ΦΑΚΕΛΟΣ: Οικονομική κρίση

Το διάγραμμα της κρίσης, του Διονύση Διβάρη

1 Οι τράπεζες κερδίζουν από τα δάνεια. Ο νόμος τις υποχρεώνει να δανείζουν με λογικά κριτήρια, αλλά το κίνητρο του κέρδους είναι ισχυρό.

Τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ τα επιτόκια ήταν χαμηλά και οι τιμές των ακινήτων ανέβαιναν. Έτσι οι τράπεζες είχαν συμφέρον να δίνουν δάνεια με υποθήκη το σπίτι, ακόμα και σε ανθρώπους που δεν είχαν αρκετό εισόδημα. "Αν δεν εξοφλήσει, θα πάρω το σπίτι", σκεφτόταν η τράπεζα.

3 Συχνά οι τράπεζες χρησιμοποιούσαν μεσίτες για να διαφημίζουν και να συμφωνούν τα δάνεια με τους πελάτες. Οι μεσίτες πληρώνονταν με ποσοστά και είχαν κάθε συμφέρον να πείθουν τους ανθρώπους να δανειστούν. "Πάρε το δάνειο με υποθήκη το σπίτι… Τα ακίνητα ανεβαίνουν… Αν έχεις πρόβλημα, πουλάς το ακίνητο σε καλύτερη τιμή, εξοφλείς το δάνειο και σου μένει η διαφορά". Έτσι έλεγαν οι μεσίτες. Έτσι τα δάνεια μεγάλωναν και οι τιμές στην κτηματαγορά ανέβαιναν.

4 Στο μεταξύ, με τις τεχνολογικές αλλαγές, το άνοιγμα των αγορών και τη φορολογική πολιτική που ευνοούσε τους πλούσιους, το πραγματικό εισόδημα των περισσότερων μειωνόταν. Οι πιο πολλοί ζούσαν με δανεικά. Οι τράπεζες έβλεπαν βέβαια τον κίνδυνο – ότι κάποια στιγμή η "φούσκα" θα έσπαγε, οι οφειλέτες δεν θα μπορούσαν να πληρώνουν τις δόσεις των δανείων, θα άρχιζαν κατασχέσεις και πλειστηριασμοί που θα γκρέμιζαν τις τιμές των ακινήτων. Αν βγάλεις ένα σπίτι σε πλειστηριασμό, μπορεί να πιάσεις καλή τιμή. Αν όμως βγάλεις χίλια μαζί; Τότε μπορεί να μη βρίσκεις αγοραστή. Αν ο οφειλέτης σου δεν έχει άλλη περιουσία, από πού θα εισπράξεις το υπόλοιπο ανεξόφλητο δάνειο;

Αυτόν τον κίνδυνο δεν τον άφησαν πάνω τους οι τράπεζες. Και δεν μπορούσαν να τον αφήσουν, γιατί οι διεθνείς κανονισμοί επιβάλλουν κάθε τράπεζα να έχει κεφάλαιο τουλάχιστον 8% των δανείων της. Δηλαδή, για κάθε 100 δολάρια (ή ευρώ) που δανείζει μια τράπεζα, πρέπει να δεσμεύει τουλάχιστον 8 δολάρια (ή ευρώ) στα δικά της κεφάλαια.

Ο κανονισμός αυτός θεσπίστηκε για την ασφάλεια των τραπεζών αλλά και των καταθετών. Οι τράπεζες δίνουν δάνεια με προθεσμία από μήνες μέχρι πολλά χρόνια, αλλά μαζεύουν τα χρήματα από καταθέσεις που είναι σε άμεση ζήτηση ή με μικρή προθεσμία. Πρέπει, λοιπόν, να υπάρχει κάποια αναλογία μεταξύ δανείων και καταθέσεων, ώστε να μη βρεθεί η τράπεζα σε αδυναμία να πληρώσει, αν για οποιοδήποτε λόγο οι καταθέτες τρέξουν να "σηκώσουν" λεφτά.

Τέτοιοι κανονισμοί δεν αρέσουν στις τράπεζες, γιατί περιορίζουν τη χορήγηση δανείων, άρα και το κέρδος (τους τόκους). Βρέθηκε, λοιπόν, η λύση: Η τράπεζα μαζεύει μια ομάδα δανείων, τα πουλάει σε μια ειδική εταιρία με τέτοιο σκοπό, προεισπράττει, δηλαδή, στην ουσία τα μετρητά (την αξία των δανειακών απαιτήσεων) και η ειδική εταιρία γίνεται "ιδιοκτήτης" των δανείων. Ο πελάτης δεν βλέπει πρακτική διαφορά, γιατί η τράπεζα μένει κατά κανόνα "διαχειριστής" και οι δόσεις πληρώνονται στον ίδιο λογαριασμό, όπως στην αρχή.

Για την τράπεζα υπάρχει όμως μια διαφορά. Στην περιουσία της τώρα, αντί για τις απαιτήσεις από τα δάνεια που μόλις χορήγησε, έχει πάλι μετρητά, ζωντανό χρήμα. Άρα δεν την περιορίζει ο κανόνας "8% κεφάλαια για κάθε δάνειο" και μπορεί να ξαναδανείσει. Πάλι και πάλι, επαναληπτικά.

Πού όμως βρίσκει η "εταιρία ειδικού σκοπού" τα χρήματα για ν’ αγοράσει τα δάνεια από την τράπεζα; Απλά, εκδίδει ομολογίες (χρεώγραφα) που τις αγοράζουν κεφαλαιούχοι επενδυτές, ιδιώτες (τράπεζες, επενδυτικές εταιρίες, μεγάλες επιχειρήσεις, εύπορα άτομα), ασφαλιστικά ταμεία ή άλλοι δημόσιοι οργανισμοί. Οι ομολογίες αυτές εξασφαλίζονται με τις υποθήκες των δανείων και γι’ αυτό θεωρούνται "καλή τοποθέτηση".

10 Τι έγινε, λοιπόν, μ’ αυτόν τον τρόπο; Ο κίνδυνος να μείνει το δάνειο ανεξόφλητο έφυγε από την τράπεζα και διαχύθηκε σε όλους τους επενδυτές που αγόρασαν τέτοιους τίτλους (ομολογίες). Αν αρχίσουν οι δανειολήπτες να "βουλιάζουν" κάτω από το βάρος της κακής οικονομικής τους κατάστασης και δεν μπορούν να πληρώνουν τις δόσεις των δανείων, θ’ αρχίσουν εξώσεις, κατασχέσεις και πλειστηριασμοί των σπιτιών. Κι αν αυτά πληθύνουν, ούτε καλή τιμή θα βρίσκουν τα ακίνητα στην αγορά ούτε βέβαια οι άνθρωποι αυτοί θα μπορούν να ξαναπάρουν δάνειο. Αν οι τράπεζες δεν είχαν διώξει από πάνω τους τα δάνεια, θα πάθαιναν εκείνες όλη τη ζημιά. Αφού όμως τα πούλησαν σε τρίτους, τη ζημιά θα τη μοιραστούν οι επενδυτές.

11 Όποιος παθαίνει μια σοβαρή ζημιά βλέπει να χάνει τους χρηματοδότες του, γιατί δεν τον πιστεύουν. Μειώνει τα έξοδα, περιορίζει τις αγορές. Κάθε ζημιά που παθαίνει μια τράπεζα ή επενδυτής (εταιρία, ιδιώτης, ασφαλιστικό ταμείο, δημόσιο) σημαίνει αλυσίδα ζημιών για όλους, γιατί περιορίζεται η οικονομία και χάνονται δουλειές. Το χρήμα γίνεται πιο ακριβό, γιατί καθένας δανείζει δύσκολα και με κίνδυνο. Αυτό σημαίνει ακόμα μεγαλύτερη αδυναμία να πληρώνονται οι δόσεις των δανείων, και η κρίση χειροτερεύει.

12 Οι τράπεζες πωλούσαν, λοιπόν, μεγάλες ομάδες δανείων σε επενδυτές και κάθε φορά έδιναν καινούρια δάνεια. Αλλά δεν περιορίστηκαν σ’ αυτό. Έφτιαξαν ασφαλιστικά προϊόντα για να καλύψουν πολλούς κινδύνους. Είσαι γεωργός και πληρώνεις τα λιπάσματα σε δολάρια αλλά για την παραγωγή εισπράττεις ευρώ; Αγόρασε από την τράπεζα ένα συμβόλαιο ανταλλαγής δολαρίων με ευρώ με κλειδωμένη τιμή στην ορισμένη προθεσμία. Έχεις δανειστεί με επιτόκιο που αναπροσαρμόζεται, αλλά θέλεις σιγουριά; Πάρε ένα συμβόλαιο προστασίας επιτοκίου. Έχεις αγοράσει μετοχές ή ομολογίες της εταιρίας Χ και καρδιοχτυπάς μήπως πτωχεύσει; Ορίστε ένα "πιστωτικό παράγωγο" που σου πληρώνει την ακέραιη αξία του κεφαλαίου σου, αν συμβεί το ζημιογόνο γεγονός… Και τα λοιπά.

13 Παρόμοια, οι τράπεζες έφτιαξαν και επενδυτικά προϊόντα με μεγάλες αποδόσεις, αλλά και μεγάλους κινδύνους. Τίτλους με απόδοση που εξαρτάται από τους δείκτες μετοχών, την κίνηση των επιτοκίων, του συναλλάγματος, από την αξία εμπορευμάτων, την εκπομπή ρύπων, από τις καιρικές συνθήκες… Και άλλα πολλά.

14 Κανένα από τα προϊόντα αυτά, από μόνο του, δεν ήταν κακό. Αν κανείς ξέρει τι κάνει, αν χρησιμοποιεί το προϊόν για να καλύψει κινδύνους ή για καλύτερη απόδοση γνωρίζοντας τους κινδύνους, έχει καλώς. Όμως πολλά απ’ αυτά τα προϊόντα είχαν τόσο δύσκολα μαθηματικά, ώστε ήταν αδύνατο να καταλάβει κανείς πραγματικά την αξία τους και τους κινδύνους που περιείχαν. Και τα ποσά ήταν τεράστια, χιλιάδες φορές τις πραγματικές οικονομικές αξίες. Γιατί κάθε τέτοιο προϊόν, κάθε "παράγωγο", όπως αποκαλείται, χρησίμευε ως βάση για ολοένα καινούρια "παράγωγα". Και η πυραμίδα μεγάλωνε.

15 Δάνεια, λοιπόν, σε ανθρώπους που δεν είχαν να τα εξοφλήσουν, με υποθήκη σπίτια που έχαναν σε αξία μόλις άρχιζαν οι πλειστηριασμοί. Δάνεια που δεν κράτησαν οι τράπεζες, αλλά τα διαμοίρασαν σε πολλούς επενδυτές, ιδιώτες και δημόσιους οργανισμούς σ’ όλο τον κόσμο. Κεφάλαια των τραπεζών πολύ μικρότερα κι από τα ελάχιστα που ο νόμος απαιτεί να υπάρχουν διαθέσιμα για τους καταθέτες. Αλυσίδες παράγωγων, δευτερογενών και τριτογενών συμβολαίων-στοιχημάτων πάνω σε όλες τις προηγούμενες αξίες. Όλα αυτά στηρίζονταν σε μια μικρή παραγωγική βάση, τελικά στην ικανότητα των οφειλετών να πληρώνουν κανονικά.

16 Άλλωστε, οι τράπεζες (ή οι επενδυτικοί οργανισμοί), που σχεδίαζαν όλες αυτές τις πυραμίδες, σε πολλές περιπτώσεις δεν ήταν κανονικές τράπεζες. Δηλαδή, δεν δέχονταν καταθέσεις οι ίδιες ούτε δάνειζαν. Σχεδίαζαν το δανεισμό των άλλων, διοργάνωναν τις εκδόσεις των τίτλων. Ήταν, όπως λέγεται, "επενδυτικές τράπεζες", "ανάδοχοι" και μόνο, αγόραζαν π.χ. ομολογίες για μια μέρα και τις μεταπωλούσαν αμέσως με προσυμφωνημένο κέρδος. Είχαν, λοιπόν, ελάχιστα δικά τους κεφάλαια, ανάλογα με τα περιουσιακά στοιχεία στο ενεργητικό τους, αλλά και ανάλογα με τις υποχρεώσεις τους. Εύκολα μπορούσαν να γκρεμιστούν, αν κάθε τρίμηνο, που επαναξιολογούσαν την περιουσιακή τους κατάσταση, έπρεπε να γράψουν σημαντικές ζημιές, είτε γιατί τα ακίνητα έχαναν αξία και οι ενυπόθηκες ομολογίες δεν άξιζαν πια την αρχική τους τιμή, είτε γιατί άλλοι –αντισυμβαλλόμενοι– οργανισμοί, που τους χρωστούσαν, έβλεπαν να χάνουν την περιουσιακή τους φερεγγυότητα. Έτσι καθένας μετέδιδε το δηλητήριο της αφερεγγυότητας στον άλλο.

17 Η κρίση αυτή δεν είναι κάτι καινούριο. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, με κάθε επέκταση της παραγωγής που βασίζεται στο κεφάλαιο, κάθε τόσο υπάρχουν κρίσεις. Τελικά, αυτές οφείλονται στο ότι οι αξίες που παράγονται διανέμονται σε λίγους (κεφαλαιούχους) και με τέτοιον τρόπο ώστε τα προϊόντα και οι υπηρεσίες δεν βρίσκουν αγοραστές με εισόδημα για να τα αγοράσουν.

18 Οι κρίσεις δεν είναι όλες ίδιες. Το πιστωτικό σύστημα (οι τράπεζες) μπορεί να τις σκεπάζει για αρκετό διάστημα, δίνοντας δανεικά που τονώνουν τα εισοδήματα –προσωρινά– και τη ζήτηση. Όσο πιο αναπτυγμένο και διεθνές είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τόσο μπορεί να κατασκευάσει αντίδοτα –τα περιγράψαμε παραπάνω– που καθυστερούν την κρίση. Όλα όμως τα αντίδοτα, ενώ καθυστερούν την κρίση, την κάνουν πιο δυνατή όταν τελικά ξεσπάσει. (Έτσι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ κράτησε αρκετό διάστημα χαμηλά τα επιτόκια, για να τονώσει την οικονομία και την κτηματαγορά, και συνέβαλε στη "φούσκα των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου" που περιγράψαμε στην αρχή.)

19 Όταν η κρίση ξεσπάσει, όλοι θυμούνται το κράτος. Στην επεκτατική φάση, βέβαια, όσο ο ουρανός των κερδών είναι ξάστερος, το κράτος είναι μια ακριβή και ενοχλητική μηχανή, ένα γηροκομείο, νοσοκομείο ή φτωχοκομείο για τους ηττημένους της οικονομικής ζωής, το οποίο πρέπει να μη κοστίζει και πολύ, να δίνει πάντως καλές παραγγελίες έργων στις επιχειρήσεις και να διατηρεί σχετική ησυχία και τάξη. Στην κρίση, όμως, όλα αλλάζουν. Το κράτος υποχρεώνεται να παρέμβει και γίνεται ξαφνικά σωτήρας. Οι ζημιές πρέπει να πληρωθούν από το φορολογούμενο, ενώ τα κέρδη –των καλών ημερών– αποταμιεύθηκαν ή ξοδεύτηκαν από τους οικονομικούς ηγέτες για την "καλή ζωή".

20 Έτσι, διαμορφώθηκαν δύο σχέδια κρατικής δράσης. Με το πρώτο, το "σχέδιο Πόλσον", το δημόσιο αγοράζει τα ανεπιθύμητα "τοξικά δάνεια" και οι τράπεζες τα ξεφορτώνονται. Σε ποια τιμή; Θα καλύψει το κράτος τη ζημιά των άπληστων τραπεζιτών; Κατά συμβιβασμό, προβλέπεται ένα σύστημα δημοπρασιών, ρυθμίσεων για την ανακούφιση δανειοληπτών, ανάκτησης κερδών και υπέρογκων αμοιβών από τους τραπεζίτες κ.λπ.

21 Με το δεύτερο, "ευρωπαϊκό" σχέδιο, το δημόσιο κεφαλαιοδοτεί εξαρχής τις τράπεζες που απαξίωσαν τις μετοχές τους, παίρνει όμως σε αντάλλαγμα νέες προνομιούχες μετοχές και προβαδίζει έτσι από τους παλιούς μετόχους. Το κράτος πάλι τραπεζίτης. Σε ακραία περίπτωση, κρατικοποιείται ολόκληρο το πιστωτικό σύστημα.

22 Κανένα από τα μέτρα αυτά δεν καλύπτει τις πιστωτικές ανάγκες των φτωχών πολιτών. Μια ιδιωτική τράπεζα, με κριτήριο το κέρδος, αναγκαστικά θα δανείσει τον αδύναμο με υψηλό επιτόκιο ή καθόλου. Χρειάζεται παραγωγική και εισοδηματική πολιτική που να στηρίξει τον εργαζόμενο και το μικρό παραγωγό, ώστε να περιορίζονται οι δανειακές του ανάγκες% – όχι στο σούπερ μάρκετ με πιστωτική κάρτα, ούτε στην ιδιωτική τράπεζα για ένα μικρό σπίτι. Η στεγαστική πίστη για τα μικρά εισοδήματα πρέπει να ασκείται με κοινωνικό κριτήριο το κόστος και όχι το κέρδος, από δημόσιο οργανισμό, όπως η Εργατική Κατοικία (ΟΕΚ) ή το Ταμείο Παρακαταθηκών για τους δημοσίους υπαλλήλους.

Ο Διονύσης Διβάρης είναι δικηγόρος