλα αρνητικά στοιχεία ο ίδιος θα σημειώσει:
Αφού δε συνέβηκε αυτό, θα αποτελούσε επιβράβευση της πορείας που ακολουθιόταν αν δεν προχωρούσε όπως προχώρησε ο οργανωτικός διαχωρισμός (Γ. Χ., Για το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας, σελ. 216).
30 χρόνια μετά ο κόσμος έχει αλλάξει πολύ. Το κλίμα είναι διαφορετικό από τις αρχές του ’60. Αλλά και ο κύκλος της χαμοζωής πιο ασφυκτικός, πιο δύσκολος. Η αντεπανάσταση κυριαρχεί και επιβάλλει τις συνέπειες της.
Σε μια από τις λίγες ανεβασμένων τόνων εκφράσεις του ο Γιάννης Χοντζέας, ενώ μεσουρανεί το γκορμπατσοφικό όνειρο, τροφοδοτώντας με αυταπάτες πλήθος σχηματισμών και οργανώσεων θα γράψει:
Να μη μιλά για επανάσταση όποιος δεν είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει την αντεπανάσταση! (αδημοσίευτο σημείωμα, 1986).
Γνωρίζει καλά τους νέους όρους και τις τεράστιες δυσκολίες που υπάρχουν. Δε σταματά ποτέ να τις επισημαίνει. Όμως δεν νοείται αυτές οι δυσκολίες να οδηγήσουν σε παραλυσία της σκέψης και της δράσης.
Για τον ίδιο από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, με την ήττα της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα κλείνει ένας ιστορικός κύκλος να μπορέσει να απαντήσει συντεταγμένα το κομμουνιστικό κίνημα σε παγκόσμια κλίμακα και από τότε έχουμε την επιτάχυνση και εξαπόλυση της διαδικασίας αναδιάρθρωσης σε Δύση και Ανατολή.
Έκλεισε μια ολόκληρη περίοδος αντιπαραθέσεων που το αντικείμενο της ήταν αν θα συντελεστεί ή όχι ένα νέο ποιοτικό άλμα προς τα μπρος στην κοινωνική εξέλιξη. Η Αντεπανάσταση σαν «επανάσταση» θα έπαιρνε τη θέση της Επανάστασης ή το αντίστροφο. Από το γεγονός αυτό η νέα περίοδος με σημαία την εκδοχή της αυτονομίας της «τεχνολογικής επανάστασης» θα χαρακτηριζόταν από μια δίχως προηγούμενο αναδιάρθρωση του κεφαλαίου κι επομένως των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων, αφού οι όροι είχαν συγκεντρωθεί για κάτι τέτοιο. Δεν πρόκειται για τις «κυκλικές» (μικρό- ή μεγάλο- κυκλικές) κρίσεις αναδιαρθρώσεις, αλλά για μια νέα ποιοτική αναδιάρθρωση (αδημοσίευτο σημείωμα, 1988).
Το «έκλεισε μια ολόκληρη περίοδος» δεν είναι ρητορικό σχήμα. Σημαδεύει έναν νέο συσχετισμό δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο, σημαδεύει μια νέα περίοδο, μια νέα φάση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα που αναγκαστικά πρέπει να διανύσει. Για τον Γ.Χ. η νέα περίοδος ανοίγει από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Η πρωτοβουλία από τότε ανήκει στην αστική τάξη. Μια νέα ποιοτική αναδιάρθρωση ξετυλίγει τα φτερά της αγκαλιάζοντας όλο τον πλανήτη και θέτοντας νέα καθήκοντα στο κομμουνιστικό κίνημα. Ο κύκλος της επαναστατικής αριστεράς που είχε ανοίξει στις αρχές της δεκαετίας του ’60 κάπου εκεί κλείνει με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που είχε. Αυτά βιώνονται με μια μεγάλη κρίση και ένα διαλυτικό πνεύμα που εκδηλώθηκε σε ολόκληρο το κόσμο. Οργανώσεις, κόμματα, κινήματα διαλύθηκαν τη δεκαετία του ’80. Ένας νέος κύκλος έπρεπε να ανοίξει. Όσα συντελέστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές της δεκαετίας του ’90, δηλαδή η τυπική επικύρωση της παλινόρθωσης του καπιταλισμού, δίνει άλλες διαστάσεις σε επίπεδο συνείδησης των ζητημάτων που είχαν τεθεί σαν υπόθεση ή σα διαπίστωση λίγα χρόνια πριν. Αναστοχαζόμενοι λοιπόν αυτά που έδωσε ή είπε το μαρξιστικό λενινιστικό κίνημα, μπορούμε να διαπιστώσουμε δύο «αλήθειες» ή επιβεβαιώσεις: Η εκτίμηση του συσχετισμού δύναμης στην αρχή της δεκαετίας του ’60 σαφώς οδηγούσε σε μια νέα παγκόσμια θύελλα και αυτή ήρθε (πρώτη επιβεβαίωση). Η εκτίμηση ότι ο ρεβιζιονισμός οδηγεί στην παλινόρθωση του καπιταλισμού στις σοσιαλιστικές χώρες και διαλύει το κομμουνιστικό κίνημα (δεύτερη επιβεβαίωση). Οι διαψεύσεις και η διάλυση, η υποχώρηση σχετίζονται κυρίως με τη μη κατανόηση του τι συντελέστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, του ότι «έκλεισε μια ολόκληρη περίοδος», με την έλλειψη προετοιμασίας για την αντιμετώπιση της νέας κατάστασης και φυσικά με την επίδραση μιας σειράς αρνητικών παραγόντων που προϋπήρχαν και από μια στιγμή και ύστερα κυριάρχησαν. Αυτός ήταν ο κανόνας. Υπήρξαν όμως και οι εξαιρέσεις που υπενθυμίζουν άλλες δυνατότητες, αν υπήρχαν άλλες επιλογές.
Το Γενάρη του ’84 όταν πραγματοποιείται μια πρώτη σύσκεψη που θα οδηγήσει στη δημιουργία της Α/συνεχεια ο Γιάννης Χοντζέας σε ένα σύντομο κείμενο που δίνει υποστηρίζει μεταξύ άλλων την άποψη του για την έννοια της προοπτικής:
Η έννοια της προοπτικής δεν είναι μια συλλογή το πολύ-πολύ από λεξούλες κλειδιά που φαντάζουν σαν παντοδύναμες έννοιες. Δεν είναι κάποια μυστική ανακάλυψη κάποιου «πλούτου ή αφθονία της εξυπνάδας» αλλά ούτε και το θαυματουργό φάρμακο που η χρήση του οδηγεί σε αυτόματη θεραπεία όλων των κακών. Η έννοια της προοπτικής συνεπάγεται μια πορεία επεξεργασίας πραγματικού ιστορικού υλικού, συγκέντρωσης και συνόψισης της μεγάλης και μικρής, θετικής και αρνητικής πείρας, και ταυτόχρονα καθημερινή, αδιάκοπη προσπάθεια, πάλη για την επαλήθευση της συνόψισης.
Δηλαδή πρόκειται για μια συντονισμένη, συλλογική προσπάθεια όπου θα παίρνεται αυτό που μπορεί να παίρνεται από τον καθένα «σύμφωνα με τις δυνατότητες του» και θα αξιοποιείται από όλους σύμφωνα με τις ανάγκες αυτής της αδιάκοπα μεταβαλλόμενης πραγματικότητας ή «περιβάλλοντος» πάνω στο οποίο θα επενεργεί αυτή η συντονισμένη, συλλογική ενέργεια («μια συνάντηση» φωτοτυπημένο κείμενο, 1984).
Ο ίδιος γνωρίζει καλά, μπορεί με την πείρα του να εκτιμήσει το ανθρώπινο υλικό που τότε δεν ξεπερνάει τα 19 άτομα…
Η εξασφάλιση των όρων αυτών δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με μαγικό και αυτόματο τρόπο. Το ανθρώπινο υλικό είναι δεδομένο και μη δεδομένο. Εμπεριέχει δηλαδή τους όρους -δυνάμει- για το μετασχηματισμό του είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω. Εκείνο που θα κρίνει προς τα πού θα γίνει ο μετασχηματισμός θα είναι η επιμονή, η σταθερότητα και η άγρυπνη έγνοια όλων για την εξασφάλιση των όρων, που για αυτούς έγινε λόγος (όπ. π.).
Το 1993 ο Γ.Χ. δίνει ένα προγραμματικό κείμενο. Δεν το έδωσε το 1984, ούτε το 1989 ή το 1991. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Σημαίνει πως είχαν γίνει βήματα προς μια κατεύθυνση ωρίμανσης των όρων για μια τέτοια συζήτηση. Βήματα όχι πάντα εύκολα και απαλλαγμένα από λοξοδρομήσεις. Η γενική κατεύθυνση όμως της πορείας είναι στην τροχιά της συγκρότησης. Το 1993 απέχει από το 1984 σε επίπεδο συγκρότησης και θέλησης, εμπεριέχει τη δυνατότητα να περάσουμε σε ένα νέο στάδιο ύπαρξης μιας συλλογικότητας. Το «ίσως» σημαίνει ότι υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να γίνει η συζήτηση, ότι μπορεί να δυναμώσουν τα στοιχεία μιας νέας συνείδησης.
Â
ΤΡΙΑ ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Τρεις είναι οι δυναμικές έννοιες που διαπερνούν το παρόν βιβλίο και του δίνουν μια ιδιαίτερη κίνηση, βαρύτητα, σημασία. Αυτές είναι ο «στρατηγικός στόχος», το «κομμουνιστικό πρόγραμμα» και η «πραγματικότητα εννοιών» σε αντιδιαστολή με την πραγματικότητα παραστάσεων.
Για πολλούς λόγους που θα φανούν είναι χρήσιμο να ξεκινήσουμε από την «πραγματικότητα εννοιών» γιατί εκεί βρίσκεται ένα κομβικό αφετηριακό σημείο για όλη τη σκέψη του Γιάννη Χοντζέα.
Δεν βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 όταν σε ένα βαθμό απλωνόταν η «χαμοζωή» και όλες οι διαδικασίες που αυτή επέβαλλε. Στο μεταξύ έχει διανυθεί πολύς δρόμος και οι σύγχρονοι χειριστικοί μηχανισμοί έχουν τη δυνατότητα να προβάλλουν και να επιβάλλουν μια «πραγματικότητα παραστάσεων». Σύμφωνα με το Γιάννη Χοντζέα:
διευρύνεται το χάσμα ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις παραστάσεις που προβάλλονται για την πραγματικότητα (Γ.Χ., Για το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας, σελ. 81).
Η δυνατότητα δημιουργίας μέσω των «άυλων» στηριγμάτων του «μεταβιομηχανικού» ιμπεριαλισμού μιας πραγματικότητας παραστάσεων που να απομακρύνεται όλο και περισσότερο – όπως είναι επόμενο- από την πραγματικότητα που ζουν οι όλο και περισσότερο διχαζόμενοι ανάμεσα στις δύο «πραγματικότητες» άνθρωποι, αποτελεί το ισχυρότερο όπλο χειραγώγησης στην περίοδο αυτή (όπ. π., σελ. 82).
Μια πραγματικότητα παραστάσεων σημαίνει όπως -κάθε παράσταση- πως στηρίζεται σε στοιχεία του πραγματικού, γιατί αλλιώτικα δε θα ήταν τέτια. Τέτοια είναι η πραγματικότητα που διαχέουν τα «δίχτυα» για την οικονομία, την επιστήμη και την τεχνική, για γενοκτονίες ή «γενοκτονίες», για εθνικισμούς ή «εθνικισμούς» κ.λπ. (όπ. π., σελ. 82).
Η πραγματικότητα των εννοιών σημαδεύει μια κίνηση επανοικειοποίησης σε γνωστικό επίπεδου του πραγματικού, μέσα από μια διαρκή διαπάλη με τις παραστάσεις που διαχέουν για την πραγματικότητα οι χειριστικοί άυλοι και υλικοί μηχανισμοί. Πάνω σε αυτή τη βάση δημιουργούν οι συνειδητοί και αγωνιζόμενοι άνθρωποι μια στέρεη πραγματικότητα εννοιών που τους στηρίζει και τους προσανατολίζει στον αγώνα της αποκάλυψης, της καταγγελίας και της υπέρβασης του συστήματος κοινωνικών σχέσεων που επικρατεί.
Όπως έχει τονιστεί στο βιβλίο «Το «τέλος» του κομμουνισμού», στον Επίλογο:
Η επιβολή της «νέας τάξης» σημαίνει επιβολή φαντασμαγοριών στο επίπεδο της συνείδησης… Η υλική βία, με τις διάφορες μορφές της, δίχως αυτή τη φαντασμαγορική διαμεσολάβηση (πραγματικό-ονειρικό) θα ήταν ανίσχυρη να επιβάλει όσα επέβαλε… Στην υλική βία (οικονομική, όπλα, καταπίεση) είναι ενταγμένη αυτή η φαντασμαγορική διαμεσολάβηση, αποτελεί συστατικό της στοιχείο (Γ.Χ., Το «τέλος» του κομμουνισμού, Επίλογος, σελ. 422-423).
Η αξιοπιστία της πραγματικότητας παραστάσεων είναι κάτι που μεταβάλλεται και χωρίς την επενέργεια ενός επαναστατικού υποκειμένου:
Την πτώση της αξιοπιστίας αυτής της πραγματικότητας των παραστάσεων μπορεί να τη φέρουν οι ίδιοι που τη στηρίζουν. Η πτώση όμως της αξιοπιστίας είναι ένας όρος, αλλά όχι επαρκής για την προβολή της πραγματικότητας της ζωής, των αγώνων που αναπτύσσονται, που συχνά διαστρέφονται ή αποδυναμώνονται, αλλά που δε σταμάτησαν ούτε θα σταματήσουν ποτέ. Κι εδώ αυτό θα κρίνει το εφικτό ή το μη εφικτό. Η θεωρία πρέπει να φωτίζει την πάλη, αλλά δίχως πάλη δεν μπορεί να υπάρξει θεωρία (όπ. π., σελ. 83)
Το «κομμουνιστικό πρόγραμμα» μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα μέρος της πραγματικότητας εννοιών. Μόνο που είναι πιο συστηματοποιημένο, περισσότερο οργανικά συνδεμένο με στόχους και αιτήματα που τροποποιούν ή στοχεύουν να τροποιήσουν την πραγματικότητα. Αποτελείτο θεωρητικό-πραχτικό μανιφέστο σε μια δεδομένη ιστορική φάση του κομμουνιστικού κινήματος. Το «κομμουνιστικό πρόγραμμα» δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μια βάση εννοιών που θα συγκροτούν όχι απλά μια απεικόνιση της πραγματικότητας, αλλά θα έχουν τη δύναμη να αναδεικνύουν το κύριο, την τάση, τη δυναμική. Ο Γιάννης Χοντζέας ορίζει έτσι την έννοια «κομμουνιστικό πρόγραμμα»:
Τι σημαίνει ή μάλλον τί θα πρέπει να εννοούμε με εκείνο που καθορίστηκε εισαγωγικά σαν «κομμουνιστικό πρόγραμμα» και γιατί διατυπώθηκε η άποψη για πορεία οικοδόμησης του; Η οικοδόμηση ενός τέτιου προγράμματος σημαίνει βασικά τρία πράγματα: 1. Την αναζήτηση του τί μπορεί να σημαίνει μετάβαση σε μια άλλη κοινωνική μορφή και αν η μορφή αυτή είναι ο κομμουνισμός. 2. Τα στοιχεία-διδάγματα από την πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού και της πάλης του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος σχετικά με την οικοδόμηση ενός τέτιου προγράμματος. 3. Και όχι τελευταίο σε σημασία, ο αδιάκοπος εμπλουτισμός με όσα προσφέρει η πάλη των εργαζομένων, των λαϊκών μαζών στον κόσμο για την πορεία μετάβασης από τη σημερινή κατάσταση σε μια ποιοτικά διαφορετική, που θα προσδιορίσουν αποφασιστικά το περιεχόμενο και τη μορφή των αγώνων, κι επομένως, το περιεχόμενο και τη μορφή σε νέες συνθήκες αυτού που επιχειρήθηκε να πραγματωθεί στη διάρκεια του Οχτώβρη και της μεταοχτωβριανής περιόδου.
Τα τρία αυτά βασικά πράγματα είναι αξεδιάλυτα συνδεμένα μεταξύ τους (Γ.Χ., Για το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας, σελ. 90).
Ο Γ.Χ. δεν στέκεται με θρησκευτικό μυστικισμό μπροστά στο ζήτημα της «επικαιρότητας του κομμουνισμού». Δέχεται να αναζητήσει το τι μπορεί να σημαίνει μετάβαση σε μια άλλη κοινωνική μορφή και αν η μορφή αυτή είναι ο κομμουνισμός. Κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος δεν μπορεί μπροστά σε όσα έγιναν να μην διερωτηθεί σχετικά με το ζήτημα. Εδώ δεν μπορεί να ισχύσει σαν απάντηση μόνο το τι έλεγαν για το ζήτημα οι κλασσικοί ή το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και να θεωρηθούν όλα περίπου σαν λυμένα ζητήματα. Ο Γ.Χ. θέτει σαν πρώτο στοιχείο την αναζήτηση του τί σημαίνει η μετάβαση σε μια άλλη κοινωνική μορφή, επομένως πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα αν είναι αναγκαία και σκοπούμενη μια τέτοια μετάβαση. Αν απαντηθεί θετικά το ερώτημα αυτό (και προς τα εκεί οδηγεί η «λογική» των γεγονότων, οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, η ίδια η ιστορική εξέλιξη παρ’ όλη την περί του αντιθέτου υποστήριξη των χειριστικών μηχανισμών), ακολουθεί το δεύτερο, ποια θα είναι τα βασικά γνωρίσματα της νέας κοινωνικής μορφής και ποια η σχέση της με τον κομμουνισμό. Στο κείμενο αυτό δεν είναι κεντρικό του μέλημα η απάντηση στο ζήτημα αυτό. Έμμεσα μόνο δίνει τη θετική απάντηση ή θεωρεί πως έχει δώσει υλικό σε άλλες ευκαιρίες. Ακόμα και ο τίτλος «Το «τέλος» του κομμουνισμού» δείχνει ότι δεν έχει δυσκολία να υπερασπίσει την άποψη του. Στα 1993 στο τελείωμα του βιβλίου εκείνου ο Γιάννης Χοντζέας θυμίζει μια άποψη που είχε γράψει 10 χρόνια πριν στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου «Εκλογή από τις Grundrisse» του Καρλ Μαρξ που μετέφρασε και επιμελήθηκε ο ίδιος:
Η επικαιρότητα του κομμουνισμού όσο και αν απωθείται, διαστρέφεται ή γελοιοποιείται, είναι το μεγάλο δίδαγμα που βγαίνει για όποιον μελετήσει σε βάθος το πλήθος από τα όποια φαινόμενα αμφισβητούνται, ερμηνεύονται έτσι ή αλλιώς, αναθεματίζονται ή προβάλλονται. Και η επικαιρότητα αυτή θα παραμείνει σαν μια αντικειμενική απαίτηση όσο θα παρατείνονται και περιπλέκονται τα προβλήματα που εμφανίζονται σαν αδιέξοδα της σημερινής εποχής και μ’ αυτήν θα αναμετρηθούν οι γενιές του σήμερα και του αύριο.
Στο παρόν βιβλίο, το κύριο βάρος σχετικά με το κομμουνιστικό πρόγραμμα ο Γιάννης Χοντζέας το έχει ρίξει στο δεύτερο σημείο, δηλαδή το ζήτημα της αυτοκριτικής του κομμουνιστικού κινήματος. Ο ίδιος δείχνει μια αυστηρή στάση απέναντι στην αυτοκριτική:
Αυτοκριτική με χτύπημα στήθους δίχως εξαγωγή συμπερασμάτων και διδαγμάτων είναι θέατρο. Αυτοκριτική για εκκαθάριση λογαριασμών, δηλαδή κατευθείαν συγκεκριμένα αυτά τα μέτρα γι’ αυτούς ή εκείνους σχετίζεται με μια «φυσική ροπή», «αυθόρμητη» στάση προσπάθεια δικαιολόγησης μιας ήττας, ή μιας αποτυχίας. Αλλά και σκέτη «δεοντολογία»: απαράδεκτο αυτό ή εκείνο είναι αέρας κοπανιστός. Οι ήττες και τα λάθη δεν συμβαίνουν σε αποστειρωμένους χώρους. Πού συνέβηκαν, πώς συνέβηκαν και γιατί συνέβηκαν. Αυτή η έρμη η συγκεκριμένη ανάλυση μιας συγκεκριμένης κατάστασης (Γ.Χ., Για το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας, σελ. 92).
Για το συγγραφέα η πραγματική αυτοκριτική:
είναι η εξέταση της συνολικής πορείας του κομμουνιστικού κινήματος και η αναγωγή σε συμπεράσματα αυτού που ανυψώνεται σε επίπεδο διδαγμάτων με «διαχρονική» αξία (όπ. π., σελ. 93).
Το τρίτο στοιχείο του κομμουνιστικού προγράμματος -κι όχι τελευταίο σε σημασία- ο αδιάκοπος εμπλουτισμός της πάλης των εργαζομένων, οφείλει να υπηρετεί μιαν ανάγκη: την πορεία μετάβασης από τη σημερινή κατάσταση σε μια ποιοτικά διαφορετική. Αλλά ο Γιάννης Χοντζέας θέλει να βλέπει με συγκεκριμένο τρόπο αυτή τη μετάβαση και όχι απλά σαν μια ευχή ή απλή δυνατότητα. Γι αυτό προχωρεί στην συγκεκριμενοποίηση του «στρατηγικού στόχου» ή της «στρατηγικής επιδίωξης». Στη σκέψη του ο στρατηγικός στόχος – βασική έννοια της πολιτικής επιστήμης- δεν ταυτίζεται με τη μέρα της επανάστασης και την επικράτηση της. Αυτή η πρωτόγονη και αρκετά ρομαντική -καθυστερημένη ιδέα αφήνει σήμερα τελείως αφοπλισμένο το εργατικό κίνημα. Δεν οδηγεί σε κανέναν συγκεκριμένο εμπλουτισμό του. Ο Γιάννης Χοντζέας διευκρινίζει τον τρόπο που χρησιμοποιεί τις έννοιες αυτές:
οι έννοιες «στρατηγικός στόχος», «επιδίωξη», «στρατηγικό σχέδιο» δε χρησιμοποιούνται με την έννοια που έχουν πάρει (ή μάλλον που δεν έχουν πάρει) στην τρέχουσα πολιτική και επιχειρηματική πραχτική, όπου στρατηγικές, πολιτικές κ.λπ. ρίχνονται φίρδην-μίγδην. Χρησιμοποιούνται με τη «δεινοσαυρική» πραχτική, όχι όμως μέσα στον κορσέ του εγκλεισμού τους από μια πραχτική συμμόρφωσης με τις «αυστηρές απαιτήσεις του ιστορικού υλισμού» (Γ.Χ., Για το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας, σελ. 89).
Επανασυνδέει με δημιουργικό τρόπο την κίνηση και σκέψη του επαναστατικού κινήματος με την έννοια του «στρατηγικού στόχου» που σε προηγούμενες εποχές το κομμουνιστικό κίνημα πάσχιζε και συχνά κατόρθωνε να έχει ανοίγοντας συγκεκριμένους δρόμους.
Σύμφωνα με την «δεινοσαυρική» πραχτική, η στρατηγική και η ταχτική του κινήματος αφορούν την υποκειμενική πλευρά, τους υποκειμενικούς όρους του κινήματος, σε αυτούς επενεργούν και όχι τους αντικειμενικούς όρους αν και τους συνυπολογίζουν σοβαρά. Ο στρατηγικός στόχος αφορά κάθε φορά το αναγκαίο σημείο, κατάχτηση, συσχετισμό, την καθορισμένη ποιότητα που πρέπει να καταχτήσει ένα κίνημα, μια οργάνωση, ένας φορέας για να μπορέσει να περάσει σε ένα άλλο στάδιο. Για παράδειγμα, στις συνθήκες του μεσοπολέμου, ο στόχος κατάχτησης της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης, έκφραζε έναν στρατηγικό στόχο των κομμουνιστικών κομμάτων, γιατί χωρίς την εκπλήρωση του δεν μπορούσε να διαδραματίσει σοβαρό ρόλο στις κοινωνικές εξελίξεις. Λίγο καιρό μετά, η αντιμετώπιση του ναζισμού, η ανάγκη συντριβής του αποτέλεσε έναν άλλο στρατηγικό στόχο. Και στα δύο παραδείγματα ο «στρατηγικός στόχος» δεν ταυτίζεται με την επανάσταση, αλλά την υπηρετεί γιατί καθορίζει απαραίτητα στάδια που πρέπει να διανυθούν στόχους που πρέπει να πλησιαστούν, τέτοιους που τροποποιούν το συσχετισμό δύναμης.
Ο Γιάννης Χοντζέας ορίζει με πολλούς τρόπους το στρατηγικό στόχο στις σημερινές συνθήκες:
επισήμανση του κύριου στόχου από τον οποίο εξαρτιόνται οι υπόλοιποι. Αυτός θα μπορούσε να διαγραφεί σαν «ανάδειξη μιας αντιθετικής ανταγωνιστικής διεθνούς πολιτικής κοινωνίας»: δηλαδή ανάδειξη μιας νέας ταξικής και πολιτικής συνείδησης (Γ.Χ., Για το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας, σελ. 69).
Το πέρασμα από μια κατάσταση «παθητικότητας», δηλαδή σε παγκόσμιο επίπεδο γενικά, παθητικής άμυνας σε μια ενεργητική άμυνα, επομένως σε μια ποιοτικά άλλη κατάσταση, πρέπει να είναι ο στρατηγικός στόχος (όπ. π., σελ. 77).
Ο στρατηγικός στόχος που τέθηκε προηγούμενα σημαίνει τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων που δημιουργήθηκε στη διάρκεια των δύο φάσεων του ρεβιζιονισμού (μεταλλαγή του κινήματος, διάλυση του συστήματος κρατών), που έριξε τις δυνάμεις της επανάστασης σε παθητικότητα. Αυτό σημαίνει ταυτόχρονα οικοδόμηση του κομμουνιστικού προγράμματος, της κομμουνιστικής προοπτικής στη βάση της μεταβαλλόμενης πραγματικότητας των εννοιών (κοινωνία, τάξεις, κράτος, οικονομία, ιδεολογία, υλικό άυλο κ.λπ.) και στη βάση των διδαγμάτων από την πραχτική οικοδόμησης του σοσιαλισμού και αντιστροφή της τωρινής τάσης της δυαδικοποίησης (όπ. π., σελ. 88).
Σε αυτές όπως και σε άλλες παρεμφερείς διατυπώσεις του στρατηγικού στόχου -που αφθονούν και διαπερνούν όλο το κείμενο- βλέπουμε πως ο Γ.Χ. ξεφεύγει από τα κλισέ «των αυστηρών απαιτήσεων», δε χρησιμοποιεί την έννοια του «στρατηγικού στόχου» για ένα υποκείμενο που δεν υπάρχει, αλλά θέλει να την ενεργοποιήσει στην κατεύθυνση της υπηρέτησης του σημερινού σταδίου ανάπτυξης του εργατικού και επαναστατικού κινήματος. Σε όλες τις διατυπώσεις παρατηρούμε πως η τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης είναι η κύρια βασική στρατηγική επιδίωξη. Το να βγει το εργατικό και επαναστατικό κίνημα από τη δύσκολη θέση που βρίσκεται, αναπτύσσοντας μια νέα συνείδηση, συγκροτώντας κινήματα και αντιστάσεις, οδηγούμενο από το στάδιο της στοιχειακής παθητικής αντίστασης στο στάδιο της ενεργητικής αντίστασης και τη διαμόρφωση σε διεθνές επίπεδο ενός πραγματικού κινήματος ενάντια στην Νέα Τάξη, είναι η ουσία της τοποθέτησης του.
Ολόκληρη η περίοδος που συνδέεται με την στρατηγική επιδίωξη, μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένη χρονικά και σ’ αυτή αναγκαστικά θα ξεπηδήσουν καταστάσεις πρωτόγνωρες, όπου η έγκαιρη σύλληψη της ιδιαιτερότητας τους ή όχι θα καθορίσει τους ρυθμούς υποχώρησης ή ανόδου των τακτικών μαχών. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η επισήμανση των κυριοτέρων τάσεων που διαγράφονται σήμερα στο οικονομικό πολιτικό επίπεδο, δηλαδή η περιγραφή της παρούσας συγκυρίας σε σχέση με αυτό που μπορεί να αναδειχθεί «αύριο» ή «μεθαύριο» (όπ. π., σελ. 77).
Όμως θέλει να στραφεί η προσοχή σε ένα κρίσιμο ζήτημα. Η «αντιθετική ανταγωνιστική διεθνής πολιτική κοινωνία» δεν είναι αυτή που περιορίζεται στο επίπεδο της πολιτικής εκπροσώπησης ή μονάχα στην πολιτική με την τρέχουσα έννοια. Πρέπει να προσέχουμε να προωθείται η αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων όχι ανάμεσα σ’ αυτά ή εκείνα τα σχήματα, αλλά στο πεδίο του «πραγματικά μαζικού κινήματος». Δηλαδή στην ανάδειξη ενός «πραγματικού διεθνούς μαζικού κινήματος». Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μονάχα με την προβολή και επιδίωξη στόχων που δε θα αποτελούν ευσεβείς προσδοκίες ή πόθους που μεταμφιέζονταν σε πραγματικότητες. Με άλλα λόγια αυτό εξασφαλίζεται όταν μεριμνούμε να «γεμίζουμε» τους επιμέρους τακτικούς ή πολιτικούς στόχους με την ουσία του στρατηγικού στόχου:
Η προβολή ενός τέτιου στόχου τι σημαίνει στο τακτικό πεδίο ή αλλιώς στο πεδίο επιδίωξης επιμέρους πολιτικών (με την έννοια που δόθηκε πριν) στόχων.
Αν μείνει αξεκαθάριστο αυτό, ο στρατηγικός στόχος μπορεί να θεωρηθεί περιττός, ή οικονομίστικος ή οππορτουνιστικός. Γιατί μπορεί να προβληθεί από τα «115» κ.λπ. κόμματα, πως «παραβιάζονται» ανοιχτές πόρτες, αφού αυτά αποτελούν ήδη τη «διεθνή» ανταγωνιστική πολιτική κοινωνία (όπ. π., σελ. 71).
Από όσα παραθέσαμε μέχρι τώρα φαίνεται αρκετά καθαρά η σχέση που έχουν οι τρεις δυναμικές έννοιες -στρατηγικός στόχος, πραγματικότητα εννοιών, κομμουνιστικό πρόγραμμα- καθώς και η μεταξύ τους σχέση στο σύνολο της σκέψης του Γιάννη Χοντζέα. Το απόσπασμα που ακολουθεί ξεκαθαρίζει κατά τη γνώμη μας ακόμα καλύτερα αυτή τη σχέση και διευκρινίζει την άποψη του συγγραφέα για το κομμουνιστικό κίνημα:
Ο κομμουνισμός όταν αναφέρεται σκέτα δε σημαίνει «εδώ και τώρα κομμουνισμός», όπως ίσως ερμηνευόταν. Σήμαινε ο κομμουνισμός σαν κίνημα και σκοπός μαζί. Με την έννοια αυτή έχει τεθεί σε πολλά από τα κείμενα που έχουν προηγηθεί χρονικά. Και με αυτή την έννοια χρησιμοποιείται κι εδώ. Δεν υπάρχει θέση «μια κι έξω κατευθείαν στο κομμουνισμό» σαν στρατηγική άποψη- απλά υπογραμμίζεται η «ωριμότητα» από υλική Â άυλη αντικειμενική άποψη. Η τοποθέτηση γι’ αυτό ή εκείνο συνδέεται με την υπόθεση του στρατηγικού σχεδιασμού. Η άποψη που υποστηρίζεται εδώ είναι ακριβώς εκείνη που μιλάει για οικοδόμηση κομμουνιστικού προγράμματος μέσα από μία πορεία αγώνων κι αφού βαθύνει η πάλη και οικοδομηθεί μια πραγματικότητα εννοιών (αντικειμενικός νόμος της ταξικής πάλης στο στάδιο της Νέας Τάξης δυαδικής κοινωνίας). Αυτό δε σημαίνει «βλέποντας και κάνοντας», αλλά «κάνοντας και βλέποντας». Έχει διαφορά το πρώτο από το δεύτερο αλλά δε μένουμε εκεί. Η «παλιά» τριτοδιεθνιστική θεωρία για τη στρατηγική και ταχτική μιλούσε για «συσσώρευση δυνάμεων» σαν όρο για το πέρασμα από μια κατάσταση ενεργητικής άμυνας σε στρατηγική επίθεσης. Η εκτίμηση που γίνεται εδώ είναι πως σε παγκόσμιο και πολύ περισσότερο σε ευρωπαϊκό πεδίο το πρόβλημα γενικά αλλά και αυτό που τίθεται σαν όρος είναι ακριβώς το πέρασμα σε στρατηγική ενεργητικής άμυνας. Επομένως, το πέρασμα από την παθητικότητα ή παθητική άμυνα σε ενεργητική άμυνα σημαίνει συσσώρευση δυνάμεων. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις, λ.χ από τα 115 κόμματα σχετικά μ’ αυτό αλλά και από άλλους (επαναστατική κατάσταση). Αλλά ούτε στη μία, ούτε στην άλλη περίπτωση υπάρχει στρατηγικό σχέδιο.
Το στάδιο της «συσσώρευσης δυνάμεων» εφόσον προωθηθεί δε θα είναι ένα γεγονός που θα αφορά κάποιο «στοίβαγμα δυνάμεων» για το στοίβαγμα, αλλά θα έχει επιπτώσεις στους συσχετισμούς δυνάμεων διεθνώς ή περιφερειακά. Αλλά η άποψη που υποστηρίζεται εδώ είναι πως για να επιτευχθεί η «συσσώρευση δυνάμεων», πρέπει να προηγηθεί η «οργάνωση» για τη «συσσώρευση δυνάμεων» (όπ. π., σελ. 116-117).
Ο Γιάννης Χοντζέας δίνει ένα προσκλητήριο που ανοίγει μια προοπτική.
Το πέρασμα από μια κατάσταση «παθητικότητας», δηλαδή σε παγκόσμιο επίπεδο γενικά, παθητικής άμυνας σε μια ενεργητική άμυνα, επομένως σε μια ποιοτικά άλλη κατάσταση, πρέπει να είναι ο στρατηγικός στόχος. Για να επιτευχθεί αυτό θα χρειαστούν χιλιάδες μεγάλες και μικρές μάχες σε όλα τα μέτωπα που μέσα σ’ αυτές να σφυρηλατούνται τα πρωτοπόρο αποσπάσματα αλλά και οι βασικές δυνάμεις που θα εκφράζουν τις βαθύτερες επιδιώξεις και ελπίδες για μια στροφή στην παγκόσμια εξέλιξη (όπ. π., σελ. 77).
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΜΗ, ΤΟ ΥΦΟΣ, ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Η επιμέλεια του κειμένου είχε να αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα μέχρις ότου φθάσει στη μορφή που παραδίδεται το βιβλίο σήμερα στον αναγνώστη. Το κείμενο είχε δοθεί κατά δόσεις και σε μια γραφή που χρειαζόταν σε ορισμένες περιπτώσεις επεμβάσεις για να δίνεται ένα νόημα και να γίνονται πιο καθαρά ορισμένα ζητήματα. Το βιβλίο αποτελείται από 5 κεφάλαια:
1. Εισαγωγή όπου ο συγγραφέας εισάγει στην όλη προβληματική και πειραματίζεται για τον τρόπο γραφής ή έκθεσης του υπόλοιπου κειμένου. Εδώ έχουμε την τοποθέτηση των εννοιών «στρατηγικός στόχος» και «πραγματικότητα εννοιών», ενώ δίνονται αρκετά στοιχεία για τη συγκυρία, τη φάση στην οποία βρισκόμαστε.
2. Το κομμουνιστικό πρόγραμμα που αποτελεί το πρώτο κυρίως κεφάλαιο του βιβλίου.
3. Η τοποθέτηση σχετικά με το «μεταβιομηχανικό» ιμπεριαλισμό και τα καθήκοντα που απορρέουν από αυτή την κάθοδο στη σύγχρονη πραγματικότητα.
4. Η θέση της Ελλάδας στο «μεταβιομηχανικό» κόσμο∙ εδώ κυριαρχεί η απάντηση στο ερώτημα αν η Ελλάδα είναι χώρα βαλκανική, ευρωπαϊκή ή μεσογειακή.
5. Στοιχεία θέσεων για την Ελλάδα, την ιστορία της, το ελληνικό επαναστατικό κίνημα.
6. Στοιχεία της κομμουνιστικής οργάνωσης.
Τέλος παρατίθεται μια σύνοψιση με την οποία κλείνει το κείμενο.
Όπως αναφέραμε ο συγγραφέας διευκρινίζει σχετικά με το έργο του ότι πρόκειται για ένα κείμενο:
με εισαγωγικό προλογικό μέρος, κύριο εισηγητικό και ένα σκαρίφημα «προσχεδίου θέσεων» που δεν έχει μια κανονική και ιεραρχημένη και «αυστηρή» παράθεση κι ούτε ενιαία γλώσσα (Γ.Χ., Για το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας, σελ. 231).
Το «εισαγωγικό προλογικό μέρος» είναι η εισαγωγή. Το κύριο εισαγωγικό αφορά τα κεφάλαια 2, 3 και 4. Το σκαρίφημα «προσχεδίου θέσεων» αποτελούν το 5 και το 6. Κατά την επιμέλεια του βιβλίου χωρίσαμε τα κείμενα του συγγραφέα με κριτήριο σε ποια ενότητα ανήκε το καθένα θεματικά (αφού ορισμένα τμήματα τα παρέδωσε αφού είχε φωτοτυπηθεί μια πρώτη μορφή του κειμένου) και απλά χωρίσαμε αυτό που ο Γ.Χ. ονομάζει «κύριο εισηγητικό» σε τρία κεφάλαια (2, 3, 4).
Πριν ξεκινήσει ο Γ.Χ. την έκθεση του «προσχεδίου προγραμματικών θέσεων» μας δίνει έναν σκελετό που αξίζει το κόπο να τον παραθέσουμε και να σχολιάσουμε λίγο τη δομή του:
Προσχέδιο για προγραμματικές θέσεις
I.
Ποιος είναι ο φορέας που προβάλλει προγραμματικές θέσεις ή ποιοι αν συμπίπτουν
Πού ενεργεί (τόπος-χώρα-περίγραμμα)
Ποιες αρχές έχει ή ποιες είναι οι ιδεολογικές του βάσεις
Ποιος είναι ο τελικός του σκοπός
II.
Το νεοελληνικό έθνος
Ιστορικές ρίζες
Η διαμόρφωση του
Σύντομη ιστορική επισκόπηση
III.
Τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα στην Ελλάδα
Επισκόπηση κοινωνικών και άλλων δημοκρατικών ριζοσπαστικών κινημάτων
Η εργατική τάξη της Ελλάδας: σύντομη ιστορική επισκόπηση
Το σοσιαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα
IV.
Ιστορική επισκόπηση του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα
Οι μεγάλοι επαναστατικοί εθνικοαπελευθερωτικοί, αντιιμπεριαλιστικοί αγώνες
V.
Το διεθνές κομμουνιστικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα και η εξέλιξη του
Η πάλη κατά του ρεβιζιονισμού στο κομμουνιστικό κίνημα της Ελλάδας
VI.
Η κοινωνία της Ελλάδας σήμερα
Το παγκόσμιο σύστημα κοινωνικών σχέσεων στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα
Χαρακτηριστικά της σημερινής περιόδου
Ταξική διάρθρωση της κοινωνίας της Ελλάδας
VII.
Στρατηγικοί στόχοι
Διάταξη δυνάμεων
Κινητήριες δυνάμεις
Επιμέρους στόχοι
VIII.
Η παρούσα κατάσταση
Προοπτικές εξέλιξης (διεθνείς)
Προοπτική εξέλιξης (εσωτερική)
Άμεσα καθήκοντα
Στην ανάπτυξη του προσχεδίου ο Γ.Χ. δε θα προχωρήσει στα σημεία VI. VII. και VIII. Αυτά τα αναπτύσσει με λιγότερο κωδική μορφή στα προηγούμενα κεφάλαια, στο «κύριο εισηγητικό» και στο «εισαγωγικό μέρος».
Ορισμένα τμήματα του κειμένου προτιμήσαμε να τα παραθέσουμε σα σημειώσεις του συγγραφέα (σ.τ.σ.) ενώ μία δύο σημειώσεις του τις ενσωματώσαμε στο κυρίως κείμενο. Σε διάφορα σημεία του κειμένου απαλείφθηκαν συνολικά 16 αράδες, που δεν προσθέτουν κάτι ουσιαστικό, ενώ ο τρόπος διατύπωσης τους θα οδηγούσε σε επεξηγήσεις, ακόμα και ερμηνευτικές τέτοιες, ενώ σε μία – δύο περιπτώσεις δε βγαίνει νόημα από το χειρόγραφο. Σε καμία περίπτωση όμως δεν αφαιρέθηκε κάτι ουσιαστικό. Στα σημεία απάλειψης υπάρχει το σύμβολο […]. Σε όλο το κείμενο διατηρήσαμε την ορθογραφία του συγγραφέα.
Οι τίτλοι του βιβλίου, των κεφαλαίων, καθώς και οι υπότιτλοι που δίνονται σε κεφαλαία στοιχεία είναι της έκδοσης. Οι υπόλοιποι όπου υπάρχουν, είναι του συγγραφέα και δίνονται με πεζοκεφαλαία στοιχεία.
Τέλος παραθέσαμε ορισμένες σημειώσεις της έκδοσης (σ.τ.ε.) που δίνουν κάποιες πληροφορίες ή διευκρινίσεις που βοηθούν τον αναγνώστη.
Θεωρούμε υποχρέωση μας να ευχαριστήσουμε όσους και όσες με υπομονή και εργατικότητα βοήθησαν να πραγματοποιηθεί η έκδοση αυτή.
Με την έκδοση του βιβλίου ελπίζουμε να συμβάλουμε ουσιαστικά και στη γνωριμία με το έργο του Γιάννη Χοντζέα, υποχρέωση που αναλάβαμε και υπόσχεση που δώσαμε συλλογικά από τον καιρό του θανάτου του, αλλά κυρίως να βάλουμε ένα λιθαράκι στην προώθηση των στόχων που θέτει αυτό το σπουδαίο προγραμματικό κείμενο.
Ρούντι Ρινάλντι, Μάης 2000