ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΑ ΤΡΙΠΤΥΧΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, του Χ.Καραμάνου

Kαθοριστικά τρίπτυχα για την ελληνική οικονομία

του Χ.Καραμάνου

«Το 2004 ήταν έτος καμπής για την εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική της χώρας. Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μέχρι το 2004 στηρίχθηκε στο πλαίσιο δημοσιονομική επέκταση – Ολυμπιακοί αγώνες – κοινοτικά κονδύλια – ιδιωτική κατανάλωση. […] Η ανάγκη για επαναπροσδιορισμό της οικονομικής πολιτικής ήταν απολύτως απαραίτητη, καθώς με την ολοκλήρωση των Ολυμπιακών αγώνων και την εκτίναξη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία ήταν δυσοίωνες. Το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, που τέθηκε σε εφαρμογή από το 2004 στόχευε στην […] εφαρμογή ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος, το οποίο στηρίζεται στο τρίπτυχο: επιχειρηματικότητα – εξωστρέφεια – ανταγωνιστικότητα» (από το Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2007, σελ. 7)

Η «ισχυρή Ελλάδα» του 2004, της βαλκανικής εξόρμησης και της ΟΝΕ, δηλαδή το εμβληματικό τρίπτυχο της περιόδου Σημίτη, μοιάζει πράγματι να έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Κι αυτό με τη συναίνεση του «νέου ΠΑΣΟΚ», παρά τη για το θεαθήναι αντιπαράθεσή του ως προς την «απογραφή» που έκανε η κυβέρνηση Καραμανλή.

Έτσι φθάνουμε στο νέο τρίπτυχο-στόχο: επιχειρηματικότητα – εξωστρέφεια – ανταγωνιστικότητα. Είναι σαφές ότι αυτό έχει μια χειριστική πλευρά: αποσκοπεί στο να καλλιεργήσει σε ορισμένα δυναμικά μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα την αίσθηση ότι κάτι αλλάζει κι ακόμη στο να καλλιεργήσει κάποιες προσδοκίες σ’ ένα σχετικά μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Πέρα από τη χειριστική πλευρά, όμως, έχει μια ξεκάθαρα ταξική στόχευση: τη δημιουργία μιας μεγάλης δεξαμενής κερδών μέσα από συνεχείς παροχές προς το μεγάλο κεφάλαιο (αυτή είναι η επιχειρηματικότητα), την παράλληλη προσέλκυση λόγω αυτών των παροχών ξένων κεφαλαίων  (αυτή είναι η εξωστρέφεια) και τη μεγάλη συμπίεση του εργατικού κόστους (αυτή είναι η ανταγωνιστικότητα). Φυσικά είναι εύλογη η συνέργεια μεταξύ των τριών αυτών πτυχών.

Το ερώτημα είναι αν αυτό το νέο «εργαλείο» μπορεί να οδηγήσει σ’ ένα ξεπέρασμα βασικών αδυναμιών και αντιφάσεων της ελληνικής οικονομίας ή αντίθετα θα οδηγήσει σε ένταση των βασικών αδυναμιών και αντιφάσεων. Θα απαντήσουμε, αφού πρώτα εξετάσουμε το πραγματικά, κατά τη γνώμη μας, καθοριστικό τρίπτυχο για την ελληνική οικονομία.

1. Tο δημόσιο χρέος

Η εξέλιξη του δημόσιου χρέους είναι το πιο σαφές μήνυμα ενός επερχόμενου αδιεξόδου. Όπως βλέπουμε από το σχετικό πίνακα το δημόσιο χρέος διατηρείται σταθερά πάνω από 100% του ΑΕΠ. Μάλιστα μετά από σχετική αποκλιμάκωση στο διάστημα μέχρι το 2001, υπάρχει νέα εκτίναξη στη συνέχεια, ειδικά λόγω του 2004. Η δε αναγγελλόμενη μείωση για το 2007 είναι εξαιρετικά αμφίβολη. Εξαιρετικής σπουδαιότητας όμως είναι τα ακόλουθα δύο ζητήματα. Το 2007 έχει τεράστια απόσταση από το 1995, διότι έχει μεσολαβήσει μια μεγάλη εκποίηση του δημόσιου πλούτου. Ενώ δηλαδή τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις χρησιμοποιήθηκαν για τη μείωση του δημόσιου χρέους, αυτό παραμένει στα ίδια πάνω-κάτω επίπεδα. Οι δε εναπομείναντες δημόσιοι οργανισμοί που θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε ιδιωτικοποίηση είναι ένα σχετικό μικρό τμήμα αυτού που υπήρχε ως δημόσια περιουσία όταν άρχιζε το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων με τον ΟΤΕ το 1994. Επίσης, κάτι που ένα μεγάλο τμήμα των πολιτών αγνοεί, για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους το κράτος καταβάλλει μόνον τους τόκους καθότι αδυνατεί να πληρώσει τα χρεολύσια. Αυτά μετακυλίονται διαρκώς για επόμενες χρονιές, και για επόμενες χρονιές, με συνέπεια να πληρώνεται μέσω των τόκων πολλαπλές φορές η αρχική αξία των δανείων. Να γιατί μιλάμε για χρεομηχανή.

Για πολιτικούς λόγους χρειάζεται να τονίσουμε ότι το δημόσιο χρέος δεν προέκυψε από τη δήθεν κοινωνική πολιτική του ΠΑΣΟΚ στο διάστημα ‘81-‘85 όπως ισχυρίζονται οι αστοί προπαγανδιστές. Αντίθετα, σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην κατάρρευση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας εκείνη την περίοδο, στις προβληματικές εταιρείες, που φορτώθηκαν μαζί με τα δάνεια (που στο μεταξύ οι επιχειρηματίες τα είχαν κάνει καταθέσεις στην Ελβετία) στο δημόσιο. Το γνωστό σχήμα: «ιδιωτικοποίηση των κερδών – κοινωνικοποίηση των ζημιών». Το έτσι δημιουργημένο δημόσιο χρέος αποτελεί πλέον πεδίο πλουτισμού για το μεγάλο κεφάλαιο, που δανείζει το κράτος, υποθηκεύει τις επόμενες γενιές και οδηγεί σε διαρκή στραγγαλισμό των κοινωνικών δαπανών. Έτσι το ζήτημα της αναδιαπραγμάτευσης και της διαγραφής τουλάχιστον ενός μεγάλου τμήματος των αρχικών δανείων, που έχει πληρωθεί πολλαπλές φορές, πρέπει να «ανέβει» στην ατζέντα των διεκδικήσεων των λαϊκών στρωμάτων.

Αφού σημειώσουμε ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στη ζώνη του ευρώ που συνδυάζει μεγάλο δημόσιο χρέος με μεγάλα ετήσια ελλείμματα, πρέπει να επισημάνουμε ότι η αναγγελθείσα από το ΥΠΕΘΟ αναπροσαρμογή του ΑΕΠ της χώρας καθόλου δεν μειώνει το πρόβλημα. Κι αυτό γιατί μπορεί λογιστικά το χρέος να μειωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, όμως αυτό καθόλου δεν αυξάνει τα δημόσια έσοδα και δεν ελαφραίνει την αποπληρωμή του.

2. Το διαρθρωτικό πρόβλημα και τα κοινοτικά κονδύλια

Το δόγμα όλων των κυβερνήσεων και των αστικών πτερύγων από το 1985 και μετά ήταν η οικονομική ανάπτυξη της χώρας να στηριχθεί στις πάσης φύσεως υπηρεσίες (τουρισμός, χρηματοπιστωτικά, διαμετακομιστικός κόμβος, αντιπροσωπείες). Ονομάσαμε αυτό το μοντέλο εκσυγχρονισμένο μεταπρατισμό. Στα πλαίσια αυτού του μοντέλου η υλική παραγωγή (αγροτική οικονομία και βιομηχανία) υποχωρεί με ταχύτατους ρυθμούς. Έτσι το διαχρονικό διαρθρωτικό πρόβλημα της οικονομίας, το πρόβλημα της ισόρροπης και εναρμονισμένης ανάπτυξης των διαφόρων τομέων, πήρε ακόμη μεγαλύτερη διάσταση. Η πιο χαρακτηριστική αποτύπωση της διάλυσης του παραγωγικού ιστού της χώρας γίνεται στις διεθνείς συναλλαγές της. Ο σχετικός πίνακας είναι αποκαλυπτικός.

Οι εξαγωγές, παρά τις κυβερνητικές τυμπανοκρουσίες για την αύξησή τους, παραμένουν κολλημένες στο 1/3 των εισαγωγών και το εμπορικό ισοζύγιο (εξαγωγές μείον εισαγωγές) είναι σταθερά αρνητικό και διευρυνόμενο. Κι ας μην συζητήσουμε για τη σύνθεση των εξαγωγών, όπου περίοπτη θέση έχουν οι κλάδοι της πάλαι ποτέ ελαφριάς βιομηχανίας (τρόφιμα, ποτά κ.λπ.) Από την άλλη μεριά, το ισοζύγιο των υπηρεσιών (όπου περιλαμβάνονται τα έσοδα από τον τουρισμό και τις μεταφορές) είναι μεν παραδοσιακά θετικό αλλά το σημαντικό είναι ότι καλύπτει όλο και μικρότερο μέρος του εμπορικού ελλείμματος. Από τον πίνακα προκύπτει ότι το άθροισμα εμπορικού ισοζυγίου με το ισοζύγιο υπηρεσιών βαίνει μειούμενο. Δηλαδή, η όποια ανάπτυξη του τουρισμού και των μεταφορών αδυνατεί να αντιμετωπίσει την υποχώρηση των τομέων της υλικής παραγωγής. Αυτή είναι η βαθιά και ριζική αδυναμία του μοντέλου ανάπτυξης που ακολουθείται.

Ας δούμε όμως και το ρόλο των κοινοτικών κονδυλίων. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών –όπου περιλαμβάνονται και οι μεταβιβάσεις κονδυλίων από και προς την Ε.Ε.– είναι σταθερά αρνητικό και διευρυνόμενο. Μάλιστα οι εκτιμήσεις για το 2006 μιλάνε για εκτίναξη στα 16 δισ. ευρώ από 12 δισ. το 2005 και 8 δισ. το 2004. Το ερώτημα πού βαδίζει αυτή η χώρα γίνεται πλέον επιτακτικό, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η επικείμενη μείωση των κοινοτικών κονδυλίων (ενόψει νέας αναθεώρησης της ΚΑΠ το 2009 και αναθεώρησης των ενισχύσεων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία λόγω λογιστικής αύξησης του ΑΕΠ).

Πρέπει βέβαια να επισημάνουμε ότι οι εξελίξεις αυτές δεν είναι τυχαίες, ούτε ανεξάρτητες από την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Αντίθετα, είναι απόρροια αυτής της ευρωπαϊκής εκδοχής της παγκοσμιοποίησης, τα πραγματικά αποτελέσματα της οποίας συστηματικά αποκρύπτονται, ενώ επίσης συστηματικά εξυμνούνται τα «λεφτά που μας δίνει η Ε.Ε.». Η ίδια η συρρίκνωση της υλικής παραγωγής (σε αγροτική οικονομία και βιομηχανία) ήταν όρος της Ε.Ε. προκειμένου να δοθούν οι ενισχύσεις από τα Διαρθρωτικά Ταμεία. Με απλά λόγια, μέσα απ’ αυτές τις ενισχύσεις οι Ευρωπαίοι επιδότησαν τις εξαγωγές τους (δηλαδή των πολυεθνικών τους) προς την Ελλάδα. Κι η Ελλάδα μετατράπηκε σε καθαρό εισαγωγέα αγροτικών προϊόντων, από αυτάρκης χώρα προηγούμενα. Παράλληλα οι κρίσιμοι κλάδοι της βιομηχανικής παραγωγής, όπως τα κεφαλαιουχικά αγαθά και τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά (παραγωγή μέσων παραγωγής και μηχανών), αντί να ενισχυθούν οδηγούνται σε μαρασμό.

3. Η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων

Ο ρόλος του ξένου κεφαλαίου υπήρξε ανέκαθεν καθοριστικός, καθώς αυτό έλεγχε στρατηγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας. Σήμερα είναι κοινή η δικομματική αντίληψη για τον ευεργετικό ρόλο των ξένων επενδύσεων, όπως κοινός είναι και ο θαυμασμός προς το «ιρλανδικό μοντέλο», όπου η κάθετη μείωση της φορολογίας κεφαλαίου οδήγησε σε έκρηξη των ξένων επενδύσεων. Βέβαια οι δικοί μας λησμονούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ιρλανδικής περίπτωσης (αγγλοσαξονική χώρα, υποδοχέας αμερικάνικων επενδύσεων για την ευρωπαϊκή αγορά) και μάταια αναμένουν την επανάληψη του «θαύματος».

Αυτό επιβεβαιώνεται από την πορεία των ξένων επενδύσεων στη χώρα μας, όπως προκύπτει από το σχετικό πίνακα. Οι άμεσες παραγωγικές επενδύσεις είναι περιορισμένες. Δεν λείπουν αλλά, παρά τις τυμπανοκρουσίες, το σύνολό τους είναι σχετικά μικρό, ενώ σε πολλές περιπτώσεις προξενούν τεράστια προβλήματα, περιβαλλοντικά (π.χ. τουριστικές επενδύσεις σε Σητεία και Πύλο) και πολεοδομικά (π.χ. MALL του ομίλου Λάτση στο Μαρούσι). Τα εισερχόμενα ξένα κεφάλαια αφορούν κυρίως επενδύσεις χαρτοφυλακίου, δηλαδή με απλά λόγια, εξαγορές ελληνικών εταιρειών από το διεθνές κεφάλαιο. Και μάλιστα αφού τροποποιηθούν οι εργασιακές σχέσεις (βλ. πρόσφατα ΟΤΕ και λιμάνια) ή αφού φορτωθούν οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις των εργοδοτών στο κράτος (βλ. ΔΕΗ και Εμπορική). Ξαναβρίσκουμε δηλαδή μια σύνδεση με την παραδοσιακή αποικιοκρατική δράση του ξένου κεφάλαιου στη μεταπολεμική Ελλάδα.

Μια ιδιαίτερη πτυχή αυτού του ζητήματος είναι η δραστηριοποίηση στην Ελλάδα κεφαλαίων των Ελλήνων του εξωτερικού (κοσμοπολίτικου κεφαλαίου), καθώς δυναμώνει ο ανταγωνισμός στην παγκόσμια αγορά. Τέτοια παραδείγματα είναι ο όμιλος Λάτση, ο όμιλος Θ. Αγγελόπουλου, ο όμιλος Λασκαρίδη, οι εφοπλιστές από το City του Λονδίνου. Τόσο το ξένο κεφάλαιο όσο και το κοσμοπολίτικο κεφάλαιο λειτουργούν κερδοσκοπικά χωρίς να δημιουργούν μια αναπτυξιακή δυναμική στους διάφορους τομείς της οικονομίας. Δεν ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη μιας παραγωγικής δομής αλλά για τη συγκυριακή εκμετάλλευση ευκαιριών (π.χ. τουριστικά μεγαθήρια και εμπορικά κέντρα ή επιδοτούμενες από το δημόσιο ιδιωτικές επενδύσεις) ή το ρούφηγμα κερδών (π.χ. τράπεζες).

΄Ετσι σήμερα το ξένο κεφάλαιο ελέγχει σχεδόν ολοκληρωτικά το τραπεζικό σύστημα και μέσω αυτού επηρεάζει καθοριστικά το σύνολο των οικονομικών κλάδων. Επίσης αυτοτελώς έχει θέση από σημαίνουσα έως κυρίαρχη (και πάντως διαρκώς διευρυνόμενη) στους εξοπλισμούς, στο λιανικό εμπόριο, στις επικοινωνίες, στα μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα, στα χημικά προϊόντα, στο μηχανολογικό εξοπλισμό, στα πετρελαιοειδή, στη διανομή φυσικού αερίου, στην τσιμεντοβιομηχανία, στα ναυπηγεία, στις κατασκευές (μεγάλα έργα), ακόμη και στα προϊόντα καπνού. Με τις προωθούμενες δε απελευθερώσεις των αγορών, όπως λέγονται, είναι βέβαιο ότι ο ρόλος του ξένου κεφαλαίου θα διευρυνθεί στις επικοινωνίες, στην ενέργεια, στα λιμάνια κ.λπ. Επίσης το ξένο κεφάλαιο ελέγχει περίπου το 45% του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

Ως προς τον αστισμό της Ελλάδας όλα τα παραπάνω δείχνουν μια σημαντική υποβάθμιση. Θα λέγαμε ότι όχι μόνον έχουν ενταθεί τα υπεργολαβικά και διαμεσολαβητικά χαρακτηριστικά του αλλά συνολικά ο ρόλος του στα πλαίσια της ελληνικής οικονομίας έχει μειωθεί αισθητά. Την ίδια στιγμή γίνεται καθοριστικός για την οικονομία ο ρόλος όχι απλά των ξένων κεφαλαίων ξεχωριστά παρμένων, αλλά συνολικά των υπερεθνικών κέντρων, όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Για το μέλλον

Μια οικονομία υπερχρεωμένη, με αδύναμο παραγωγικό ιστό, με αυτόματο πιλότο τις ιδιωτικοποιήσεις και τις απελευθερώσεις, με χαμηλό και συνεχώς συμπιεζόμενο σε σχέση με την Ε.Ε.-15 εργατικό κόστος (αλλά αρκετά υψηλό σε σχέση με τις χώρες της Ανατ. Ευρώπης), με εξαιρετικά χαμηλές δαπάνες για την έρευνα (τελευταία στην Ε.Ε.-15), με τις επενδύσεις να αξονίζονται γύρω από την κατοικία και τις κατασκευές – τι προοιωνίζονται όλ’ αυτά για τον ελληνικό καπιταλισμό; Τι άλλο από τα πρόθυρα ενός μεγάλου τέλματος, με μόνη διαχειριστική δυνατότητα ένα τελειωτικό ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου (κυρίως του φυσικού περιβάλλοντος που έχει απομείνει) και μια ολομέτωπη επίθεση στο λαϊκό εισόδημα – κι αυτά έχουν άμεση σχέση με την επιχειρούμενη αναθεώρηση του Συντάγματος. Όλα τα δεινά μιας βαθιάς ταξικής πόλωσης και του κοινωνικού αποκλεισμού (σύγχρονου βαλκανικού τύπου) μοιάζουν εικόνες από το κοντινό μέλλον μας. Εκτός κι αν στα αστικά και παγκοσμιοποιητικά τρίπτυχα αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά ένα άλλο: λαϊκή αντίσταση – οργάνωση – ριζική αλλαγή συσχετισμών.

Xρέος γενικής κυβέρνησης

Έτος

Ποσό (σε εκατ. ευρώ)

Ποσοστό του ΑΕΠ

1995

86 876

108.70%

1996

97 793

111.30%

1997

105 180

108.30%

1998

111 034

105.50%

1999

117 103

104.60%

2000

124 763

102.70%

2001

129 549

98.90%

2002

158 887

110.70%

2003

167 723

107.80%

2004

182 702

108.50%

2005

194 666

107.50%

2006

204 240

104.80%

2007

210 605

100.90%

ΠΗΓΗ: Εισηγητικές εκθέσεις προϋπολογισμών

 

Ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα (σε εκατ. ευρώ)

 

2003

2004

2005

Α’ εξάμηνο 2006

Άμεσες επενδύσεις

764.7

863.6

679.0

1 009.8

Επενδύσεις χαρτοφυλακίου

12 352.4

14 074.8

7 279.3

1 780.3

(+): καθαρή εισροή

(-): καθαρή εκροή

ΠΗΓΗ: Τράπεζα της Ελλάδος

 

Διεθνείς συναλλαγές της ελληνικής οικονομίας (σε εκατ. ευρώ)

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

2003

2004

2005

ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΑΓΑΘΩΝ

11 113.6

12 653.3

14 200.9

ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΑΓΑΘΩΝ

33 757.1

38 089.0

41 747.8

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ

-22 643.5

-25 435.7

-27 546.9

ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ (τουρισμός κλπ)

11 506.5

15 467.0

15 698.1

ΑΘΡΟΙΣΜΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΙΣΟΖΥΓΙΟΥ ΚΑΙ ΙΣΟΖΥΓΙΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

-11 137.0

-9 968.7

-11 848.8

ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΤΡΕΧΟΥΣΩΝ ΣΥΝ/ΓΩΝ (*)

-10 024.7

-8 331.0

-12 298.9

(*) Περιλαμβάνονται απολήψεις και πληρωμές προς ΕΕ

ΠΗΓΗ: Τράπεζα της Ελλάδος

 

Μεταβολές δείκτη βιομηχανικής παραγωγής (ποσοστό % σε σύγκριση με προηγούμενο έτος)

 

2001

2002

2003

2004

2005

ΤΙΜΗ 2005 ΜΕ 2000 =100

ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΕΙΚΤΗΣ

-1.8%

0.8%

0.3%

1.2%

-0.9%

99.6

ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ

-2.5%

-0.1%

-0.4%

1.2%

-0.8%

97.4

ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΣ – ΦΥΣ. ΑΕΡΙΟ – ΝΕΡΟ

-0.1%

1.8%

5.8%

1.4%

0.6%

109.8

ΕΝΕΡΓΕΙΑ

-0.3%

2.3%

2.9%

0.3%

0.6%

105.9

ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΑ ΑΓΑΘΑ

-13.0%

-7.2%

0.8%

-0.5%

-5.1%

76.8

ΔΙΑΡΚΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΑ ΑΓΑΘΑ

-14.4%

-15.4%

-3.6%

1.8%

11.4%

79.2

ΠΗΓΗ: Τράπεζα της Ελλάδας