Ο συγγραφέας του άρθρου ξεπερνάει με ευκολία το ζήτημα "περί καταστροφολογίας" της κρίσης και αποδίδει με ευκολία στον Μαρξ τη θεωρία της κατάρρευσης του καπιταλισμού. Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πολλά κείμενα που να δείχνουν διαφορετικά πράγματα. Επίσης, ο συγγραφέας αντιμετωπίζει κάθε επεισόδιο της κρίσης που διανύουμε σαν μια νέα κρίση και όχι σαν επεισόδια μιας βαθιάς και παρατεταμένης κρίσης που διαπερνά ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο και της οποίας οι ρίζες βρίσκονται στη δεκαετία του ’70.
Επιπλέον, οι κρίσεις δεν είναι μόνο "βίαιες πράξεις εξαγνισμού". Ούτε ισχύουν πλέον οι αναφορές για "δημιουργική καταστροφή" του κεφαλαίου. Μάλλον έχουμε φτάσει στο σημείο "όπου οι παραγωγικές δυνάμεις και τα μέσα επικοινωνίας έρχονται σε κατάσταση, που κάτω από τις υπάρχουσες σχέσεις, φέρνουν μονάχα κακό, και δεν είναι πια παραγωγικές αλλά καταστροφικές δυνάμεις. […] Αυτές οι παραγωγικές δυνάμεις πήραν, κάτω από το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας, μια μονόπλευρη μονάχα ανάπτυξη κι έγιναν στην πλειοψηφία τους καταστροφικές δυνάμεις".
Η σύγχρονη παρατεταμένη οικονομική κρίση πρέπει να διαβαστεί διαφορετικά (ιδίως όσον αφορά τις συνέπειές της και το τι υποδηλώνει) απ’ ό,τι προτείνει ο συγγραφέας. Η πολεμική σε μια μηχανιστική ερμηνεία (θεωρία κατάρρευσης) δεν πρέπει να μας οδηγεί στο άλλο άκρο, στην ικανότητα περίπου αυτορρύθμισης του καπιταλισμού μέσω των κρίσεων. Γιατί, από αυτή την ανάγνωση λείπει τελείως το στοιχείο της ταξικής πάλης, και γι’ αυτό, ίσως, και ο μαρξισμός. Παρ’ όλα αυτά, η σημασία του άρθρου έγκειται στο ότι προσδιορίζει αρκετά καθαρά την ιδιαιτερότητα της παρούσας κρίσης (επεισοδίου) και προχωρά σε ορισμένες χρήσιμες εκτιμήσεις, που εμπλουτίζουν τον αναγνώστη.
Προφητείες μιας Πτώσης
Το γεγονός ότι ο Μαρξ άρχισε τελικά τη σύνθεση του επί μακρόν σχεδιαζόμενου οικονομικού του έργου το χειμώνα του 1857-1858 ήταν άμεσα σχετιζόμενο με την οικονομική κρίση που ξέσπασε το φθινόπωρο του 1857 και των παράλληλων προσδοκιών για ένα βαθύ τραύμα, από το οποίο ο καπιταλισμός δεν θα μπορούσε πλέον να θεραπευτεί. "Δουλεύω σαν τρελός όλη νύχτα και κάθε νύχτα βάζω σε τάξη τις οικονομικές μου μελέτες, ώστε να καταφέρω να έχω τα περιγράμματά τους ευδιάκριτα πριν από την καταιγίδα", έγραφε ο Μαρξ στον Ένγκελς, σ’ ένα γράμμα, το Δεκέμβριο του 18571. Η κρίση του 1857-1858 ήταν στην πραγματικότητα η πρώτη αληθινά παγκόσμια οικονομική κρίση του σύγχρονου καπιταλισμού, στην οποία ενεπλάκησαν όλες οι σημαντικές καπιταλιστικές χώρες της εποχής (Αγγλία, ΗΠΑ, Γαλλία και Γερμανία). Στις Grundrisse2, που εμφανίστηκαν αυτή την περίοδο, μπορεί κάποιος να βρει το μόνο αναμφισβήτητο κομμάτι στη δουλειά του Μαρξ που μπορεί να κατανοηθεί σαν μια θεωρία της καπιταλιστικής κατάρρευσης3. Αυτή η κατάρρευση, ο Μαρξ ήταν πεισμένος, θα απελευθέρωνε επαναστατικά κινήματα. Σε ένα γράμμα του στον Φερντινάν Λασάλ, το Φεβρουάριο του 1858, έκφρασε ακόμα και το φόβο του πως στην προοπτική των αναμενόμενων "πολυτάραχων κινημάτων" η δουλειά του θα τελείωνε "πολύ αργά" κι έτσι "θα έβρισκε τον κόσμο να έχει χάσει πια το ενδιαφέρον του γι’ αυτά τα θέματα"4. Ο Μαρξ είχε δίκιο σχετικά με το γεγονός ότι δεν θα μπορούσε να τελειώσει τη δουλειά του (ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου δημοσιεύτηκε εννέα χρόνια αργότερα), αλλά αυτή η πρώτη παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού ούτε οδήγησε στην κατάρρευση ούτε σε κάποιου είδους επαναστατικό κίνημα. Η κρίση είχε ξεπεραστεί μέχρι το καλοκαίρι του 1858, και το καπιταλιστικό σύστημα επιπλέον εξήλθε από αυτή εξαιρετικά ενισχυμένο. Ο Μαρξ έμαθε ένα μάθημα: στον καπιταλισμό οι κρίσεις λειτουργούν σαν βίαιες πράξεις εξαγνισμού. Η καταστροφές που προκαλούνται από τις κρίσεις μετακινούν εμπόδια μιας προηγούμενης κατάστασης προς τη συσσώρευση και απελευθερώνουν νέες δυνατότητες για καπιταλιστική ανάπτυξη. Ο Μαρξ ουσιαστικά διαχωρίστηκε από την ιδέα της τελικής κρίσης του καπιταλισμού. […]
Το γεγονός ότι ο Μαρξ, έχοντας καλούς λόγους, αποχαιρέτησε τις θεωρίες της καπιταλιστικής κατάρρευσης, δεν εμπόδισε πολλούς μαρξιστές από το να παραμείνουν πιστοί σε αυτές. Στη "μαρξιστική" σοσιαλδημοκρατία πριν τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και στα Κομμουνιστικά Κόμματα της δεκαετίας του ’20, θεωρούνταν σαν δεδομένο συμπέρασμα πως ο καπιταλισμός θα εξαφανιζόταν ως αποτέλεσμα των ολοένα και πιο ισχυροποιημένων κρίσεων που γεννούσε. Κάθε επανάκαμψη ερμηνευόταν ως η τελευταία προσπάθεια πριν την τελική και αναπόφευκτη κατάρρευση, που συχνά οδήγησε σε γκροτέσκες, πολιτικά λαθεμένες κρίσεις. Στις αρχές του ’90, η θεωρία της καπιταλιστικής κατάρρευσης γνώρισε μια χαρμόσυνη ανάσταση στη μόλις ενωμένη Γερμανία και, μάλιστα, πλασαρίστηκε ως μια νέα ιδέα. Οι κρίσεις που ακολούθησαν –στην Ανατολική Ασία το 1997-98, η χρηματιστηριακή κατάρρευση που προμήνυσε την κατάρρευση της φούσκας της "Νέας Οικονομίας" το 2000-01 και η κρίση στην Αργεντινή το 2001-02– ερμηνεύτηκαν κάθε φορά σαν ένα βέβαιο σημάδι της τελικής κρίσης της καπιταλιστικής κατάρρευσης. Αλλά όλες αυτές οι κρίσεις τελείωσαν σχετικά γρήγορα. Οδήγησαν σε διαδικασίες τεράστιας φτωχοποίησης (ειδικά οι κρίσεις στην Ανατολική Ασία και την Αργεντινή), αλλά το καπιταλιστικό σύστημα, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά για κατάρρευση, αναδύθηκε πιο δυναμωμένο από αυτές τις κρίσεις. Τώρα, ζούμε ακόμα μία νέα κρίση κι επίσης νέες προβλέψεις για μια άμεσα επερχόμενη πτώση του καπιταλισμού. Τώρα αστοί οικονομολόγοι, και ακόμα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, προειδοποιούν για τους κινδύνους μιας διεθνούς χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης με σοβαρές επιπτώσεις για την παγκόσμια οικονομία.
Από την κρίση της αμερικάνικης αγοράς ακινήτων στη διεθνή χρηματοπιστωτική Κρίση
Αυτή η κρίση αξίζει μια πιο λεπτομερή ματιά. Ξεκίνησε με μια πράξη υπεραυξημένων συναλλαγών, που ολοκληρώθηκαν με ένα σπάσιμο της κερδοσκοπικής φούσκας. Από την εποχή της "μανίας της ολλανδικής τουλίπας", στις αρχές του 17ου αιώνα, τέτοιες κρίσεις κερδοσκοπίας έχουν ακολουθήσει πάντα την ίδια διαδρομή: η προσδοκώμενη αξία ενός συγκεκριμένου προϊόντος (είτε πρόκειται για μετοχές, είτε για σπίτια, είτε για βολβούς τουλίπας) αυξάνει συνεχώς, τροφοδοτώντας ακόμα περισσότερο τη ζήτηση γι’ αυτό, επειδή όλοι θέλουν να συμμετέχουν στη δήθεν ασταμάτητη αύξηση της αξίας. Ο κόσμος χρησιμοποιεί ίδια κεφάλαια και τελικά παίρνει και δάνεια, ώστε να αποκτήσει το αντικείμενο της κερδοσκοπίας. Οι τιμές ανεβαίνουν ακόμη πιο ψηλά, εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης, και οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της ζήτησης. Αλλά, κάποια στιγμή, η αυξητική τάση εξαντλείται. Γίνεται πιο δύσκολο να βρεθούν νέοι αγοραστές και οι αρχικοί επενδυτές θέλουν να πουλήσουν, ώστε να εξαργυρώσουν τα κέρδη τους. Η τιμή του αντικείμενου της κερδοσκοπίας πέφτει. Τώρα όλοι θέλουν να εξέλθουν από την αγορά προκειμένου να αποφύγουν ζημιές, πράγμα που οδηγεί όμως σε μεγαλύτερη πτώση της τιμής του αντικειμένου της κερδοσκοπίας. Πολλοί που μπήκαν αργά στο κερδοσκοπικό παιχνίδι και αγόρασαν σε υψηλές τιμές τώρα υπόκεινται μεγάλες ζημιές. Από τη στιγμή που αυτές οι ζημιές συνδυάζονται με μια γενική υποχώρηση της ζήτησης, αυτή η κερδοσκοπική κρίση μπορεί να επηρεάσει το σύνολο της οικονομίας. Κανονικά, η πορεία τέτοιων κερδοσκοπικών κρίσεων είναι σήμερα γνωστή ακόμα και σε αυτούς που συμμετέχουν σε αυτές. Αλλά δεν τους είναι ποτέ ξεκάθαρο το ακριβώς σε ποια φάση της κερδοσκοπίας εισέρχονται ή βρίσκονται: περίπου στην αρχή, όπου οι ευκαιρίες για πραγματοποίηση κερδών είναι ακόμα καλές, ή πιο κοντά στο τέλος, λίγο πριν σκάσει η φούσκα; Όλοι ελπίζουν να βρεθούν ανάμεσα στους νικητές, ακόμα κι αν γνωρίζουν ότι η κατάρρευση έρχεται.
Μετά το σκάσιμο της φούσκας της "Νέας Οικονομίας" το 2000, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα μείωσε τα ομοσπονδιακά επιτόκια από 6,5% σε 1% στο διάστημα από το Γενάρη του 2001 μέχρι τα μέσα του 2003, προκειμένου να προξενήσει επενδύσεις μέσω φθηνής πίστης. Για δύο ή τρία χρόνια, τα ομοσπονδιακά επιτόκια ήταν χαμηλότερα ακόμα κι από τον πληθωρισμό. Πτωτικά επιτόκια κάνανε επίσης ελκυστική την αγορά κατοικίας, και το να ζεις στον ιδιαίτερο χώρο του δικού σου σπιτιού είναι ένας κοινά αποδεκτός στόχος από όλες τις τάξεις στις ΗΠΑ. Μεταξύ 2000 και 2005, το ποσό του δανεισμού για ακίνητα σχεδόν τριπλασιάστηκε. Η σφοδρά αναπτυσσόμενη ζήτηση για κατοικία προκάλεσε, παρά την αύξηση του ρυθμού των κατασκευών, ετήσια αύξηση 10-20% στις τιμές ακινήτων, που ανάγκασαν τις τράπεζες για την παροχή αυξητικά επικίνδυνων δανείων. Οι τιμές αγοράς χρηματοδοτούνταν πλέον μέχρι και 100% και δεν ζητούνταν εγγυήσεις από τους αγοραστές. Κανονικά, οι τράπεζες χρηματοδοτούν μόνο το 60-80% της αγοραστικής τιμής, ώστε η τράπεζα να έχει ένα περιθώριο ασφαλείας και να αποφύγει ζημιά σε περίπτωση πλειστηριασμού (σαν συνέπεια της αδυναμίας του δανειζόμενου να ξεπληρώσει το χρέος). Ακόμα κι αν το σπίτι δεν πιάσει την αρχική του τιμή αγοράς στον πλειστηριασμό, συνήθως περισσεύουν αρκετά για την κάλυψη του ποσού του δανείου και η ζημιά επιβαρύνει αποκλειστικά το δανειζόμενο. Σε αυτήν όμως την περίπτωση εξαιρετικά αυξανόμενης αγοράς ακινήτων, οι διευθυντές τραπεζών πίστευαν πως τίποτα δεν θα πάει στραβά και ότι το περιθώριο ασφαλείας προσφερόταν αυτόματα από τις ανοδικές τιμές. Αλλά πολλοί ιδιοκτήτες σπιτιών χρησιμοποίησαν τις αυξανόμενες τιμές ακινήτων για να αυξήσουν το ποσό των δανείων τους, ώστε να χρηματοδοτήσουν προσωπικές καταναλωτικές δαπάνες. Έτσι, η δημιουργία ενός περιθωρίου ασφαλείας αναβαλλόταν για αργότερα. Ακόμα περισσότερο, οι τράπεζες άρχισαν να εκδίδουν τις αποκαλούμενες πιστώσεις "Ninja", που σήμαιναν "χωρίς εισόδημα, χωρίς δουλειά ή περιουσιακά στοιχεία" από την πλευρά του δανειζόμενου. Τέτοια δάνεια αποτελούσαν ένα μεγάλο μέρος των "μη προνομιακών" δανείων, που είναι τόσο σύνηθες θέμα συζητήσεων αυτές τις μέρες. Αυτά είναι δάνεια σε δανειζόμενους που δεν μπορούν πραγματικά να ανταπεξέλθουν σε δανεισμό, που σημαίνει ότι ενυπάρχει υψηλός κίνδυνος μη πληρωμής, τον οποίο οι τράπεζες εξισοροπούν χρεώνοντας πολύ υψηλά επιτόκια. Πάνω απ’ όλα, τέτοια "μη προνομιακά" δάνεια μεταπωλούνται στη συνέχεια από τις τράπεζες, κι έτσι ξεμπερδεύουν με τον μπελά των ανίκανων να ανταπεξέλθουν δανειζόμενων.
Δάνεια για ακίνητα διαφορετικής ποιότητας πακεταρίστηκαν μαζί, με ένα σχετικά περίπλοκο τρόπο, για να λειτουργήσουν σαν ενέχυρα για τίτλους (τραπεζικά προϊόντα, όπως ομόλογα κ.λπ.) που βαπτίστηκαν με εύηχα ονόματα, όπως "ενεχυροποιημένες υποχρεώσεις του χρέους". Έπειτα, αυτά πουλήθηκαν επιτυχημένα σε άλλες τράπεζες και διαφόρων ειδών ταμεία. Τέτοιοι τίτλοι πρόσφεραν υψηλή απόδοση, από τη μία πλευρά (από τη στιγμή που οι αγοραστές ακινήτων πλήρωναν τόσο υψηλά επιτόκια) και έμοιαζαν, από την άλλη, να αποτελούν σχετικά ασφαλή επένδυση, μιας και καλύπτονταν από ακίνητη περιουσία. Προκειμένου να κρατηθούν αυτές οι συναλλαγές εκτός των βιβλίων των τραπεζών-αγοραστών κι έτσι να προστατέψουν τα ίδια κεφάλαιά τους, επινοήθηκαν τα αποκαλούμενα "Δομημένα Επενδυτικά Σχήματα", που δρούσαν σαν ξένες επιχορηγήσεις. Επαναχρηματοδότησαν το κόστος αυτών των επενδύσεων με μικρής διάρκειας τίτλους, με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο από τους κερδοσκοπικούς, υποθηκευμένους έναντι δανείων, τίτλους. Στη Γερμανία δεν ήταν μόνο οι ιδιωτικές τράπεζες που ακολούθησαν αυτή τη μέθοδο, αποφεύγοντας την ενδελέχεια των ελεγκτικών μηχανισμών, αλλά επίσης και δημόσιες τράπεζες, όπως η Landesbank Sachsen.
Με την άνοδο των επιτοκίων στις ΗΠΑ μεταξύ του 2005-06, η αύξηση της τιμής των ακινήτων επιβραδύνθηκε, αλλά το βάρος των επιτοκίων των δανείων αυξήθηκε, μιας και στις περισσότερες περιπτώσεις τα κυμαινόμενα επιτόκια είχαν γίνει αναγκαστική συνθήκη. Είναι αξιοσημείωτο πως στον τομέα των "μη προνομιακών" δανείων, όπου τα επιτόκια ήταν ήδη υψηλά, ο αριθμός των κατασχέσεων αυξανόταν σημαντικά. Σαν αποτέλεσμα, αυξανόταν ο αριθμός των πλειστηριασμών, γεγονός που υπονόμευε περαιτέρω τις πραγματικές τιμές των ακινήτων. Τώρα, η αύξηση των τιμών των ακινήτων δεν επιβραδυνόταν, αλλά στο τέλος του 2006 άρχισαν να συρρικνώνονται. Με την αυξανόμενη αδυναμία των αγοραστών ακινήτων, ο πάτος έφυγε κάτω από τα πόδια των εσόδων από τοκοχρεωλύσια που στηρίζονταν σε αυτό το "μη προνομιακό" δανεισμό ακινήτων, και με τις πτωτικές τιμές στην αγορά ακινήτων οι υποθήκες αυτών των τίτλων εξαφανίστηκαν, επίσης, και η τιμή τους έπεσε. Αυτό ανάγκασε τις τράπεζες και τα ταμεία που είχαν αγοράσει τέτοιους τίτλους να προχωρήσουν επανειλημμένα σε "διορθώσεις της αξίας" των ισοζυγίων τους, μία διαδικασία που πιθανόν ακόμα δεν έχει φτάσει στο τέλος της.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τρέχουσας κρίσης
Τα φαινόμενα που περιγράφηκαν μέχρι τώρα δεν συνιστούν, ωστόσο, κάτι ασυνήθιστο στην ιστορία του κεφαλαίου. Η παρούσα κρίση είναι αξιοσημείωτη εξαιτίας του ρόλου που οι τράπεζες έχουν παίξει σε αυτή. Στις χρηματιστηριακές κρίσεις, οι χαμένοι είναι συνήθως οι πολλοί μικροεπενδυτές που τοποθετούν τις οικονομίες τους σε μετοχές και βρίσκονται να κρατάνε απαξιωμένα χαρτιά μετά από κάποια κρίση, ή βρίσκονται ακόμα και χρεωμένοι επειδή χρηματοδότησαν τις χρηματιστηριακές τους αγορές μέσω δανεισμού. Στην περίπτωση της κρίσης των ακινήτων στην αμερικάνικη αγορά, αυτοί που υπέφεραν είναι οι τράπεζες και τα κερδοσκοπικά hedge funds, που αγόρασαν τα χρέη για ακίνητη περιουσία (ή τίτλους, καλυπτόμενους από τα χρέη) από τις τράπεζες έκδοσης των δανείων. Πολλοί ιδιοκτήτες σπιτιών, ανίκανοι να πληρώσουν, έχασαν τις αποταμιεύσεις τους, τις οποίες είχαν επενδύσει στην αγορά της κατοικίας τους, σαν αποτέλεσμα των κατασχέσεων. Αλλά τουλάχιστον ο εύκολος δανεισμός που προσφέρθηκε από τις τράπεζες επέτρεψε ένα υψηλό επίπεδο κατανάλωσης για κάποια χρόνια. Αυτή τη φορά, δεν πρόκειται για μικρούς αποταμιευτές που έβαζαν το μηδαμινό τους κεφάλαιο σε εξαφανιζόμενες σε μια νύχτα μετοχές, αλλά κυρίως για τράπεζες που χρηματοδοτούσαν την αγορά υπερτιμημένων ακινήτων και τις καταναλωτικές δαπάνες των ιδιοκτητών κατοικίας.
Η έκταση των ζημιών που καθεμία από τις τράπεζες έπρεπε να απορροφήσει (όχι μόνο οι αμερικάνικες τράπεζες, αλλά επίσης, για παράδειγμα, ιδιωτικές και δημόσιες γερμανικές τράπεζες, που πήραν μέρος σε απατηλά ασφαλείς κερδοσκοπικές συναλλαγές) δεν έχει ακόμα ξεκαθαρίσει. Όχι μόνο γιατί οι τράπεζες είναι απρόθυμες να δημοσιοποιήσουν την έκταση των ζημιών τους, αλλά επίσης επειδή, όπως συμβαίνει συχνά, δεν είναι οι ίδιες σε θέση να γνωρίζουν την ακριβή πλήρη έκταση. Όταν εμπλέκονταν στην αγορά τίτλων που καλύπτονταν από δάνεια ακινήτων, οι τράπεζες εμπιστεύτηκαν τυφλά την κρίση των αποκαλούμενων "γραφείων διαβάθμισης". Αλλά η υψηλότερη ποιότητα "ΑΑΑ" διαβαθμίσεων πληρωνόταν από τις ίδιες τις τράπεζες που εξέδιδαν τους τίτλους, γεγονός που δεν ήταν οπωσδήποτε βοηθητικό αναφορικά με την αντικειμενικότητα των διαβαθμίσεων. Από τη στιγμή που κανείς δεν γνωρίζει επακριβώς ποια τράπεζα είναι αγκιστρωμένη σε πόσα σάπια δάνεια ή ακόμα κι αν αντιμετωπίζει χρεοκοπία, η έλλειψη εμπιστοσύνης ανάμεσα στις τράπεζες έχει μεγαλώσει τόσο ώστε τον τελευταίο χρόνο έχει σχεδόν παραλύσει τις διατραπεζικές συναλλαγές. Στις διατραπεζικές συναλλαγές, οι τράπεζες χορηγούν η μία στην άλλη μικρής διάρκειας δάνεια, χωρίς τυπικότητες, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι δουλειές εξελίσσονται ομαλά. Αλλά, αν κάποια τράπεζα πρέπει να συνυπολογίσει ότι κάποια άλλη μπορεί να χρεοκοπήσει αύριο, ο συνηθισμένος "εν νυκτί" δανεισμός γίνεται επίσης ριψοκίνδυνος. Μεγαλύτερα προβλήματα έχουν αποφευχθεί μέχρι τώρα μόνο επειδή οι κεντρικές τράπεζες αντέδρασαν με μια γρήγορη επέκταση της δανειοδότησής τους.
Αλλαγές μέσα στον καπιταλισμό
Οι τεράστιες ζημιές που έχουν απασχολήσει τη συζήτηση μέχρι τώρα –στα τέλη Απρίλη, οι τράπεζες είχαν διαγράψει περίπου 270 δισ. δολάρια, αλλά το σύνολο μπορεί να καταλήξει να είναι γύρω στα 400 με 500 δισ.– αποτελούν επίσης έκφραση των δομικών αλλαγών που έχουν εμφανιστεί στον παγκόσμιο καπιταλισμό τα τελευταία τριάντα χρόνια: από την οικονομική κρίση του 1974-75 και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που υιοθετήθηκαν σαν αποτέλεσμά της, η κατανομή πλούτου των σημαντικότερων καπιταλιστικών κρατών έχει τροποποιηθεί σημαντικά προς όφελος του κεφαλαίου και των υψηλόμισθων. Οι πραγματικοί μισθοί έχουν αυξηθεί πολύ λίγο από τότε, και η αύξηση του κοινωνικού πλούτου έχει ωφελήσει σχεδόν αποκλειστικά αυτούς που ήδη κατέχουν υψηλά εισοδήματα και μεγάλο πλούτο. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των εισοδηματικών κερδών, όπως και τμήμα των αυξανόμενων επιχειρηματικών κερδών, επενδύθηκε στις χρηματοπιστωτικές αγορές, που πετυχημένα φλέρταραν τους επενδυτές με αυξανόμενα νέους τύπους κερδοσκοπικών πιστωτικών μέσων (τα επονομαζόμενα "παράγωγα") από την εποχή της σαρωτικής απορρύθμισης των αγορών στη δεκαετία του ’70.
Διάφορες "συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις", που όλες πραγματοποιήθηκαν σε βάρος του κρατικού συστήματος συντάξεων, οδήγησαν επίσης σε προσπάθειες από πολλούς απασχολούμενους να αυξήσουν τις μελλοντικές τους συνταξιοδοτικές απολαβές μέσω "συνταξιοδοτικών τίτλων", τόσο ώστε χαμηλόμισθοι επίσης να καταλήξουν να επενδύουν εμμέσως στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Σαν αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης, η ποσότητα του χρηματιστικού πλούτου έχει αυξηθεί πολύ πιο γρήγορα τις τελευταίες δεκαετίες σε σχέση με τη μέση αύξηση του πλούτου γενικά. Και υπάρχει μια σταθερή αναζήτηση για μεγαλύτερες επενδυτικές ευκαιρίες για αυτή την τεράστια αύξηση του χρηματοπιστωτικού πλούτου, που κυρίως προκαλεί τις κερδοσκοπικές ενέργειες.
Αλλά, οι ζημιές που αναφέρθηκαν παραπάνω αποτελούν ένα μόνο τμήμα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού πλούτου, που συνολικά φτάνει γύρω στα 150.000 δισ. δολάρια ΗΠΑ. Οι μέχρι τώρα παγκόσμιες ζημιές, γύρω στα 270 δισ. δολάρια, κινούνται στο μέγεθος του ετήσιου ομοσπονδιακού ελλείμματος του προϋπολογισμού των ΗΠΑ και εύκολα μπορεί να απορροφηθούν από τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Αλλά μπορεί επίσης μία ή δύο μεγάλες τράπεζες να αντιμετωπίσουν δυσκολίες, όμοιες με αυτές με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη η πέμπτη μεγαλύτερη αμερικάνικη τράπεζα, η Bear Stearns, της οποίας η χρεωκοπία μπόρεσε να αποφευχθεί μόνο με την πώλησή της σε τιμή ευκαιρίας –που διαμορφώθηκε από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα– στην J.P. Morgan Chase, τη δεύτερη μεγαλύτερη αμερικάνικη τράπεζα.
Νέα κέντρα καπιταλιστικής συσσώρευσης
Σαν συνέπεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η ύφεση έχει ξεκινήσει στις ΗΠΑ (αν και επίσημα δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί). Οι τράπεζες έχουν χαλιναγωγήσει το δανεισμό τους και οι ιδιώτες καταναλωτές, που έχασαν μόλις τα σπίτια τους, δεν μπορούν να συνεχίσουν να καταναλώνουν με την ίδια ταχύτητα. Υπολογίζοντας τη σημαντική βαρύτητα που η εσωτερική αγορά έχει για την οικονομία των ΗΠΑ, μια κυκλική υποχώρηση ίσως είναι αναπόφευκτη, ακόμα και με ένα αδύνατο δολάριο, που κάνει τις εξαγωγές των ΗΠΑ ανταγωνιστικές στην παγκόσμια οικονομία. Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι αυτή η υποχώρηση επέδρασε μέχρι τώρα σχετικά λίγο στην παγκόσμια οικονομία. Στην Ευρώπη, και ειδικά στη Γερμανία, οι προβλέψεις για ανάπτυξη έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω, αλλά με την "ανοδική πορεία" των τελευταίων χρόνων μια υποχώρηση ήταν αναμενόμενη έτσι κι αλλιώς. Οι ΗΠΑ είναι ακόμη η ισχυρότερη οικονομική δύναμη με διαφορά, αλλά, με τις αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας και τμημάτων της Λατινικής Αμερικής, νέα κέντρα καπιταλιστικής συσσώρευσης έχουν αναδυθεί, που δεν είναι πλέον απλά η "περιφέρεια" μιας παγκόσμιας οικονομίας που καθοδηγείται από τη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Σε κάποιο βαθμό, μπορούν να παλαντζάρουν για την πτώση της ζήτησης στις ΗΠΑ. Οι ινδικές εταιρίες έχουν βγάλει όνομα για τις θεαματικές τους αγορές (η Jaguar αγοράστηκε από τη Tata Motors, η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή εταιρία ατσαλιού, η Arcelor, από τη Mittal Steel) και το ότι η Κινέζικη Κεντρική Τράπεζα διατηρεί μαζικά αποθεματικά σε ξένο νόμισμα είναι απλά η φανερή έκφραση αυτής της εξέλιξης. Ο παγκόσμιος ανταγωνιστικός καπιταλισμός μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε πολυπολικό, μια εξέλιξη συνοδευόμενη από τη σχετική υποχώρηση της οικονομικής σημασίας των ΗΠΑ5.
Νέες μορφές ρύθμισης – Και νέες κρίσεις
Η παρούσα κρίση επίσης δείχνει και κάτι άλλο. Τριάντα χρόνια πριν, η εποχή του κεϊνσιανισμού τελείωσε: οι κεϊνσιανές οικονομικές πολιτικές, που είχαν περιοριστεί σε "ελλειματικές δαπάνες", αντικαταστάθηκαν από νεοφιλελεύθερες ιδέες, που προέρχονταν από την υπόθεση ότι "οι αγορές" είναι οι καλύτερες και πιο αποτελεσματικές οντότητες ρύθμισης της οικονομίας. Από τα 1980, απορρύθμιση, ελαστικοποίηση και ιδιωτικοποίηση εμφανίστηκαν σε όλο τον πλανήτη στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Σήμερα, οι χρηματοπιστωτικές αγορές, περισσότερο από κάθε άλλη αγορά, προσεγγίζουν το ιδεατό νεοφιλελεύθερο πρότυπο μιας ελεύθερης και ελαστικής αγοράς: οι κρατικές ρυθμίσεις έχουν δραστικά περικοπεί και, εξαιτίας της φύσης του συναλλασσόμενου προϊόντος, τα κενά χρόνου και τα κόστη των συναλλαγών είναι μηδαμινά και άρα οι "δυνάμεις της αγοράς" μπορούν να επιβληθούν ανεμπόδιστα. Αλλά είναι ακριβώς αυτές οι απορρυθμισμένες χρηματοπιστωτικές αγορές που έχουν αποδειχτεί ότι είναι εξαιρετικά ασταθείς και επιρρεπείς στην κρίση. Ακόμα και ο Josef Ackermann, διευθυντής της Τράπεζας της Γερμανίας, έπρεπε πρόσφατα να παραδεχτεί ότι δεν πιστεύει πλέον στις συχνά επικαλούμενες "αυτοδιορθωτικές δυνάμεις της αγοράς". Και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που μέχρι τώρα υποχρέωνε κάθε αναπτυσσόμενη χώρα στην ανάγκη να εξασφαλίσει "περισσότερη αγορά" (και ειδικά στο χρηματοπιστωτικό τομέα), ανακάλυψε, υπό το φως της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ότι η διεθνής χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική παρουσιάζει "δραματικές ελλείψεις" και ότι περισσότερος κρατικός έλεγχος και ρύθμιση είναι αναγκαία. Αλλά το αν τέτοιες ρυθμίσεις, στην πραγματικότητα, πλησιάζουν σύντομα, είναι αβέβαιο: Ο Ackermann δεν σκόπευε η κριτική του να κατανοηθεί σαν έκκληση για μεγαλύτερη κρατική παρεμβατικότητα. Αντ’ αυτού, παρουσίασε έναν εθελοντικό κώδικα συνεννόησης, στον οποίο οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα έπρεπε να προσκολλώνται στο μέλλον. Οι προτάσεις που συζητήθηκαν από το ΔΝΤ επίσης παραμένουν εξαιρετικά αόριστες. Είναι πιθανό ότι μια μεγαλύτερη κρίση είναι αναγκαία πριν ένα νέο κύμα ρυθμίσεων αρχίσει. Αλλά η εποχή της αφελούς ευφορίας των αγορών φαίνεται να έχει τελειώσει για τώρα.
Ακόμα κι αν μια νέα εποχή ρύθμισης των χρηματοπιστωτικών αγορών πλησιάζει, έτσι κι αλλιώς δεν θα απελευθερώσει τον καπιταλισμό από τις κρίσεις. Όταν αναλύει κάποιος τον καπιταλισμό, πρέπει να διακρίνει ανάμεσα σε θεσμικούς διακανονισμούς, που ευνοούν τις κρίσεις, και τις δομικές τάσεις του καπιταλισμού για κρίση, που έχουν τις ρίζες τους στις αντιφατικές επιταγές της καπιταλιστικής παραγωγής, από τη μία, και στην καπιταλιστική κυκλοφορία, από την άλλη. Θεσμικοί διακανονισμοί μπορούν να αλλάξουν και σαν κανόνας οι κρίσεις τείνουν να προκαλούν τέτοιες αλλαγές. Το ότι ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους και το ότι αυτό μόνο κατά ένα μέρος εξυπηρετείται από την κυκλοφορία, όμως, δεν μπορεί να αλλάξει, ή τουλάχιστον χωρίς να καταργήσεις τον καπιταλισμό.
Υπάρχουν επίσης ενδείξεις νέων κρίσεων. Η τεράστια αύξηση της κατανάλωσης τα τελευταία χρόνια έχει οδηγήσει σε άνοδο των τιμών των πρώτων υλών και στην παρούσα αύξηση της τιμής των τροφίμων. Στην περίπτωση των αυξανόμενων τιμών και των προσδοκιών για ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των τιμών, οι κερδοσκοπικές επενδύσεις θα αυξηθούν, έτσι ώστε μια σειρά προϊόντα θα αγοράζονται μόνο και μόνο για να μεταπωληθούν σε μεγαλύτερες τιμές. Υπάρχουν ήδη ενδείξεις πως οι αυξήσεις των τιμών του αργού πετρελαίου και του σταριού είναι εν μέρει αποτέλεσμα μελλοντικών κερδοσκοπικών συμβολαίων, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται νέες κερδοσκοπικές φούσκες.
Η αυξανόμενη τιμή των τροφίμων έχει ήδη σημαντικές οικονομικές συνέπειες: στην Ινδία, και ειδικά στην Κίνα, τροφοδοτούν τους ήδη υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα η Κινέζικη Κεντρική Τράπεζα να προσπαθήσει να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό με άνοδο των επιτοκίων ή με περιορισμό της προσφοράς χρήματος, κόβοντας έτσι τους μέχρι τώρα εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης – 8 με 9% το χρόνο. Τότε η άλλη όψη της πολυπολικής δομής του παγκόσμιου καπιταλισμού θα γίνει φανερή: μια οικονομική κρίση στην Κίνα δεν θα είναι μόνο κινέζικο πρόβλημα, θα είναι πρόβλημα του συνόλου της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Ακόμα και χωρίς την τρομερή κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι προοπτικές του παγκόσμιου ανταγωνιστικού καπιταλισμού είναι κάθε άλλο παρά ρόδινες.
(*) Ο Μάικλ Χάινριχ είναι μαθηματικός και πολιτικός επιστήμονας. Ζει στο Βερολίνο και είναι μέλος της σύνταξης του περιοδικού "Για την Κριτική Κοινωνική Επιστήμη". Στην ιστοσελίδα του (http: //www.oekonomiekritik.de/) δημοσιεύει πολλά άρθρα στη γερμανική και αγγλική γλώσσα. Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στις 9 Ιουνίου 2008, στην ιστοσελίδα MRZine της "Monthly Review" (http: //mrzine.monthlyreview.org/).
Υποσημειώσεις:
(1) Συλλογή Έργων Μαρξ και Ένγκελς, αγγλική έκδοση: MECW 40, σελ. 217.
(2) Σ.τ.Μ.: Grundrisse: Βάσεις Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, του Καρλ Μαρξ. Η "Εισαγωγή" και μια "Εκλογή" από τις Grundrisse πρωτοδημοσιεύθηκαν στα ελληνικά (σε μετάφραση Γιάννη Χοντζέα) το 1982 και 1983, αντίστοιχα, από τις εκδόσεις Α/συνεχεια. Το 1989-1992, το πλήρες έργο κυκλοφόρησε σταδιακά σε 3 τόμους από τις εκδόσεις Στοχαστής.
(3) MECW 29, σελ. 90 και επόμ.
(4) MECW 29, σελ. 271
(5) Βλέπε "Profit without End: Capitalism Is Just Getting Started", στο MRZine, 28/7/2007 (http: //mrzine.monthlyreview.org/heinrich280707.html)
Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της Τετάρτης 6 Νοεμβρίου, ο φίλος και σύντροφός μας… Διαβάστε περισσότερα
Ο Γιάννης Χοντζέας γεννήθηκε στην Κορώνη της Μεσσηνίας το 1930. Σε ηλικία μόλις 11 χρονών… Διαβάστε περισσότερα
«Θα βαδίσουμε μέχρι τέλους το μονοπάτι της αντίστασης, ακόμα κι αν σκοτωθούμε όλοι, ακόμα κι… Διαβάστε περισσότερα
Ανακοίνωση της ΚΟΕ για τις προσεχείς ευρωεκλογές Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις ιδρυτικές της διακηρύξεις… Διαβάστε περισσότερα
- 1 - Η τάση προς τον πόλεμο δυναμώνει και τα επίκεντρά του διευρύνονται: είναι… Διαβάστε περισσότερα
Η τριπλή απαγόρευση που επέβαλε η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση μεταξύ άλλων στον Γιάνη Βαρουφάκη, επικεφαλής… Διαβάστε περισσότερα