Η «τοποθέτηση ψήφου» μας

Οδεύουμε σε αλλαγή του πολιτικού σκηνικού. Η διακυβέρνηση της αριστεράς φτάνει προς το τέλος της υπό το βάρος μιας γενικευμένης κοινωνικής δυσφορίας. Η εξασθένιση του ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορά μονάχα την προώθηση μιας σκληρής οικονομικής διαχείρισης, αλλά εξίσου την αλαζονεία, το ψέμα, την υποκρισία. Όλα αυτά μαζί ανήκουν στις υπηρεσίες της αριστερής κυβέρνησης. Η υποταγή στους ισχυρούς, ευρωιερατείο και ΗΠΑ, ήρθε μαζί με το ξέπλυμα και την προσφορά άπλετου χώρου στη Ν.Δ. και συνολικά στο πολιτικό σύστημα. Οι καρικατούρες ιδεολογικών αναφορών και ευαισθησίας, αφού εξόντωσαν τον λαϊκό ριζοσπαστισμό, έχουν πια ισχύ είτε στους πολύ αφελείς, είτε στους κάθε λογής βολεμένους.

Τα εκλογικά επίδικα που θέτουν τα κόμματα απέχουν μίλια από όλα όσα έχει να αντιμετωπίσει στην πραγματικότητα ο λαός και η χώρα. Η προπαγάνδα, τα επικοινωνιακά κόλπα, οι κατηγορίες που εφευρίσκουν τα επιτελεία των ειδικών και εκτοξεύουν οι πολιτευτές, άλλοτε με περισπούδαστο και άλλοτε με εξυπνακίστικο ύφος, περιγράφουν μια μεγάλη κατάντια της πολιτικής ζωής. Η ομοφωνία και σύμπλευση των βασικών πολιτικών δυνάμεων είναι απόλυτη, αν με αυτό εννοούμε τα κυρίαρχα πλαίσια μέσα στα οποία λειτουργεί και κυβερνάται μια χώρα. Τα «σκισίματα» των μνημονίων έχουν αποσυρθεί από τον πολιτικό λόγο των κομμάτων, μαζί με τις εναλλακτικές. Η εκποίηση της χώρας και τα δεσμά των μηχανισμών λιτότητας αποτελούν το κοινό σχέδιο, οι τριτεύουσες ή αμελητέες διαφορές μεγεθύνονται ίσα-ίσα για να στοιχίσουν τα «στρατόπεδα» και για να εγκλωβίσουν συνειδήσεις και επιλογές. Παράλληλα, ζούμε ήδη την αλλαγή της πολιτικής και ιδεολογικής «ατμόσφαιρας» που φέρνει η εναλλαγή στη διακυβέρνηση. Η αλλαγή αυτή έρχεται σήμερα σαν «ώριμο φρούτο», ως αποτέλεσμα και παράγωγο της πολιτικής των τελευταίων χρόνων.

Μπορεί η γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή μας να αναγνωρίζεται από όλους, είναι όμως προκλητική και ενδεικτική η εξαφάνιση από τη δημόσια συζήτηση των εθνικών κινδύνων που υφίσταται η χώρα. Η Τουρκία έχει προ καιρού «απασφαλίσει» κι η επίσημη θέση συνοψίζεται στον «κατευνασμό του γείτονα», στην «ψυχραιμία» εντός της χώρας, στην αναμονή «λύσεων» από το δυτικό στρατόπεδο και σε τετριμμένες «δηλώσεις αποφασιστικότητας». Η συμφωνία των Πρεσπών είναι γεγονός, οι «προοδευτικοί» την χαιρετίζουν και οι «δεξιοί» θα υποκλιθούν σε αυτή, όπως οι ΣΥΡΙΖαίοι βουλευτές ψήφιζαν… με βαριά καρδιά τα μνημόνια. Εδώ λοιπόν είναι Βαλκάνια και όχι Λουξεμβούργο. Τα ψάρια δε θα αγωνιστούν δυστυχώς για την κυριότητα του Αιγαίου. Η «λιγότερη Ελλάδα» δεν αποτελεί κάποια συνωμοσία αλλά γεωστρατηγική, ιμπεριαλιστική, καπιταλιστική επιλογή που ξεδιπλώνεται μέρα τη μέρα σε εσωτερικό και εξωτερικό. Καμιά πρόταση διεξόδου δεν μπορεί να αγνοήσει τη σύμπλευση και το συνδυασμό κοινωνικών και εθνικών καθηκόντων.

Για όσους δε συναινούν, ο «μαγαζακισμός» καλά κρατεί. Όχι τόσο ως άρνηση συμπράξεων και μετώπων. Αλλά κυρίως ως αναπαραγωγή ενός λόγου και μιας κατεύθυνσης συνθηματολογικής, κούφιας, «παντός καιρού», που δε θέλει να αφουγκραστεί την κατάσταση πνευμάτων και να δοκιμαστεί σε ευρύτερες κοινωνικές δυναμικές. Ανάμεσα στην επιδίωξη «να υπάρχουμε και να φαινόμαστε», σε πολλών ειδών ιδιοτέλειες και ματαιοδοξίες, στριμώχνεται η ανάγκη να εκφραστούν τα «θέλω» και οι ανησυχίες του λαού. Η εκλογική ενίσχυση κάποιου κόμματος δεν λογαριάζεται ως αφετηρία ή στοιχείο μιας αναμέτρησης, ως κάτι που μπορεί να πυροδοτήσει αναγκαίες διεργασίες. Και αυτό αφορά τόσο την όποια αριστερά, όσο και δυνάμεις του όποιου δημοκρατικού πατριωτικού χώρου.

Ο ψηφοφόρος στην Ελλάδα του 2019 είναι κουμπωμένος, περιφέρεται από κόμμα σε κόμμα, θέλει κυρίως να τιμωρήσει. Η ελπίδα δεν θα γεννηθεί ξανά και εύκολα. Και σίγουρα όχι με τις ευκολίες και τα δοκιμασμένα. Οι απαιτήσεις για μια άλλη προοπτική πολλές. Η δική μας ψήφος στον «Κανένα» θέλει να ανιχνεύσει μια άλλη σχέση με την πολιτική, να δώσει πιο ουσιαστικές ερμηνείες στην βουβαμάρα, να δουλέψει για την προαγωγή μιας συνείδησης, μιας πράξης και μιας βούλησης για τη δημιουργία ενός πολιτικού κινήματος. Χρειαζόμαστε δρόμους για τη διέξοδο της χώρας και όχι «καταγραφές», «φωνές στη Βουλή» ή ένα «γενικώς αγωνιζόμαστε». Δεν είναι οι ανάγκες αλλά οι συνήθειες και τα στερεότυπα που προστάζουν σώνει και ντε «ψηφίστε!». Είναι πολλοί, πάρα πολλοί, οι άνθρωποι σε αυτή τη χώρα που αναζητούν μια πραγματική, πιο βαθιά και γόνιμη θέση προσφοράς και ευθύνης απέναντι στους άλλους, στον εαυτό τους, στον τόπο μας. Αυτός είναι ο ριζοσπαστισμός που χρειαζόμαστε. Ο πήχης μπορεί ξανά να ανέβει.