Άνοιγμα των διαδικασιών του συνεδρίου από τον σ. Ρούντι Ρινάλντι

Να ισχυροποιηθούμε πολιτικά και ιδεολογικά

 

Συντρόφισσες και σύντροφοι,

Μέσα στους δυόμιση μήνες της προσυνεδριακής διαδικασίας κάναμε πολλή δουλειά. Πρώτα απ’ όλα συζητήσαμε εσωτερικά και οργανωμένα ορισμένα σημαντικά ζητήματα, πολιτικοποιήθηκαν περισσότερο τα μέλη μας και ιδιαίτερα τα νέα μέλη που δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία από συνεδριακή διαδικασία. Παράλληλα, κάναμε πλατιά γνωστά τα μηνύματα του 2ου Συνεδρίου σε χιλιάδες αριστερούς ανθρώπους διαδίδοντας τις Θέσεις, διοργανώνοντας εκδηλώσεις και συζητήσεις σε πολλές πόλεις της χώρας, αφισοκολλώντας 40.000 αφίσες, αρθρογραφώντας στον τύπο και παρεμβαίνοντας στα ΜΜΕ. Ξεκινήσαμε μάλιστα πολύ καλά το 2ο Συνέδριο με την πολύ πετυχημένη, μεγάλη και ενθουσιώδη εκδήλωση στο Σπόρτινγκ.

 

Ο απολογισμός της προσυνεδριακής δουλειάς

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν μέχρι την Πέμπτη, μία μέρα πριν ξεκινήσουμε τις εργασίες, η εικόνα του απολογισμού έχει ως εξής: Στην εσωτερική συζήτηση που έγινε σε τρεις κύκλους –εκτός από εξαιρέσεις σε ορισμένες απομακρυσμένες περιοχές– και με παρουσία εισηγητών του ΚΟ η συμμετοχή των μελών της οργάνωσης ήταν ικανοποιητική. […] Κατά την εσωτερική συζήτηση υποβλήθηκαν πάνω από 500 ερωτήσεις και για τα τρία ζητήματα, που έχουν συγκεντρωθεί κεντρικά και έχει αρχίσει η απάντησή τους. Ήδη έχουν απαντηθεί πάνω από 200 ερωτήσεις και πιστεύουμε πως το επόμενο διάστημα θα ολοκληρωθεί η απάντησή τους. Οι ερωτήσεις –δείγμα των οποίων έχουμε δημοσιεύσει στην εφημερίδα– αφορούν και γενικά πολιτικά ζητήματα και ειδικά ζητήματα έλλειψης γνώσεων σε διάφορα θέματα. […] Σε γενικές γραμμές είμαστε ευχαριστημένοι με την προσυνεδριακή διαδικασία, εσωτερική και δημόσια. Γνωρίζουμε τις ελλείψεις που είχαμε, αλλά αυτή είναι η δευτερεύουσα πλευρά.

Θα μπορούσε να είχαν προσεχτεί περισσότερο τα εισηγητικά κείμενα, θα μπορούσε να υπάρχει περισσότερος χρόνος για συζήτηση, αλλά ήταν μια ιδιόμορφη χρονιά και πολλά έγιναν κάτω από πίεση. Υπήρξε το μεγάλο ξέσπασμα των φοιτητών που απορρόφησε πολλές δυνάμεις και μεγάλο μέρος της οργάνωσης. Υπήρξαν υποκειμενικές αδυναμίες να ανταποκριθεί η καθοδήγηση σε όλα. Έγινε ό,τι ήταν μπορετό με βασική πεποίθηση ότι παρόλες τις αδυναμίες, το συνέδριο έπρεπε να πραγματοποιηθεί και να διαφυλαχθεί ο ειδικός του χαρακτήρας. Τέλος, να τονίσουμε ότι η προσυνεδριακή δουλειά δεν έγινε στην καλύτερη περίοδο: μετά από ένα συνεχές τρέξιμο για κινητοποιήσεις (σχεδόν κάθε βδομάδα διαδηλώσεις, δικαστήρια κλπ), δηλαδή μετά από μια μεγάλη ένταση που την ακολουθεί μια χαλάρωση και στην αρχή της καλοκαιρινής περιόδου που ευνοεί μια χαλάρωση και στον κόσμο πέρα από εμάς. Θα μπορούσε να είναι διαφορετική η εικόνα σχετικά με τις οργανωτικές εντάξεις, το οικονομικό, τις γκρούπες.

 

Δυο λόγια για μια δουλειά που ξεκίνησε με αφορμή το συνέδριο και αφορά τα θέματα του 1917 και του 1967 όπως κωδικά τα ονομάσαμε. Δεν προχώρησαν ικανοποιητικά παρόλο που μαζεύτηκε υλικό και μοιράστηκε σε πολλούς συντρόφους. Ο κύριος λόγος είναι πως δεν μπορέσαμε να συνδυάσουμε και προσυνεδριακή δουλειά και δουλειά γύρω απ’ αυτά. Φυσικά έγιναν διαβάσματα και πολλοί σύντροφοι καταρτίστηκαν περισσότερο. Η συνέχεια αυτής της δουλειάς πρέπει να αντιμετωπιστεί από το νέο ΚΟ.

Σήμερα, εδώ κατά τη διάρκεια των εργασιών του 2ου Συνεδρίου μπορούμε να ισχυριστούμε ότι κάναμε μια πολύ καλή δουλειά. Θα προσθέταμε ότι κάναμε ένα δημοκρατικό συνέδριο: Έγιναν τρεις κύκλοι εσωτερικών συζητήσεων. Διατυπώθηκαν 500 περίπου ερωτήσεις. Δόθηκαν κείμενα από συντρόφους είτε για γενικά είτε για επιμέρους θέματα είτε με την μορφή προτάσεων. Δόθηκε έκθεση της ΚΕΕ και είναι πρώτη φορά που λειτουργεί μια τέτοια επιτροπή στα πλαίσια της κίνησής μας. Όλα αυτά δίνουν μια εικόνα μιας πλούσιας εσωτερικής διαδικασίας.

 

Ο ειδικός χαρακτήρας του 2ου Συνέδριου

 

Το 2ο Συνέδριο διαφέρει σε πολλά από το Ιδρυτικό σώμα και αυτό είναι φυσιολογικό και πολύ θετικό στοιχείο. Γίνεται μετά από τέσσερα χρόνια συνεχούς δράσης και παρέμβασης, συνεχούς ανοδικής γενικά πορείας της ΚΟΕ.

Επομένως, το 2ο Συνέδριο της ΚΟΕ είναι συνέδριο:

• αξιολόγησης και χωνέματος της πρόσφατης πείρας ολόκληρης της οργάνωσης,

• πολιτικοποίησης και συγκρότησης του δυναμικού που συσπειρώθηκε στις γραμμές της,

• αποφάσεων και κατευθύνσεων για το επόμενο διάστημα ώστε η ΚΟΕ να προχωρήσει πιο δυνατή στην αριστερά, πιο ριζωμένη μέσα στο λαό,

• επιδιώκει να αποκτήσει η οργάνωση μια μεγαλύτερη και καλύτερη σχέση με το «συγκεκριμένο» και το «άμεσα πρακτικό»,

• ανάδειξης ενός καινούργιου καθοδηγητικού επιπέδου, ανανέωσης των γραμμών του, καλύτερης ανταπόκρισής του με τα καθήκοντα που οι συνθήκες βάζουν,

• τέλος, είναι ένα συνέδριο ελπίδας και προοπτικής για ολόκληρη την αριστερά και ειδικά την κομμουνιστική.

Στο 1ο Συνέδριο πήραμε χοντρικά τρεις αποφάσεις που καθόρισαν την μετέπειτα πορεία μας. Ποιες ήταν αυτές;

1. Ιδρύουμε την ΚΟΕ.

2. Παρεμβαίνουμε στη βάση μιας κεντρικής πολιτικής γραμμής και αναπτύσσουμε μια οργάνωση που να μπορεί να παρεμβαίνει στη βάση μιας κεντρικής πολιτικής γραμμής. Να αλλάξουν τα πράγματα στην κοινωνία – στη χώρα – στην αριστερά, αριστερός πόλος, ενωτικό ψηφοδέλτιο, βουλευτικές – δημοτικές – ευρωεκλογές, κοινωνικούς χώρους –πχ νεολαία, πριν, κατά και μετά το κίνημα– καμπάνιες για λιτότητα, για πετρέλαιο κλπ.

3. Συμμετέχουμε στο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και στο Φόρουμ.

Οι επιβεβαιώσεις που αναφέρει ο απολογισμός, στηρίχτηκαν εν πολλοίς σε αυτές τις αποφάσεις.

Το 2ο Συνέδριο γίνεται μετά από μια πολύ πλούσια παρέμβαση τα τέσσερα τελευταία χρόνια στα οποία διαδραματίστηκαν σοβαρά διεθνή και εσωτερικά γεγονότα, μετά από μια συνεχόμενη ανοδική πορεία της ΚΟΕ, μετά από τον σχεδόν διπλασιασμό των δυνάμεών της και την αύξηση της επιρροής και εμβέλειάς της. Σε μια στιγμή που πρέπει να παρθούν αποφάσεις και κατευθύνσεις που να προετοιμάσουν την τροποποίηση της κλίμακας της ΚΟΕ.

Στο 2ο Συνέδριο ποιες θα είναι οι κρίσιμες αποφάσεις; Ποια η ουσία των αποφάσεών του; Να, η σημασία των κατευθύνσεων, της πολιτικής γραμμής και των ειδικών προϋποθέσεων:

Τώρα είναι η ώρα των καταλήξεων, των αποφάσεων, των κατευθύνσεων. Ελπίζουμε οι αποφάσεις του 2ου Συνέδριου να παίξουν ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη και ενδυνάμωση της ΚΟΕ, στην επιτάχυνση της κίνησής της, στην υλοποίηση του συνθήματος «ΚΟΕ δυνατή στην Αριστερά – ΚΟΕ γερά μέσα στο λαό».

 

Μια αναγκαία παρέκβαση

 

Ο Κ. Μαρξ χρησιμοποιεί συχνά και πυκνά την λέξη-έννοια προτσές. Δεν εννοεί ακριβώς με τη λέξη αυτή μια απλή διαδικασία. Σε μια υποσημείωση του Κεφάλαιου το ξεκαθαρίζει: Λέει λοιπόν:

Η λέξη προτσές εκφράζει μιαν ανάπτυξη παρμένη στο σύνολο των πραγματικών όρων της, ανήκει από καιρό στην επιστημονική γλώσσα όλης της Ευρώπης.

Αντιμετωπίζοντας εμείς την πορεία της οργάνωσής μας σαν ένα προτσές, πρέπει να αναλογιζόμαστε πάντα το σύνολο των πραγματικών όρων της πορείας. Και το σύνολο –όχι ορισμένες πλευρές– και τους πραγματικούς όρους, που είναι διαφορετικό πράγμα από τις επιθυμίες μας. Η πορεία της οργάνωσής μας είναι ένα προτσές και πρέπει να το αντιλαμβανόμαστε έτσι, όπως και κάθε σημαντική στιγμή, π.χ. το ίδιο το 2ο Συνέδριο. Από την πρώτη του ανακοίνωση έως το τέλος των εργασιών του, αν θέλετε έως και την εκτίμηση μετά από καιρό της επίδρασης που θα έχουν οι αποφάσεις του στην πορεία της οργάνωσής μας.

Καμιά φορά ξεχνάμε τη σημασία της ύπαρξής μας και της συνεισφοράς μας.

 

Ας δούμε δύο ζητήματα:

Όταν πρωτοξεκινήσαμε μιλούσαμε συνέχεια για κάποια υλικά ίχνη που πρέπει να αφήνει κάθε προσπάθεια που κάναμε. Λέγαμε πως δεν ξέρουμε τι θα γίνει αύριο, αν θα υπάρχουμε ή θα συνεχίσουμε, αλλά πάντως ό,τι κάνουμε να αφήσει ορισμένα υλικά ίχνη.

Σε μια απολογιστική συζήτηση για τα 10 χρόνια της Α/συνεχεια το 1993 ο Γιάννης Χοντζέας μας τα ψάλλει γι’ αυτή την αντίληψη. Λέει τότε:

Τα περί ιχνών λέγονται όταν κάτι έχει εμφανιστεί. Ούτε με εισαγωγικά δεν λειτουργεί θετικά και είναι κάπως «φτωχοπροδρομικό». Το κύριο θετικό δεν είναι τα «ίχνη» αλλά το γεγονός της ύπαρξης και όχι μονάχα της ύπαρξης της Α/συνεχεια αλλά και της αριθμητικής της αύξησης, των δραστηριοτήτων της και της διεύρυνσης του κύκλου αυτών των δραστηριοτήτων.

Την ίδια περίοδο ο Γιάννης Χοντζέας γράφει το κείμενο για τις προγραμματικές κατευθύνσεις της Α/συνέχεια που θα εκδοθεί λίγα χρόνια μετά σε βιβλίο με τον τίτλο «Για το κομμουνιστικό πρόγραμμα της εποχής μας». Στο κεφάλαιο «Σκέψεις για την κομμουνιστική οργάνωση. Τα αναγκαία βήματα» αναφέρεται:

Η οργάνωση δυνάμεων είναι μια διαδικασία που σχετίζεται με τη διαμόρφωση ενιαίας συνείδησης σε κόμματα, οργανώσεις, κινήσεις. Η συσσώρευση δυνάμεων είναι μια διαδικασία που σχετίζεται με την ανάπτυξη κινημάτων, μετώπων σε ένα επίπεδο που ανοίγει δρόμους για το πέρασμα στο στάδιο της ενεργητικής αντίστασης. Ενώ είναι διαφορετικά στάδια και επίπεδα μεταξύ τους, δεν είναι διαχωρισμένα με σινικά τείχη, δεν σημαίνει ότι το ένα προηγείται του άλλου ή το ένα έπεται αφού συντελεστεί το άλλο. Πρέπει να βρούμε τρόπους να τα προωθήσουμε και τα δύο. Κρίκος για να γίνει αυτό είναι η όποια οργάνωση δυνάμεων να γίνεται με την απόκτηση και το πάσχισμα να αποκτηθούν πολλοί δεσμοί διαφορετικών επιπέδων της οργάνωσης με τον κόσμο και με συνειδητή προσπάθεια ανύψωσης και πολιτικοποίησης των σχέσεων αυτών.

Ας τα ξανασκεφτούμε: τι ήμασταν το 1993 και τι σήμερα. Πόσα μπορούσαμε να κάνουμε τότε και πόσα σήμερα. Σήμερα περισσότεροι από όσους φανταζόμαστε περιμένουν από την ΚΟΕ, ελπίζουν στην ΚΟΕ. Τεράστιο βήμα σε σχέση με τότε.

Τα άλματα που έχουν γίνει και ο ρυθμός αύξησης της εμβέλειας και της επιρροής της ΚΟΕ οφείλονται σε πολλούς λόγους. Πρώτα και κύρια, γιατί δεν εγκαταλείπουμε ποτέ το δίπτυχο οικοδόμηση / παρέμβαση και δεύτερο, γιατί στηριζόμαστε σε μια πολιτική γραμμή. Σε μια κεντρική πολιτική γραμμή και σε μια οργάνωση που οικοδομείται πάνω στις προδιαγραφές επεξεργασίας και προώθησης και δοκιμασίας μιας πολιτικής γραμμής.

«Ανάπτυξη παρμένη στο σύνολο των πραγματικών όρων της», «Σύνολο» και «πραγματικοί όροι». Το προτσές ανάπτυξης της ΚΟΕ – ποιες ανάγκες έχει, ποιος ο βασικός κρίκος που πρέπει να επιλυθεί για να προχωρήσουν όλες οι πλευρές πάνω κάτω πιο ορμητικά. Ποια η σημερινή σχέση της διαδικασίας οργάνωσης και συσσώρευσης δυνάμεων. Κομμουνιστικής οργάνωσης και κινημάτων, μετώπων, αντιστάσεων για το πέρασμα στην ενεργητική αντίσταση;

Η έννοια της συγκρότησης στο παρόν στάδιο ανάπτυξής μας περνά μέσα από αυτό που ο μεγάλος κομμουνιστής Α. Γκράμσι ορίζει ως ιδεολογικό στοιχείο: «Το ιδεολογικό στοιχείο συνίσταται στην κατανόηση των όρων που μέσα τους διεξάγεται η πάλη, των κοινωνικών σχέσεων που μέσα τους διεξάγεται η πάλη, των βασικών τάσεων που δρουν στο σύστημα αυτών των σχέσεων». Οφείλουμε να ισχυροποιήσουμε την ΚΟΕ με αυτό το ιδεολογικό στοιχείο. Αν όλο και περισσότερα μέλη έχουν καθαρή συναίσθηση των όρων και των συσχετισμών μέσα στους οποίους δρούμε και προσπαθούμε να τους αλλάξουμε, αν όλο και περισσότερα μέλη κατανοούν και έχουν μιαν αντίληψη για τις συνολικές κοινωνικές σχέσεις μέσα στις οποίες διεξάγεται η πάλη μας, και αν όλο και περισσότερα μέλη και άνθρωποι κατανοούν τις βασικές τάσεις που υπάρχουν και δρουν, τότε είναι σίγουρο ότι θα είναι πιο ενεργητική η συμμετοχή τους, πιο αποφασιστική, πιο πλούσια και ριζοσπαστική η αντίληψή μας και η πράξη μας, πιο διευρυμένοι και ισχυροί οι δεσμοί μας με τον κόσμο, πιο κοινωνικοποιημένη η παρέμβασή μας. Ας δούμε τώρα ορισμένα ζητήματα που τέθηκαν κατά την προσυνεδριακή διαδικασία.

 

Για το εύρος των θεμάτων που πιάστηκαν στις τρεις θεματικές (διεθνείς και εσωτερικές εξελίξεις – απολογισμός – κατευθύνσεις)

 

Από αρκετούς συντρόφους κατά την προσυνεδριακή διαδικασία τέθηκαν ερωτήματα και απόψεις που αφορούσαν το εύρος των θεμάτων με τα οποία καταπιάστηκαν οι Θέσεις και τον τρόπο με τον οποίο έχουν αναλυθεί ή εκτεθεί ορισμένα από αυτά.

Χρειάζονται ορισμένες απαντήσεις. Πρώτον, οι θέσεις διέφεραν από αυτές που είχαν κυκλοφορήσει για την Α’ Συνδιάσκεψη της Α/συνεχεια ή από τα πέντε κείμενα της προσυνεδριακής διαδικασίας για το Ιδρυτικό Συνέδριο. Ήταν πιο κωδικές, πιο εντοπισμένες σε ορισμένα μόνο θέματα και όχι σε όλα, και αποσκοπούσαν να εξοπλίσουν την οργάνωση με αναγκαίες θέσεις και εκτιμήσεις για σημαντικά ζητήματα που αναδεικνύει η σύγχρονη πραγματικότητα και η πάλη μας. Δεύτερον, ήταν σε γνώση μας ότι δεν καλύπταμε όλα τα θέματα παρά μόνο ορισμένα και αυτό έγινε με μια ορισμένη πολιτική επιλογή. Για παράδειγμα, στο σκέλος των διεθνών εξελίξεων δεν υπάρχει ιδιαίτερη έμφαση στα θέματα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ούτε πολλά πράγματα για τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Και τα δύο είναι σοβαρά και δεν μπορούν να υποτιμούνται. Θεωρήσαμε πιο κρίσιμο να εστιάσουμε την προσοχή μας σε τρία ζητήματα. Πρώτο, στην κλιμάκωση της επιθετικότητας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, στις ρωγμές και δυσκολίες που συναντά η εκπλήρωση των στόχων αυτής της αλαζονικής πολιτικής. Δεύτερο, στην εμφάνιση ενός πόλου αντιστάσεων, τη Διεθνή Κοινότητα των Λαών και την έμφαση που πρέπει να δώσουμε σε ορισμένες πλευρές, και τέλος στο ζήτημα της Ευρώπης. Το τελευταίο τίθεται από πολλές πλευρές: και ο αστισμός για πολλά χρόνια κουνούσε την σημαία του ευρωπαϊσμού, αλλά και μέσα στην αριστερά υπάρχουν πολλές λαθεμένες αντιλήψεις γύρω από το θέμα «Ευρώπη». Επίσης, μια από τις πιο σημαντικές εξελίξεις των τελευταίων ετών είναι και η βαθύτατη κρίση προσανατολισμών και στρατηγικής και η διάσπαση της Ευρώπης. Τέλος, το ζήτημα τέθηκε και τίθεται και από την πλευρά κινημάτων που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη και από διαδικασίες συντονισμού και κοινής πανευρωπαϊκής δράσης στις οποίες αναγκαστικά αναμετρούνται διαφορετικές στρατηγικές και πολιτικές.

Σχετικά με τον απολογισμό υπήρξε η ίδια λογική, δηλαδή να καταπιαστούμε μόνο με τα πιο κεντρικά συμπεράσματα, να σταθούμε στα ουσιώδη. Έτσι δεν υπήρξαν αναλυτικές τοποθετήσεις για κάθε τομέα δουλειάς.

Σχετικά με τις κατευθύνσεις, κινηθήκαμε με το σχήμα να αναλύσουμε το τι σημαίνει για την ΚΟΕ το κεντρικό σύνθημα του 2ου Συνέδριου, και τι καθήκοντα αντιστοιχούν και ποια βήματα οφείλουμε να κάνουμε.

Δεν ισχυριζόμαστε πως το αποτέλεσμα ήταν το καλύτερο δυνατό. Οι Θέσεις θα μπορούσαν να είναι καλύτερες, ίσως πιο σύντομες και απλές. Ανταποκρίθηκαν όμως στο να προσανατολίσουν γενικά σωστά την εσωτερική συζήτηση και να δώσουν μια ταυτότητα στην ΚΟΕ στην τρέχουσα περίοδο. Κυρίως με τις κατευθύνσεις που θα υιοθετήσουμε. Φυσικά η εσωτερική συζήτηση και οι παρατηρήσεις που έγιναν και στα τρία ζητήματα εμπλουτίζουν κι άλλο τις θέσεις που θα υιοθετήσουμε και θέτουν αυξημένα καθήκοντα και στον τρόπο που θα αντιμετωπίζουμε στο μέλλον τέτοια γενικά θέματα.

 

Για τα πολιτικά ζητήματα

Για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τη Νέα Τάξη Πραγμάτων

 

Πολλές ερωτήσεις και τοποθετήσεις έγιναν σχετικά με το ρόλο, τις δυνατότητες, τους σχεδιασμούς, τις ρωγμές, τις αντιφάσεις, τις δυσκολίες που συναντά ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Η συζήτηση δεν είναι χωρίς σημασία και πρέπει να διαπιστώσουμε ότι σχεδόν τα ίδια πάνω κάτω ζητήματα απασχολούν όλες τις πλευρές, όλα τα επιτελεία, όλες τις δυνάμεις που παρεμβαίνουν.

Πολλές ερωτήσεις και τοποθετήσεις έθεταν το ζήτημα τού αν συνδυάζεται ο τόνος και η έμφαση που δίνουμε στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό σε σχέση με τον τόνο που δίναμε στην ΝΤΠ σε παλιότερες τοποθετήσεις και ένας σύντροφος αναρωτήθηκε αν κάνουμε αγώνα ενάντια στις ΗΠΑ ή στη ΝΤΠ.

Η τοποθέτηση που κάνουμε για πολυπολικό κόσμο δεν αποδέχεται την ερμηνεία των διεθνών εξελίξεων σύμφωνα με τα κέφια μιας αδιαμφισβήτητης ηγέτιδας δύναμης, των ΗΠΑ. Από την άλλη, παραδεχόμαστε ότι οι ΗΠΑ είναι η μοναδική υπερδύναμη, ότι προηγείται πολύ σε οικονομική, στρατιωτική και πολιτική δύναμη από άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, και ακόμα ότι είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να τροποποιεί, να κλιμακώνει, να βυθίζει τον κόσμο σε μια μεγάλη περιπέτεια αναγκάζοντας όλες τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στον α’ ή β’ βαθμό να την ακολουθούν ή να μην εναντιώνονται ανοιχτά.

Την ίδια στιγμή τονίζουμε ότι οι ΗΠΑ έχουν ένα αλαζονικό σχέδιο και απ’ ό,τι φαίνεται δεν έχουν τα μέσα για να επιβάλουν και να ολοκληρώσουν τους σχεδιασμούς τους αυτούς. Είναι μια κρίση μέσων και όρων να επιβάλουν μια αναγκαία γι’ αυτούς πολιτική.

Η κλιμάκωση της επιθετικότητάς τους μετά τους δίδυμους πύργους το 2001 και ο πόλεμος που κήρυξαν ενάντια στην τρομοκρατία, αποβλέπουν σε πολλούς στόχους (μεγαλεπήβολους) που μέσα από αντιφάσεις και δυσκολίες περπατάνε (περικύκλωση Ρωσίας, αυξημένη παρουσία σε Βαλκάνια, διάσπαση Ευρώπης κλπ), αλλά πρόσφατα άρχισαν να δοκιμάζονται οι σχεδιασμοί από τις αντιστάσεις και τα πλήγματα που δέχονται από τους λαούς σε ορισμένες περιοχές (Ιράκ, Λίβανος, Αφγανιστάν, Λατινική Αμερική κλπ).

Αν θέλουμε να δούμε λίγο πιο γενικά το ζήτημα, οι ΗΠΑ έχουν χάσει την αδιαμφισβήτητη θέση που είχαν στην παγκόσμια οικονομία μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, δεν έχουν όμως πλέον έναν ισχυρό ανταγωνιστή όπως η ΕΣΣΔ με αποτρεπτική δύναμη, και ενδιαφέρονται να μείνουν νούμερο 1 δύναμη για τα επόμενα 100 χρόνια χωρίς να φανεί κανένας που να τους ανταγωνιστεί. Η τεράστια στρατιωτική τους μηχανή (που τροφοδοτεί και μια εσωτερική συναίνεση στις ΗΠΑ) τους παρέχει μαζί με τον έλεγχο διεθνών ενεργητικών αποθεμάτων και των διεθνών οικονομικών οργανισμών, μαζί με το ρόλο του δολαρίου, τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν και να επιβάλλουν πολλές από τις λύσεις που επιθυμούν, με περισσότερη ή λιγότερη δυσκολία.

 

Όταν διατυπώσαμε τη Γενική Γραμμή στα μέσα της δεκαετίας του ’90 σωστά θέσαμε το θέμα της ΝΤΠ, και μάλιστα στο πρώτο επίπεδο θέσαμε την ανάγκη δημιουργίας ενός παγκόσμιου μετώπου ενάντια στη ΝΤΠ, τον μεγαλύτερο εχθρό των λαών. Σήμερα, νομίζουμε ότι σωστά δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στην ήττα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, της οδηγήτριας δύναμης της ΝΤΠ για δύο λόγους: πρώτο, έχει κλιμακώσει και πολλαπλασιάσει μια επιθετική πολεμική πολιτική πράγμα που έφερε σαν αποτέλεσμα το δεύτερο λόγο, δηλαδή το ότι έχει αναγνωριστεί πλατιά από λαούς και κινήματα σαν ο υπ’ αριθμόν 1 εχθρός όλης της ανθρωπότητας. Τη στιγμή που όλος ο κόσμος ονοματίζει τον κύριο και μεγαλύτερο ιμπεριαλιστή της εποχής που κλιμακώνει την επιθετικότητα και ξεπερνά τη χιτλερική θηριωδία, θα ήταν λάθος να μέναμε σε μια διατύπωση γενικά για τη ΝΤΠ και για όλους τους ιμπεριαλιστές.

Πάλι όμως αυτό με τη σειρά του δεν σημαίνει ότι δεν ισχύει η θέση για ΝΤΠ, για ιμπεριαλιστικό διευθυντήριο κλπ, μόνο που έχουν συντελεστεί ανακατατάξεις από το 1995 μέχρι σήμερα και μέσα στα πλαίσια αυτά. Η ΝΤΠ είναι το πιο αντιδραστικό και επιθετικό εποικοδόμημα που σχηματίζεται και εφαρμόζεται στην πλειοψηφία των χωρών που ελέγχονται από τον ιμπεριαλισμό.

Σήμερα, χωρίς την ήττα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού δεν μπορεί να δοθεί κανένα ισχυρό πλήγμα στη ΝΤΠ και δεν μπορεί να υπάρξει καμιά θετική εξέλιξη για την ανθρωπότητα. Η ήττα του είναι προϋπόθεση θετικών εξελίξεων. Η ήττα σε διεθνές επίπεδο βέβαια, θα είναι ένα τελικό αποτέλεσμα μεγάλων αγώνων σε παγκόσμιο επίπεδο. Όμως η αποδυνάμωσή του, τα πλήγματα που θα δεχτεί, οι ρωγμές που θα υποστεί, η απομόνωση που θα νιώσει, η πολιτική του καταδίκη θα γίνουν μέσα από μικρές και μεγάλες μάχες σε διάφορες περιοχές, σε διάφορες χώρες. Το βούλιαγμα στον πόλεμο του Ιράκ δείχνει πολλά πράγματα και για τις δυνατότητες των ΗΠΑ και για τις δυνατότητες των λαϊκών δυνάμεων όταν είναι αποφασισμένες να αντισταθούν.

 

Με τη Διεθνή Κοινότητα των Λαών

 

Στη Γενική Γραμμή του 1995 αγωνιζόμασταν για να αλλάξει ο συσχετισμός δύναμης, να περάσουμε από την παθητική άμυνα στο στάδιο της ενεργητικής αντίστασης, όπου θα είναι παρούσα η Διεθνής Κοινότητα των Λαών. Άρα αγωνιζόμασταν για τη Διεθνή Κοινότητα των Λαών. Σήμερα, χωρίς να έχουμε φτάσει στο στάδιο της ενεργητικής αντίστασης, λέμε «με τη Διεθνή Κοινότητα των Λαών», παραδεχόμαστε την ύπαρξή της και την θεωρούμε ως έναν υπό διαμόρφωση πόλο μέσα στον πολυπολικό κόσμο. Όλα αυτά μοιάζουν με μια λογική αντίφαση. Τι συμβαίνει και τι υποστηρίζουμε;

Στη δεκαετία του ’90 υπήρχαν λίγα σημάδια μεγάλων κινημάτων και ήταν βαρύ το κλίμα που είχε επιβληθεί από την κατάρρευση του ανύπαρκτου σοσιαλισμού, και ο νεοφιλελευθερισμός ηγεμόνευε.

Μια πρώτη διαφορετική ένδειξη δόθηκε από την εξέγερση των Ζαπατίστας το 1994, που έδειχνε ότι συντελούνταν διεργασίες στους από τα κάτω. Το Σιάτλ το 1999 αποχαιρέτησε τον 20ό αιώνα δίνοντας όμως πιστοποιητικό γέννησης σε ένα νέο διεθνές κίνημα, το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα. Στην πορεία είχαμε το Αργεντινάτσο και την αφύπνιση της Λατινικής Αμερικής στη συνέχεια, ενώ το 2002 οι Ισραηλινοί αναγκάζονται να αποχωρήσουν από το νότιο Λίβανο κάτω από την πάλη του λιβανικού λαού και της Χεζμπολάχ. Το 2003 είχαμε την παγκόσμια αντιπολεμική διαδήλωση στην οποία πήραν μέρος μερικά εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο, τα «Όχι» στο ευρωσύνταγμα, στο σχέδιο Ανάν, το καταπληκτικό κίνημα της νεολαίας στη Γαλλία, την εξέγερση των γκέτο, τις απεργίες των βιομηχανικών εργατών στην Γερμανία, την ήττα του Ισραήλ και των ΗΠΑ στον πόλεμο του Λιβάνου το περσινό καλοκαίρι, τη νίκη της δημοκρατικής επανάστασης στο Νεπάλ μετά από 10 χρόνια λαϊκού πολέμου και στην πράξη μια κατάσταση στρατηγικής ισορροπίας ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα.

 

Στη δεκαετία του ’90 διατυπώσαμε την εκτίμηση και την ανάγκη να υπάρξει και να δημιουργηθεί μια Διεθνής Κοινότητα των αγωνιζόμενων λαών (στην οποία θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν μέχρι και κρατικές οντότητες). Στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα έχουμε τα πρώτα μπουσουλίσματα αυτής της κατάστασης. Μιλούσαμε για μια ανάγκη και μια δυνατότητα που στην ολοκληρωμένη της μορφή θα συνιστούσε την αλλαγή του δυσμενούς συσχετισμού δύναμης. Σήμερα έχουμε τα γεννητούρια της, έχουμε τα μπουσουλίσματα, αλλά δεν είμαστε σε θέση να μιλήσουμε για τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης και το πέρασμα στο στάδιο της ενεργητικής αντίστασης σε διεθνές επίπεδο. Σε ορισμένες περιοχές (Λατινική Αμερική) και χώρες (Λίβανος και Νεπάλ) τα πράγματα είναι πιο κοντά ή και έχουν ξεπεράσει την ενεργητική αντίσταση, αλλά αυτά δεν ανατρέπουν τον συνολικό συσχετισμό που παραμένει δυσμενής.

Μια ακόμα ιδιομορφία που πρέπει να κρατήσουμε υπόψη μας είναι η θέση και η σχέση του κομμουνιστικού κινήματος με τη σημερινή φάση ανάπτυξης της Διεθνούς Κοινότητας των Λαών. Η Διεθνής Κοινότητα των Λαών υπάρχει όσο υπάρχει χωρίς να στηρίζεται ή να καθοδηγείται από κομμουνιστικές δυνάμεις. Οι χώρες όπου συμβαίνει αυτό, είναι ελάχιστες. Το γεγονός αυτό είναι πολύ σοβαρό για την πορεία και τους ρυθμούς ανάπτυξης της Διεθνούς Κοινότητας των Λαών.

 

Για την Ευρωπαϊκή Ένωση

 

Είναι ίσως το ζήτημα που προκάλεσε τις περισσότερες συζητήσεις. Πιθανά μια τοποθέτηση πιο ξεκάθαρη να βοηθούσε, αλλά πρέπει να συνεννοηθούμε επί της ουσίας. Όχι, δεν έχουμε εγκαταλείψει ούτε τη θέση της διάλυσης της ΕΕ (και αυτό αναφέρεται ρητά στις Θέσεις), ούτε τη θέση της απόσχισης της Ελλάδας από την ΕΕ, θέση που δεν αναφέρεται ρητά, αλλά βγαίνει σαν συμπέρασμα και άρα δημιουργεί δικαιολογημένες ενστάσεις και συζητήσεις. Άρα, αφού επιβεβαιώσουμε ρητά και κατηγορηματικά ότι αγωνιζόμαστε γι’ αυτούς τους στόχους, πρέπει να γίνει σαφές ότι προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μέτωπα και προϋποθέσεις για να φτάσουμε ως εκεί και όχι να προβάλλουμε αυτές τις δύο θέσεις σαν σημείο διαχωρισμού από άλλες δυνάμεις. Μας ενδιαφέρει να δημιουργήσουμε κινήσεις και αντιστάσεις ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό. Μας ενδιαφέρει να δημιουργήσουμε ένα μέτωπο ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό. Προκρίνουμε για τη συγκέντρωση δυνάμεων γύρω από το στόχο αυτό, όχι όσες δυνάμεις συμφωνούν π.χ. με τη διάλυση της ΕΕ και την απόσχιση της Ελλάδας απ’ αυτήν, αλλά όσες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις πλήττονται από το νεοφιλελευθερισμό, δηλώνουν ότι αγωνίζονται ενάντιά του, έχουν μια ενωτική λογική και δεν μπαίνουν φρένο στην ανάπτυξη κινήσεων και αντιστάσεων. Είναι προφανές ότι στα πρώτα βήματα αυτής της κίνησης θα τεθεί το ζήτημα των πολιτικών της ΕΕ και του ρόλου τους κλπ, και εκεί είναι ένας δικός μας ρόλος να πολιτικοποιήσουμε περισσότερο την όλη κίνηση.

Για παράδειγμα, θέλουμε να αναπτυχθεί ένα αντιπολεμικό κίνημα ή ένα κίνημα ενάντια στις βάσεις. Θα δούμε μια πλατφόρμα που θα ενώνει όσους επιθυμούν να συνδράμουν ή όσους υποχρεωθούν να είναι υπέρ (θυμηθείτε την Σούδα). Δεν θα βάλουμε στην πλατφόρμα συνολικά και το ζήτημα της ΕΕ και της απόσχισης της χώρας από την ΕΕ, θα βάζουμε όμως το ζήτημα του ΝΑΤΟ και του κλεισίματος των βάσεων.

Στα ζητήματα που αφορούν τα θέματα της ΕΕ ή της Ευρώπης όπως λέγονται, θα υποστηρίζουμε μια μίνιμουμ πλατφόρμα που θα έχει το «όχι στην Ευρώπη του πολέμου, του νεοφιλελευθερισμού και του ρατσισμού». Παράλληλα, θα είμαστε ενάντια στη διεύρυνση της ΕΕ και όχι υπέρ, κατά της λεγόμενης Ευρωμεσογειακής συνεργασίας κλπ.

 

Την ίδια στιγμή θα καταγγέλλουμε την Ευρώπη-φρούριο, τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων, τη συμπόρευσή τους με τις ΗΠΑ στον πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία κλπ. Με δυο λόγια δηλαδή, δεν θα θεωρούμε ως προϋπόθεση για συνεργασίες τη συμφωνία στις θέσεις «διάλυση και απόσχιση». Τακτικά δημιουργούμε κινήματα που στην ουσία στρέφονται ενάντια στις πολιτικές της ΕΕ, στον νεοφιλελευθερισμό, τον πόλεμο και τον ρατσισμό.

Έχουμε δύο υπέρ μας σ’ αυτή τη στάση: α) οι γενικές εξελίξεις στην Ευρώπη είναι τέτοιες που η ιδέα του ευρωπαϊσμού είναι αρκετά εξασθενημένη και η ΕΕ μοιάζει περισσότερο σαν απειλή για τους εργαζόμενους παρά σαν πεδίο παρέμβασης και β) η πραγματικότητα αναγκάζει τις δυνάμεις της ΕΕ να εφαρμόζουν όλο και περισσότερο μια νεοφιλελεύθερη πολιτική στο εσωτερικό της Ευρώπης και μια ιμπεριαλιστική φιλοπόλεμη πολιτική διεθνώς.

Η πρόσφατη κρίση που έχει ξεσπάσει δείχνει και άλλες δυνατότητες: λόγω των μεγάλων αντιθέσεων, η ίδια η ΕΕ να γνωρίσει τριγμούς και ορισμένοι να φτάσουν μέχρι και την αποχώρηση, και από την άλλη είναι φανερό πως το μέλλον των χωρών δεν είναι καταστροφικό αν δεν μετέχουν σε μια εξασθενισμένη μονοπωλιακή ένωση.

Να γίνουμε πιο σοφοί και πιο ικανοί στην πολιτική μας παρέμβαση. Το σύνθημα «για μια Ευρώπη χωρίς ΕΕ» χωράει πολλές καταστάσεις και πολλούς ενδιάμεσους στόχους λαών και χωρών της Ευρώπης (απόσχιση, όχι σε ΟΝΕ και ευρώ, όχι σε ευρωσύνταγμα κλπ).

Για να αποκτήσει πειστικότητα το σύνθημα της απόσχισης της Ελλάδας από την ΕΕ χρειάζεται πολλή δουλειά, γιατί εδώ ακουμπάμε ένα σοβαρό ζήτημα της ηγεμονίας της αστικής τάξης πάνω στις υποτελείς τάξεις και δεν υπάρχουν πολλά «παραδείγματα» που να κάνουν χειροπιαστή μια άλλη κατεύθυνση.

 

Για την Ελλάδα και τα εθνικά ζητήματα

 

Έγινε μια κριτική από λίγους συντρόφους σχετικά με το ότι η αναφορά και το βάρος που δίνεται στις Θέσεις για τα ζητήματα που αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το Κυπριακό, τα Βαλκάνια και τις επεμβάσεις των ιμπεριαλιστών στην περιοχή, είναι μικρό σε σχέση με τη σημασία του ζητήματος. Η κριτική είναι σωστή. Αν μάλιστα συνδυαστεί με την αυτοκριτική εκτίμηση ότι τα αντιιμπεριαλιστικά καθήκοντα δεν χρωμάτισαν τη δραστηριότητα στο διάστημα μετά το Ιδρυτικό Συνέδριο, πρέπει να δούμε πώς και με ποιους τρόπους θα αναδείξουμε το ζήτημα, θα το σηκώσουμε. Πρέπει να δούμε ποια θέματα συγκινούν, σε ποιες περιοχές της χώρας υπάρχουν αιχμές τέτοιων θεμάτων, ποια κεντρικά ζητήματα θα απασχολήσουν, τι πρωτοβουλίες μπορούμε να πάρουμε σχετικά με αυτά, ποια γενικά συνθήματα και ποια προπαγάνδα μπορούμε να προωθήσουμε. Άλλωστε, οι αμερικάνοι ξανάρχονται στην περιοχή, στην Τουρκία υπάρχει μια μεγάλη κρίση, το σχέδιο Ανάν επανέρχεται με νέες μορφές, το Αιγαίο έχει μοιραστεί, οι αμερικάνοι ζητούν επεκτάσεις στις βάσεις τους κλπ κλπ.

 

Για το θέμα της «αργεντινοποίησης»

 

Οι Θέσεις τοποθετούνται σχετικά με το γιατί ενώ αναμένονταν μια επιβράδυνση της παραγωγικής και οικονομικής δραστηριότητας μετά την αναθέρμανση που είχε γίνει λόγω ολυμπιακών έργων, επιβράδυνση που θεωρούσαμε ότι θα έχει λίγο πολύ απότομο χαρακτήρα, κάτι τέτοιο δεν έγινε. Επομένως, τίθεται το ερώτημα αν ήταν σωστή ή λαθεμένη η θέση για αργεντινοποίηση. Στο Ιδρυτικό Συνέδριο είχε γίνει σχετική συζήτηση. Σήμερα πολλοί σύντροφοι ρωτούν τι είναι το αργεντινάτσο. Κι αυτό είναι μια πρώτη απάντηση, το να αποφεύγουμε τις σχηματοποιήσεις και να μένουμε πιο πολύ στη συγκεκριμένη ανάλυση. Αυτή θα δείξει ότι στην ουσία το οικονομικό σύστημα μπόρεσε να μεταθέσει μια κρισιακή στιγμή προς το μέλλον κρατώντας τεχνητά την οικοδομική δραστηριότητα και μεγεθύνοντας υπέρμετρα τη χρέωση των νοικοκυριών. Η εικόνα που δίνει η αστική τάξη για την ελληνική οικονομία δεν είναι πραγματική. Σήμερα, η ανάπτυξη που παρουσιάζει είναι επισφαλής, συσσωρεύει όρους μιας κρίσης και όλο και πλησιάζουμε προς αυτήν. Στο αφιέρωμα των σελίδων της Αριστερά! με τίτλο «πού βαδίζει η ελληνική οικονομία;» υπάρχει αρκετό υλικό που απαντά στο ερώτημα αυτό. Επομένως καλώς έγινε η απόσυρση του όρου «αργεντινοποίηση». Και καλώς μιλάμε για τα πήλινα πόδια στα οποία στέκεται η ελληνική οικονομία: αποβιομηχάνιση, αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής με ξεκλήρισμα των φτωχομεσαίων, λειτουργία της χρεομηχανής και απομύζηση των εργαζόμενων μέσω των μηχανισμών αποπληρωμής δανείων, και παράλληλα υπερδανεισμός των νοικοκυριών, χρηματιστηριοποίηση της οικονομίας και ολοένα μεγαλύτερος έλεγχός της από το ξένο κεφάλαιο που συμμετέχει άμεσα στις ιδιωτικοποιήσεις και την κλοπή των ασφαλιστικών ταμείων.

Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να γίνουν ορισμένες εργασίες και για το χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας και τις ιδιομορφίες της, και για το στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι μια εξαρτημένη ή μια ιμπεριαλιστική χώρα; Ορισμένοι θα ήθελαν να υποστηρίξουν και τα δύο, αλλά αυτό δεν είναι απλά λογικό λάθος, είναι και ουσιαστικό. Γι’ αυτό έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί η θέση για εξαρτημένο χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας από όλες τις δυνάμεις της αριστεράς.

 

Για την αριστερά και τον ΣΥΝ

 

Στις Θέσεις υπάρχουν συγκεκριμένα πράγματα για τη φύση και το χαρακτήρα του ΣΥΝ και αυτά προκύπτουν από τη συγκεκριμένη ανάλυση αυτού του φορέα, της κοινωνικής του σύνθεσης, της ιστορίας και της προέλευσής του, της σχέσης του με όσα γίνονται στο διεθνή χώρο και ειδικά στην Ευρώπη και την ευρωπαϊκή αριστερά.

Τα όσα λέγονται στο κείμενο για την αριστερά και τον ΣΥΝ ισχύουν και δεν πρόκειται να τα επαναλάβουμε. Μαζί με όσα γράφονται και στο κείμενο των κατευθύνσεων είναι υπεραρκετά για να αποσαφηνιστεί η θέση μας απέναντι στη σύγχρονη επίσημη αριστερά. Η γλώσσα μας έχει γίνει πιο απλή, πιο πολιτική και αποφεύγουμε να χρησιμοποιήσουμε όρους φορτισμένους ιδεολογικά (που έχουν τη σημασία τους – για παράδειγμα ο όρος νεορεβιζιονισμός εξηγεί, αν περιγράψουμε το περιεχόμενό του, τη συμπεριφορά και ορισμένα ειδικά γνωρίσματα του ΚΚΕ και άλλων κομμάτων και οργανώσεων στο διεθνή χώρο. Αυτό το έχουμε κάνει σε παλιότερα κείμενα).

Η θέση της επίσημης αριστεράς έχει αλλάξει και έχει τροποποιηθεί μέσα στο αστικό κεντρικό σκηνικό τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Αυτό πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψη μας. Για έναν απλούστατο λόγο: Από τη φύση της η αριστερά αυτή αδιαφορεί για τους αγώνες, είναι επιφυλακτική στους αγώνες, δεν επιθυμεί την επανάσταση, την φοβάται, και αγωνιά να μην υποβαθμιστεί κι άλλο. Κυβέρνησε όχι πριν την πτώση του σοσιαλισμού, αλλά μετά, και έτσι νομιμοποίησε σε ένα βαθμό τις δυνάμεις του δικομματισμού και βοήθησε να εγκλωβιστούν κι άλλο μάζες σ’ αυτόν. Έτσι, είχε έναν κυβερνητικό ρόλο σε μια εποχή που δεν είχε πατρίδα και πλάτες σε κανέναν υπαρκτό, όταν πραγματικά δεν την χρειάζονταν και την χρησιμοποίησαν για να αποκοιμίσουν κι άλλο τον κόσμο. Τι άλλο, αν όχι ιμπεριαλιστική πολιτική, μπορεί να έκαναν οι κυβερνήσεις της πληθυντικής αριστεράς (Γαλλία – Ιταλία) όταν αποφάσιζαν να κηρύξουν τον πόλεμο ενάντια στη Γιουγκοσλαβία το 1999; Αυτές όμως οι κυβερνητικές συμμετοχές κόστισαν και οδήγησαν σε μεγαλύτερη κρίση. Έπρεπε οι δυνάμεις της επίσημης αριστεράς να αντιδράσουν στην περαιτέρω υποβάθμιση και περιθωριοποίησή τους. Ταχτικά τις βρίσκουμε να επιχειρούν να πάρουν μέρος στο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και να προσπαθούν χωρίς επιτυχία να του προσδώσουν σοσιαλδημοκρατικό προσανατολισμό. Η εντεινόμενη επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού μετά το 2001 δεν τους άφηνε περιθώρια επιτυχίας και η ριζοσπαστική πτέρυγα μπορούσε να χρωματίζει τα κινήματα αυτά.

 

Έτσι ο ΣΥΝ –και μάλιστα με δεξιά ηγεσία– μπήκε στο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, αλλά ένας κόσμος που έπαιρνε μέρος δεν γύρναγε ακριβώς όπως είχε πάει. Επίσης, ο ΣΥΝ υπό δεξιά ηγεσία πήρε την πρωτοβουλία να κάνει ένα αριστερό άνοιγμα με τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2004. Οι αλλαγές και οι ανακατατάξεις στο εσωτερικό του ΣΥΝ και η πάλη ανάμεσα σε δύο τάσεις οδήγησε και σε μια αλλαγή της ηγεσίας και μια επιβεβαίωση της επιλογής του ΣΥΡΙΖΑ σε κόντρα με τη δεξιά πτέρυγα. Αυτά επισημοποιήθηκαν στο 4ο συνέδριο του ΣΥΝ και ονομάστηκαν «αριστερή στροφή του ΣΥΝ». Φυσικά, είναι ουτοπικό να θέλουμε εμείς να ακυρώσουμε τη φύση και το χαρακτήρα ενός κόμματος. Είναι όμως αντιδιαλεχτικό να μην βλέπουμε αυτές τις αλλαγές και κυρίως να μην βλέπουμε τι δυνατότητες έχουμε να προωθήσουμε τη γραμμή μας για να αλλάξουν τα πράγματα στην αριστερά.

Αλλά και αυτό το «να αλλάξουν τα πράγματα στην αριστερά» πώς θα γίνει; Μια μέρα θα μετασχηματιστούν όλοι σε κάτι άλλο ή θα γίνει μέσα από μια πιο σύνθετη διαδικασία κοινής συμπόρευσης και αντιπαράθεσης, μαζικής ενωτικής δράσης και δοκιμασίας του καθένα;

Το ερώτημα που υπάρχει για την επίσημη και την ανεπίσημη αριστερά είναι κατά πόσο θα στριμωχτούν (από τα πράγματα ή από μια άλλη δύναμη και την πολιτική ή και τον συνδυασμό αυτών των δύο) να υιοθετήσουν θέσεις και συμπεριφορές αντίθετες προς τις διακηρύξεις τους ή τους απώτερους στόχους τους. Όσο κι αν μοιάζει περίεργο, αυτό έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν και θα ξανασυμβεί και στο μέλλον. Ο ΣΥΝ συνεργάζεται μαζί μας γιατί πιστεύει ότι αυτό τον βοηθά εκλογικά. Φροντίζει να μην ψηλώσουμε πολύ, αλλά την ίδια στιγμή εμείς κερδίζουμε χώρο με τη δράση μας και μας γνωρίζει έτσι περισσότερος κόσμος. Παράλληλα, δυναμώνει στο εσωτερικό του μια συμπάθεια προς την ΚΟΕ και πολλές πλευρές μάς θέλουν μέσα στο εγχείρημα. Αυτά διευκολύνουν ή δυσκολεύουν μια μελλοντική μετατόπιση του ΣΥΝ προς τα δεξιά;

Η αλλαγή του συσχετισμού μέσω της συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ στα πλαίσια της αριστεράς δεν μπορεί να βοηθήσει ώστε να αλλάξουν ευρύτερα τα πράγματα στην αριστερά; Είδαμε μέχρι σήμερα το μικρόβιο της ενότητας να δημιουργεί πονοκεφάλους σε όλα τα επιτελεία. Σκεφτείτε ακόμα, πως ο δήμαρχος Κορτζίδης μέχρι πριν ενάμιση χρόνο ήταν μέσα στο ΚΚΕ. Όλα αυτά δείχνουν μια δυναμική. Αν υπάρχει και μια δυνατή αριστερή κομμουνιστική δύναμη που να στέλνει μηνύματα στον κόσμο της κοινωνικής αριστεράς και να δείχνει ότι δεν παίζει, ούτε απλά αυτοαναπαράγεται, τότε οι δυνατότητες πολλαπλασιάζονται. Η κλίμακα του εφικτού τροποποιείται. Το μυστικό της επιτυχίας σε κάθε περίπτωση είναι να δυναμώσει η ανεξαρτησία και η εμβέλεια της οργάνωσής μας. Η ταχτική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ υπηρετεί αυτούς τους στόχους και είναι μια ρεαλιστική και ελπιδοφόρα πολιτική όχι μονάχα για μας, αλλά μπορεί να ενεργοποιήσει κι άλλο κόσμο και μάλιστα να μας φέρει σε επαφή. Η στιγμή της στροφής του ΣΥΝ προς άλλη κατεύθυνση ή της εσωτερικής αντιπαράθεσης των δύο τάσεων θα έρθει, και τότε θα έχει σημασία πόσοι και ποιοι θα έχουν δεσμούς και επαφές με ένα δυναμικό που θα αντιδράσει μέσα και πέριξ του ΣΥΝ. Πολιτικά μπορούμε να υποστηρίξουμε την επιλογή αυτή, ιδιαίτερα όταν από τις άλλες πλευρές μιας πιθανής συνεργασίας (ΚΚΕ και εξωκοινοβουλευτική αριστερά) δεν υπάρχει η παραμικρή διάθεση για κάτι τέτοιο. […]

 

Μικρότερες παρατηρήσεις σε σχέση με την αριστερά

 

Υπήρξαν παρατηρήσεις για τις κατηγοριοποιήσεις των ανένταχτων με βάση τα ηλικιακά χαρακτηριστικά τους, το αν είναι «πρώην» κλπ. Θέλουμε να επισημάνουμε ότι από τέτοιες περιγραφικές τοποθετήσεις προσπαθούμε να εντοπίσουμε κάποια στοιχεία της πραγματικότητας και όχι να οικοδομήσουμε έννοιες.

Δεύτερον, παρατηρήθηκε ότι δεν έπρεπε να υπάρχει η αναφορά για τις διαφοροποιήσεις μέσα στο ΠΑΣΟΚ στο κεφάλαιο για την Αριστερά, γιατί δημιουργούνται ίσως αυταπάτες για το χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ, σαν να το θεωρούμε αριστερά. Η προσθήκη για το ΠΑΣΟΚ μπήκε για να φανεί ότι λαμβάνουμε υπόψη μας και αυτή τη διαφοροποίηση. Τον καιρό εκείνο ήταν σε εξέλιξη η μάχη για το άρθρο 16 και η πλευρά αυτή είχε δραστηριοποιηθεί. Εδώ να θυμίσουμε και ένα κείμενο που δημοσιεύσαμε στην εφημερίδα γραμμένο από μέλος του ΠΑΣΟΚ που διαφωνούσε, σχετικά με το συνέδριο της Ν. ΠΑΣΟΚ όπου έγινε ένας μικρός χαμός.

Τρίτο, μετά από παρατήρηση μπήκε η προσθήκη για τον αντιεξουσιαστικό χώρο που το τελευταίο διάστημα έχει εντείνει την παρουσία του. Με μια έννοια ούτε αυτό θα έπρεπε να είναι στο κεφάλαιο περί Αριστεράς, αλλά σ’ αυτό των αντιστάσεων και διεργασιών που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία στα χρόνια 2003-2007.

 

Κλείνοντας,

 

Πολλά από τα ζητήματα που τέθηκαν στη συζήτηση αντανακλούν την ταυτότητα –ας πούμε– της εποχής μας. Γιατί η σημερινή ιστορική ταυτότητα εμφανίζει έντονα στοιχεία ρευστότητας, μετάβασης και αντιφατικότητας

Έχουμε και την κυριαρχία του κεφάλαιου, αλλά και το «ξύπνημα» των κινημάτων, έχουμε και τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης, αλλά αντιφάσεις και δυσκολίες στην εφαρμογή της ΝΤΠ. Ταυτόχρονα αναδεικνύεται το κεντρικό δίλημμα για την ανθρωπότητα «σοσιαλισμός ή τέλος της ανθρωπότητας», χωρίς όμως ακόμα αυτή η αλήθεια να οδηγήσει και στα ανάλογα πραχτικά βήματα του κομμουνιστικού κινήματος.

Θα ήταν παράλογο σε μια ζωντανή και δημοκρατική οργάνωση σαν την ΚΟΕ να μην είχαμε στο εσωτερικό μας μια τέτοια συζήτηση, να μην έμπαιναν ερωτήματα, να μην υπήρχαν διαφορετικές αποχρώσεις. Η συζήτηση και κυρίως οι αποφάσεις του 2ου Συνέδριου θα βοηθήσουν την παραπέρα πολιτική και ιδεολογική ισχυροποίησή μας.