Αλλαγή ή μικροαλλαγές;
του Γιώργου Ρωμανιά*,
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 14/10/2007
Το ελληνικό σύστημα (;) δημόσιας σύνταξης χαρακτηρίζεται από τρία ασύμβατα μεταξύ τους στοιχεία:
Πρώτον, εισπράττει υψηλές εισφορές (από τις υψηλότερες στην Ε.Ε.).
Δεύτερον, παρέχει χαμηλές συντάξεις και
Τρίτον, μαστίζεται από μεγάλα ελλείμματα.
Ειδικότερα, σε σχέση με το ύψος των παροχών επισημαίνεται ότι:
Το κατά κεφαλήν ποσόν που καταβάλλει ο κρατικός προϋπολογισμός για δαπάνες κοινωνικής προστασίας, στην Ελλάδα, υπολείπεται ελαφρώς του 1/2 του αντίστοιχου μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας του προϋπολογισμού, ως ποσοστό του ΑΕΠ, μειώθηκαν μεταξύ των ετών 2003-2006 κατά 2,4 μονάδες.
Ο πραγματικός δείκτης αναπλήρωσης, σήμερα, των συντάξιμων αποδοχών από συντάξεις βρίσκεται στο 49% και υπολογίζεται επί μισθών σαφώς κατώτερων εκείνων άλλων χωρών της Ε.Ε.
Η παρούσα αξία των αναμενόμενων να καταβληθούν στον μέσο έλληνα συνταξιούχο συνολικών συντάξεων υπολείπεται μέχρι και 130% έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Από το συνδυασμό υψηλών εισφορών και χαμηλών παροχών, θα έπρεπε, λογικώς, το σύστημα να έχει πλεονάσματα. Πώς εξηγείται, συνεπώς, η ύπαρξη σοβαρότατων ελλειμμάτων; Το πρόβλημα οφείλεται σωρευτικώς:
Πρώτον, στην ύπαρξη ανεπαρκέστατου αποθεματικού λόγω της κατασπατάλησης (ακριβέστερα της κλοπής) πόρων του συστήματος και της διάθεσής τους σε άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας.
Δεύτερον, στην πολύ κακή επενδυτική αξιοποίηση (ακριβέστερα, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις υπήρξε αρνητική αξιοποίηση) των κατά καιρούς (έστω ανεπαρκών) αποθεματικών του συστήματος: για το 2007 αναμένεται απόδοση περιουσίας του κλάδου Κύριας Σύνταξης των ασφαλιστικών φορέων αρμοδιότητας του υπουργείου Απασχόλησης ίση με το 1,96 % του συνόλου των εσόδων του κλάδου, έναντι αντίστοιχης απόδοσης 20-25% σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Τρίτον, στη μη εκπλήρωση των νομοθετημένων υποχρεώσεων του κράτους έναντι του συστήματος.
Τέταρτον, στην απαράδεκτα εκτεταμένη εισφοροδιαφυγή στην οποία συμβάλλουν και δημόσιες υπηρεσίες και δημόσιοι οργανισμοί (ο μεγαλύτερος οφειλέτης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ είναι η Ολυμπιακή Αεροπορία με συσσωρευμένο χρέος άνω των 430 εκατ. ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι παρακρατηθείσες και μη αποδοθείσες εισφορές του προσωπικού (έχουμε δηλαδή περίπτωση υπεξαίρεσης) και
Πέμπτον, στη συρροή οργανωτικής και λειτουργικής ανεπάρκειας, στρεβλώσεων, αδικιών και ευκαιριακών ρυθμίσεων.
Η σημερινή κατάσταση του συστήματος χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη τεράστιων μακροχρόνιων αναλογιστικών ελλειμμάτων (περί τα 150 δισ. ευρώ) και άμεσων σοβαρότατων προβλημάτων τρέχουσας διαχείρισης μεγάλων ασφαλιστικών οργανισμών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ΟΑΕΕ, ΟΓΑ). Πρώτιστο ζήτημα, συνεπώς, η αναζήτηση νέων πόρων για την αποκατάσταση του σπαταληθέντος αποθεματικού.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι πώς μπορεί να συμβιβαστεί με τα δεδομένα αυτά, η κυβερνητική επιδίωξη παρέμβασης, με στόχο τον περιορισμό των συναφών εκταμιεύσεων του κρατικού προϋπολογισμού.
Πράγματι, η κυβέρνηση φαίνεται ότι βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα:
Να προχωρήσει σε επιμέρους οριακές παρεμβάσεις, σε παραμετρικά στοιχεία, ώστε να επιτύχει άμεση ενίσχυση του προϋπολογισμού χωρίς να θίξει τα διαπιστωμένα κεντρικά προβλήματα ή
Να τολμήσει μια ριζική αντιμετώπιση των κεντρικών ζητημάτων με στόχο τη διασφάλιση της μακροχρόνιας οικονομικής βιωσιμότητας του συστήματος σε συνδυασμό και με τη βελτίωση της κοινωνικής του αποτελεσματικότητας;
Ο πειρασμός της εύκολης (πρώτης) επιλογής είναι μεγάλος. Όμως, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί ότι, σήμερα, διανοίγεται μοναδική ευκαιρία για την κυβέρνηση να προχωρήσει, με πνεύμα συναίνεσης, στη δεύτερη λύση.
Η ευκαιρία προσφέρεται από την πολύχρονη προεργασία που έχει πραγματοποιήσει ο επιστημονικός και ερευνητικός βραχίονας των συνδικάτων (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ).
Τη μοναδική αυτή εργασία, που καταγράφει και εκτιμά ικανοποιητικό αριθμό, εκτός κρατικού προϋπολογισμού, πηγών άντλησης νέων πόρων για τη διασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης του συστήματος, μπορεί να αξιοποιήσει η κυβέρνηση.
Αν, τελικώς, η κυβέρνηση τολμήσει τη δεύτερη αυτή επιλογή, μπορεί να τεθεί στο τραπέζι των διαβουλεύσεων η πράγματι επαναστατική άποψη μετακίνησης της χώρας μας από το σύστημα Bismarck στο σύστημα Beveridge.
Η επιλογή ανάμεσα στο παρουσιαζόμενο δίλημμα θα αποτελέσει και τεστ μέτρησης της πολιτικής ευφυΐας των αρμόδιων κυβερνητικών στελεχών: έχουν την ευκαιρία να μετατρέψουν ένα σοβαρό για οποιαδήποτε κυβέρνηση κοινωνικο-οικονομικό πρόβλημα σε πολιτικό πλεονέκτημα μακροχρόνιας εμβέλειας.
* Ο Γιώργος Ρωμανιάς είναι επιστημονικός Σύμβουλος ΙΝΕ-ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.