Καπιταλισμός: Η μέγιστη ουτοπία, του Κώστα Βεργόπουλου

Ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ αποτελεί αναμφισβήτητα ένα επιστημονικό διαμάντι μεταξύ των αμερικανών οικονομολόγων. Αυτό το απέδειξε τόσο με το θεωρητικό έργο του, όσο και με το ρόλο του στη διαμόρφωση της αμερικανικής, αλλά και της διεθνούς, οικονομικής πολιτικής. Ανήκει στην κατηγορία των οικονομολόγων που βλέπουν μακρύτερα από την οικονομική συγκυρία, εντοπίζει με οξυδέρκεια και διορατικότητα τα προβλήματα, προτού ακόμη αυτά εκδηλωθούν, και δεν διστάζει να προβάλει λύσεις για την αντιμετώπιση και αποφυγή τους. Το βραβείο Νόμπελ που του απονεμήθηκε δικαιολογείται για πλείονες λόγους, αν και η σύγκριση με άλλους συναδέλφους του, επίσης νομπελίστες της οικονομικής επιστήμης, αποβαίνει απαράκαμπτη. Πλησιέστερός του είναι ο επίσης νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν. Ανάμεσα στους δυο βραβευμένους, ο τελευταίος ξεχωρίζει για την πλήρη ανεξαρτησία γνώμης και κριτικής που ασκεί προς πάσα κατεύθυνση, ενώ ο πρώτος επέλεξε να τη διατυπώνει στα πλαίσια της διαχειριστικής λογικής του οικονομικού συστήματος, που προεξοφλεί ως δεδομένο και αναλώνεται στο να το ανακαινίσει, να το κάνει απλώς λειτουργικότερο και αποτελεσματικότερο.

Χαρακτηριστική είναι η αντιμετώπιση της έννοιας της παγκοσμιοποίησης. Ενώ ο Κρούγκμαν ξεσκεπάζει την επιπολαιότητα και την ταξική υστεροβουλία του μύθου της παγκοσμιοποίησης, ο Στίγκλιτζ την προεξοφλεί ως δεδομένη και η κριτική του εγκαλεί τις κυβερνήσεις προκείμενου να φανούν συνεπείς με την έννοια, την οποία επί του παρόντος επικαλούνται απλά και μόνον προσχηματικά, προκείμενου να αποδομούν το κοινωνικό κράτος και τα εργασιακά κεκτημένα. Ο πρώτος δείχνει ότι όλες οι θυσίες των εργαζόμενων δεν οδηγούν σε καμία παγκοσμιοποίηση, αλλά μόνον στην επιθετική και άγρια συσσώρευση κερδών, ενώ ο δεύτερος δείχνει ότι η άγρια συσσώρευση πλούτου υπονομεύει τη σταθερότητα και την ικανότητα αναπαραγωγής στο μέλλον του παγκόσμιου συστήματος. Σήμερα που οι μάσκες πέφτουν και η υποθετική παγκοσμιοποίηση έχει ναυαγήσει στις ξέρες των τόπων από τους οποίους προήλθε, δηλαδή στη Γουόλ Στριτ, στο Σίτι και στους υπόλοιπους ναούς του μεγάλου παγκόσμιου χρήματος, ο μεν Κρούγκμαν ασχολείται με το να διασώσει τουλάχιστον την οικονομία και τις θέσεις εργασίας, ενώ ο Στίγκλιτζ επιλέγει ως πρώτο σε σημασία στόχο την ανέφικτη διάσωση της υποθετικής παγκοσμιοποίησης, ως εάν αυτή να ήταν δυνατόν να διασωθεί.

Το εγχείρημα του Κρούγκμαν εγγράφεται στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής και ανατρεπτικής σκέψης, ενώ του Στίγκλιτζ παραμένει σε εκείνο της σοσιαλδημοκρατικής ουτοπίας, που φαντάζεται ότι θα διασώσει το καπιταλιστικό σύστημα, απαλλάσσοντάς το από τις αντιφάσεις που το ίδιο εκτρέφει. Με τη σημερινή πρωτοφανή οικονομική κρίση, ενώ όλοι διαπιστώνουν την κατάρρευση των μηχανισμών της διεθνούς οικονομίας, δηλαδή των κινήσεων εμπορευμάτων, κεφαλαίων και επενδύσεων, και κατά συνέπεια προσβλέπουν στην ανόρθωση των οικονομιών με ενίσχυση της σημασίας των εσωτερικών αγορών, πράγμα που συνεπάγεται ανασυγκρότηση των κοινωνιών και της εσωτερικής συνοχής με δικαιότερη κατανομή του πλούτου και των εισοδημάτων, ο Στίγκλιτζ επικεντρώνει τις αναζητήσεις του στη διεθνή ανάκαμψη ως πρώτο ζητούμενο. Αυτό θα ήταν σωστό, εάν η παγκοσμιοποίηση ήταν υπαρκτή και όχι φανταστική και προσχηματική, όπως έχει μέχρι σήμερα λειτουργήσει. Όμως, ενόσω η παγκοσμιοποίηση παραμένει στο πλαίσιο της μυθολογίας της εποχής, έπεται ότι και η δήθεν διάσωσή της επιδεινώνει ακόμη περισσότερο τη διεθνή κρίση, παρά την αντιμετωπίζει με αποτελεσματικότητα και μειώνει τις συνέπειές της για τους μισθωτούς και εργαζόμενους. “Εφόσον η κρίση είναι παγκόσμια, απαιτείται παγκόσμια λύση”, τονίζει ο αμερικανός νομπελίστας. Όμως κατά πρώτο λόγο, ο ίδιος έχει εξηγήσει ότι η κρίση ξεκίνησε ως αμερικανική, για να διεθνοποιηθεί στη συνέχεια με τους μηχανισμούς της παγκοσμιοποίησης. “Η παγκοσμιοποίηση” τονίζει ο ίδιος “μεταδίδει ταχύτατα στον πλανήτη όχι μόνον τα καλά, αλλά και τα κακά”. Εάν είναι έτσι, τότε η σημερινή κρίση δεν διαφέρει από τις προηγούμενες της ιστορίας. Και βεβαίως, θα ήταν οπωσδήποτε καλύτερο να αντιμετωπισθεί ταυτόχρονα από όλες τις χώρες του κόσμου ως παγκόσμιο πρόβλημα, με θεσμικές μεταφορές πόρων από τις πλεονασματικές χώρες προς τις ελλειμματικές. Όμως σήμερα αυτό που βλέπουμε ξεπερνά κάθε φαντασία: ενώ άπαντες σπεύδουν να διαπιστώσουν τον παγκόσμιο χαρακτήρα της κρίσης, ουδείς και ουδεμία χώρα διαθέτει επιπλέον πόρους προς τους μη έχοντες, εκτός από ασήμαντα ποσά. Η πάσης φύσεως βοήθεια προς τον αναπτυσσόμενο κόσμο έχει περιοριστεί στα χαμηλότερα μεταπολεμικά ρεκόρ, δηλαδή σε επίπεδα κατώτερα του 0,1% των ποσών που διατίθενται για τη διάσωση των ανεπτυγμένων οικονομιών. Η πρόταση Στίγκλιτζ να αναλάβει ο ΟΗΕ τη διάσωση της παγκόσμιας οικονομίας με πόρους που θα του παραχωρούν οι πλούσιες χώρες είναι βεβαίως ιδανική, αλλά φυσικά παραμένει ανέφικτη, ως μη ρεαλιστική.

Όμως, ο Στίγκλιτζ παραδίδεται ακόμη πιο βαθιά στην παγκοσμιοποιημένη ουτοπία του. Αφενός, συμφωνώντας με τους Κρούγκμαν και Ρουμπινί, καταγγέλλει ότι το πακέτο διάσωσης της αμερικανικής οικονομίας από τον πρόεδρο Ομπάμα είναι ανεπαρκές, αφετέρου επισημαίνει ότι ακόμη και αν ήταν επαρκές, ακόμη και αν απέφερε την αναγκαία ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας, αυτό θα αποτελούσε μείζον πλήγμα κατά των αναπτυσσομένων χωρών, κατά του συστήματος ελευθέριας του διεθνούς εμπορίου και των διεθνών επενδύσεων κεφαλαίου. Ο λόγος που επικαλείται είναι ότι οι επιδοτήσεις για την ανόρθωση της οικονομίας συνεπάγονται προστατευτικές επιπτώσεις ισχυρότερες ακόμη και από τον ίδιο τον δασμολογικό προστατευτισμό στο διεθνές εμπόριο και τις διεθνείς επενδύσεις. Από τη θέση αυτή απορρέει αβίαστα η συνεχής και αδιάλλακτη προάσπιση της ελευθέριας των αγορών, του διεθνούς εμπορίου και της απρόσκοπτης διεθνούς κινητικότητας των κεφαλαίων, ως κύρια εργαλεία για την ανάπτυξη των χωρών του τρίτου κόσμου και για την παγκόσμια ανάκαμψη. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, σύμφωνα πάντα με τον Στίγκλιτζ, η μεν εθνική διάσωση αντενδείκνυται, ως υφέρπων προστατευτισμός και συνεπώς λύση υπονομευτική της ελευθερίας του διεθνούς εμπορίου και της διεθνούς κινητικότητας των επενδύσεων, ενώ βεβαίως η παγκόσμια αντιμετώπιση της κρίσης, μολονότι ορθότερη, παραμένει ανέφικτη. Τι απομένει λοιπόν ως ρεαλιστική δυνατότητα οικονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης; Πιθανώς περίπου τίποτα το ουσιαστικό και το πραγματικά καινούργιο, εκτός από τη συνέχιση των φιλελευθεροποιήσεων και απελευθερώσεων, που ο ίδιος ο Στιγκλιτζ έχει ήδη καταγγείλει ως μηχανισμούς διάχυσης της διεθνούς κρίσης, και εκτός από κάποια υποθετική καλύτερη και αποτελεσματικότερη διεθνή ρύθμιση. Επίσης, η αύξηση πόρων των διεθνών θεσμών υπέρ των αδύνατων οικονομιών, προς τις οποίες αυτοί πρέπει να διοχετεύονται ως δωρεάν επιδοτήσεις και όχι ως δάνεια, με πρόσθετο κόστος τοκισμού, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα.

Ο Αμερικανός νομπελίστας δεν παύει να τονίζει την ανάγκη διεθνούς συνεργασίας και συντονισμού, για την ανόρθωση της παγκόσμιας οικονομίας. Όμως, τι άλλο είναι η παγκόσμια οικονομία εκτός από το σύνολο των εθνικών; Είναι άραγε δυνατόν να ανακάμψει η παγκόσμια οικονομία, ενόσω οι εθνικές καταποντίζονται; Η αρχή της παγκόσμιας δημοκρατίας στη λήψη αποφάσεων και μέτρων, που επαγγέλλεται ο Στίγκλιτζ, είναι οπωσδήποτε σωστή και συνεπής, αλλά παραμένει “μεταφυσική”, όπως σημείωνε ο Μαρξ απαντώντας στον Ρικάρντο. Εκτός από την παγκόσμια δημοκρατία, στην οποία η συμμετοχή ουδενός λαού προβλέπεται, υπάρχει και η εθνική, τοπική, περιφερειακή δημοκρατία στην οποία συμμετέχουν οι λαοί με σάρκα και οστά και όχι απλώς με το πνεύμα τους. Έως πότε άραγε τα υπαρκτά κράτη και οι διακρατικοί μηχανισμοί θα παροπλίζονται, θα αφοπλίζονται, θα αδρανοποιούνται εν ονόματι ενός δήθεν παγκόσμιου κράτους, που ούτε υπάρχει ούτε προβλέπεται να υπάρξει και που, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι παρά το ψευδεπίγραφο όνομα της ολοκληρωτικής κατίσχυσης των ανεξέλεγκτων κανόνων της ασυδοσίας των αγορών και του μεγάλου χρήματος; Η αποτελεσματική ρύθμιση χρειάζεται οπωσδήποτε, προκείμενου να αμβλύνεται η φρίκη του καπιταλισμού. Όμως, ενόσω η συζήτηση περιορίζεται στο ζήτημα της ρύθμισης, αυτό σημαίνει ότι απλώς συζητείται ο βαθμός της φρίκης που η κοινωνία μπορεί ν’ ανεχθεί. Αγνοείται συστηματικά το ενδεχόμενο της απαλλαγής από κάθε βαθμό φρίκης και ίσως αυτό αποδειχθεί η μέγιστη ουτοπία της εποχής μας.

Κώστας Βεργόπουλος,
Πανεπιστημιακός