της Μαρίας Χατζησταυράκη
Ανοίγουμε μια συζήτηση αρκετά δύσκολη για πολλούς λόγους. Ένας λόγος είναι ότι υπάρχει μεγάλη αδιαφορία για όποια ιδεολογικά ή θεωρητικά ζητήματα ανοίγονται, η οποία μπορεί να έχει πολλές αιτίες. Βασικότερη είναι η συνήθεια σε έναν πραγματισμό και μια προσέγγιση της πολιτικής με μονάχα οικονομίστικους όρους. Ένας άλλος βασικός λόγος είναι ίσως και η αντιπάθειά μας απέναντι σε ζητήματα που άπτονται μιας ανθρωπολογικής ή/και ιδεολογικής αναζήτησης γιατί ασυνείδητα καταλαβαίνουμε πως έχουμε ηττηθεί από το αντίπαλο στρατόπεδο. Κι ένας τρίτος λόγος που αφορά την Αριστερά, όσους αναφέρονται στον μαρξισμό με οποιονδήποτε τρόπο, είναι ότι μάλλον τα ‘χουμε λύσει αυτά. Τα ‘χουν γράψει οι κλασσικοί έχουν περίπου απαντήσει σε όλα και δεν χρειάζεται επιπλέον ανάλυση και δουλειά πάνω σε αυτά. Επιπλέον υπάρχει και ένα μαρξιστικό ρεύμα, η σχολή του Αλτουσέρ, που κάνει δουλειά και προσεγγίζει τα θέματα αυτά και μάλιστα έχει εκδώσει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα αρκετά βιβλία με αυτή τη θεματολογία. Εκεί, κατά τη γνώμη μου, θα βρει κανείς πολλές δομικές ανεπάρκειες του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζει ο κόσμος αυτός το ζήτημα της ανθρώπινης φύσης, των ανθρωπολογικών προτύπων, και κατ επέκταση της συλλογικότητας και της σχέσης του ατόμου με αυτήν.
Παρά τις δυσκολίες λοιπόν και χωρίς να έχουμε καμιά ψευδαίσθηση ή αλαζονεία ότι μπορούμε εμείς με τις μικρές μας δυνάμεις να δώσουμε απάντηση σε αυτά τα θέματα, θέλουμε να τα δουλέψουμε. Γιατί? Γιατί αφού κανείς δεν ασχολείται?
Γιατί πιστεύουμε ότι η έννοια της συλλογικότητας και πιο ειδικά της πολιτικής κοινότητας, διέρχεται μια πολύ βαθιά κρίση και απαξιώνεται συνεχώς στις συνειδήσεις των ανθρώπων.
Γιατί γίνεται μια αρκετά επιτυχημένη προσπάθεια από το καπιταλιστικό σύστημα να κυριαρχήσει το εγωιστικό και ναρκισσιστικό ανθρωπολογικό πρότυπο, όλες οι αρνητικές δυνατότητες του ανθρώπινου είδους. Γιατί βλέπουμε τις ανεπάρκειες και τις στρεβλώσεις της ίδιας της Αριστεράς και του προοδευτικού κόσμου και δεν θέλουμε να βολευτούμε με αυτό που μας προσφέρεται.
Γιατί τα ζητήματα αυτά είναι κρίσιμα αν θέλουμε να αναζητήσουμε μια διέξοδο στον πολιτικό αγώνα σε συνθήκες κυνισμού και ματαιότητας.
Άρα, το πώς διαμορφώνεται η σχέση ανάμεσα στο άτομο και την συλλογικότητα είναι ένα πρόβλημα υπαρκτό, ιστορικά προσδιοριζόμενο και όχι απλά κάτι το φιλοσοφικό, που κείται στην σφαίρα της θεωρίας. Είναι σημαντικό να δημιουργηθούν νέα πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα που να λάβουν υπ’ όψιν τους αυτά τα θέματα και να αποκτήσουν μια άλλη ποιότητα της σχέσης ατόμου-συλλογικότητας, είτε πρόκειται για μια οργάνωση με αναφορά στον κομμουνισμό, είτε ακόμα και για το μαζικό λαϊκό κίνημα ή την κοινωνία, που είναι κατακερματισμένη και πρέπει να αποκτήσει συνεκτικά στοιχεία και σχέσεις, μια κοινωνία που πρέπει να αποκτήσει σώμα.
Η συλλογικότητά μας έχει και παλιότερα ασχοληθεί με αυτά τα ζητήματα, δειλά μεν, αλλά τα έχει θέσει. Σήμερα βρίσκεται σε μια πορεία αλλαγής, θέτει εκτός από πολιτικά ζητήματα που πρέπει να ζυμωθούν, και υπαρξιακά ζητήματα. Προσπαθεί να βρει τρόπους να αντιστοιχηθούν η δομή της, οι μορφές άσκησης πολιτικής, οι άνθρωποί της, δηλαδή η ψυχή της, στις νέες ανάγκες.
Μέσα σε αυτό το άρθρο θα βρείτε αρκετές αναφορές σε 2 έργα του Ε. Μπιτσάκη. Ο Ε. Μπιτσάκης είναι από τους ελάχιστους που έχουν ασχοληθει με το ζήτημα γράφοντας ο ίδιος αλλά και μεταφράζοντας αρκετά ξένα έργα. Στον πυρήνα της σκέψης του υπάρχει το εξής: «η ανθρώπινη φύση είναι ένα ανοιχτό πεδίο δυνατοτήτων θετικών και αρνητικών» και βαθιά πεισμένος για το πόσα κερδίζονται από την σκέψη και τη δράση με μια αγωνιστική κοσμοαντίληψη δίνει την απάντηση (όχι αβίαστα) ότι «δεν υπάρχει ανθρωπολογικό εμπόδιο για μια κοινωνία κοινής προσπάθειας και αλληλεγγύης». Ο ίδιος εξηγεί την ιδεολογική ήττα που υπεστήκαμε μέσα από αυτήν την αρχή και προσπαθεί περιγράφοντας την ιστορική και βιολογική εξέλιξη του ανθρώπου μέσα από επιστημονικά δεδομένα και θεωρίες να απαντήσει στη δημοφιλή άποψη ότι «Ο σοσιαλισμός είναι ένα ευγενικό ανθρωπιστικό ιδεώδες αλλά ανεφάρμοστο επειδή είναι ασύμβατο με την εγωιστική ανθρώπινη φύση».
Τρία είναι τα βασικά μέτωπα που στήνει εκείνος: 1. Απέναντι στον ουσιολογισμό που εξιδανικεύει την ανθρώπινη φύση και δίνει στον άνθρωπο περίπου μεταφυσικές ιδιότητες. Αν ανατρέξουμε σε έργα φιλοσόφων παλιότερων και νεότερων υπάρχουν μια σειρά από φιλοσοφικές αφαιρέσεις εξιδανίκευσης της ανθρώπινης φύσης που θέλουν τον άνθρωπο έναν «αγαθό άγριο». Η ίδια η ιστορία της ανθρωπότητας από τις ανθρωποθυσίες, στις βάρβαρες πρακτικές και στην δουλεία ως την πρώτη μορφή εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο μας βοηθούν να διαπιστώσουμε πως η ανθρώπινη φύση είναι κάθε άλλο παρά εξιδανικευμένη. 2. Απέναντι στον στρουκτουραλισμό, όπως η σχολή του Αλτουσέρ που ανέφερα πριν, που αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο μονάχα ως προϊόν των σχέσεων και όχι ως δημιουργό τους, Για παράδειγμα μέσα από τις ταξικές αντιθέσεις που δημιουργήθηκαν στις πρώτες κοινωνίες υπάρχουν μια σειρά βάρβαρες πρακτικές. Αυτές αποδίδονται μόνο σε «αντικειμενικά αίτια», ή μήπως και «στις αρνητικές δυνατότητες του ανθρώπινου όντος»; Ο στρουκτουραλίζων μαρξισμός αρνείται να τις δει και προτείνει πως τα άτομα επικαθορίζονται από τις κοινωνικές σχέσεις και δομές. Υπάρχουν όμως μια σειρά ιστορικά παραδείγματα για να υποστηρίξουμε τη θέση ότι η ανθρώπινη συνείδηση δεν είναι απλά καθρέφτης της πραγματικότητας, η πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα της πράξης των ανθρώπων. Και βέβαια μέσα στις δυνατότητες τους είναι να την αλλάξουν αυτήν την πραγματικότητα. 3. Απέναντι στον βιολογικό αναγωγισμό, που προσπαθεί να αποδώσει όλη την ιστορική εξέλιξη του ανθρώπου και ιδίως τη βαρβαρότητα και όλες τις αρνητικές μας δυνατότητες σε σφάλματα του γονιδιώματος, εγγεγραμμένα πια στην ύλη και το πνεύμα που κληροδοτούνται από τους γονείς στα παιδιά. Και οι τρεις αυτές θεωρίες οδηγούν στην πεσιμιστική άποψη πως όλες οι αρνητικές μας ιδιότητες είναι αιώνια χαρακτηριστικά του είδους μας και επομένως «δεν υπάρχει καμία ελπίδα».
Αν εμείς θέλουμε να απαντήσουμε ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα και υπάρχει ελπίδα για τις ανθρώπινες κοινωνίες ένα πρώτο πράγμα είναι να δώσουμε βάρος σε αυτά τα ζητήματα. Δεν είναι τόσο χαζός ο αντίπαλός μας για να έχει δαπανήσει τόση φαιά ουσία και τόσο χρήμα για να μας πείσει για το αντίθετο.
Ο καπιταλισμός για να κυριαρχήσει όφειλε να διαλύσει την κοινωνικότητα του ανθρώπου και να ενισχύσει τον ατομικισμό μέσα από την αποξένωση και την αλλοτρίωση του ανθρώπου, ως ένα σημαντικό κεφάλαιο στην καρδιά των μεγάλων ανθρώπινων κοινωνιών. Η αποξένωση είναι ίσως το βασικότερο εργαλείο του αντιπάλου για να ενισχύσει τις αρνητικές δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης και να εξαλείψει τις θετικές. Ένας αποξενωμένος άνθρωπος, είναι πρώτα αποξενωμένος από την ίδια του τη φύση και δευτερευόντως από τους άλλους ανθρώπους που είναι λιγότερο ή περισσότερο μέρος της ζωής του. Η αποξένωση από τις διάφορες μικρές και μεγάλες κοινότητες ξεκινά με την αμφισβήτηση της ανθρώπινης ουσίας και ο «ξένος» σπάει σε κομμάτια που αφήνονται εδώ κι εκεί ως αναμνήσεις αυτού που κάποτε ήταν οι δυνατότητες του. Ο Εριχ Φρομ στο έργο του «Η εικόνα του ανθρώπου στον Μαρξ» δίνει βάρος σε έναν ορισμό της ηθικής του ανθρώπου με βάση τον Μαρξ. Συγκεκριμένα μιλά για την ηθική του ανθρώπου ως τον πραγματικό άνθρωπο δηλαδή η απελευθέρωσή του από την αποξένωση ισοδυναμεί με την επιστροφή του στον ίδιο τον άνθρωπο. Ενώ η αλλοτρίωση είναι «η απώλεια της φυσικής ελευθερίας προς όφελος της πολιτικής». Στο ίδιο έργο, ο Ε. Φρομ αναζητώντας στα γραπτά του Μαρξ τη θεμελίωση μιας μαρξιστικής ψυχολογίας τονίζει τη φράση του νεαρού Μαρξ «ο άνθρωπος δεν είναι ένα άσπρο χαρτί που πάνω του γράφει το κείμενό του ο πολιτισμός» αλλά «ένα ορατό και υλικό ον» το οποίο «μπορεί να προσδιοριστεί όχι μόνο βιολογικά, ανατομικά και φυσιολογικά, αλλά και ψυχολογικά». Ερώτημα: Χρειαζόμαστε ίσως σήμερα έναν νέο ορισμό της ηθικής του ανθρώπου μέσα στη μετανεωτερική κοινωνία των ατελείωτων ψεύτικων αναγκών ενός αυτόματου συστήματος του οποίου δεν είμαστε μόνο προϊόντα αλλά και παραγωγοί;
Επιστρέφοντας στην αποξένωση ή αλλοτρίωση του ανθρώπου ίσως θα χε σημασία κανείς να δώσει βάρος στη ζωη του αποξενωμένου ανθρώπου. Οι δραστηριότητες του «ξένου» είναι τέτοιες που να μην κερδίζει και να μην κερδίζεται από αυτές. Ένας μαραθώνιος που διοργανώνεται από ένα τηλεοπτικό κανάλι και τα κέρδη από τις συμμετοχές μαζεύονται για να ενισχύσουν έναν σύλλογο καρκινοπαθών. Ο «ξένος» μπορεί να φορέσει μια φόρμα, να φέρει μια παρέα, να πληρώσει, να τρέξει και τέλος να γυρίσει πάλι σπίτι του (μια εφήμερη δραστηριότητα χωρίς χαρακτηριστικά συνέχειας). Δεν υπάρχει απαίτηση να γνωριστεί, να νιώσει τις ανάγκες, να αποδείξει τον εαυτό του με την καθημερινή πράξη και στάση, να κερδίσει την εμπιστοσύνη των άλλων ή και να εμπιστευτεί ο ίδιος. Αρκεί μόνο μια υπογραφή και ένα οικονομικό αντίτιμο. Η εναλλαγή μόνιμων καθηγητών στα σχολεία από αναπληρωτές. Ο «ξένος» οφείλει να έρχεται και να φεύγει στην ώρα του και να βγάλει την ύλη, δεν χρειάζεται να δημιουργήσει σχέσεις με τους συναδέλφους ή τους μαθητές. Δεν οφείλει να γίνει μέρος της σχολικής κοινότητας και να γνωρίσει τις ανάγκες και τις ελλείψεις της. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από το περιβόητο “πρόγραμμα σπουδών”. Άλλωστε του χρόνου θα βρίσκεται σε ένα άλλο σχολείο με άλλους καθηγητές και άλλους μαθητές και άλλα προβλήματα με τα οποία θα ασχοληθεί τόσο όσο απαιτεί το πρόγραμμα σπουδών. Ασφαλής και αυτός πίσω από την υπογραφή μιας σύμβασης. Πολλά τέτοια παραδείγματα μπορεί να βρει ο καθένας. Ερωτημα: τι αντιστέκεται και με τι εργαλεία απέναντι στο καπιταλιστικό πρότυπο ζωής, εργασίας, παραγωγής που αποξενώνει; Αν από τον άνθρωπο αφαιρέσεις την ουσία του και τον διαχωρίσεις από τα κοινωνικά του χαρακτηριστικά τον αποξενώνεις από τις ίδιες τις δυνατότητές του να δημιουργήσει.
Η επαναστατική πράξη σήμερα οφείλει να συμφιλιώνει την ανθρώπινη φύση (πραγματική κοινωνική-οικονομική κατάσταση) με την ανθρώπινη ουσία (τις δυνατότητες, τη φαντασία). Όταν μια τέτοια επαναστατική πράξη δεν υπάρχει, η αποξένωση ξαναγίνεται ελκτική. Ο εγωισμός που κάνει τον «ξένο» να ιδεολογικοποιήσει αυτήν ακριβώς τη στάση είναι το επόμενο καθοριστικό βήμα για να επικρατήσει ο ατομισμός απέναντι στο κοινό καλό ή την κοινή προσπάθεια. Η εμπειρία που κάνει τους μεγαλύτερους αλαζόνες και η ζωντάνια ή το νεύρο που κάνει τους νεότερους αγνώμονες θρέφει τον υποκειμενισμό του καθενός.
Επομένως εμείς τι συλλογικότητες χρειαζόμαστε; Τι κίνημα χρειαζόμαστε;
Χρειάζεται να αναγνωρίσουμε τις αιτίες της ματαιότητας που βιώνουν οι άνθρωποι σήμερα. Να δούμε τις μεγάλες οπισθοχωρήσεις και ήττες που ζήσαμε και ζούμε όχι σαν πισωγυρισμα αλλά σαν δυνατότητα να αμφισβητήσεις, να κριτικάρεις, να απολογίσεις την πορεία που διήνυσες και να βάλεις νέους μεγαλύτερους στόχους ζυγίζοντας τι πρέπει και τι μπορείς να κάνεις. Ερώτημα: ανατρέχοντας στα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα ποιους πολιτικούς στόχους και ποιες αφηγήσεις πρέπει να κριτικάρουμε, να αμφισβητήσουμε; Ποιες στάσεις και συμπεριφορές φάνηκαν κατώτερες των περιστάσεων; Ποιες είναι οι ανάγκες των ανθρώπων που δεν είδαμε και δεν μπορέσαμε να αντιστοιχηθούμε;
Και επιπλέον χρειαζόμαστε νέες συλλογικότητες, νέους πολιτικούς οργανισμούς και κοινότητες Χρειαζόμαστε μια συλλογικότητα που να ενισχύει τις «θετικές δυνατότητες των ανθρώπων» και να μην κλείνει τα μάτια στις «αρνητικές», αν μπορεί ακόμη και να τις αγαπήσει σαν κομμάτι της. Προπαντός να ναι έτοιμη να δεχτεί με σεμνότητα τον κόπο των ανθρώπων, να αναγνωρίζει την παραγωγή έργου σε αυτόν που το παρήγαγε και σε όλους μαζί που το κάνουν κοινό κτήμα. Να βρίσκει στις γραμμές της τα ανθρωπολογικά πρότυπα που θα θελε να παρουσιάσει στην κοινωνία ως διέξοδο από τον ατομισμό, τον εγωισμό και τη μισαλλοδοξία. Να βρίσκει στις γραμμές της και εκείνα τα σφάλματα που δεν έγιναν «καταλάθος» και να χει το θάρρος της αυτοκριτικής χωρίς διάθεση εφησυχασμού
Μέσα στον 21ο αιώνα υπήρξαν πολλές ανατροπές, εξεγέρσεις επαναστάσεις, ιστορικά κινήματα που άλλαξαν τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Όπως αναφέρει και ο Χάουαρντ Ζιν «Υπάρχει μια τάση να θεωρούμε πως αυτό που βλέπουμε στην παρούσα στιγμή είναι κι αυτό που θα συνεχίσουμε να βλέπουμε. Ξεχνάμε πόσο συχνά σ’ αυτόν τον αιώνα αιφνιδιαστήκαμε από τις αναπάντεχες καταρρεύσεις θεσμών, από εκπληκτικές αλλαγές στην σκέψη των ανθρώπων, από απρόσμενες εξεγέρσεις ενάντια σε τυραννίες, από την ταχεία καθίζηση συστημάτων εξουσίας που έμοιαζαν ανίκητα. Αν δούμε μόνο το χειρότερο, θα καταστρέψει την ικανότητα μας να κάνουμε οτιδήποτε. Αν θυμηθούμε τους τόπους και τους χρόνους – κι είναι τόσοι πολλοί– που οι άνθρωποι φερθήκαν εκπληκτικά, αυτό θα μας δώσει την ενέργεια για να δράσουμε και την δυνατότητα να στείλουμε τη σβούρα –τον κόσμο μας– σε μια διαφορετική κατεύθυνση.»